ΙΕΡΕΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Δος μου κι εμένα άνεση, Παναγιά μου,
πριν ν’ απέλθω και πλέον δεν θα υπάρχω.(Αλεξ. Παπαδ.)

Τρίτη, Νοεμβρίου 22, 2011

Ο ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΣΑΛΙΚΗΣ Η τελευταία ημέρα της ζωής του


 Νύχτα της 20ης Νοεμβρίου - πρωί της 21ης. Ήρθε η ώρα να τελειώσει το μαρτύριο της ζωής αυτής. Αρκετά οι αρρώ­στιες, αρκετά και η άσκηση του μεγάλου βιαστή. Ο ίδιος ο μακαριστός γέροντας το γνώριζε καλά. Έπεφτε η αυλαία στο μικρόκοσμο και άνοιγε η αυλαία στον απέραντο, τον ατε­λεύτητο κόσμο της μακαριότητας και της δόξας. Γι' αυτόν που προορίζονται όσοι πόνεσαν πολύ και όσοι αγάπησαν τον Κύριο χωρίς όρια.  
 Ο μακαριστός γέροντας Ιάκωβος αγρύπνησε αποβραδίς με προσευχή. Μα ο εξουθενωμένος δε λησμόνησε και τους πονε­μένους. Διάβασε τα τελευταία γράμματα και απάντησε περί­που σε δεκαπέντε. Παρηγόρησε, συμβούλεψε κατά περίπτω­ση. 21 του Νοέμβρη. Ξημερώνοντας θα γιόρταζε τα Εισόδια της Θεοτόκου. Ετοιμαζόταν όλη τη νύχτα, θα κατέβαινε. Κανονικά δε θα ‘πρεπε, μα το ήθελε πολύ. τόσο πολύ που τί­ποτα δεν μπορούσε να τον αποκλείσει από την τελευταία του θεία Κοινωνία. Με κόπο κατέβηκε, σκοτάδι ακόμα, στην Ακολουθία. Μερικοί μοναχοί πρόσεξαν μιαν άλλη διάθεση στο πρόσωπο του γέροντα. Ιλαρότητα υπέρμετρη, αγάπη ξε­χείλιζε ολόκληρος, το αγγελικό του χαμόγελο ατέλειωτο. Έγινε η Ακολουθία. Έψαλε γονατιστός τόσο άνετα και αναστάσιμα, λες και δεν ήταν άρρωστος.
 Η θεία φωνή του γέμιζε το ναό, εξαίσια μελωδία, λες και ψέλνανε πολλοί άγγελοι μαζί. Ημέρα ιερή για τον Ιλαρίωνα, γιατί το πρωί εκείνο, στα Φύλλα, τον χειροτονούσε ιεροδιάκονο ο μητροπολίτης Χαλκίδας. Φαινότανε πως η Λει­τουργία τούτη δεν έμοιαζε συνηθισμένη. Όμως. ούτε είπε ούτ' έδειξε τι έζησε στην τελευταία του Λειτουργία. Είδε πά­λι τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ; Είδε γύρω του Αγίους; Είδε το πανάγιο Αίμα του Κυρίου ή τον ίδιο τον Κύριο αμνό στην Άγια Τράπεζα. Όπως άλλοτε; Δεν το ξέρουμε.
 Το πρωί, λίγο πριν τις 9, βγήκε από το ναό, πήγε στην κουζίνα με καλή διάθεση και ήπιε καφέ. Τον περίμεναν όμως για εξομολόγηση. Σηκώθηκε σιγά σιγά, βγήκε, κατέβηκε τα σκαλιά μπροστά στην κεντρική πύλη της Μονής, προχώρησε για την απέναντι πτέρυγα και ανέβηκε τα λίγα σκαλιά. Σε λί­γα μέτρα το εκκλησάκι του Αγίου Χαράλαμπου. Εκεί συνή­θως εξομολογούσε. Το ίδιο και τώρα. Στις 10 η ώρα εξομολό­γησε τον αγιορείτη διάκονο Γεννάδιο, στον οποίο ευχάριστα μα σταθερά είπε μεταξύ άλλων:
- Καλά που ήρθες, να είσαι που θα με αλλάξετε, μη φεύ­γεις.
 Ο διάκος διαμαρτυρήθηκε με διάφορα λόγια για τα περί θανάτου του γέροντα, μα εκείνος επέμενε.
Τελειώνοντας την εξομολόγηση έδειχνε κουρασμένος, αλλά διατηρούσε χαρμόσυνη διάθεση. Σηκώθηκε, πήρε από το χέρι το διάκο και βγήκανε από το εκκλησάκι. Προχώρη­σαν, κατεβήκανε τα σκαλιά και μπήκανε στο ναό. Έκανε την προσευχή του, ασπάστηκε όλες τις εικόνες, ευχαρίστησε και δοξολόγησε. Μα πλέον ζούσε άλλες καταστάσεις. Μέσα του κι έξω του αυγαζόταν από θείο φως - γι' αυτό η ευφροσύνη και ιλαρότητα του προσώπου του. Τη θαυμαστή κατάσταση τούτη αξιώθηκε να δει μόνο ένας μοναχός, ο Εφραίμ. Καθά­ριζε τα μανουάλια του ναού και είδε το μακαριστό γέροντα να μπαίνει μεταμορφωμένος. Έλαμπε ολόκληρος και ακτι­νοβολούσε χαρά και αγαλλίαση. Στάθηκε ακίνητος και τον παρατηρούσε πλημμυρισμένος και ο ίδιος ο Εφραίμ από αγαλλίαση και έκπληξη.
 Βγήκε από το ναό και με το διάκο φέρανε γύρω γύρω τη Μονή εσωτερικά. Έβλεπε όλους τους χώρους, όλους τους μοναχούς, τους ευλογούσε ειρηνικά και τους μετέδιδε αγαλ­λίαση, που διαχυνόταν άφθονη από το αγγελικό του πρόσωπο. Αφού τελείωσε ο γύρος αυτός, ήθελε να βγουν έξω από τη Μονή. Βγήκανε από τη νότια πόρτα. Προχώρησε σιγά σι­γά δεξιά. Σταμάτησε στο εργαστήριο κι ευλόγησε με άπειρη αγάπη τους εκεί μοναχούς. Πάλι προς τα δεξιά, ενώ σταμα­τούσε στα εκκλησάκια και σταυροκοπιότανε πολλές φορές. Ανέβηκε ακόμα ψηλότερα, βορειοδυτικά. Ζήτησε να τον βοηθήσει ο διάκος ν’ ανεβούνε ακόμα λίγο. Από κει το μονα­στήρι φαινότανε όλο. Σαν από αεροπλάνο. Ήταν ωραίο, ανακαινισμένο, φροντισμένο... και το 'χε βρει ερείπιο, διαλυ­μένο, ξεχαρβαλωμένο και πολύ μικρότερο. Τώρα και ανακαι­νισμένο και γεμάτο με καλούς μοναχούς.
 Το κοίταζε από κει ψηλά και δεν το χόρταινε. Το βλέμμα του είχε τόση αγάπη για το μοναστήρι. Έμεινε να το κοιτάει αρκετά. Συλλογιζότανε άραγε πως βρήκε παλιά το μοναστή­ρι; Μάλλον όχι, γιατί δεν έφευγε από το πρόσωπο του καθό­λου η ευφροσύνη. Δεν ήταν ώρα για δυσάρεστες μνήμες... τώρα μόνο δοξολογούσε, οι στιγμές λίγες και αφιερώνονται στα μεγάλα...
 Τα πόδια δεν τον κρατούσαν.
- Έλα, παιδί μου. πάμε.
Γυρίσανε από την άλλη μεριά. Σχεδόν μεσημέρι. Μεσημέρι της 21ης.
Κατάκοπος, μετά το μεσημέρι, αποσύρθηκε για λίγο στο κελί του. Έφτασε όμως ο π. Αλέξιος, που έπρεπε για πρώτη φορά να κάνει κηδεία. Νέος ιερέας και δεν ήξερε το τυπικό και πως ψάλλεται. Με υπομονή ο μακαριστός γέροντας του είπε πως θα κάνει τούτο, πως εκείνο. Κι έπιασε να του ψέλνει τροπάρια της νεκρώσιμης Ακολουθίας. Έψελνε και ο Αλέ­ξιος, μα ο γέροντας έψελνε πολύ ωραία. Έκπαγλα και χαιρό­τανε όλο και περισσότερο. Σε κάποια στιγμή ο Αλέξιος νόμι­σε ότι έμαθε να ψέλνει τη νεκρώσιμη Ακολουθία και ήθελε να φύγει, ευχαριστώντας και παίρνοντας την ευχή του γέρο­ντα. Εκείνος όμως επέμενε να την ψάλουνε όλη από την αρχή. Έτσι κι έγινε. Την ψάλανε ολόκληρη, και ο γέροντας ήτανε όλο χαρά κι ευφροσύνη.
Έφυγε μετά τις 2 η ώρα ο π. Αλέξιος κι έμεινε μόνος ο γέ­ροντας. Στις 3.15 του χτύπησαν την πόρτα για καφέ και του είπαν ότι ήρθε η Γερασιμία. Κι ενώ δύσκολα δεχότανε στο κελί. είπε μόνος του:
-Να έρθει. Αυτό το παιδί έχει ανάγκη, πρέπει να το δω!
Αργότερα δέχτηκε τη Γερασιμία, για εξομολόγηση. Έβαλε το πετραχήλι του, έκατσε στην άκρη του κρεβατιού, βλέποντας τον Εσταυρωμένο, και άρχισε. Την άκουσε προ­σεχτικά, τη συμβούλεψε, της έδωσε κουράγιο... και ξαφνικά με αλλοιωμένη όψη της λέει:
-Εδώ, παιδί μου, είναι ο όσιος Δαβίδ... Και ο άγιος Ιά­κωβος ο Αδελφόθεος... ψάλε το Απολυτίκιο τους...
 Στο μεταξύ τα λεπτά περνούσαν και μέσα του ο γέροντας είχε πολλή αγωνία. Ήθελε να προλάβει να δει διάκο τον υποτακτικό του Ιλαρίωνα, που εκείνο το πρωί. στη Λειτουρ­γία, τον χειροτόνησε ιεροδιάκονο ο Σεβασμιώτατος μητρο­πολίτης Χαλκίδας Χρυσόστομος. Και χωρίς ν' ακούγεται κά­ποιος θόρυβος, στις 4.15. λέει στη Γερασιμία:
-Παιδί μου, άνοιξε τη ν πόρτα, ήρθαν οι πατέρες.
 Πράγματι, έφταναν στην πόρτα οι πατέρες. Τη στιγμή που στράφηκε στην πόρτα η Γερασιμία, δοκίμασε ο γέροντας να σηκωθεί, να σταθεί στα πόδια του... Μα την ίδια στιγμή είπε «ζαλίζομαι, ζαλίζομαι...» κι έγειρε, χάνοντας την ευστά­θεια του. Πρόλαβε η κοπέλα κι έπιασε λίγο το γέροντα και τον βοήθησε να μη χτυπήσει πολύ, πέφτοντας στο πάτωμα. Η αναπνοή του ήτανε πολύ δύσκολη και προσπαθούσε. Συγ­χρόνως έμπαιναν και οι πατέρες με πρώτο τον π. Ιλαρίωνα. Αμέσως σύγχυση, φόβος, πανικός, κλάματα... Γονάτισε δί­πλα του ο π. Κύριλλος, πήρε να του τρίψει τα χέρια... άλλοι μοναχοί τρέξανε στον Άγιο Χαράλαμπο και κλαίγοντας κά­νανε Παράκληση. Άλλος έτρεξε να τηλεφωνήσει σε γιατρό. Ο σφυγμός του μεγάλου ασκητή φάνηκε νηματοειδής, ανε­παίσθητος... Το πρόσωπο του πήρε λίγο κοκκινωπό χρώμα... έμεινε ήρεμο, χωρίς αγωνία... και μια στιγμή έκανε με τα σε­πτά χείλη του ένα μικρό φύσημα...
 Αυτό ήταν, σαν πουλάκι παρέδωσε το πνεύμα. Όλα είχα­νε τελειώσει. Στις 4.17 το απόγευμα, ο μακαριστός γέροντας άφησε το φθαρτό κόσμο του πόνου. Μπήκε σε μακάρια μονή του Τριαδικού Θεού.
 Οι πατέρες της Μονής δε θέλανε να πιστέψουν ότι ο γέρο­ντας έφυγε. Κάτι προσπαθούσανε να του προσφέρουν... σύγ­χυση απερίγραπτη, μιλούσαν κλαίγοντας... και η συνεννόη­ση δύσκολη. Πάντως όλα είχανε τελειώσει.
  Καθ. Στυλιανός Γ. Παπαδόπουλος
ΕΚΔΟΣΕΙΣ  ΑΚΡΙΤΑΣ - Η' Έκδοση: Νοέμβριος 2003 
πηγή: http://www.egolpion.com/iakovos_tsalikis.el.aspx