Αρχ. Βασιλείου Γοντικάκη
Το θέμα είναι να πιστέψης σ’ Αυτόν που είναι η ζωή· να εγκαταλείψης τον εαυτό σου ολόκληρο σ’ Αυτόν τον εαυτό σου, με την πίστι και την απιστία σου· τον εαυτό σου, ζωντανό ή πεθαμένο.
Δεν έχει τελικά σημασία εάν νοιώθω ότι ζω ή ότι είμαι νεκρός· ή εάν και οι άλλοι νομίζουν ότι πέθανα. Σημασία έχει να βρίσκωμαι εγκαταλελειμμένος κοντά σ’ Αυτόν που είναι αγάπη.
Καλύτερα να είμαι άρρωστος και νεκρός κοντά σ’ Αυτόν που είναι η ζωή, παρά ζωντανός κατά φαντασία, μακριά Του.
Σημασία έχει η τόλμη της πίστεως και η δύναμι της υπομονής, που ξεπερνά τη λογική. «Πάντα δυνατά τω πιστεύοντι».
Αυτό που μας σώζει δεν είναι αυτό που κάνομε ή μπορούμε να κάνωμε εμείς· αλλά αυτό που ανατέλλει από την τόλμη της πίστεως και της υπομονής, από την τόλμη της θυσίας του εαυτού μας (έστω και άρρωστου).
Μπορούμε να πούμε ότι και η δημιουργία του κόσμου όλου είναι μια πράξι τόλμης και θυσίας του Θεού.
Δημιουργηθήκαμε από αγάπη, που είναι θυσία και προσφορά. Σωζόμαστε με την ίδια κίνησι της αγάπης και της προσφοράς του εαυτού μας από ευγνωμοσύνη σ’ Αυτόν πού πρώτος μας αγάπησε.
Στην καρδιά της θείας Λειτουργίας λάμπει αυτή η αλήθεια της θείας δόξης και αγάπης· της θυσίας του Υιού του Θεού και της πίστεως που σώζει τον κόσμο.
Άγιος ει και πανάγιος και μεγαλοπρεπής η δόξα σου·
ος τον κόσμον σου ούτως ηγάπησας
ώστε τον Υιόν σου τον μονογενή δούναι,
ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται,
αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον.
Αυτή η έκρηξι της θείας αγάπης δημιουργεί και συντηρεί το μυστήριο της ζωής και της σωτηρίας του κόσμου. Αυτή καταυγάζει τα σύμπαντα. Αυτή σφραγίζει το Άγιον Όρος και κάνει θεία Λειτουργία όλη του τη ζωή, καθιστώντας τη μονολόγιστη ευχή («Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με») αναπνοή των μοναχών.
Με την ευχή ομολογούμε την πίστι μας σ’ Αυτόν και ζητούμε το έλεός Του: Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με, τον αμαρτωλόν.
Εσύ είσαι ο Υιός του Θεού, ο Θεός, ο δυνατός (σε γνωρίζω και δεν σε γνωρίζω, είσαι απερινόητος).
Εγώ είμαι αδύνατος και αμαρτωλός. Ομολογώ την αδυναμία μου (που τη γνωρίζω και δεν τη γνωρίζω). Ζητώ το έλεός Σου. Βοήθει μου τη απιστία. Ελέησόν με.
Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με, τον αμαρτωλόν.
Αυτό λέγεται με τα χείλη, με τον νου και την καρδιά. Λέγεται με το σημείο του τιμίου σταυρού, με τις μετάνοιες. Όσο πιο πολύ συνειδητοποιώ αυτό που λέω, αυτό που συμβαίνει: ότι Αυτός είναι ο δυνατός, ο Θεός της αγάπης και εγώ είμαι αδύνατος, τόσο και η ενέργεια της ευχής προχωρεί ως ευλογία και εμποτίζει τον νου και την καρδιά μου. Με κρατά στη ζωή. Και με χαροποιεί η αίσθησι ότι, ενώ είμαι αδύνατος και αμαρτωλός, είμαι αντικείμενο της αγάπης του Δυνατού.
Και εγκλιματίζεται ο άνθρωπος σ’ αυτόν τον χώρο της αγάπης και ησυχίας. Γίνεται ένα με την ευχή. Ενώνεται φυσιολογικά η αναπνοή και ο χτύπος της καρδιάς του με αυτήν. Και με κάθε κίνησι των σπλάγχνων του δεν αναπνέει μόνο το οξυγόνο του αέρα, αλλά και τη χάρι του Πνεύματος, ως παράκλησι θεία. Βρίσκεται στο φυσικό του κλίμα και περιβάλλον, που τον γεμίζει με χαρά.
Τα πάντα φωτίζονται έσωθεν:
Όπως το πρόσωπο του Κυρίου και τα ιμάτιά Του έλαμψαν από την άχτιστη και προαιώνια δόξα της Θεότητος, – το κάλλος της Παρθένου λάμπει έσωθεν, είναι ο της κοιλίας αυτής καρπός – παρόμοια, οι ταπεινοί και δοσμένοι στον Θεό λάμπουν από μια εσωτερική χάρι και ελευθερία. Δοξολογούν αυθόρμητα, εκούσια και ακούσια, τον Θεό μέρα και νύχτα.
Και η πλησμονή της αναπαύσεως, ως δύναμι που τους τρέφει και φως που τους φωτίζει, παρουσιάζεται σ’ όλα τους τα έργα και τις κινήσεις.
Κάτι το αληθινό, αχειροποίητο και ελεύθερο, αναδύεται ακόπως ως θεία δωρεά απ’ όλη τους την ύπαρξι. Αλλά, για να γίνη αυτό, πρέπει κανείς πολύ να κουραστή, να περάση δοκιμασίες, να πεθάνη ατέλειωτες φορές -«καθ’ ημέραν αποθνήσκω». Να γίνη (συχνά) μαρτύριο η ζωή του και “κρανίου τόπος” η διαμονή του. Να το αποδεχθή χωρίς δυσανασχέτησι. Τότε μία αίγλη ακτίστου δόξης ανατέλλει γι’ αυτούς τους πονεμένους και σφαγμένους, που χαρίζει την ελευθερία του μέλλοντος αιώνος από σήμερα, προς όφελος των πολλών.
Το κάλλος αυτής της πνευματικής ανέσεως, που δεν είναι απλώς καρπός κόπου και θυσίας αλλά δωρεά της Χάριτος, πλάθει μέσα στο πέρασμα των αιώνων το ήθος, το πρόγραμμα, τις ακολουθίες, την αρχιτεκτονική των ναών των μονών και όλου του Όρους. Κάτι το αόρατο και άκτιστο διαμορφώνει τα ορατά και κτιστά.
Ολόκληρο το μυστήριο της Εκκλησίας, που είναι απόδειξι της μεθ’ ημών παρουσίας του Κυρίου, φανερώνεται ως κάλλος αμήχανον μέσα απ’ όλη τη λειτουργική θεολογία και λατρευτική ζωή, με τα τυπικά, τις προσευχές, τα λειτουργικά σκεύη, τις εικόνες και την υμνολογία, όπου ψάλλεται σε όλους τους ήχους η δογματική αλήθεια που έγινε ποίησι.
Και όπως το κάλλος της θείας καλοσύνης σώζει, η αληθινή σωτηρία μέσα στην Εκκλησία γεννά αγίους-καλλιτέχνες. Και συνεχίζεται η ζωή, ως φιλοκαλία Παραδείσου.
Όταν τον δέκατο τέταρτο αιώνα συκοφάντησαν τους ησυχαστές του Αγίου Όρους ως πεπλανημένους, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και οι συνασκητές του υπερασπίσθηκαν τη γνησιότητα της μοναχικής εμπειρίας, μιλώντας για το φως της Μεταμορφώσεως. Η θεολογία του ακτίστου φωτός είναι αυτή που ορίζει τον χαρακτήρα και το περιεχόμενο της ζωής των μοναχών.
Είπαν ότι το φως της Μεταμορφώσεως δεν είναι ούτε κτιστό ούτε η αμέθεκτη ουσία του Θεού. Δεν είναι λάμψι υλική, που μια στιγμή φαίνεται και μετά χάνεται. Δεν είναι ίνδαλμα φαντασίας, που ρίχνει τον άνθρωπο «πολλάκις … εις το πυρ και πολλάκις εις το ύδωρ». Είναι η άκτιστη χάρι και ενέργεια που προΐεται αχωρίστως από τη θεία ουσία. Είναι η φυσική δόξα της Θεότητος. Είναι Θεότης. Είναι «κάλλος δε αληθινόν και εράσμιον περί την θείαν και μακαρίαν φύσιν». Είναι η βασιλεία του Θεού.
Και γίνονται κοινωνοί αυτής της χάριτος όχι οπωσδήποτε οι διανοητικά ισχυροί ή οι θεολογικά καταρτισμένοι, αλλά οι πνευματικά κεκαθαρμένοι, με την ταπείνωσι, τη συντριβή της καρδιάς, την πίστι και την αγάπη. Αυτοί που διαρκώς μετανοούν, ζητούν το έλεος του Κυρίου και παρακαταθέτουν τον εαυτό τους και όλους τους άλλους Χριστώ τω Θεώ.
Αυτοί δέχονται μέσα τους τη Χάρι και τη βιώνουν ως ανάπαυσι ψυχής, Βασιλεία του Θεού και δύναμι αγάπης.
Ζης το γεγονός ότι «η βασιλεία του Θεού εντός ημών εστί». Πιστεύεις όχι επειδή κάποιος κάτι σου είπε, αλλά επειδή γεννιέται μέσα σου η πίστι, γεννιέται μέσα σου η ζωή. Αντανακλάται από παντού μια χάρι άκτιστη. Και ακούγεται από την ησυχία «φωνή αύρας λεπτής».
Δεν υπάρχει κάτι που να το συνηθίζης. Όλα είναι μια ειρηναία έκπληξι, ανατολή φωτός που ταυτίζεται με τη ζωή και σωτηρία του κόσμου. Όλα τροφοδοτούν μια πηγή παρακλήσεως, που νοιώθεις μέσα σου να ενοποιή τα πάντα.
Μένεις μόνος και βρίσκεις όλους. Χάνεις δυνάμεις με το πέρασμα του χρόνου και χαίρεσαι μυστικώς, γιατί χάνεται κάτι το πρόσκαιρο και φθειρόμενο, ενώ μένει το αιώνιο και ανανεούμενο, που λέει καλά για όλο τον κόσμο.
Ξεκουράζεσαι με τον κόπο. Αγαπάς τους ταπεινούς. Αδελφώνεσαι με τους βασανισμένους. Εντυπωσιάζεσαι από τους ανύπαρκτους. Αυτοί, ως οι τολμηροί της πίστεως και ελεύθεροι, δόθηκαν στον Δυνατό. Δεν ζήτησαν τίποτε για τον εαυτό τους. Δέχθηκαν το πλήρωμα της ζωής. Έζησαν το «αρκεί σοι η χάρις μου» που είπε ο Κύριος στον Παύλο. Και σου μεταδίδουν δωρεάν, χωρίς να ζητούν κανένα αντάλλαγμα, τη χάρι που πήραν από την πηγή της ζωής.
Έτσι, ο απλός και αληθινός αγιορείτης είναι αυτός που σε βοηθά με μόνη την παρουσία του. Δεν θέλει να καταπλήξη κανένα με τις αρετές και τις γνώσεις του. Δεν θέλει να επιπλήξη κανένα για τα ελαττώματα ή τις ελλείψεις του. Ο ίδιος κατακρίνει τον εαυτό του ολοχρονίς. Και φανερώνεται δι’ όλης της συμπεριφοράς του η ευσπλαγχνία του Θεού, που του μαλάκωσε την καρδιά και τον κατέπληξε, κατά τη φράσι του αγίου Ιγνατίου: «καταπέπληγμαι την επιείκειαν» του Θεού.
Η αγάπη που συναντάς, η λεπτότης που βρίσκεις, σου κάνουν καλό.
Και η επίθεσι που δέχεσαι αργότερα από πειρασμούς και συμφορές που πέφτουν επάνω σου, η μία μετά την άλλη, με πρόθεσι να σε εξαφανίσουν κυριολεκτικά, σε ευεργετούν περισσότερο.
Τότε βρίσκεις μια θεία επίσκεψι και ξένη παρηγοριά. Σαν να είχε μαζευτή πολύ πουρί γύρω σου. Σαν να ήσουν φασκιωμένος, γυψωμένος από γεγονότα και αισθήσεις που σε πνίγανε. Και ενώ εσύ δεν μπορούσες να ελευθερωθής, ήλθαν άλλοι έξωθεν και σε χτύπησαν, θέλοντας να σε σκοτώσουν. Χτύπαγαν μετά μανίας. Έριχναν τα τείχη που σε είχαν φυλακίσει. Έσπαζαν τη γερή κρούστα από κάποιο ψέμα που σε είχε περιβάλει· ενώ αυτοό χτύπαγαν μανιασμένα, εσύ άκουγες έντρομος.
Εν τέλει, αυτοί που θέλησαν να σε εξαφανίσουν σε ελευθέρωσαν από μια ψευτιά και αορασία καταχνιάς, που σε χώριζε από την αλήθεια. Σ’ αφήσανε μόνο, «ημιθανή τυγχάνοντα», αλλά σκεπασμένο από τη φροντίδα κάποιου καλού Σαμαρείτη, πού τον ένοιωσες δίπλα σου.
Και αποδείχθηκαν βοηθοί σου οι πειρασμοί που θέλησαν να σε εξαφανίσουν. Έκαναν αυτό που εσύ έπρεπε να κάνης, και δεν το μπορούσες. Έζησες την αλήθεια του Γεροντικού: «Έπαρον τους πειρασμούς, και ουδείς ο σωζόμενος».
Κατέστρεψαν ό,τι χρειαζόταν καταστροφή. Και φάνηκε μέσα σου κάτι που δεν καταστρέφεται, γιατί έχει άλλη αντοχή και φύσι· «χαίρει εν τοις παθήμασι».
Τελικά μας σώζει αυτό που μας καταστρέφει, όπως σώζει τον σπόρο ο θάνατός του μέσα στη γη, όταν έλθη η ώρα του. Σωτηρία δεν είναι οι επιτυχίες και η σταδιοδρομία μας στον χώρο της φθοράς αλλά η κατάργησι του θανάτου και η βασιλεία της αγάπης.
Και θέωσι δεν είναι η απόκτησι των αρετών αλλά η υπ’ αυτών θεία αλλοίωσι και μεταμόρφωσι.
Και το βραβείο στους αγίους δεν δίδεται, κατά τον αββά Ισαάκ, για τις αρετές ούτε για τον κόπο των αρετών, αλλά για την ταπείνωσι που απ’ αυτές γεννιέται. Με την ταπείνωσι ο άνθρωπος συστέλλεται. Χάνεται. Γίνεται «ως μη ελθών εις το είναι»· και ταυτόχρονα διαστέλλεται, γινόμενος κατά χάριν χώρα του Αχωρήτου.
Όλα αυτά αποκτούν υπόστασι και αξία όταν τα βλέπης σαρκούμενα στη ζωή των Αγίων, δηλαδή στη ζωή και στο ήθος των όντως ταπεινών.
απόσπασμα από Εισήγησι που έγινε στις 5 Μαρτίου του 2005 σε συνέδριο πού διεξήχθη στο Καίμπριτζ της Μ. Βρεταννίας με θέμα: «Το κάλλος θα σώση τον κόσμο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου