ΙΕΡΕΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Δος μου κι εμένα άνεση, Παναγιά μου,
πριν ν’ απέλθω και πλέον δεν θα υπάρχω.(Αλεξ. Παπαδ.)

Τετάρτη, Ιανουαρίου 20, 2010

Σαν πουλί περιπλανώμενο, ζητώντας τον Θεό


Αδελφός πού συγκατοικούσε με αδελφούς ρώτησε τον αββά Βησσαρίωνα: «Τι να κάνω;». Του λέγει ό Γέροντας: «Να σιωπάς και μην κρίνεις τα πράγματα με βάση τον εαυτό σου».Ό αββάς Βησσαρίων αποθνήσκοντας έλεγε: «Ό μοναχός οφείλει να είναι σαν τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ. όλος οφθαλμός».Διηγήθηκαν οι μαθητές του αββά Βησσαρίωνα ότι ό βίος του ήταν σαν ένα από τα πετεινό ή τα θαλάσσια η τα χερσαία ζώα, που πέρασε όλο το χρόνο της ζωής του ατάραχα και αμέριμνα. Γιατί δεν ασχολιόταν με φροντίδες για την οικία του, Ούτε φάνηκε να κυριαρχεί στην ψυχή του επιθυμία για ωραίους τόπους, ούτε κορεσμός απολαύσεως, ούτε απόκτηση οικημάτων... αλλά φάνηκε ολότελα ελεύθερος από τα πάθη του σώματος, τρεφόμενος με την ελπίδα των μελλοντικών αγαθών, και έχοντας ως πνευματικό οχύρωμα την πίστη, υπέμενε καρτερικά πορευόμενος σαν αιχμάλωτος εδώ κι εκεί, διαμένοντας στο ψύχος και χωρίς σκεπάσματα και κατακαιόμενος από τη φλόγα του ήλιου, πάντοτε άστεγος , τριγυρίζοντας σαν περιπλανώμενος σε απόκρημνες ερημιές, και πολλές φορές προτιμώντας να περιφέρεται στην πλατειά ακατοίκητη χώρα της άμμου σαν σε πέλαγος.Και αν συνέβαινε καμιά φορά να έλθει σε ήμερους τόπους, όπου οί μοναχοί της ομότροπη ζωής έχουν κοινό το βίο, έκλαιγε καθισμένος έξω από τίς θύρες και οδυρόταν σαν κάποιος που ξεβράστηκε από ναυάγιο. Στη συνέχεια εξερχόμενος κάποιος από τους αδελφούς και βρίσκοντας, τον να κάθεται σαν ένας φτωχός ζητιάνος τον πλησίασε και με συμπόνια του είπε: «Τι κλαις, άνθρωπε; Εάν χρειάζεσαι κάτι από τα αναγκαια. θα το πάρεις κατά το δυνατό, μόνο έλα μέσα να μετάσχεις στην τράπεζα μας και να παρηγορηθείς». Αυτός τότε αποκρίθηκε ότι δεν μπορεί να μείνει κάτω από στέγη, («πριν να βρω την κατοικία μου») λέγοντας ότι έχει χάσει πολλά χρήματα με διάφορους τρόπους. «Περιέπεσα σε πειρατές, έλεγε. και έχω υποστεί ναυάγιο και ξέπεσα από την ευγένεια μου μου, έγινα από ένδοξος άδοξος».Ό αδελφός στεναχωρημένος από τα λόγια του Γέροντα, μπήκε μέσα, πήρε ψωμί και του έδωσε λέγοντας: «Πάρε τούτο, πάτερ, τα υπόλοιπα Θα σου τά προσφέρει ό Θεός, όπως λέγεις, την πατρίδα και τους συγγενείς και τον πλούτο πού ανέφερες».Κι ό Γέροντας πιο πολύ λυπημένος φώναξε δυνατά τρίζοντας τα δόντια: «Δεν γνωρίζω να πω αν θα μπορούσα να βρω αυτά που έχασα και τα αναζητώ' αλλά ακόμη περισσότερο θα δοθώ στα παθήματα, αδιάκοπα κινδυνεύοντας καθημερινά μέχρι Θανάτου, μη βρίσκοντας ανάπαυση από τις αμέτρητες συμφορές μου. Γιατί πρέπει να τελειώσω το δρόμο μου με συνεχή περιπλάνηση».

2 σχόλια:

Τατιάνα Καρύδη είπε...

Αφήνει ερωτηματικά η διήγηση..
Η περιπλάνηση του ανθρώπου ώσπου να βρεί την Κατοικία του, το Θεό, μοιάζει να είναι συνεχής και χωρίς τέλος. Όμως όταν είναι σε συνεχή επικοινωνία με το Θεό, γιατί να είναι άσπλαχνη καταδίωξη η ζωή του, και άνυδρη περιπλάνηση; Αφού βαδίζει σαν παιδί μέσα στον κήπο του Πατέρα, και έχει οδοδείκτη και ασφαλή δρόμο. Δεν είναι εκτός του παραδείσου να κλαίει πικρώς..
Αναρωτιέμαι..

π Παντελεήμων Kρούσκος είπε...

Καλησπέρα , Αναΐς. Είναι θέμα βαθιάς συντριβής και ταπείνωσης. Ο πνευματικός άνθρωπος βάζει τον εαυτό του στην θέση του "περιπεσόντος εις τους ληστάς"(ξέρεις... του ληστεμένου και τραυματισμένου από την παραβολή του καλού σαμαρείτη). Νιώθει φτωχός και καταπληγωμένος από την αμαρτία και ζητά άνθρωπο(τον Χριστό) να τον περιθάλψει και να τον οδηγήσει στην Ιερουσαλήμ- δηλ την βασιλεία του Θεού.
Ο πνευματικός άνθρωπος νιώθει με συντριβή πώς είναι στην θέση του Αδάμ και έχασε όλη την τερπνότητα του Παραδείσου.Νιώθει εξόριστος και παλεύει καθημερινά για την επιστροφή. Έχει ένα πένθος μέσα του για την αμαρτία και μια ελπίδα πώς βρίσκεται στην αγκαλιά του Πατέρα. Όλοι ειμαστε στα χέρια του Πατέρα, και οι "έκπτωτοι" και οι "αμαρτωλοί".
Ο αββάς Βησσαρίων ένιωθε εξόριστος για την δική του οδύνη και αμαρτία , δεν ήταν απέλπις για την ασπλαγχνία του Θεού. ΜΕλετούσε τα πράγματα με κέντρο την δική του αναξιότητα και όχι με κέντρο την απειρη αγάπη του Θεού. Πίεζε και ελεεινολογούσε τον εαυτό του γι'αυτά που έχασε, για αυτά που έχασε ο άνθρωπος. Την ανθρώπινη φύση έκλαιγε, δεν ήταν απελπισμένος,ούτε άπιστος ως προς τον Θεό.
Τέλος η περιπλάνηση αναζήτησης του Θεού, είναι αποτέλεσμα γνησίου και θείου έρωτα. Πορευόμαστε διαρκώς και εις τον αιώνα μέσα στο μυστήριο της θεότητος. Διαρκώς. Αϊδίως.