Ὁ δικέφαλος ἀετός, στίς διάφορες ἐκδοχές του, ἔχει, ὡς ἔμβλημα, συνδεθεῖ ἀναπόσπαστα μέ τήν ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ ἐξέλιξη τοῦ συγκεκριμένου συμβόλου στό χρόνο εἶναι πολύ ἐνδιαφέρουσα καί ἀποκαλύπτει τίς πολυσύνθετες ὄψεις μετασχηματισμοῦ τοῦ βυζαντινοῦ κράτους.
Ἡ μορφή τοῦ ἀετοῦ, συνήθης ἀπεικόνιση τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ἀποτελοῦσε ἔμβλημα καί στή Νέα Ρώμη τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Σύμφωνα μέ ἕνα θρῦλο, ἀετοί πετοῦσαν πάνω ἀπό τήν περιοχή τοῦ Βυζαντίου, προκειμένου νά ὑποδείξουν στόν Κωνσταντῖνο τό χτίσιμο τῆς νέας πρωτεύουσας στό συγκεκριμένο σημεῖο. Ἐκτός ἀπό τήν ἀνάκληση τῆς ἔνδοξης ρωμαϊκῆς παράδοσης, ἡ μορφή τοῦ ἀετοῦ χρησιμοποιοῦνταν καί ἀπό τήν ἀνερχόμενη θρησκεία, τό χριστιανισμό, γιά νά ἐκφράσει τή θεία ἔμπνευση τοῦ εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη. Ὅλα αὐτά συνέτειναν στή σταθερή παρουσία τοῦ ἀετοῦ στή Βυζαντινή Αὐτοκρατορία ὡς κυρίαρχης παράστασης τῆς βασιλικῆς ἐξουσίας. Ἡ ἐπίσημη σημαία τοῦ στρατοῦ - καί ὡς ἐκ τούτου τοῦ κράτους - ἦταν ἀπεικόνιση ἀετοῦ μέ τήν κεφαλή γερμένη πρός τά δεξιά, σέ χρῶμα κόκκινο.
Ἡ συγκεκριμένη σημαία διατηρήθηκε ἔτσι ὡς τήν ἐποχή τοῦ αὐτοκράτορα Ἰσαάκιου Κομνηνοῦ. Ὁ αὐτοκράτορας, πού εἶχε καταγωγή ἀπό τήν Παφλαγονία, θέλησε νά μεταβάλει τήν ἐπίσημη σημαία τοῦ κράτους, ἐπιβάλλοντας ὡς κυρίαρχη παράσταση μία μυθική ὀντότητα τῆς πατρίδας του, τό ἀετόμορφο δικέφαλο θηρίο μέ τήν ὀνομασία Χάγκα. Τό συγκεκριμένο ὄν θεωρεῖτο ἀπό τόν τοπικό πληθυσμό προικισμένο μέ ὑπερφυσικές ἱκανότητες καί ἡ παράστασή του κοσμοῦσε τό οἰκόσημο τῶν Κομνηνῶν. Ἡ ἀντικατάσταση τοῦ προηγούμενου συμβόλου κρίθηκε ἀπαραίτητη, καθώς ὁ νέος αὐτοκράτορας θεωροῦσε ὅτι ὁ δικέφαλος ἀετός συμβόλιζε τή διάδοχη κατάσταση καί ἐκπροσωποῦσε τήν πολεμική ἀνδρεία καί ἀποφασιστικότητα πού ἀπαιτοῦσαν οἴ καιροί.
Τό ἔμβλημα αὐτό καθιερώθηκε καί ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, πού τό χρησιμοποιοῦσε ὡς σύμβολο τῆς θρησκευτικῆς ἐξουσίας τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας.
Ἡ Ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπό τούς σταυροφόρους, τό 1204, ἐπέφερε καί τή διάχυση τοῦ συμβόλου σέ πολυάριθμους διεκδικητές τῆς συνέχειας τῆς Αὐτοκρατορίας. Οἴ μεταμορφώσεις τοῦ συμβόλου εἶναι ἐνδεικτικές τῶν τοµῶν πού συνοδεύουν τήν περίοδο αὐτή, κατά τήν ὁποία οὐσιαστικά γεννᾶται ὁ νεότερος Ἑλληνισµός.
Ὁ Θεόδωρος Λάσκαρις, πρῶτος ἠγεµόνας τῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Νίκαιας, παρέλαβε τό ἔµβληµα καί τό χρησιµοποίησε µέ µία τροποποίηση, στεφάνωσε τό διάµεσο τῶν κεφαλῶν, γιά νά ἐνισχύσει περαιτέρω τήν ἐγκυρότητα τοῦ νέου κράτους. Τό ἴδιο ἔµβληµα χρησιµοποίησε καί τό Δεσποτάτο τῆς Ἠπείρου.
Τά δύο κράτη ἐπρόκειτο νά συγκρουσθοῦν γιά τή διαδοχή τῆς Αὐτοκρατορίας. Τό γεγονός αὐτό ὁδήγησε σέ νέα τροποποίηση τοῦ συµβόλου ἀπό τόν Ἰωάννη Βατατζή. Ὁ δικέφαλος πλέον ἔφερε στό δεξί πόδι ροµφαία καί στό ἀριστερό τήν ὑδρόγειο µἐ σταυρό στήν κορυφή.
Ἡ τελική ἐπικράτηση τῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Νίκαιας στόν ἀγῶνα διαδοχῆς, τό 1261, ἐπισφράγισε καί τήν ὁριστική ἀλλαγή τῆς ἐπίσηµης σηµαίας, µέχρι τήν Ἅλωση τῆς Πόλης, στίς 29 Μαΐου 1453. Ἡ τελευταία µορφή τοῦ δικέφαλου ἀετοῦ ἐγκαινιάσθηκε ἀπό τόν Μιχαήλ Παλαιολόγο, ἱδρυτή τῆς τελευταίας δυναστείας, πού εἶχε τήν τιµή νά ἀνακαταλάβει τήν Κωνσταντινούπολη ἀπό τούς Φράγκους. Συγκεκριµένα, στεφανώθηκαν καί οἴ δύο κεφαλές τοῦ ἀετοῦ, προκειµένου νά τιµηθοῦν οἴ δύο πρωτεύουσες τῆς δυναστείας: ἡ Νίκαια καί ἡ Κωνσταντινούπολη. Ἡ σηµαία µἐ τόν δικέφαλο ἀετό κυµάτιζε στή Βασιλεύουσα µέχρι τήν ἠµέρα τῆς Ἅλωσης.
Ἔκτοτε παρέμεινε ὡς σύμβολο τοῦ Πατριαρχείου, πού ἀνέλαβε οὐσιαστικά τή διαχείριση τῶν χριστιανικῶν πληθυσμῶν στό ἐσωτερικό τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ πολλαπλή διαχείριση τοῦ συμβόλου ἀuτου στούς κόλπους τοῦ τουρκοκρατούμενου ἑλληνισμοῦ ἐκφράζει τή συλλoγικῆ πεποίθηση περί ἀναβίωσης τοῦ Βυζαντίου καί τήν ἀπάντηση στό ἱστορικό γεγονός τῆς Ἅλωσης.
Ἐπίσης, μέσῳ τοῦ γάμου τῆς ἀνιψιᾶς τοῦ τελευταίου αὐτοκράτορα, τῆς Σοφίας, καί τοῦ Ρώσου Τσάpoυ Ἰβᾶν Γ' Βασιλίεβιτς, τό ἔμβλημα τοῦ δικέφαλου ἀετοῦ πέρασε στό ρωσικό χῶρο, τροφοδοτώντας μία παράδοση κληρονομικῆς συνέχειας τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας. Οἴ ἐπιπτώσεις τοῦ γεγονότος αὐτοῦ ἦταν ἐξαιρετικά σημαντικές καί ἀποτυπώνονται, μεταξύ ἄλλων, στόν περίφημο θρῦλο τοῦ «ξαvθοῦ γέvους», πού ἦταν εὐρύτατα διαδεδομένος ἀνάμεσα στούς ὑπόδουλους χριστιανούς.
http://www.impantokratoros.gr/3C04268C.el.aspx
Ποιος, αγαπητοί, ήταν ο μέγας και θείος Γρηγόριος το πληροφορούμεθα με σαφήνεια και πληρότητα και μόνον από το απολυτίκιό του.
"Ορθοδοξίας ο φωστήρ, Εκκλησίας το στήριγμα και διδάσκαλε, των μοναστών η καλλονή, των θεολόγων υπέρμαχος απροσμάχητος, Γρηγόριε θαυματουργέ, Θεσσαλονίκης το καύχημα, κήρυξ της χάριτος, ικέτευε δια παντός, σωθήναι τας ψυχάς ημών."
Η καταγωγή του Αγίου Γρηγορίου ήταν η Κωνσταντινούπολις. Γεννήθηκε το 1296 από γονείς εναρέτους και ενδόξους, τον Κωνσταντίνον και την Καλλονήν. Ο πατέρας του ήταν συγκλητικός, και έγινε κατόπιν και μοναχός. Εμπιστεύθηκε τα παιδιά του στην δυνατή προστασία της Θεοτόκου την οποία και άφησε Επίτροπόν τους. Ήταν επτά ετών όταν εκοιμήθη ο ενάρετος πατέρας του.
Εκτός από το θεϊκό χάρισμα της ευφυΐας έδειξε και σπάνια επιμέλεια, ώστε σε μικρό διάστημα να έχη συγκεντρώση στον εαυτό του κάθε λογής επιστήμη και γνώση. Σε ηλικία 20 ετών έγινε θαυμαστός και από μεγάλους και σοφούς της εποχής του.
Για τη όλη του αξιοζήλευτη προκοπή ζητήθηκε και από τον αυτοκράτορα στα βασίλεια, αλλά ο ευλογημένος Γρηγόριος, σαν συνετός, τον νου του εγύρισε σε υψηλότερα και εζητούσε να ανέβη στον Θεό, και για αυτό τον λόγον αφιερώνει τον εαυτό του στον Θεό και ζη στο εξής βίον ασκητικόν και ισάγγελον.
Τον σκοπό του φανερώνει στην μητέρα του και εκείνη η ευλογημένη εδόξασε τον Θεό και κάλεσε και τα άλλα τέσσαρα παιδιά της για να πληροφορηθούν από τον μεγαλύτερο αδελφό τα σχετικά με την αφιέρωσί του στην λατρεία του Θεού. Τους κατέπεισε όλους και φάνηκαν και αυτοί πρόθυμοι στον ίδιο πόθο και την αφιέρωσί τους στον Θεό.
Εμοίρασαν με τρόπο ευαγγελικό τα υπάρχοντά τους στους πτωχούς και αφίνοντας τις ματαιότητες του κόσμου με προθυμία ακολούθησαν τον Χριστό.
Την μητέρα με τις δύο αδελφές έβαλαν σε γυναικείο μοναστήρι, τα δε δύο άλλα αδέλφια του επήρε μαζί του στο Άγιον Όρος.
Στο Άγιον Όρος εμπήκε στην υποταγή του θαυμασίου Γέροντος Νικηφόρου, ο οποίος ζούσε ησυχαστική ζωή κοντά στο Μοναστήρι του Βατοπαιδίου. Από τον Γέροντα Νικηφόρο διδάχθηκε κάθε αρετή με τα έργα, με ταπείνωσι ψυχής. Με την υπακοή, την ταπείνωσι και την άσκησι εγνώρισε έμπρακτα τις αρετές και εμόρφωσε στην καρδιά του τον Χριστό. Εκεί αξιώθηκε να δεχθή, με μυστική αποκάλυψι, την αντίληψι της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Μετά την κοίμησι του Γέροντός του έρχεται στην περίφημη Μονή της Μεγίστης Λαύρας, όπου έμεινε λίγα χρόνια ασκούμενος με μεγάλη σπουδή στα πνευματικά αγωνίσματα. Από την Μονή επήγε σε πιο ερημικό τόπο και παρέδωσε τον εαυτό του σε κάθε κατά Χριστόν σκληραγωγία. Τις αισθήσεις του με προσοχή συμμάζεψε, την δε ζωή του άριστα παιδαγώγησε και με την βοήθεια του Θεού ενίκησε κατά κράτος τους πολέμους του διαβόλου. Με αγρυπνίες και πηγές δακρύων καθάρισε την ψυχή του και έγινε σκεύος εκλεκτό του Παναγίου Πνεύματος και αξιώθηκε πολλές θεοφανείες.
Λόγω όμως των πολλών επιδρομών των Τούρκων αναγκάστηκε να αφήση την ησυχία του και να έλθη στην Θεσσαλονίκη, χωρίς όμως να βγή από την ακρίβεια της αγίας του ζωής.
Αφού καθάρισε, με την βοήθεια του Θεού και με πολλούς ασκητικούς κόπους, το σώμα και την ψυχή, δέχθηκε κατόπιν από θεϊκή πληροφορία και το μέγα της ιερωσύνης χάρισμα. Ετελούσε δε την ιερά Μυσταγωγία σαν ένας άλλος άγγελος, ώστε και μόνον όσοι τον έβλεπαν έπαιρναν κατάνυξι στις ψυχές τους. Αναδείχθηκε πνευματοφόρος πατήρ και έλαβε εξουσία κατά των δαιμόνων, το χάρισμα των θαυμάτων, και προέλεγε τα μέλλοντα. Με ένα λόγο ήταν στολισμένος με τα χαρίσματα και τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος.
Το να αγωνιζόμαστε, αγαπητοί, για την αρετή είναι στην δική μας εξουσία, το δε να πέσουμε σε πειρασμούς δεν εξαρτάται από εμάς. Γι΄αυτό και χωρίς τους πειρασμούς τέλειοι δεν μπορούμε να γίνουμε, ούτε και φανερώνεται η πίστις μας προς τον Θεόν. Γι' αυτό πολύ ορθά λένε οι σοφοί τα θεία, μόνον όταν καλώς ανταμωθούν η πράξις και το πάθος, τότε τελειούται ο κατά Θεόν άνθρωπος. Επέτρεψε η πάνσοφος του Θεού Πρόνοια και ο μέγας και άγιος Γρηγόριος να πέση σε πολλούς πειρασμούς για να φανή στ' αλήθεια με όλους τους πειρασμούς τέλειος.
Η πορεία του Αγίου προς τα άνω Βασίλεια ήταν ουρανομήκης. Με υπακοή, ταπείνωσι και άσκησι εγνώρισε έμπρακτα τις αρετές. Εμόρφωσε δηλαδή τον Χριστό στην καρδιά του. Στην έρημο όλον τον καιρό είχε ασχολία προσευχής και μέσα από την καρδιά του εκραύγαζε προς τον Χριστό «φώτισόν μου το σκότος». Δια μέσου του θεοδιδάκτου δρόμου, της νηστείας, της αγρυπνίας και της προσευχής και των ευαγγελικών αρετών έλαβε ουράνια χαρίσματα...
Πολύ σωστά στο απολυτίκιο του Αγίου η Εκκλησία μας ομολογεί τον θείον Γρηγόριον «φωστήρα Ορθοδοξίας, Εκκλησίας στήριγμα και διδάσκαλον, κήρυκα της χάριτος».
Για 23 ολόκληρα χρόνια δέχθηκε ο Άγιος πιστός δούλος του Θεού Γρηγόριος πολλές συκοφαντίες και την λύσσα του Σατανά...
Αφού πείστηκε περισσότερο στην θεία ψήφο, ωδηγήθηκε στον αρχιερατικό θρόνο και άξιος έγινε ποιμένας της Εκκλησίας των Θεσσαλονικέων. Σαν αρχιερέας πρόσθεσε περισσότερους κόπους για τον Χριστόν, το Ευαγγέλιον και την Εκκλησία Του.
Οι δυτικοί, Βαρλαάμ, Ακίνδυνος και λοιποί πολέμιοι του Αγίου Γρηγορίου έλεγαν ότι η θεία Χάρις είναι κτιστή, οπότε μένει ο άνθρωπος και ο κόσμος αμέτοχος στην θεία ζωή και χάρι.
Πρέπει να αισθανώμεθα τον Άγιο Γρηγόριο μαζί με την Εκκλησία μας σαν κανόνα της Ορθοδόξου Θεολογίας και της χριστιανικής ζωής.
Επί της βασιλείας Ανδρονίκου Δ' του Παλαιολόγου, που ήταν θερμός προστάτης της ευσεβείας, συγκροτήθηκε ιερά Σύνοδος στην οποία ήλθε και ο Βαρλαάμ και με κομπασμό και έπαρσι ανέφερε τα κακόδοξα του δόγματα και τις κατηγορίες του εναντίον των ευσεβών. Με θείο, όμως, Πνεύμα, αφού ενισχύθηκε ο μέγας Γρηγόριος και παίρνοντας δύναμι Θεού, εταπείνωσε το βλάσφημο και υπερήφανο στόμα του Βαρλαάμ, και με λόγους και συγγράμματα πύρινα τις κακοδοξίες του εχάλασε... Επίσης και τον διάδοχο του Βαρλαάμ Ακίνδυνον τον παρουσίασε στην Σύνοδο σαν Βαρλααμίτην...
Μπροστά σε τρεις αυτοκράτορες και τρεις πατριάρχας και συνόδους ανέτρεψε, με λόγους και συγγράμματα θεόπνευστα, τις πλάνες και αιρετικές διδασκαλίες του Βαρλαάμ, Ακινδύνου και ομοφρόνων τους...
Εκτός όλων αυτών ο Θεός, κατά τις ανεξιχνίαστες Του βουλές, τον έστειλε διδάσκαλο στην Ανατολή. Σαν υπέρμαχος της ευσεβείας, προσκλήθηκε στην Κων/πολι και σαν πρέσβυς για να ειρηνεύσει την Εκκλησίαν από τις συκοφαντίες του ασεβούς Βαρλαάμ...
Ενώ όμως επήγαινε πιάστηκε από τους αγαρηνούς (Τούρκους) και ωδηγήθηκε αιχμάλωτος στην Ανατολή. Εκεί τον εκράτησαν ένα χρόνο, και τον έσερναν από τόπο σε τόπο και από πόλι σε πόλι, και σαν τέλειος αθλητής και διδάσκαλος του Χριστού εδίδασκε το Ευαγγέλιο του Χριστού άφοβα.
Όσοι στέκονταν καλά στην πίστι τους στερέωνε περισσότερο και τους παρακινούσε να μένουν ακλόνητοι στην πίστι, τους δε κλονιζομένους τους εστερέωνε κατά σοφό τρόπο. Με όσους πάλι είχαν προδώσει την πίστι και περιέπαιζαν τα χριστιανικά δόγματα διαλεγόταν με θάρρος για την ένσαρκο οικονομία, την προσκύνησι του Τιμίου Σταυρού, των σεβασμίων εικόνων και για τον Μωάμεθ και άλλων πολλών ζητημάτων. Και άλλοι από τους παρόντας, οι καλοπροαίρετοι, τον εθαύμαζαν, άλλοι εμαίνονταν εναντίον του, οι οποίοι και ήθελαν να τον σκοτώσουν, αν δεν τους εμπόδιζε η ελπίδα της εξαγοράς του, οικονομία και αυτό της θείας Προνοίας, για την μεγάλη ωφέλεια της Εκκλησίας, όπως και έγινε. Τον ελευθέρωσαν κάποιοι φιλόχριστοι και επανήλθε στην ποίμνη του μάρτυς αναίμακτος με τα στίγματα του Χριστού στολισμένος...
Μέσα μόνο στην αγία του Χριστού Ορθόδοξον Εκκλησία μπορούμε να γνωρίσουμε τον Θεό, όχι με την διάνοια η το συναίσθημα, αλλά με αγιοπνευματική εμπειρία μπορεί ο ζωντανός χριστιανός να έχη μετοχή στο φως, την ζωή και την δόξα της Αγίας Τριάδος. Εμείς οι άνθρωποι κοινωνούμε και ενωνόμαστε με τον Θεό δια μέσου των θείων ενεργειών του Θεού που είναι άκτιστες, ενώ η θεϊκή ουσία του Θεού είναι ακοινώνητος.
Στην χρυσή αλυσίδα των μεγάλων διδασκάλων και Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας συναριθμήθηκε και ο μέγας Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο οποίος και αναδείχθηκε ισάξιος των Αγίων Αθανασίου, Βασιλείου, Γρηγορίου, Χρυσοστόμου, Κυρίλλων, Μαξίμου, Δαμασκηνού, Φωτίου και Θεοδώρου Στουδίτου.
Σπάνια έγινε τόσος αγώνας, τόση προπαγάνδα, τόση δυσφήμησι και κατασυκοφάντησι προσώπου, όσον εναντίον του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Και μέχρι σήμερα οι Δυτικοί διατηρούν στο Παρίσι αντιπαλαμική Σχολή δυσφημούντες τον Άγιο και την διδασκαλία του.
Ο αυτοκράτωρ, ο πατριάρχης και οι συνοδικοί χαρακτήρισαν στο τέλος της Συνόδου τον Άγιον Γρηγόριον «Διδάσκαλον ευσεβείας, και κανόνα δογμάτων ιερών και στύλον της ορθής δόξης και πρόμαχον Εκκλησίας και βασιλείας ευσεβούς καύχημα».
Οι απόψεις του, αποτελούν σύνοψι και έκφρασι της εμπειρίας και της παραδόσεως της Εκκλησίας. Το κλειδί της θεολογίας το κατείχε στ' αλήθεια ο θείος Γρηγόριος, επειδή είχαν διανοιγεί τα μάτια του από το Άγιο Πνεύμα.
Εδίδασκε ότι ο Θεός δεν είναι μόνον αμέθεκτος αλλά και μεθεκτός. Την ουσία του Θεού ουδείς και ουδέποτε ούτε στον παρόντα ούτε στον μέλλοντα αιώνα θα ιδούμε, τις άκτιστες όμως ενέργειες του Θεού μπορούμε να κοινωνήσουμε, ημών θεουμένων, κάτω από κατάλληλες πνευματικές προϋποθέσεις. Αυτές δηλαδή αποτελούν το μέσον και την γέφυρα που συνδέει τον άκτιστο Θεό με τα κτίσματα. Άλλο είναι η ουσία του Θεού και άλλο οι θείες ενέργειές του.
Σύντομη μνημόνευσις των αρετών του.
α) Ήταν υπερβολικά πράος, αλλά γινόταν και γενναίος μαχητής όταν ο λόγος ήταν για τον Θεό και τα θεία.
β) Ήταν αρνητής της κακίας και ανεξίκακος.
γ) Είχε μεγάλη προθυμία στο να ανταμείβη, όσον ήταν δυνατό, με αγαθά όσους φάνηκαν προς αυτόν κακοί.
Ορθόδοξος Φιλόθεος Μαρτυρία - Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"
ορθοδοξη πιστη
Γνωρίζω έναν ιερέα εις τας Αθήνας
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
Είναι τύποι λαϊκοί, ωφέλιμοι, σεβάσμιοι. Ας μην εκφωνούσι λόγους. Ηξεύρουσιν αυτοί άλλον τρόπον πώς να διδάσκωσι το ποίμνιον.
Γνωρίζω ένα ιερέα εις τας Αθήνας. Είναι ο ταπεινότερος των ιερέων και ο απλοϊκώτερος των ανθρώπων. Διά πάσαν ιεροπραξίαν αν τού δώσης μίαν δραχμήν, ή πενήντα λεπτά, ή μίαν δεκάραν, τα παίρνει. Αν δεν τού δώσης τίποτε, δεν ζητεί. Διά τρεις δραχμάς εκτελεί παννύχιον Ακολουθίαν, Λειτουργίαν, Απόδειπνον, Εσπερινόν, Όρθρον, Ώρας, το όλον διαρκεί εννέα ώρας. Αν τού δώσης μόνο δύο δραχμάς, δεν παραπονείται. Κάθε ψυχοχάρτι, φέρον τα μνημονευτέα ονόματα των τεθνεώτων, αφού άπαξ τού το δώσης, το κρατεί διά πάντοτε. Επί δύο, τρία έτη εξακολουθεί να μνημονεύη τα ονόματα. Εις κάθε προσκομιδήν μνημονεύει δύο ή τρεις χιλιάδας ονόματα. Δεν βαρύνεται ποτέ. Η προσκομιδή παρ' αυτώ διαρκεί δύο ώρας. Η Λειτουργία αλλάς δύο. Εις την απόλυσιν της Λειτουργίας, όσα κομμάτια έχει εντός τού ιερού, από πρόσφορα ή αρτοκλασίαν, τα μοιράζει όλα εις όσους τύχουν. Δεν κρατεί σχεδόν τίποτε.
Μίαν φοράν έτυχε να χρωστή μικρόν χρηματικόν ποσόν, και ήθελε να το πλήρωση. Είχε δέκα ή δεκαπέντε δραχμάς. Όλα εις χαλκόν. Επί δύο ώρας εμετρούσεν, εμετρούσεν, εμετρούσεν και δεν ημπορούοε να τα εύρη πόσα ήσαν. Τέλος εις άλλος χριστιανός έλαβε τον κόπον και τού τα εμέτρησεν. Είναι ολίγον τι βραδύγλωσσος και περισσότερον αγράμματος. Εις τας ευχάς, τας περισσότερας λέξεις τας λέγει ορθάς, εις το Ευαγγέλιον, τας περισσότερας εσφαλμένας. Θα ειπείτε, διατί η αντίθεσις αύτη; Αλλά τας ευχάς τας ιδίας απαγγέλλει καθ' εκάστην, ενώ την δείνα περικοπήν τού Ευαγγελίου θα την αναγνώση άπαξ ή δις ή, το πολύ, τρις τού έτους, εξαιρέσει ωρισμένων περικοπών συχνά, άλλ' ατάκτως επανερχομένων, ως εις τούς Αγιασμούς, εις τας Παρακλήσεις. Τα λάθη όσα κάμνει εις την ανάγνωσιν, είναι πολλάκις κωμικά και όμως εξ όλων των ακροατών του, εξ όλου τού εκκλησιάσματος, κανείς μας δεν γελά. Διατί; Τον εσυνηθήσαμεν και μας αρέσει. Είναι αξιαγάπητος• Είναι απλοϊκός και ενάρετος. Είναι άξιος τού πρώτου Μακαρισμού τού Σωτήρος.
(από το βιβλίο Ο παπα Νικόλας Πλανάς Εκδόσεις «ΑΣΤΗΡ» Αθήνα 1979. )
" Αν Σε αγαπώ Κύριε, δεν το κάνω αυτό για τον Παράδεισο
που μας υποσχέθηκες...
Αν φοβάμαι να πέσω στην αμαρτία, ο λόγος δεν είναι η Κόλαση που μας απειλεί...
Ότι με ελκύει κοντά Σου, Κύριε,δεν είναι τίποτα άλλο παρά μονάχα Εσύ...
Εσύ που αγάπησες τόσο το πλάσμα Σου, ώστε να σταυρωθείς γι' αυτό σαν κακούργος.
Σε αγαπώ τόσο, ώστε κι αν δεν υπήρχε Παράδεισος...θα σε αναζητούσα. Κι αν δεν υπήρχε Κόλαση...θα σε λογάριαζα...
Blog ψήγματα ορθοδοξίας
εικών Νικολαϊ Κονσελεφ, η κεφαλή του Χριστού
Ἀγγέλων συμμέτοχοι, γεγόνατε ἅγιοι Μάρτυρες, ἐν σταδίῳ τὸν Χριστὸν ἀνδρείως κηρύξαντες· πάντα γὰρ τὰ ἐν κόσμῳ κατελίπετε, τερπνὰ ὡς ἀνύπαρκτα, τὴν πίστιν δὲ ὡς ἄγκυραν ἀσφαλῆ ἐκρατήσατε· ὅθεν καὶ τὴν πλάνην ἀπελάσαντες, πηγάζετε τοῖς πιστοῖς ἰαμάτων χαρίσματα, ἀπαύστως πρεσβεύοντες, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Πῶς ὑμῶν θαυμάσωμεν, τοὺς ἀγῶνας ἅγιοι Μάρτυρες; ὅτι σῶμα θνητὸν περικείμενοι, τοὺς ἀσωμάτους ἐχθροὺς ἐτροπώσασθε, οὐκ ἐφόβησαν ὑμᾶς τῶν τυράννων αἱ ἀπειλαί, οὐ κατέπτηξαν ὑμᾶς τῶν βασάνων αἱ προσβολαί. Ὄντως ἀξίως παρὰ Χριστοῦ ἐδοξάσθητε, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν αἰτεῖσθε τὸ μέγα ἔλεος.Τίμιος ὁ θάνατος, τῶν ἁγίων σου Κύριε· ξίφεσι γὰρ καὶ πυρί, καὶ ψύχει συντετριμμένοι, ἐξέχεαν τὸ αἷμα αὐτῶν, ἐλπίδα ἔχοντες εἰς σέ, ἀπολαβεῖν τοῦ καμάτου τὸν μισθόν, ὑπέμειναν καὶ ἔλαβον, παρὰ σοῦ Σωτὴρ τὸ μέγα ἔλεος.
(Μαρτυρικά του δ΄ήχου)
Ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἔζησε στὰ χρόνια της βασιλείας Λέοντος Γ´ τοῦ Ἰσαύρου (717-741), καθὼς καὶ τοῦ διαδόχου του Κωνσταντίνου τοῦ Κοπρωνύμου.
Πατρίδα του ἦταν ἡ Δαμασκὸς τῆς Συρίας, ἕδρα τότε τοῦ ἀραβικοῦ χαλιφάτου. Οἱ γονεῖς του, ἐπιφανεῖς Ἑλληνοσύριοι, συγκαταλέγονταν στοὺς ἐλάχιστους χριστιανοὺς τῆς πόλεως. Ὁ πατέρας του Σέργιος ἦταν ὑπουργὸς στὴν κυβέρνηση τοῦ χαλίφη, ὑπεύθυνος γιὰ τὶς ὑποθέσεις τῶν χριστιανῶν. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, ὁ ὅσιος ἀκολούθησε τὶς ἐγκύκλιες σπουδὲς κοντὰ στὸν σοφὸ δάσκαλο Κοσμᾶ, αἰχμάλωτο ἕλληνα μοναχὸ ἀπὸ τὴν Ἰταλία. Μὲ τὴν ὀξύνοια καὶ ἐπιμέλειά του ἀπέκτησε σύντομα ἄρτια παιδεία, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ συγγράμματά του.
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του, μπαίνει κι αὐτὸς στὴν ὑπηρεσία τοῦ χαλιφάτου σὰν πρωτοσύμβουλος. Μὲ τὴν κήρυξη τῆς εἰκονομαχίας ἀπὸ τὸν Λέοντα Ἴσαυρο ὁ Ἰωάννης ἀποδύεται μὲ τὴν πέννα του στὸν ἀγώνα ὑπὲρ τῶν Ἱερῶν εἰκόνων. Μὲ τὴ «μαχαίρα τοῦ Πνεύματος» στηλιτεύει τὸ δόγμα τοῦ Λέοντος. Τεκμηριώνει τὶς θέσεις του μὲ θεολογικὲς ἀποδείξεις, Ἱστορικὰ στοιχεῖα καὶ ἁγιολογικὰ παραδείγματα, καὶ ἀποκαλεῖ τοὺς εἰκονομάχους αἱρετικοὺς καὶ ἀντίθεους.
Ὁ Λέων θέλησε νὰ τὸν ἐκδικηθεῖ. Πλαστογραφεῖ λοιπὸν μία ἐπιστολὴ τοῦ Ἰωάννη καὶ τὴ στέλνει στὸν χαλίφη τῆς Δαμασκοῦ. Μ᾿ αὐτὴ τὴν ἐπιστολὴ ζητοῦσε τάχα ὁ ὅσιος ἀπὸ τὸν βασιλιὰ νὰ τὸν γλιτώσει ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ χαλίφη.
Ὁ ἄρχοντας ὀργισμένος καλεῖ τὸν Ἰωάννη καί, χωρὶς νὰ τοῦ ἐπιτρέψει ν᾿ ἀπολογηθεῖ, διατάζει νὰ τοῦ κόψουν τὸ δεξὶ χέρι. Σὲ λίγο τὸ ἱερὸ ἐκεῖνο χέρι ποὺ στηλίτευε τοὺς εἰκονομάχους κόπηκε, καὶ βαμμένο στὸ αἷμα τοῦ κρεμάστηκε στὴν ἀγορὰ σὲ δημόσια θέα.
Τὸ βράδυ ὁ ὅσιος στέλνει μεσίτες καὶ ζητᾶ τὸ χέρι του νὰ τὸ ἐνταφιάσει. Μόλις τὸ φέρνουν, τὸ παίρνει καὶ κατευθύνεται στὸ ἐκκλησάκι ποὺ εἶχε στὸ σπίτι του. Πλησιάζει στὴν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, πέφτει μὲ τὸ πρόσωπο καταγῆς, τοποθετεῖ τὸ κομμένο χέρι στὴ θέση του καὶ παρακαλεῖ καὶ θρηνεῖ καὶ στενάζει:
«Δέσποινα πάναγνη, Μητέρα τοῦ Θεοῦ μου, ἡ δεξιά μου κόπηκε γιὰ τὶς σεπτὲς εἰκόνες. Δὲν ἀγνοεῖς τὴν ἀφορμὴ π᾿ ὀργίστηκε ὁ Λέων. Πρόφθασε γρήγορα λοιπὸν καὶ γιάτρεψε τὸ χέρι. Ἡ δεξιὰ τοῦ Ποιητοῦ, ποὺ εἶν᾿ ἐκ τῆς σαρκός σου, πολλὲς δυνάμεις ἐνεργεῖ μὲ τὴν παράκλησή σου. Τώρα λοιπὸν τὸ δεξιὸ θεράπευσέ μου χέρι, γιὰ νὰ συγγράφει μὲ ρυθμὸ καὶ ἁρμονία ὕμνους, ὅσους μοῦ δώσεις νὰ ποιῶ γιὰ σὲ καὶ τὸν Υἱό σου καὶ γιὰ τὴν ὑπεράσπιση πίστεως ὀρθοδόξου. Ὅσα ζητήσεις δύνασαι ὡς τοῦ Θεοῦ μητέρα!» Αὐτὰ εἶπε μὲ δάκρυα ὁ ὅσιος κι ἀποκοιμήθηκε. Βλέπει τότε τὴ Θεομήτορα στὴν εἰκόνα της, νὰ τὸν κοιτάζει μὲ Ἱλαρότητα καὶ πονετικὰ νὰ τοῦ λέει:
- Γιὰ κοίτα! Τὸ χέρι σου θεραπεύτηκε. Μὴ στενοχωριέσαι ἄλλο. Κάνε τὸ ὅμως, καθὼς μοῦ ὑποσχέθηκες, «κάλαμον γραμματέως ὀξυγράφου».
Ξυπνᾶ ὁ Ἰωάννης καὶ βλέπει κατάπληκτος τὸ χέρι τοῦ θεραπευμένο καὶ συγκολλημένο. Ἦταν τόση ἡ χαρά του, ὥστε ὅλη ἐκείνη τὴ νύχτα ἔψαλλε ἐγκώμια καὶ εὐχαριστίες στὴν Παναγία.
Ἡ θαυμαστὴ θεραπεία τὸν ἔχει συγκλονίσει βαθιὰ καὶ τὸν ὁδηγεῖ σὲ μία μεγάλη ἀπόφαση. Ἐλευθερώνει τοὺς δούλους του, μοιράζει τὴν περιουσία του καὶ ξεκινᾶ ἐλεύθερος ἀπὸ κάθε βιοτικὸ γιὰ τὴ μονὴ τοῦ ἁγίου Σάββα μὲ τὸν σκοπὸ νὰ μονάσει.
Ἐκεῖ δείχνει ἀπαράμιλλη ὑπακοὴ καὶ ταπείνωση στὸν γέροντά του. Δὲν κάνει τίποτε χωρὶς τὴν εὐλογία του. Κάποτε ὅμως ὁ γείτονάς του μοναχὸς τὸν πίεσε νὰ γράψει ἕνα νεκρώσιμο ὕμνο. Ἐκεῖνος συνέθεσε τὸ τροπάριο «Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα...» καὶ τὸ ἔψαλλε κατανυκτικὰ στὸ κελί του.
Ὁ γέροντας τυχαῖα τὸν ἄκουσε. Κι ἐπειδὴ τοῦ εἶχε ἀπαγορεύσει νὰ συγγράφει καὶ νὰ ψάλλει, τὸν κανόνισε μὲ τὸ ἐπιτίμιο νὰ καθαρίσει ὅλα τὰ ἀποχωρητήρια τῆς μονῆς. Ὁ Ἰωάννης ὑπάκουσε πρόθυμα, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸ ἀποχωρητήριο τοῦ μοναχοῦ ποὺ ἔμενε στὸ διπλανὸ κελί.
Ὕστερ᾿ ἀπὸ λίγες ἡμέρες παρουσιάζεται ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος στὸν γέροντα, τὴν ὥρα ποὺ κοιμόταν, καὶ τοῦ λέει:
- Γιατί ἔφραξες τέτοια πηγή, ποῦ ἀναβλύζει οὐράνιο νέκταρ; Ἄφησέ τη νὰ τρέξει, γιὰ νὰ ποτίσει ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη. Ὁ Ἰωάννης θὰ ὑπερβεῖ τὴ λύρα τοῦ Δαβίδ, θὰ συνθέσει ὕμνους καλύτερους ἀπ᾿ τὴν ὠδὴ τοῦ Μωυσῆ καὶ θὰ μελωδήσει πιὸ τεχνικὰ ἀπὸ τὸν Ὀρφέα. Θὰ στηλιτεύσει τὶς αἱρέσεις καὶ θὰ ὀρθοτομήσει τὰ δόγματα τῆς πίστεως.
Ἀπὸ τότε ὁ ὅσιος, μὲ τὴν εὐλογία πιὰ τοῦ γέροντά του, σὰν ἄλλος χείμαρρος πνευματικός, ἄρχισε νὰ ψάλλει, νὰ στιχουργεῖ, νὰ μελοποιεῖ καὶ νὰ συγγράφει πρὸς δόξαν Θεοῦ, τῆς Παναγίας Μητέρας Του καὶ τῶν ἁγίων.
Καὶ ὅταν «ἐτελείωσε τὸ ἔργον, ὃ δέδωκεν αὐτῷ ὁ Κύριος ἵνα ποιήσῃ», μετοίκησε στὸν οὐρανό, γιὰ ν᾿ ἀπολαύσει ἐκεῖ πολλαπλάσια τὴν ἀμοιβὴ τῶν κόπων του.
Ἴδον παῖδες Χαλδαίων, ἐν χερσί τῆς Παρθένου, τὸν πλάσαντα χειρί τοὺς ἀνθρώπους· καὶ Δεσπότην νοοῦντες αὐτόν, εἰ καὶ δούλου ἔλαβε μορφήν, ἔσπευσαν τοῖς δώροις θεραπεῦσαι καὶ βοῆσαι τῇ Εὐλογημένη·
Χαῖρε, ἀστέρος ἀδύτου Μήτηρ· χαῖρε, αὐγὴ μυστικῆς ἡμέρας.
Χαῖρε, τῆς ἀπάτης τὴν κάμινον σβέσασα· χαῖρε, τῆς Τριάδος τοὺς μύστας φωτίζουσα.
Χαῖρε, τύραννον ἀπάνθρωπον ἐκβαλοῦσα τῆς ἀρχῆς· χαῖρε, Κύριον φιλάνθρωπον ἐπιδείξασα Χριστόν.
Χαῖρε, ἡ τῆς βαρβάρου λυτρουμένη θρησκείας· χαῖρε, ἡ τοῦ βορβόρου ῥυομένη τῶν ἔργων.
Χαῖρε, πυρὸς προσκύνησιν παύσασα· χαῖρε, φλογὸς παθῶν ἀπαλλάτουσα.
Χαῖρε, πιστῶν ὁδηγὲ σωφροσύνης· χαῖρε, πασῶν γενεῶν εὐφροσύνη.
Σταυρῷ προσπαγεὶς δι' εὐσπλαγχνίαν, Λῃστῇ τὸν Παράδεισον ἠνέῳξας, νῦν δὲ λῃστευθέντα με, δαίμονος δεινότητι, καὶ τῇ ψυχῇ ὁλόσωμον, πληγὴν δεξάμενον, ἰάτρευσον ἀνοίξας μοι πύλας, τὰς τῆς μετανοίας, τῇ σῇ φιλανθρωπίᾳ.
Νηστείᾳ λαμπρύναντες τὴν σάρκα, ψυχὴν ἀρεταῖς καταπιάνωμεν, πένητας ἐκθρέψωμεν, πλοῦτον μὴ κενούμενον, ἐν οὐρανοῖς ὠνούμενοι, καὶ ἀνακράξωμεν· Τὸν Κύριον ὑμνεῖτε τὰ ἔργα, καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.
Τῷ Πάθει σου Κτίσις ἐκλονήθη, σταυρῷ σε θεασαμένη καθηλούμενον, Σῶτερ ὑπεράγαθε· ὅθεν ἱκετεύω σε, ταῖς προσβολαῖς κλονούμενον, ἀεὶ τοῦ ὄφεως, στερέωσον τὸν νοῦν μου, Οἰκτίρμον, σοῦ τῶν θελημάτων, ἐν ἀρραγεῖ τῇ πέτρᾳ.
(Τροπάρια της Η΄ωδής)
Φώτης Κόντογλου «Το Αΐβαλί η πατρίδα μου», εκδ.Αλ. & Ε. Παπαδημητρίου, 1991
«Από ΝΑΝΑΚΟΥ ΑΡΧΕΣΘΑΙ», λέγανε οι αρχαίοι Έλληνες, όποτε θέλανε να μιλήσουνε για τα παλαιά πράγματα. Ο Νάνακος ήτανε βασιλιάς της Ηπείρου πριν από τον Δευκαλίωνα, που στα χρόνια του έγινε ο κατακλυσμός. Ο μπαρμπα Μανώλης ήτανε Νάνακος παμπάλαιος, Μαθουσάλας. Μπορεί να μην ήτανε παραπάνω από ενενήντα πέντε χρονών, αλλά η όψη του, το παρουσιαστικό του, ήτανε τέτοιο, που τον έδειχνε πολύ πιο αρχαίο και σεβάσμιο.
Αθώος, άκακος, του παλιού καιρού άνθρωπος. Δεν θύμωσε ποτές, δεν έβρισε ποτές, δεν κακολόγησε ποτές. Πάντα γλυκομίλητος, μ' όλο που ήτανε λιγόλογος και σοβαρός. Όλοι τον αγαπούσανε. Οι Τούρκοι τον λέγανε «Ιχτιάρμπαμπά», που θα πει «Γεροπατέρας». Σπουδασμένοι και απλοί πηγαίνανε κοντά του, σαν να 'τανε ο μπαρμπαΜανώλης ένα ισκιερό δέντρο μέσα στην κάψα του καλοκαιριού.
Στο κορμί ήτανε κοντός, πάντα ξυπόλητος, με βρακί ανασκουμπωμένο και δεμένο με το ζουνάρι του, γιατί θαλάσσωνε για να βγει από τη βάρκα του, που ήτανε παμπάλαια σαν και εκείνον κι όσο που χωρούσε τρειςτέσσερες νοματέους. Ήτανε πάντα κατακάθαρος. Τον περισσότερο καιρό ήτανε με το πουκάμισο κοκκαλιασμένο από την αρμύρα, όπως ήτανε και τα βρακιά του και το φέσι του, που είχε γίνει σκληρό σαν την κορόνα του δεσπότη. Τα μάτια του ήτανε κόκκινα από τον ήλιο κι από την αρμύρα, μάτια καλοκάγαθα, αθώα, ντροπαλά. Περπατούσε με τα χέρια πίσω, κι όλο χάμω έβλεπε, συλλογισμένος, και κάθε τόσο κουνούσε το κεφάλι του και σκούπιζε τα μάτια του που δακρύζανε. Είχε μια κόρη χηρευάμενη, και κείνη τον διατηρούσε.
Το σπίτι της ήτανε στα Πλιθάρια, στην άκρη της πολιτείας, εκεί που είχε καμίνια και κάνανε τούβλα, κεραμίδια κι ασβέστη. Εκεί πέρα ζούσανε του θεού άνθρωποι, ξοχάρηδες, κεραμιδάδες, ασβεστάδες, αλμπάνηδες κι άλλοι τέτοιοι απλοί άνθρωποι. Εκεί ήτανε κ' η μικρή εκκλησιά τ' Άγι'Αντώνη, που ήτανε ο πρεπούμενός τους άγιος. Από τον μεγάλο δρόμο που πήγαινε στο Ντικελί και στην Πέργαμο, μέσα στην Ανατολή, περνούσανε όλη μέρα άλογα, νταλίκες (Αμάξια αλαφριά για τους ανθρώπους), αραμπάδες, γαϊδάροι, βόδια, καμήλες, θαρρούσε κανένας πως βρίσκεται στο Μπαγντάτ. Ήσυχη, ειρηνεμένη ζωή. Τα καμίνια καπνίζανε, στα πηγάδια με τις μεγάλες πεζούλες βγάζανε νερό τα κορίτσια με τα φαρδιά φουστάνια και με τα τσεμπέρια, οι γαϊδάροι βοσκούσανε και γκαρίζανε, οι καμήλες ανηφορίζανε αργοπερπατώντας στον μεγάλο δρόμο, Ρωμιοί και Τούρκοι Γιουρούκηδες ανεβοκατεβαίνανε. Σε κανέναν καφενέ καθόντανε ένας δυο γέροι και φουμάρανε ναργκιλέ.
Το σπίτι του Βασιλέ ήτανε από τα πιο φτωχά, κατακάθαρο, ασβεστωμένο πάντα, κάτασπρο, κοντά στον Άγιο Γιώργη το Τάσ', που τον λέγανε έτσι επειδής είχε μια βρύση μ' ένα έμορφο τάσι, κρεμασμένο με μιαν αλυσίδα, για να πίνει ο κόσμος. Εκεί κοντά βρισκότανε και του Ντέντου ο καφενές. Εκεί πήγαινε ο μπαρμπαΒασιλές, το βράδι που γύριζε από τις ακρογιαλιές, εκεί που έβγαζε χάβαρα, μύδια, καλόγνωμες, φούσκες, χιβάδες, κοχύλια κι άλλα θαλασσινά. Τον περισσότερον όμως καιρό τον περνούσε μακριά από την πολιτεία, στα έρημα κατάγιαλα, στον ανοιχτόν αγέρα, στον Άγιο Νικόλα, στην ΑγιάΠαρασκευή, στη Νησοπούλα, στην Αμπέλα, μέσα στο μπουγάζι. Παραπέρα δεν πήγαινε. Την όξω θάλασσα, το πέλαγος, δεν το είδε ποτές του. Το σκαφίδι του, η φελούκα του, ήτανε από τα χρόνια του Νώε. Είχε γίνει σαράβαλο. Σάπισε, ανοίξανε οι αρμοί της. Μα ο μπαρμπαΜανώλης όλο τη μερεμέτιζε. Την έγερνε στην μπάντα, την καλαφάτιζε με στουπί, και δος του από πάνω πηχτή πίσσα, που δεν φαινότανε πια σανίδι, ούλη η σκάφη ήτανε πισσωμένη. Και όμως, πώς τα κατάφερνε να μην παθαίνει τίποτα με τις φουρτούνες, με κείνον τον σκυλοπνίχτη, που τον είχε εξήντα χρόνια και παραπάνω~
Την βάρκα του την έδενε σ' ένα παλούκι μέσα σ' έναν μικρόν κόρφο, που τον αποσκέπαζε από βοριά μια χαμηλή μύτη που τη λέγανε Γλώσσα και που βρισκότανε αντίκρυ στην Αγιά Παρασκευή. Ανάμεσα ήτανε ένα στενό πέρασμα θάλασσα, κι ο μπαρμπαΒασιλές έβαζε μέσα στη βάρκα του και περνούσε αντίκρυ όποιον ήθελε να περάσει στην ΑγιάΠαρασκευή και τον ξανάφερνε, αν δεν ήτανε ν' απομείνει εκεί πέρα. Εκεί που βρισκότανε το παλούκι, ήτανε ρηχά τα νερά, κι ο μπαρμπαΜανώλης, αφού σιγουράριζε καλά τη βάρκα, θαλάσσωνε μ' ανεβασμένο το βρακί του, κ' έβγαινε όξω. Η βάρκα γύριζε ένα γύρο στο παλούκι, όποιος καιρός κι αν έπιανε.
Στην ΑγιάΠαρασκευή την άραζε στο μικρό το λιμανάκι, που 'χε μια χτισμένη αραξιά, κατά τη νοτιά. Ύστερα ανέβαινε σιγά σιγά τον ανήφορο με τα χέρια πίσω και σκυφτός, και πήγαινε στο μοναστήρι, στον γούμενο τον Στέφανο και στις αδερφάδες του, την κεραΖαχαρώ, τη Βανθίγια και τη Φιβρουνίγια, που τον αγαπούσανε σαν πατέρα τους. «Ώρα καλή, μουρά μ'!» «Καλώς τον μπαρμπα Μανουλέλ'!» Σκούπιζε τα μάτια του ο μπαρμπα Μανώλης. «Πέθανι ου Παναγής ου Σωτηρίου, κουτζάμ παλληκάρ'! Ιχτές πέθανι, τ' νύχτα! Αχ! Γιατί δεν πήρι ιμένα, του γέρου, ου μιγαλουδύναμους~» Καθότανε στην πεζούλα, έβγαζε το φέσι του, που ήτανε σκληρό σαν περικεφαλαία, κ' έπαιρνε από μέσα ένα χαρτί διπλωμένο, το έδινε στις γυναίκες κ' έλεγε: «Έχιτι μια γραφή απ' την Παρασκιβγή τ' Χατζηγιάννινα. Είπι ν' ανάψιτι μια λαμπάδα στ' χάρη τς. Κι αυτή χαρουκαμέν'! Πλούσια γυναίκα, τ' Αβραγιάμ κι τ' Ισαγιάκ τα καλά έχ'! Τι να κάν'ς~ Ου μιγαλουδύναμους να δίν' έλεγους, να παρ'γουριέτι ου πικραμένους ου κόσμους!»
Σ' όλο το μπουγάζι τριγύριζε, μα η αγάπη του ήτανε η Αγιά Παρασκευή. Ο γούμενος κ' οι αδερφάδες του του λέγανε να του πάρουνε μια καινούργια βάρκα, μα εκείνος δεν το παραδεχότανε, δεν ήθελε με κανέναν τρόπο ν' αποχωριστεί το σάπιο σκαφίδι του. Κι ούτε ήθελε τα καλά τα φαγιά που του βάζανε να φάγει. Έπαιρνε λίγες ελιές, ψωμί, λάδι, γλυκάδι, κανένα κρομμύδι, και κατέβαινε στην ακροθαλασσιά, έμπαινε στη βάρκα του, έβγαζε ένα τσουπί, το έστρωνε κάτω από έναν πρίνο, που τον είχε σαν δικόν του, καθότανε διπλοπόδι, έκανε τον σταυρό του κ' έτρωγε. Κοντά του είχε και το λαγήνι με το νερό. Εκεί έπινε νερό. Μα, σαν πήγαινε στην πολιτεία, στου Ντέντου τον καφενέ, είχε πάντα ένα καλάθι με μεζέδες, φρέσκα θαλασσινά, και τότες έπινε κρασί μαζί με τον Ντέντο και με τη συνοδεία. Τότε παράπινε καμμιά φορά και κοκκινίζανε η μύτη και τα μάγουλά του, και τότες έλεγε: «Τώρα είμι βασιλές!» απ' αυτό τον βγάλανε μπαρμπαΒασιλέ. Αφού έτρωγε, ξάπλωνε κάτω από τ' αγριόδεντρο, και τον νανούριζε το βουητό της θάλασσας και κανένα πουλάκι που καθότανε στο δέντρο από πάνω του. Μηδέ έγνοιες, μηδέ συλλογές, μηδέ πλούτη, μηδέ πολυτέλειες, μηδέ τίποτα.
Μακάριος, αληθινός βασιλές. Μέσα σε κείνη τη σκάφη την πισσωμένη πέρασε όλη τη ζωή του, όποτε ήτανε καλοκαίρι. Τον χειμώνα μαζευότανε στο σπίτι της κόρης του, και πήγαινε και στου Ντέντου τον καφενέ. Μα και τον χειμώνα δεν απόλειπε από την Αγιά Παρασκευή. Μιλούσε από μέσα του μ' όλη την πλάση, με τη θάλασσα, με τη στεριά, με τα δέντρα, με τον αγέρα, με τη βροχή, με τις πέτρες. Σαν να τον αγαπούσαν όλα. Τόσες φουρτούνες πέρασε με κείνο το καρυδόφλουδο, και δεν έπαθε τίποτα. Θαρρείς πως η θάλασσα μέρευε. Σε καιρό που ποδίζανε μεγάλα καΐκια, φουρτούνα κιαμέτι, ο μπαρμπα Μανώλης περνούσε το μπουγάζι με το σκαφίδι του. «Ιμένα, κεραΒανθίγια, μι κυλά η θάλασσα σα να είμι στην κούνια μ!» Όποτε είχε μέσα στη βάρκα του τίποτα γυναίκες και ξεφωνίζανε, φοβισμένες από τη φουρτούνα, ο μπαρμπαΜανώλης έλεγε: «Μουρή, τι τσιρίζιτι~ Τι έχ' η θάλασσα, βρε χριστιανή μ'~ Χαρά Θιού!» Έδινε της πιο θαρρευάμενης έναν ντενεκέ για να βγάζει τα νερά από τη σεντίνα, και της έλεγε: «Βουγήθα, μουρή κόρη μ'! Μην απολπίζισι!» Η πολιτεία τ' Αϊβαλιού έπεφτε κατά το βοριά, κ' η θάλασσα από κει κατέβαζε τα κύματά της κατά την ΑγιάΠαρασκευή, όποτε φυσούσε βοριάς γραίγος.
Ο μπαρμπαΜανώλης, σαν τύχαινε κ' είχε απομείνει απάνω στην Αγιά Παρασκευή με βοριά φουρτουνιασμένον, τραβούσε κατά το βορινό μέρος, κοίταζε στην πολιτεία, στην ακροθαλασσιά που χτυπούσανε οι θάλασσες, ερχόμενες από το πέλαγο που ήτανε όλο άμμος. Έπαιρνε την ακρογιαλιά και πήγαινε γιαλό γιαλό, και μάζευε ό,τι εύρισκε, ξύλα από μαδέρια καμμιανής βάρκας, κανέναν μπάγκο, παλιά σκοινιά, ντούγιες βαρελίσιες, κανένα κομμάτι καραβόπανο. Καμμιά φορά πετούσε όξω η θάλασσα και κανένα βαρέλι, καμμιά μεγάλη σανίδα, καμμιά κάσα, κανένα σεντούκι. Μάζευε και λογιώνλογιών κουτιά, πορτοκάλια, λεμόνια, που τα πετούσανε από τα Λεμονάδικα τα χιώτικα καΐκια.
Σαν του λέγανε: «Γιατί, μπαρμπαΜανώλη, πας και κουράζεσαι και γυρίζεις μέσα στο κρύο~» Εκείνος αποκρινότανε, δείχνοντας κατά τ' Αϊβαλί: «Πουλιτείγια είνι χτισμέν', κόρη μ'. Ειδών ειδών πράματα πέφτ'ν στ' θάλασσα. Μπουρεί να πέσ' όξου κι καμμιά βάρκα, να δώσουμ' είδησ' να τ'ν πάρουν. Μπουρεί να καΐναντίσ' κι κανένα καϊκ', να δώσουμι βογήθεια. Η Χάρη τς να φυλάγ' τουν κόσμου!» Κ' έκανε τον σταυρό του. Καμμιά φορά μου έλεγε και κανένα ιστορικό, από τον καιρό που βαθύνανε με τις φαγάνες το Ταλιάνι, δηλαδή το μπάσιμο του μπουγαζιού, που ήτανε ρηχό, για να περνούνε τα μεγάλα καράβια και τα παπόρια. Είχε την ιδέα πως αυτά τα μεγάλα πλεούμενα είχανε φέρει όλα τα κακά και τις αρρώστειες: «Απού τότις που άνοιξαν του Ταλιάν', γυιε μ' Φουτέλ', τουρλούτουρλού αστένειες ήμπαν' μέσα στ'ν πουλιτείγια, του χτικιό, του στενούς (Το άσθμα), ου νταμπλάς. Πού ξέραμ' ιμείς τέτοια πράματα~» Μιλούσε με θαυμασμό για τη Ρωσία, που τη φοβότανε ο Τούρκος και δεν τυραγνούσε τη Χριστιανωσύνη: «Απού τότις που φάνηκ' η Χριστιανουσύν', η Ρουσίγια μας προυστατεύγ', γιατί ου Τούρκους μόνε του Ρούσου φουβάτι. Άμα ακούσ' «Μουσκόβ», πιάνιτι του κάτουρό τ'! Τουν έτριψι τα μούτρα τ' ου βασιλές τσ' Ρουσίγιας, ου Μέγας Ικατιρίν'ς. Γιατ' έχουμι την ίδια θρησκείγια, τ'ν Ουρθουδουξίγια, τ'ν αληθινή τ'ν πίστ'. Για τούτου οι Φράγκ', τα πουντίκια, ξιστρατέψαν καταπάνου τς, στουν πόλιμου τσ' Κριμαίγιας, μαζί με τουν Τούρκου, η Αγγλίγια, η Γαλλίγια κ' η Σαρδέλα ( Η Σαρδηνία..).»
Μια μέρα αρρώστησε ο μπαρμπα Μανώλης, πρώτη φορά στα ενενηνταοχτώ χρόνια που έζησε σε τούτον τον κόσμο. Μ' όλα τα παρακάλια, δεν θέλησε να βγει από τη βάρκα. Κειτότανε εκεί μέσα, σκεπασμένος μ' ένα πάπλωμα. Γύρεψε τον γούμενο να τον ξομολογήσει, και κείνος κατέβηκε με τ' Άγιο Ποτήριο και τον ξομολόγησε μέσα στη βάρκα και τον κοινώνησε. Μα τι να ξομολογηθεί ο μπαρμπα Μανώλης~ Όσες αμαρτίες είχε κάνει το αγριοπούλι που καθότανε στον πρίνο, όσες αμαρτίες είχε κάνει η πέτρα που κειτότανε στην ακρογιαλιά, όσες αμαρτίες είχε κάνει ο πρίνος, όσες αμαρτίες έκανε η παλιόβαρκά του, άλλες τόσες είχε κανωμένες κι ο μπαρμπα Μανώλης. Κειτότανε μέσα στην πισσωμένη φωλιά του, και περίμενε να τον πάρει ο Ταξιάρχης, ήσυχος και βλογημένος. Τα κυματάκια αργοσαλεύανε την κούνια αυτού του νήπιου, του μπαρμπα Μανώλη, κι από πάνω από το κεφάλι του άναβε το καντήλι κάτω από την πλώρη, μπροστά στο σαρακοφα γωμένο κόνισμα του Άγιου Νικόλα. Την άλλη μέρα ο γούμενος ο Στέφανος κατέβηκε με τους παραγυιούς του, με τον Μιχάλη τον Ζαφειρίου τον ψάλτη, με τον Βασίλη τον Κλαδίτη, με τον Ξενοφών, με τον τσομπάνη τον Γιάννη τον Μπαρμπάκο, και σηκώσανε τον μπαρμπαΜανώλη, μέσα σ' ένα καθαρό σεντόνι, και τον ανεβάσανε απάνω στο μοναστήρι. Οι γυναίκες τον αλλάξανε και τον βάλανε απάνω σ' ένα αρχοντικό μεντέρι, σαν να 'τανε αληθινός βασιλιάς. Ο γούμενος διάβαζε από πάνω του ως τα μεσάνυχτα, κ' ύστερα πήγε να ξαπλώσει λίγο, κι απομείνανε οι γυναίκες. Πότε παράδωσε το πνεύμα του στον Κύριο κανένας δεν το κατάλαβε, γιατί μηδέ βαριανάσανε, μηδέ αναστέναξε, μηδέ άλλαξε ολότελα η όψη του. Έτσι έφυγε από τούτον τον κόσμο ο μπαρμπα Μανώλης ο Βασιλές, που δεν είχε τίποτα εξόν από τη βάρκα του, και τον θάψανε πίσω από την εκκλησία της Αγιάς Παρασκευής, με το κόνισμα τ' Άγιου Νικόλα στο στήθος του.
«Και απέθανε Μανουήλ ο Βασιλεύς, και προσετέθη προς τους πατέρας αυτού.» Οι παλαιοί ζωγράφοι που ζωγραφίζανε τη Δευτέρα Παρουσία, παριστάνουνε στον ουρανό τον Χριστό καθισμένον στον θρόνο του για να κρίνει τον κόσμο, κι από τις δυο μεριές καθισμένους τους Δώδεκα Απόστολους. Από το υποπόδιο του θρόνου βγαίνει ο πύρινος ποταμός, που μέσα σ' αυτόν καίγουνται οι αμαρτωλοί, που τους καταπίνει ο βύθιος δράκων. Οι αρχάγγελοι κράζουνε με τις σάλπιγγες, και σηκώνουνται από τα μνήματα οι νεκροί τρομαγμένοι. Ένας άγγελος τυλίγει τον ουρανό σαν να 'ναι χαρτί, κι άλλος ζυγιάζει τις ψυχές. Οι άνεμοι φυσούνε θυμωμένοι από τις τέσσερες μεριές της οικουμένης, θηρία και τέρατα καταβροχθίζουνε κεφάλια, χέρια, πόδια ανθρώπινα. Οι δαίμονες τρίζουνε τα δόντια τους. Η κτίση όλη ταράζεται από τα θεμέλια της. Οι ψυχές τρέμουνε σαν τα ξερά φύλλα που τα παίρνει ο δρόλαπας. Ο ήλιος μαύρισε και καρβούνιασε, και το φεγγάρι έσβησε. Φόβος και τρόμος πλακώνει όλη την οικουμένη.
Μονάχα ένας άνθρωπος δεν ταράζεται, ένα γεροντάκι, ταπεινό και ήσυχο, που αργοπερπατά με το ραβδάκι του, μέσα στην κοσμοχαλασιά, και πορεύεται θαρρετά προς τον θρόνο του Χριστού. Αυτός είναι ο «Ελάχιστος», όπως είναι γραμμένο στην εικόνα, δηλαδή ο πιο τιποτένιος, ο πιο καταφρονεμένος σε τούτον τον κόσμο. Τούτος ο «Ελάχιστος» είναι ο μπαρμπα Μανώλης ο Βασιλές, που ανοίξανε οι πόρτες τ' ουρανού για να μπει μέσα στον Παράδεισο.