ΙΕΡΕΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Δος μου κι εμένα άνεση, Παναγιά μου,
πριν ν’ απέλθω και πλέον δεν θα υπάρχω.(Αλεξ. Παπαδ.)

Τρίτη, Φεβρουαρίου 27, 2018

+Γερ. Εφραίμ Κατουνακιώτης-Δοξολογία Θεού


Λέει ὁ Γέροντας στὸν ὑποτακτικό: «Ἐξεγερθέντες τοῦ ὕπνου προσπίπτομέν σοι, ἀγαθέ, καὶ τῶν ἀγγέλων τὸν ὕμνον βοῶμέν σοι, δυνατέ· ἅγιος, ἅγιος» κτλ. «Κουά, κουά, κουά, κουὰ» τὰ βατράχια, κοάζουν, πῶς λέγεται, ξεχάσαμε καὶ τὰ ἑλληνικὰ τώρα.
- Βρὲ παιδί μου, λέει, πήγαινε στὰ βατράχια καὶ πές τα: Ἄ, νὰ σᾶς πῶ, ὁ Γέροντας λέει, σταματῆστε τώρα γιατὶ θέλουμε νὰ διαβάσουμε ἐμεῖς τὴν ἀκολουθία.
- Νά ῾ναι εὐλογημένο, Γέροντα.
Αὐτὸς ἦταν ὑποτακτικός! Βλέπεις; Δὲν εἶπε, «ἔ, Γέροντα, τὰ βατράχια θὰ πάω νὰ πῶ ἐγώ;» Ὄχι ὑπακοή.
- Ἀκοῦστε ἐδῶ, βατράχια, εἶπε ὁ Γέροντας νὰ σταματήσετε τώρα, γιατὶ θέλουμε νὰ διαβάσουμε ἐμεῖς τὴν ἀκολουθία.
Μίλησε τὸ βατράχι ἐκεῖ! Λέει:
- Πὲς τοῦ Γέροντα, τώρα τελειώνουμε κι ἐμεῖς τὴν δοξολογία τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ πᾶμε κι ἐμεῖς νὰ ξεκουραστοῦμε.
Καὶ τὰ βατράχια ὑμνολογοῦν τὸ Θεό! Ὅλη ἡ φύση, νὰ ποῦμε, ὑμνολογεῖ, δοξολογεῖ τὸν Θεό, καὶ κατὰ τὴν καθαρότητά μας ἀκοῦμε κι ἐμεῖς αὐτὴν τὴ μυστικὴ δοξολογία, τὴ μυστική, τὴν ἄφωνο ὑμνολογία ποὺ κάνουνε καὶ οἱ πέτρες ἀκόμη. Αὐτὸ πῶς τὸ λένε, κάτι στίχους ποὺ ἔχει ἡ μεγάλη δοξολογία, δὲν ξέρω πῶς τὰ λένε, γιατὶ ἐγὼ ἔχω χρόνια νὰ πάω πάνω στὴν ἀκολουθία.
Μοναχοί: Πῦρ, χάλαζα, χιών, πνεῦμα καταιγίδος...
Γέροντας: Πῦρ, χάλαζα, πῦρ καταιγίδος κτλ., ὅλα, τότε ἀρχίζει ἡ μεγάλη δοξολογία. Βλέπετε; Καὶ τὰ ὄρη καὶ τὰ βουνὰ καὶ τὰ δέντρα καὶ ἡ θάλασσα καὶ τὰ ψάρια, ὅλα ὑμνολογοῦν τὸν Θεό. Ἀλλὰ ἐμεῖς, ἐπειδὴ ἔχουμε ἀμαυρώσει, δηλαδή, τὸ νοερὸν τῆς ψυχῆς μας, γι᾿ αὐτὸ λίγο τὸ καταλαμβάνουμε, λίγο. Ὅσο καθαρίζεσαι μέσα σου, τόσο καὶ περισσότερο λαμβάνεις ἕναν φωτισμό, λαμβάνεις μίαν αἴσθηση ὅτι κανένα κτίσμα τοῦ Θεοῦ δὲν μένει ἀργό, ἀλλὰ ὅλα δοξολογοῦν τὸν Θεό. Καὶ ἡ μύγα καὶ τὸ κουνούπι, καὶ τὸ βόδι καὶ τὸ ζῶο, ὅλα δοξολογοῦν τὸν Θεό. Ὅταν καθαριστεῖς μέσα σου, θὰ τὴν δεῖς αὐτὴν τὴ μυστικὴ δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Ὅσο καθαρίζεσαι μέσα σου, θὰ τὸ δεῖς καὶ λές: Ταλαίπωρε ἄνθρωπε, ἐσὺ μόνο δὲν δοξολογεῖς τὸν Θεό. Ὅλα δοξολογοῦν τὸν Θεό!

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 26, 2018

Η Σαρακοστή-Μπάμπης Άννινος


Η καημένη η θεια-Μαργαρώ κάπου θα βρίσκεται εκεί ψηλά τώρα στον παράδεισο, που τόσο πολύ πίστευε, παρέα με τ΄ αγγελάκια, στα «χρυσά τα σύννεφα», κοντά στήν κυρά την Παναγία και όλους τους Αγίους, που θυμιάτιζε και μνημόνευε με τόσες μετάνοιες, κάθε απόβραδο μπροστά στο εικονοστάσι και προσκυνούσε με τρίδιπλες μετάνοιες στη μικρή ενοριακή της εκκλησιά…
Κι όμως, δεν το ‘λπιζε να πάει κι έλεγε:
– Κολάζεται κανένας, γιε μου! Κολάζεται και δεν το καταλαβαίνει! Γι΄ αυτό, δεν πρέπει κανένας να ολιγωρεί και να κάνει τα πρεπούμενα. Εκείνα που μας έχουνε μάθει οι πατεράδες μας και που ξέρανε οι παλιοί…
Κι ανάμεσα σ΄ αυτά τα «πρεπούμενα», που ενέπνεε μιαν αληθινή και αφελής ευλάβεια και πίστη, τις μετάνοιες, τα θυμιάματα, τα σταυροκοπήματα, τ΄ αγιοκέρια που φώτιζαν με την ψιλή τους φλόγα, το εικονοστάσι της γωνιάς με τ΄ άσπρα νταντελωτά μπερντεδάκια, ολονυκτίες στα πανηγύρια, τους όρθρους στις μεγάλες δεσποτικές γιορτές, την ταχτική παρακολούθηση της λειτουργίας και την αυστηρή τήρηση όλων των θρησκευτικών καθηκόντων, η μεγάλη δουλειά ήτανε η Σαρακοστή κι η νηστεία… Νήστευε τα Τετραδοπαράσκευα, νήστευε τις προηγιασμένες, νήστευε των Αγίων Αποστόλων, το Δεκαπενταύγουστο, της Σταυροπροσκύνησης, κάθε φορά που το έγραφαν  τα «χαρτιά» και που το νόμιζε αναγκαίο η ψυχούλα της. Μα η μεγάλη νηστεία ήταν η «Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή».
– Κολάζεται κανένας, γιε μου! Κολάζεται και δεν το καταλαβαίνει! έλεγε η καημένη η θεια-Μαργαρώ, κι εμείς οι πειρασμοί, εκπρόσωποι του Πονηρού και του Παγκακίστου, μέσα στο ήρεμο αναχωρητήρι της καλής γερόντισσας, εβάλαμε σκοπό να την κολάσουμε!… Μιαν εβδομάδα ολόκληρη, ύστερα από την Καθαρή Δευτέρα, ενήστευε παραδειγματικά, με μαρουλάκια, ελίτσες, βρεχτοκούκια, και κάπου κάπου λιγάκι χαλβά, που ήταν τα μόνα επιτρεπόμενα εδέσματα του νηστίσιμου «οψολογίου» της και μονάχα την πρώτη Κυριακή εμετρίαζε λίγο τη νηστεία κι εμαγείρευε κανένα λαδερό, αγκιναροκούκι, κανένα λαδοπίλαφο με ξερό χταπόδι… Κι έπειτα, λιγάκι ρετσινάτο, «για να στυλωθεί κανενός η καρδιά του, γιε μου!» επισφράγιζε πραγματικά την «κατάλυση οίνου και ελαίου».
Όσο για τα καρύδια και τα σύκα, που εφίλευε εμάς, τα παιδόπουλα, ήταν για τη θεια-Μαργαρώ πράγματα απαγορευμένα… Όχι από τα περίφημα «πρεπούμενα», μα γιατί δεν είχε πια κανένα δόντι. Όμως, για μας, τα πάστρευε με προσοχή και δεν μας τα ΄δινε ποτέ ατσάκιστα, κι είχε πολλούς λόγους, εκτός από την καλοσύνη της, για τούτο. Φρόντιζε πρώτα πρώτα για την ακεραιότητα της κόψης της πόρτας, που τα μαγκώναμε ανάμεσα και την εκάναμε καρυδοσπάστη, αφήνοντας σημαντικά σημάδια της χρησιμοποίησης αυτής, μα και για την ασπράδα των ασβεστωμένων πεζουλιών της αυλής, που ήταν το τελευταίο καταφύγιο για να τσακίσουμε τα καρύδια, χτυπώντας τα με λιθάρια!…
– Μπρε Ιούδες!… Μπρε Ιούδες! εξεφώνιζε, σαν εκαταλάβαινε κατιτί τέτοιο… Ελάτε εδώ, μπρε, να σας τα τσακίσω εγώ!…
Και δεν ήξερε κανένας τι την επονούσε πιο πολύ απ΄ τα τρία: τα δόντια μας, το μάγκωμα της πόρτας ή το λέρωμα των πεζουλιών;
Κι όμως εμείς, οι «Ιούδες», εβαλθήκαμε να τη λερώσουμε!… Έξω, στο παράσπιτο, στην άκρη της αυλής, για να μη λερώσει την κουζίνα που άστραφτε από πάστρα και γυαλοκοπούσαν τα μπακιρικά, είχε βάλει να μαγειρέψει το περίφημο λαδοπίλαφό της με το χταπόδι, ενώ για μας, σ΄ άλλο τσουκάλι, έβραζε αληθινό πιλάφι με το κρέας, ένα «ατζέμ πιλάφι» από κείνα που μονάχα η θεια-Μαργαρώ ήξερε να φτιάνει αλτρουιστικά για την τέρψη των άλλων!… Κι ο Πειρασμός ξελαμπάδιασε μονομιάς μέσα στο μυαλό μας, εκεί που παίζαμε «καλόγερο» στα άσπρα καί μαύρα πλακάκια της αυλής… Κι ούτε καιρό δεν χάσαμε σε μάταιη συνεννόηση… Με μια ματιά, συνεννοηθήκαμε και το κακό έγινε. ΄Ενα κομμάτι κρέας, παχύ και όλο ψαχνό, έσμιξε μέσα στο λαδοπίλαφο με τα ισχνά κομμάτια του ξερού χταποδιού…
Με τι καρδιοχτύπι περιμέναμε το μεσημέρι, με τι ανυπομονησία προσμέναμε ν΄ αρχίσει το φαγητό της, ξεχνώντας μες στα πιάτα το νόστιμο δικό μας πιλάφι και κοιτάζοντας το λαδοπίλαφό της…
Και να… Εκεί που δεν το προσμέναμε πια, ύστερα από την πρώτη-δεύτερη μπουκιά, το πιρούνι της ανάσυρε το σώμα του εγκλήματος. Το γύρισε από δω, το γύρισε από κει, με ιερή φρίκη. Το γεροντικό της, μα τόσο συμπαθητικό, πρόσωπο πήρε μια έκφραση συντριβής, και μας κοίταξε ύστερα, ενώ εμείς σκύβαμε τα μάτια στα πιάτα μας, έτοιμοι να γελάσουμε, μα χωρίς να μπορούμε… Περιμέναμε τη δίκαιη τιμωρία μας. Μα εκείνη είπε μονάχα με σπαραγμό, σπρώχνοντας το πιάτο:
– Η αμαρτία στο λαιμό σας!…
Κι αλήθεια, θαρρείς σαν η Αμαρτία να ήταν κάτι το ψηλαφητό, κάποιο πράγμα ήρθε κι έκατσε πραγματικά στο λαιμό μας!… Κομπιάσαμε, ξεροκατάπιαμε, αφήσαμε το φαΐ μας και, μπρουμιτίζοντας στο τραπέζι, αρχίσαμε τα κλάματα.
Τότε η καλή γερόντισσα, που ο θρήνος μας κι η μεταμέλειά μας την είχε συγκινήσει, κατανικώντας κάθε της απέχθεια, κάθε της ευλάβεια και κάθε πεποίθηση, προσπάθησε να μας παρηγορήσει. Και παίρνοντας το κρέας του Πειρασμού, άρχισε να τρώει κι αυτή, μπροστά στα κατάπληκτα και κλαμένα μάτια μας, λέγοντας:
– Να, μπρε σεις!… Φάτε!… Κι άστε τα κλάματα!… Να! Φάτε!… ο Θεός δεν ...ξεσυνερίζει...!
Πεμπτουσία

Κύριε των δυνάμεων μεθ΄ημών γενού



«Κύριε των δυνάμεων μεθ’ ημών γενού». Πώς ο Κύριος θα είναι μαζί μας. Ο Χριστός είναι δύναμη.
«Κύριε των δυνάμεων μεθ’ ημών γενού…». Άραγε τί θέλουν να πουν αυτά τα λόγια; Κάτι καλό όμως θα είναι και ευχάριστο, για να το παρουσιάσουν οι άγιοι Πατέρες να λέγεται τώρα, αυτές τις ημέρες της άγιας Τεσσαρακοστής. Ποιός βασιλιάς, ποιός εξουσιαστής, ποιός άρχοντας, ποιός ηγεμόνας είναι σε αυτόν τον κόσμο, που δεν έχει εξουσία; Τόση δύναμη έχει ο λόγος του, ώστε εκείνο που θα προστάξει να γίνει αμέσως. Όμως δύναμη πνευματική δεν μπορεί να τους δώσει.
«Κύριε των δυνάμεων μεθ ημών γενού». Παρακαλούμε τον βασιλέα των ουρανών να μας δώσει κάποια δύναμη πνευματική. Τώρα, αυτές τις ημέρες πολύ σωστά όρισαν οι άγιοι Πατέρες να το λέμε αυτό και να τον παρακαλούμε να έλθει μαζί μας. Έλα εσύ, που είσαι ο εξουσιαστής όλων των δυνάμεων, εσύ που είσαι Κύριος των πάντων, έλα μαζί  μας. Τί να κάνεις; να γίνεις παρήγορός μας, έλα να γίνεις συνήγορός μας, δάσκαλος και ιατρός μας· εσύ που εξουσιάζεις τα πάντα «μεθ’ ημών γενού». Τον παρακαλούμε να μας δώσει κάποια δύναμη.
Αυτή όμως η δύναμη απλώς και ως έτυχε δεν έρχεται. Δεν είναι κανένα ρούχο να το φορέσουμε, δεν είναι κανένα πράγμα υλικό, για να το πάρουμε· είναι μία δύναμη πνευματική. Είναι ο ίδιος ο Θεός, τον οποίον παρακαλούμε να έλθει μαζί μας. Είναι πανέτοιμος για να έλθει· είναι πολύ πρόθυμος και έτοιμος κάθε στιγμή με ευχαρίστηση, με χαρά, με καλή διάθεση, να έλθει να επισκιάσει και να βοηθήσει τον άνθρωπο, αλλά πρέπει να του ετοιμάσουμε τόπο.
Ποιός είναι αυτός, που έχει τόσες δυνάμεις; είναι αυτός ο Χριστός, που ήλθε και έχυσε το πανάγιό Του αίμα, για να μας εξαγοράσει και να μας δώσει δύναμη, ώστε να πατούμε επάνω «όφεων και σκορπίων και επί πάσαν την δύναμιν του εχθρού». Αλλά δεν έρχεται έτσι· πρέπει πρώτα – πρώτα να καταδαμάσουμε τα πάθη μας. Για τούτο οι άγιοι Πατέρες όρισαν να το λέμε τώρα, αυτές τις ημέρες, που είναι η νηστεία· διότι η νηστεία καταδαμάζει τα πάθη. Εάν δεν καταδαμαστούν αυτά, δεν έρχεται ο Θεός.
Ποιό όμως να είναι το μέσον, με το οποίο θα μπορέσουμε να φέρουμε τον Θεό μαζί μας; Πιστεύω ότι το ξέρετε. Το μέσον αυτό, με το οποίο θα φέρουμε τον Θεό μαζί μας, είναι αυτή η συντριβή της καρδίας. Να συντρίψουμε την καρδία μας και να φέρουμε στον εαυτό μας την αγάπη, την ταπείνωση, την υπομονή και επιμονή στο αγαθό, για να μείνει ο Θεός μαζί μας. Δύσκολο όμως είναι. Διότι τα πάθη μας δεν τα δαμάζουμε εύκολα.
Επικαλούμεθα τον Θεόν στο κελλί μας, μέσα στην εκκλησία, κλαίμε, συντρίβουμε τον εαυτό μας, άλλα διάφορα κάνουμε, βγαίνουμε όμως κατόπιν έξω και εκείνα, τα οποία κερδίσαμε, τα δαπανάμε. Πώς; Με το μίσος, την κακία, την πονηρία, με την κρίση, με την κατάκριση και με τα άλλα πάθη, τα οποία πολεμούν καθημερινά τον άνθρωπον. Φωνάζουμε: Κύριε των δυνάμεων έλα μαζί μας… αλλά αυτά απομακρύνουν τη χάρη του Θεού, και δεν έρχεται. Δεν φοβούμεθα το Θεό, αλλά και δεν τον αγαπούμε· ναι έλεγε ο μέγας Αντώνιος, ότι εγώ δεν φοβούμαι τον Θεό, αλλά τον αγαπώ ολοψύχως, διότι η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβο.
Πώς δείχνουμε ότι δεν τον αγαπούμε εμείς; διότι όταν μας τύχει μια προσβολή, δεν υπομένουμε, όταν μας τύχει κάτι που μας παροξύνει, δεν υποκύπτουμε, όταν μας έρχεται να κάνουμε κάτι, το οποίο είναι μισητό ενώπιον του Θεού, δεν το αποφεύγουμε. Ποιόν βλάπτουμε; τη ψυχή μας. Εκεί που θα βλαφτείς, εκεί πηγαίνεις· εκεί που θα σκοτισθεί το μυαλό σου, εκεί τρέχεις. Τί θα κερδίσεις; αντί χαρά, λύπη· αντί ανάπαυση, ταραχή και ανησυχία. Πώς θα έλθει μαζί σου ο Θεός;
Πολλές ημέρες τώρα παρατηρώ έξω που πηγαίνω, ότι έρχονται δύο πέρδικες και καθίζουν εκεί στο παγκάκι· πότε πιό πάνω, πότε πιό κάτω, όλο τις βλέπω να τριγυρίζουν εκεί. Γιατί δεν έρχονταν και άλλοτε; γιατί δεν έρχονταν και τα περασμένα χρόνια, μόνο τώρα κάθε μέρα έρχονται; Διότι βλέπουν ότι δεν υπάρχει κίνδυνος. Εμείς, αδελφές, δεν βλέπουμε τον κίνδυνο που έρχεται εναντίον της ψυχής μας; Δεν βλέπουμε ότι ο διάβολος γίνεται όργανο, για να απορροφήσει την πνευματική μας δύναμη. Ποιός το σοφίζει αυτό το πουλί; ποιός του έλεγε τόσα χρόνια να μην έρχεται και τώρα δεν φεύγει από εκεί; Κανείς· με τη γνώση του· καταλαβαίνει ότι σ’ αυτό  το μέρος θα βρει τη γαλήνη, θα βρει ­την ησυχία. Εμείς είμαστε λογικοί άνθρωποι, αφιερωμένοι στον Θεό. Γιατί να τρέχουμε εκεί που είναι ο κίνδυνος; Γιατί να μην ασπαζόμαστε  τη σιωπή; Γιατί να μην κυνηγούμε την υπακοή; Γιατί να μην έχουμε την αγάπη, την υπομονή, την ομόνοια, με τα οποία θα αποφύγουμε τους κινδύνους και θα φέρουμε τη θεϊκή δύναμη μέσα μας;
Έμενα, μου κάνει εντύπωση αυτό το πράγμα· έκπληκτος γίνομαι· ένα πουλί να καταλαβαίνει τον κίνδυνο! του δίνει σοφία ο Θεός· του δίνει στόχαση, ότι σ’ αυτό το μέρος δεν έχει φόβο να βλαφτεί.
Δεν μας φθάνει, αδελφές, να πούμε ότι ήλθαμε στο στάδιο της αγίας Τεσσαρακοστής και εξασφαλιστήκαμε με τη νηστεία που κάνουμε διότι η νηστεία αυτή δεν είναι άλλο παρά μια αλλαγή φαγητών. Άλλη νηστεία να κάνουμε· διότι λέει και το στιχηρό, «νηστεία δεν είναι μόνον η αποχή των βρωμάτων, αλλά εγκράτεια γλώσσης, θυμού αποχή, καταλαλιάς, ψεύδους…» αυτά να αποφύγουμε, αδελφές. Διότι δεν θα μπορέσουμε να δικαιολογηθούμε τότε ενώπιον του πανδήμου δικαστηρίου και να πούμε ότι δεν τα ξέραμε. Όταν τηρείς λοιπόν αυτά, ευθύς ως θα ειπείς: «Κύριε των δυνάμεων, έλα μαζί μου…» αμέσως ένας άγγελος έρχεται πλησίον σου. Έρχεται και ο διάβολος από πίσω, αλλά ο άγγελος είναι ισχυρότερος. Και να μην πεις ποτέ, ο διάβολος με παρακίνησε και έκανα εκείνο το κακό, ή είδα τον άλλο και παρακινήθηκα και εγώ. Διότι δεν γελιέται ο Θεός· τον άγγελο που σου έδωσε φύλακα και σε φυλάει νύκτα – μέρα, γιατί δεν τον ακούς, αλλά μόνον ακούς τον Σατανά; Δωρεάν μας φυλάει ο άγγελος μέρα και νύκτα. Όμως επειδή αδυνατούμε να κάνουμε το αγαθό, αδυνατεί και ο άγγελος και φεύγει μακριά μας. Αλλά ο διάβολος που μένει πλησίον σου καλό θα σου κάνει; Προσέχετε! διότι η ζημιά είναι μεγάλη και όταν σεις ζημιώνεσθε, η λύπη μου είναι άπειρη. Διότι δεν θέλω να χαθεί καμία σας. Αν χαθώ εγώ, δεν με νοιάζει· αν χαθεί όμως μια από σας, η λύπη μου θα είναι πολύ μεγάλη…
Να προσέχετε! Όπου είναι η δύναμη, εκεί να τρέχετε· να φεύγει κάθε είδος κακίας, το οποίο θα σας φέρει σκότος και ταραχή. Ποιά είναι η δύναμη; ο Χριστός! εκεί να τρέξεις. Σου έτυχε κάτι; τρέξε στη προσευχή, τρέξε στο Χριστό. Και πώς δεν πας στο Χριστό; πώς δεν τρέχεις στη προσευχή; η προσευχή, είναι το πάν, εκεί είναι η δύναμη, εκεί είναι η βοήθεια. Τρέξε λοιπόν στον βοηθό, τρέξε εκεί που υπάρχει δύναμη.
Η προσευχή είναι σαν μία θωράκιση, είναι σαν ένα ισχυρό όπλο και ενίσχυση, για να αποφεύγουμε τον Σατανά και να μη γινόμαστε παιχνιδάκι  του. Από πού έρχεται η δύναμη; από το Χριστό! Ο Χριστός μου είναι δύναμη… τρέξε λοιπόν φώναζε το Χριστό να σε βοηθήσει. Προσπαθήσετε να αγιασθείτε, να φωτιστείτε,… επικαλείσθε τον Χριστό να σας γίνεται βοηθός σε όλα και συνήγορος. Εμείς έχουμε αγγέλους και μας φυλάγουν ο βασιλέας μας, μας έδωσε από έναν άγγελο φύλακα. Λοιπόν αποφεύγετε τον Σατανά· τρέχετε στον Χριστό. Οτιδήποτε σας συμβεί, η παρηγοριά σας να είναι ο Χριστός· εκεί είναι η δύναμη. Θέλω να γίνετε τέκνα του επουρανίου βασιλέως· θέλω να σας δω όλους στη βασιλεία των ουρανών.


(Αγίου Ανθίμου του Χίου, Πνευματικές διδασκαλίες).



Κυριακή, Φεβρουαρίου 25, 2018

Ευρήκαμεν Ιησούν ( π. Γ. Μεταλληνός)


Ορθοδοξία, όμως, είναι η εύρεση του Χριστού, ως Θεού και Σωτήρα. Αυτό σημαίνει ο λόγος του σημερινού Ευαγγελίου «ευρήκαμεν Ιησούν» (Ιω. 1,69). Είναι η εκπλήρωση της λυτρωτικής προσδοκίας σύνολης της ανθρωπότητας. Ο απ. Πέτρος, απολογούμενος ενώπιον του εβραϊκού Συνεδρίου, τόλμησε να πει: «Ουκ εστιν εν άλλω ουδενί η σωτηρία» - Κανείς άλλος δεν μπορεί να σώσει (Πρ. 4,11). Αυτό σημαίνει: Κανείς άλλος εκτός του Χριστού δεν μπορεί να οδηγήσει στη Θεογνωσία, στην αληθινή ένωση του ανθρώπου με το Θεό, του κτιστού με τον Άκτιστο.
Στην Ορθοδοξία δε γνωρίζουμε το Θεό διανοητικά, στοχαστικά, αφηρημένα ως κάποιο απρόσιτο «πνεύμα», αλλά στο Θεάνθρωπο Χριστό, που ανήκει στην ιστορική πραγματικότητα και έγινε όμοιος με μας (άνθρωπος), χωρίς όμως την αμαρτία μας (Εβρ. 4,15).
Η αμαρτία δεν ανήκει στην αρχική φύση του ανθρώπου, που έπλασε ο Θεός. Γι' αυτό στον αληθινό Χριστό δεν μπορεί να βρει κανείς χαρακτηριστικά και συμπεριφορές, όμοια με τα δικά μας, που ζούμε με την τραγικότητα της πτώσης. «Υπέρ άνθρωπον αυτού τα ανθρώπινα» διακηρύσσει ο αγιοπατερικός λόγος.
 Εκούσια προσέλαβε ο Χριστός τα «αδιάβλητα» (μη εφάμαρτα) πάθη μας: την πείνα, τη δίψα, τον πόνο, το θάνατο, τις συνέπειες δηλαδή της πτώσης, μετέχοντας έτσι στην ιστορική περιπέτειά μας, για να σώσει τον άνθρωπο και να αγιάσει την ιστορία. Ο Χριστός, που σώζει, είναι ο Χριστός των Αγίων μας, ως «Χριστός της πίστεως» αλλά και «της ιστορίας». Αυτόν το Χριστό συναντάμε στο Σώμα του, την Εκκλησία. 
Προσωπική προσέγγιση

     Βέβαια, ο καθένας μπορεί να προσεγγίσει το Χριστό με το δικό του τρόπο, πλάθοντας - αυθαίρετα - το Χριστό, κατά το περιεχόμενο της καρδιάς του ή της διανοίας του (μεταφυσική κατανόησή Του). Σε αυτή την περίπτωση, όμως, προβάλλουμε στο Χριστό τα δικά μας πάθη και «τιμάμε» το Χριστό των παθών μας (ας θυμηθούμε το ελληνικό δωδεκάθεο). Πάντα το πρόβλημα της προσέγγισης του Θεού είναι ο άνθρωπος. «Δείξόν μοι τον άνθρωπόν σου, καγώ σοι δείξω τον Θεόν μου», απάντησε ο αρχαίος απολογητής (β΄ αι.) Θεόφιλος στον εθνικό συνομιλητή του Αυτόλυκο.

Αν ο άνθρωπος δεν καθαρίσει την καρδιά του και δεν «πλησθή Πνεύματος Αγίου» (Πρ. 2,4) θα «βλέπει» το Χριστό μέσα από το πρίσμα της (αρρωστημένης) φαντασίας του.

Οι άγιοι - άνδρες και γυναίκες - βλέποντας το Χριστό «εν καθαρά καρδία» «δοξάζουν» - δηλαδή φανερώνουν - τον αληθινό Χριστό και δε συντελούν, όπως εμείς οι διαστρεβλωτές της αγιότητας στο να «βλασφημήται ο Θεός εν τοις έθνεσιν» (Ρωμ. 2,24). Δεν ξέρω, αλήθεια, αν, κάθε φορά που συκοφαντείται ο Χριστός, μπορούμε οι λεγόμενοι χριστιανοί να αναζητήσουμε την αιτία στην αντίχριστη συμπεριφορά μας (βλ. Ρωμ. 2,17 - 23)...

Ιεραποστολική μαρτυρία
    Η αληθινή σχέση του ανθρώπου με το Σωτήρα Χριστό βεβαιώνεται μέσα στην ιστορία της Εκκλησίας ως ιεραποστολική μαρτυρία και (πρόσ)κληση σ' εκείνον: «Έρχου και ίδε» (Ιω. 1,46). «Ουαί μοι, εάν μη ευαγγελίζωμαι» - αλίμονό μου, αν δεν κηρύττω το ευαγγέλιο του Χριστού - ομολογούσε ο απ. Παύλος στους Έλληνες της Κορίνθου (Α΄ Κορ. 9,15).
Στον Παύλο, άλλωστε, οφείλει τον εν Χριστώ φωτισμό της και όλη η Ευρώπη. Σ' αυτόν, που συνέχισε - με έναν άλλο τρόπο - το έργο του Μ. Αλεξάνδρου προς τη Δύση. Γι' αυτό ίσως μοιράζεται και ο Παύλος τις εναντίον του Χριστού επιθέσεις! Άλλο το πώς κατάντησε το χριστιανισμό - και το Χριστό - του Παύλου η Ευρώπη!
Είναι, πάντως, εύστοχη η σύνδεση της «Κυριακής της Ορθοδοξίας» με την ιεραποστολή, ως έκφραση της «εν Χριστώ εμπειρίας» («ευρήκαμεν Ιησούν») και κλήση στην «εν Χριστώ» σωτηρία («έρχου και ίδε»).

«Ίδε» όμως σημαίνει «Ζήσε»...




Παρασκευή, Φεβρουαρίου 23, 2018

Θαρσαλέως!




"Θαρσαλέως". Αυτή η απλή και μεστή δυναμικότητας λέξη των Χαιρετισμών καταδεικνύει ξεκάθαρα το καθ' ημας Ήθος. Η αγνότητα , η αγότητα δίνει το θάρρος, την κατά Χριστόν παρρησία, την συνδιάλεξη την καθαρή, χωρίς προφάσεις και φόβους για τον άλλο.Το θάρρος είναι βασικό συστατικό των αγίων, των αγνών ανθρώπων, πού δεν έχουν να κρύψουν τίποτα και τίποτα δεν τους τραβάει προς τα κάτω, δεν τους κρατάει δεσμίους στα σκοτάδια. Αυτό το ήθος πάμε να το απολέσουμε σήμερα. Έχουμε νοθευτεί. Τα φαντάσματα του πονηρού και οι τρομαχτικές παγίδες της ερήμου δραπέτευσαν από την άβυσσο του εσωτερικού κόσμου. Έγιναν απτά και ορατά φόβητρα, σε έναν κόσμο πολεμικό και ανάλγητο, γεμάτο εξουσιασμό και φόνους.Ο κόσμος είναι αντίχριστος επειδή δεν σέβεται και δεν υπολογίζει την μοναδικότητα του ανθρώπου, της φύσης την οποία καταδέχτηκε ο Λόγος του Θεού. Ο άνθρωπος έπαψε να έχει εμπιστοσύνη(πίστη) στην προστασία και επαγγελία του Θεού του και κρύβεται, αμύνεται μέσα σε ένα καβούκι όλο αγκάθια για τον περιβάλλοντα χώρο του. Επειδή " ο άλλος είναι η κόλαση μου", έχουμε γίνει κόλαση οι ίδιοι για τον εαυτό μας. Ότι πολλά τα πταίσματα και τα ανομήματα μας. Δεν μπορεί ο σκλάβος των παθών να είναι θαρρετός και θαρραλέος, γιατί δεν είναι πια ελεύθερος. Αυτό είναι το μήνυμα της Θεοτόκου σε έναν ανελεύθερο, φοβικό και φοβισμένο κόσμο. Εσωτερική και εξωτερική ελευθερία! Ας την διεκδικήσουμε με τον εξαγνισμό και την κάθαρση μας.Αν έχουμε ακόμα την δύναμη. 

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 22, 2018

Το εγώ και ο αληθινός Θεός


Ὅταν τὸ ἐγὼ ἀναζητᾶ τὸ Θεό, ἀπογοητεύεται βαθειὰ ἀπὸ τὴ σιωπή Του. Τὰ ὅρια τῆς σιωπῆς, τοῦ σκότους καὶ τῆς ἀπόκρυψης μὲ τὰ ὁποῖα συνήθως ὁ Θεὸς περιβάλλει τὸν Ἑαυτό Του, ἀντιμετωπίζονται μὲ ἀπογοήτευση, ἐπιχειρήματα, θυμὸ, ἀκόμα καὶ ἀπόρριψη. Τὸ ἐγὼ συχνὰ ἀντικαθιστᾶ τὰ προϊόντα τοῦ μυαλοῦ μὲ τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς ὡς ἰδέα εἶναι ἕνας Θεὸς ποὺ ταιριάζει ἀπόλυτα στὶς ἀνάγκες τοῦ ἐγώ. Τέτοιος Θεὸς θὰ καταλήξει νὰ εἶναι μία εἰκόνα τοῦ ἴδιου τοῦ ἐγώ. Ἀναπόφευκτα γινόμαστε αὐτὸ τὸ ὁποῖο λατρεύουμε.

Τὰ χρόνια κατὰ τὰ ὁποῖα ἔψαχνα σοβαρὰ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, μὲ ἕλκυε ἕνας Θεὸς τὸν ὁποῖο δὲν μποροῦσα νὰ ἀποκτήσω. Ἀντιλαμβανόμουν τὴν εὐχαριστιακὴ πειθαρχία τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ὅτι ὑπῆρχαν πράγματα ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ φάω ἢ νὰ πιῶ καὶ χώρους στοὺς ὁποίους δὲν μποροῦσα νὰ ἐπισκεφτῶ, ἐνῶ τὸ πνευματικό μου ταξίδι ἔξω ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία δὲν εἶχε ὅρια. Μποροῦσα νὰ πάω ὅπου ἤθελα, νὰ πῶ ὁτιδήποτε, νὰ φάω ἢ νὰ πιῶ καὶ νὰ ταξιδέψω ὅπου ἤθελα. Καὶ ἔτσι κάθε προσπάθεια ποὺ κατέβαλλε τὸ ἐγώ μου, μὲ ἔφερνε ἀντιμέτωπο μὲ τὸ ἴδιο τὸ ἐγώ μου. Οἱ ἀκολουθίες τῆς Κυριακῆς ποὺ ἐπιτελοῦσα ὡς Ἀγγλικανὸς ἱερέας ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα μεγάλων διαπραγματεύσεων, μεταξύ τοῦ δικοῦ μου ἐγὼ ἐνάντια στὰ ἐγὼ τῶν ἄλλων ποὺ ἤθελαν κάτι ἄλλο. Ἡ λατρεία ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα μιᾶς ἀνήσυχης εἰρήνης, μιὰ ἐκπαίδευση σ’ ἕναν ἀνταρτοπόλεμο. Στὴν τελευταία μου ἐνορία, εἴχαμε τρεῖς λειτουργίες κάθε Κυριακή, γιὰ τρεῖς διαφορετικὲς ὁμάδες, οἱ ὁποῖες συχνὰ δὲν συμπαθοῦσαν ἡ μία τὴν ἄλλη.

Ἡ σύγχρονη συνήθεια τοῦ νὰ ψάχνουμε μία φιλικὴ Ἐκκλησία εἶναι τὸ λογικὸ παράγωγο μιᾶς ζωῆς ποὺ περιστρέφεται γύρω ἀπὸ τὴ θεωρία τῆς ἀγορᾶς. Ἀλλὰ δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ θεραπεύσει τὴν ἀσθένεια ποὺ μᾶς ταλαιπωρεῖ ὅλους. Ὁ Ἰησοῦς δὲν πέθανε γιὰ νὰ σώσει τὸ ἐγώ. Πέθανε γιὰ νὰ τὸ νεκρώσει. Ὅταν μεταστράφηκα στὴν Ὀρθοδοξία, ἕνας φίλος, ὁ ὁποῖος ἀσπαζόταν τὸ σύγχρονο φιλελευθερισμό, εἶπε: «Ὁ Στέφανος ἔγινε Ὀρθόδοξος γιατί φοβᾶται τὴν ἀλλαγή».

Γιὰ τὴν ἀκρίβεια ἔγινα Ὀρθόδοξος γιατί φοβόμουν ὅτι δὲν θὰ ὑπῆρχε ἀλλαγή, ἀλλὰ ὅτι οἱ ἴδιες κουβέντες θὰ ἐπαναλαμβάνονταν διαρκῶς.

Τὸ ἐγὼ κατασκευάζει μία χαρούμενη πόλη, γεμάτη μὲ κτίρια, ποὺ εἶναι προϊόντα διαπραγμάτευσης καὶ διαρκῶς μεταβαλλόμενους δρόμους. Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν ἀξίες γιατί δὲν ὑπάρχει πραγματικότητα. Μόνο τὰ ὅρια ποὺ βάζουμε στὴ ζωὴ μας φανερώνουν τὸ ποιοὶ εἴμαστε. Ἐγὼ δὲν εἶμαι Θεός.


π. Στέφανος Freeman,τα όρια της ζωής μας

από εδώ

Τρίτη, Φεβρουαρίου 20, 2018

κοσμάς πολίτης- [...πολιτεία να αρμενίζει στα ουράνια...]



Είδες ποτέ σου πολιτεία να σηκώνεται ψηλά; Δεμένη από χιλιάδες σπάγγοι ν’ ανεβαίνει στα ουράνια; Ε, λοιπόν, ούτε είδες ούτε θα ματαδείς ένα τέτοιο θάμα. Αρχινούσανε την Καθαρή Δευτέρα -είτανε αντέτι- και συνέχεια την κάθε Κυριακή και σκόλη, ώσαμε των Βαγιών. Από του Χατζηφράγκου τ’ Αλάνι κι από το κάθε δώμα κι από τον κάθε ταρλά του κάθε μαχαλά της πολιτείας, αμολάρανε τσερκένια. Πήχτρα ο ουρανός. Τόσο, που δε βρίσκανε θέση τα πουλιά. […] Ολάκερη τη Μεγάλη Σαρακοστή, κάθε Κυριακή και σκόλη, η πολιτεία ταξίδευε στον ουρανό. Ανέβαινε στα ουράνια και τη βλόγαγε ο Θεός. Δε χώραγε το μυαλό σου πώς μπόραγε να μείνει κολλημένη χάμω στη γης, ύστερ’ από τόσο τράβηγμα στα ύψη. Και όπως κοιτάγαμε όλο ψηλά, τα μάτια μας γεμίζανε ουρανό, ανασαίναμε ουρανό, φαρδαίνανε τα στέρνα μας και κάναμε παρέα με αγγέλοι. Ίδια αγγέλοι κι αρχαγγέλοι κορονίζανε ψηλά. Θα που πεις, κι εδώ, την Καθαρή Δευτέρα, βγαίνουνε κάπου εδώ γύρω κι αμολάρουνε τσερκένια. Είδες όμως ποτέ σου τούτη την πολιτεία ν’ αρμενίζει στα ουράνια; Όχι. Εκεί, ούλα είταν λογαριασμένα με νου και γνώση, το κάθε σοκάκι δεμένο με τον ουρανό. Και χρειαζότανε μεγάλη μαστοριά και τέχνη για ν’ αμολάρεις το τσερκένι σου.», (Κοσμάς Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου, Εστία).

*Τσερκένι: ο χαρταετός

Περιπλάνηση δίψας για τον Θεό

Ο Όσιος Βησσαρίων γεννήθηκε στην Αίγυπτο, στην πόλη Μισήρι και έζησε περί τα τέλη του 4ου και αρχές του 5ου αιώνα μ.Χ. Διήλθε το βίο του στην έρημο της Αιγύπτου ως ασκητής. Ποτέ δεν απέκτησε ένα ένδυμα. Επί σαράντα ημέρες και νύχτες στάθηκε ακλόνητος σε ακανθώδες θάμνους, σαν στύλος, για να υπερνικήσει τον ύπνο, έχοντας τα χέρια και το βλέμμα στραμμένα προς τον ουρανό, την δε ψυχή του ενωμένη με τον Θεό. Ο Θεός τον τίμησε με την χάρη και ευλογία του, αφού επιτέλεσε μεγάλα θαύματα.

Τα Συναξάρια περιέχουν πολλά θαύματα του Αγίου. Έτσι αναφέρεται ότι έστησε τον ήλιο και ότι διερχόταν τους ποταμούς χωρίς να βρέχεται, όπως ο Ελισσαίος διέβη τον Ιορδάνη και όπως ο Προφήτης Ηλίας κατεβίβασε βροχή και πότισε την διψασμένη και άνυδρη γη.

Αδελφός πού συγκατοικούσε με αδελφούς ρώτησε τον αββά Βησσαρίωνα: «Τι να κάνω;». Του λέγει ό Γέροντας: «Να σιωπάς και μην κρίνεις τα πράγματα με βάση τον εαυτό σου».Ό αββάς Βησσαρίων αποθνήσκοντας έλεγε: «Ό μοναχός οφείλει να είναι σαν τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ. όλος οφθαλμός».Διηγήθηκαν οι μαθητές του αββά Βησσαρίωνα ότι ό βίος του ήταν σαν ένα από τα πετεινό ή τα θαλάσσια η τα χερσαία ζώα, που πέρασε όλο το χρόνο της ζωής του ατάραχα και αμέριμνα. Γιατί δεν ασχολιόταν με φροντίδες για την οικία του, Ούτε φάνηκε να κυριαρχεί στην ψυχή του επιθυμία για ωραίους τόπους, ούτε κορεσμός απολαύσεως, ούτε απόκτηση οικημάτων... αλλά φάνηκε ολότελα ελεύθερος από τα πάθη του σώματος, τρεφόμενος με την ελπίδα των μελλοντικών αγαθών, και έχοντας ως πνευματικό οχύρωμα την πίστη, υπέμενε καρτερικά πορευόμενος σαν αιχμάλωτος εδώ κι εκεί, διαμένοντας στο ψύχος και χωρίς σκεπάσματα και κατακαιόμενος από τη φλόγα του ήλιου, πάντοτε άστεγος , τριγυρίζοντας σαν περιπλανώμενος σε απόκρημνες ερημιές, και πολλές φορές προτιμώντας να περιφέρεται στην πλατειά ακατοίκητη χώρα της άμμου σαν σε πέλαγος.Και αν συνέβαινε καμιά φορά να έλθει σε ήμερους τόπους, όπου οί μοναχοί της ομότροπη ζωής έχουν κοινό το βίο, έκλαιγε καθισμένος έξω από τίς θύρες και οδυρόταν σαν κάποιος που ξεβράστηκε από ναυάγιο. Στη συνέχεια εξερχόμενος κάποιος από τους αδελφούς και βρίσκοντας, τον να κάθεται σαν ένας φτωχός ζητιάνος τον πλησίασε και με συμπόνια του είπε: «Τι κλαις, άνθρωπε; Εάν χρειάζεσαι κάτι από τα αναγκαια. θα το πάρεις κατά το δυνατό, μόνο έλα μέσα να μετάσχεις στην τράπεζα μας και να παρηγορηθείς». Αυτός τότε αποκρίθηκε ότι δεν μπορεί να μείνει κάτω από στέγη, («πριν να βρω την κατοικία μου») λέγοντας ότι έχει χάσει πολλά χρήματα με διάφορους τρόπους. «Περιέπεσα σε πειρατές, έλεγε. και έχω υποστεί ναυάγιο και ξέπεσα από την ευγένεια μου μου, έγινα από ένδοξος άδοξος».Ό αδελφός στεναχωρημένος από τα λόγια του Γέροντα, μπήκε μέσα, πήρε ψωμί και του έδωσε λέγοντας: «Πάρε τούτο, πάτερ, τα υπόλοιπα Θα σου τά προσφέρει ό Θεός, όπως λέγεις, την πατρίδα και τους συγγενείς και τον πλούτο πού ανέφερες».Κι ό Γέροντας πιο πολύ λυπημένος φώναξε δυνατά τρίζοντας τα δόντια: «Δεν γνωρίζω να πω αν θα μπορούσα να βρω αυτά που έχασα και τα αναζητώ' αλλά ακόμη περισσότερο θα δοθώ στα παθήματα, αδιάκοπα κινδυνεύοντας καθημερινά μέχρι Θανάτου, μη βρίσκοντας ανάπαυση από τις αμέτρητες συμφορές μου. Γιατί πρέπει να τελειώσω το δρόμο μου με συνεχή περιπλάνηση».



Δευτέρα, Φεβρουαρίου 19, 2018

Μεγάλη Σαρακοστή: Η μεγάλη χαρά!


Το θέμα φαίνεται οξύμωρο, αφού η Μεγάλη Σαρακοστή είναι συνδυασμένη με τη λύπη, την άσκηση, τη σιωπή, τη νηστεία. Αυτό δηλαδή που ονομάζουμε «πνευματικό πένθος».
Πράγματι, την περίοδο αυτή καλούμαστε να συνειδητοποιήσουμε την κατάστασή μας, που χαρακτηρίζεται από την αμαρτία, την αδυναμία, τη νωθρότητα, την αδιαφορία. Να συνειδητοποιήσουμε πως ο Θεός δεν είναι, δυστυχώς, το Α και το Ω της ζωής μας. Και, στη συνέχεια, να επανατοποθετηθούμε έναντι του εαυτού μας, που ζητά την ουσία της ζωής, το αληθινό πνευματικό βίωμα.
Αυτό βασικά οδηγεί στη μετάνοια που εκφράζεται με την εσωτερική ανάγκη «να κάνουμε κάτι», για να βγούμε από το αδιέξοδο της ύπαρξής μας, όσο οι δυνάμεις και τα χρόνια μας το επιτρέπουν. Ήδη «το τέλος εγγίζει» και «ο καιρός είναι ευπρόσδεκτος» για μια τέτοια αλλαγή.
Όλα αυτά φέρνουν την κατάνυξη, τον προβληματισμό, τη συστολή, τη συντριβή της καρδίας, τον καρδιακό πόνο. Αυτό που οι φιλοκαλικοί πατέρες ονομάζουν «την κατά Θεόν λύπη».
Όμως, ξέρουμε πως υπάρχει και η άλλη λύπη, που φέρνει διάλυση των δυνάμεων, απόγνωση κι απογοήτευση. Αυτή η «άλλη λύπη» έχει ως αιτία την αμαρτία και τα πάθη μας που ριζώνουν στο νου και στην καρδία. Ακόμα, πηγάζει από τις δύσκολες συνθήκες της ζωής μας, στην οικογένεια, στα οικονομικά και στο επάγγελμά μας. Υπάρχουν και οι περιπτώσεις των προσωρινών ή μόνιμων δοκιμασιών που έρχονται απρόσμενα και αλλάζουν την πορεία της ζωής.
Η Μεγάλη Σαρακοστή μας αποκαλύπτει τη λύπη μέσα από το πρίσμα της εκκλησίας, δηλαδή «του ετέρως οράν τα πράγματα» (της διαφορετικής θεώρησης της ζωής).
Με τα λόγια που είπε ο Χριστός στους μαθητές Του, την τελευταία νύχτα για την αναχώρησή Του και το πάθος Του, «η λύπη πεπλήρωκεν την καρδία τους» (Ιω.16,6). Τους βεβαίωσε όμως πως θα Τον δουν πάλι και θα χαρεί η καρδία και την χαρά αυτή κανείς δεν θα μπορέσει να τους την αφαιρέσει (Ιω.16,22).
Η χαρά του Χριστού είναι πολύ μεγάλη. Περνά όμως μέσα από πολύν πόνο, είτε σωματικό είτε ψυχικό. Γιατί ο πόνος «καθαίρει» από τα περιττά, απ' όσα μας εμποδίζουν να δούμε το φως, να χαρούμε τις δωρεές Του, να πετάξουμε ...;
Η Μεγάλη Σαρακοστή, με τον τρόπο που μας καλεί η εκκλησία να τη ζήσουμε -δηλαδή τη νηστεία, την άσκηση, τη σιωπή, τις πολλές και μακρές Ακολουθίες- γίνεται οδός προς τη χαρά, την ουσιαστική, την εσωτερική, τη μένουσα χαρά.
Όσο θα ζούμε την περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής ως περίοδο πνευματικής λύπης και πένθους, που εκφράζεται με τον πόνο γι' αυτό που είμαστε και δεν θα έπρεπε ή γι' αυτό που δεν είμαστε και θα έπρεπε ως τέκνα Θεού, τόσο η χαρά του Χριστού θα μας γεμίζει.
Τότε όλη η περίοδος θα χαρακτηρίζεται από το «χαροποιόν πένθος», τη «χαρμολύπη» των Αγίων, με αποκορύφωμα το Πάσχα, την εορτή των εορτών, όπου θ' ακούμε συνεχώς ότι είναι «η ημέρα ήν εποίησεν ο Κύριος» γι' αυτό «αγαλλιασώμεθα και ευφρανθώμεν εν αυτή».

π. Ανδρέας Αγαθοκλέους, Καθηγητής - Λάρνακα

από ιστολόγιο αγιορείτης






Κυριακή, Φεβρουαρίου 18, 2018



Μή αποστρέψης τό πρόσωπό σου
από τού παιδός σου, ότι θλίβομαι//
ταχύ επάκουσόν μου// πρόσχες
τή ψυχή μου, καί λύτρωσαι αυτήν.

Ακούστε τή θαυμάσια μελωδία τού στίχου τούτου, αυτή τήν κραυγή πού ξαφνικά γεμίζει τήν εκκλησία "...ότι θλίβομαι!" - καί θά καταλάβετε τό σημείο από τό οποίο ξεκινάει η Μεγάλη Σαρακοστή: τό μυστηριώδες μίγμα τής ελπίδας μέ τήν απογοήτευση, τού φωτός μέ τό σκοτάδι. Η όλη προετοιμασία έφτασε πιά στό τέλος.
Στέκομαι μπροστά στό Θεό, μπροστά στή δόξα καί στήν ομορφιά τής Βασιλείας Του. Συνειδητοποιώ ότι ανήκω σ' αυτή, ότι δέν έχω άλλη κατοικία, ούτε άλλη χαρά, ούτε άλλο σκοπό. Συναισθάνομαι ακόμα ότι είμαι εξόριστος από αυτή μέσα στό σκοτάδι καί στή λύπη τής αμαρτίας γι' αυτό "θλίβομαι"!
Τελικά παραδέχομαι ότι μόνο ο Θεός μπορεί νά μέ βοηθήσει σ' αυτή τή θλίψη, ότι μόνον σ' Αυτόν μπορώ νά πώ "πρόσχες τή ψυχή μου". Μετάνοια πάνω απ' όλα, είναι τό απελπισμένο κάλεσμα γιά τή θεία βοήθεια.
Πέντε φορές επαναλαμβάνουμε αυτό τό Προκείμενο. Καί τότε νά! η Μεγάλη Σαρακοστή αρχίζει. Τά φωτεινά χρωματιστά άμφια καί καλύμματα τού ναού αλλάζουν// τά φώτα σβήνουν. Όταν ο ιερέας εκφωνεί τίς αιτήσεις, ο χορός απαντάει μέ τό "Κύριε ελέησον" τήν κατ' εξοχήν σαρακοστιανή απάντηση.
Γιά πρώτη φορά διαβάζεται η προσευχή τού Αγίου Εφραίμ πού συνοδεύεται από μετάνοιες. Στό τέλος τής ακολουθίας όλοι οι πιστοί πλησιάζουν τόν ιερέα καί ο ένας τόν άλλο, ζητώντας τήν αμοιβαία συγχώρεση. Αλλά καθώς γίνεται αυτή η ιεροτελεστία τής συμφιλίωσης, καθώς η Μεγάλη Σαρακοστή εγκαινιάζεται μ' αυτή τήν κίνηση τής αγάπης, τής ενότητας καί τής αδελφωσύνης, ο χορός ψάλλει πασχαλινούς ύμνους.
Πρόκειται τώρα πιά νά περιπλανηθούμε σαράντα ολόκληρες μέρες στήν έρημο τής Μεγάλης Σαρακοστής. Όμως από τώρα βλέπουμε νά λάμπει στό τέλος τό φώς τής Ανάστασης, τό φώς τής Βασιλείας τού Θεού".

π.Αλεξ.Σμέμαν

Σάββατο, Φεβρουαρίου 17, 2018

Κυριακή Τυρινής: Ευσπλαχνία, η υπόθεση του Τριωδίου



Ήδη φτάσαμε στην ευλογημένη Κυριακή της Συγχώρησης πού αποτελεί το προπύλαιο και την είσοδο μας στο της νηστείας μέγα πέλαγος, στο στάδιο των αρετών, στην παλαίστρα της αγάπης, στην πανήγυρη της αγίας νηστείας.

Οι μέρες οι οποίες αφήσαμε πίσω μας,πέρασαν για να μας προετοιμάσουν γι αυτήν την είσοδο και ιδίως οι Κυριακές με τις περίφημες και φοβερά παραστατικές παραβολές του Τελώνη και Φαρισαίου, του Ασώτου, της Κρίσης δεν ήταν παρά μόνον μία πρόγευση και ορθότερα μια έμφανση, οδοδείκτες φωτεινοί πού δείχνουν προς αυτήν ακριβώς την Κυριακή, την Κυριακή της ευσπλαχνίας, της αγάπης, της συγχώρησης, της μεγάλης εισόδου στο μυστήριο της μετανοίας. 

Oυσιαστικά οι τέσσερις αυτές Κυριακές προετοιμασίας μας πριν την Σαρακοστή, έχουν το ένα και το αυτό νόημα: τη σταδιακή μας μύηση στην ε υ σ π λ α χ ν ί α. 

Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη γνησιότητας ορθοδοξίας από την ευσπλαχνία. Ο Κύριος είπε: Να είστε σπλαχνικοί, γιατί ο Ουράνιος Πατέρας σας είναι σπλαχνικός. Η ευσπλαχνία είναι η αληθινή νηστεία, είναι το νόημα και το κέντρο της τεσσαρακοστής. Χωρίς σπλάχνα αγάπης χανόμαστε στο αχανές της νηστείας πέλαγος.


Άσπλαχνος ο Φαρισαίος μπροστά στον τελώνη και τους άλλους, εγωκεντρικός, αυτοαναφερόμενος, προδικάζει την τύχη όλων των αμαρτωλών. Άσπλαχνος και σκανδαλισμένος και  ο πρεσβύτερος υιός της παραβολής του Ασώτου, απέναντι στον ίδιο τον αδελφό του , τον πρώην νεκρό και χαμένο, δεν θέλει να αποδεχθεί την αγάπη του πατέρα προς το χαμένο του παιδί. Άσπλαχνοι οι εξ ευωνύμων της  παραβολής της Κρίσης καταλογίζουν στους πεινασμένους, στους διψώντες, τους ξένους, τους γυμνούς, τους ασθενείς, τους φυλακισμένους δίκαια καταδίκη στην πενία και την ανέχεια για τις πιθανές αμαρτίες τους και τους καταδικάζουν στο περιθώριο της αδιαφορίας και της εκδίκησης. Άσπλαχνοι όσοι δεν συγχωρούν και μνησικακούν και δεν υπακούουν στις ευαγγελικές εντολές, με τις οποίες λαμπροφορεί αυτή εδώ η  Κυριακή της Συγχώρησης. 

Πρωταγωνιστές λοιπόν αυτής της περιόδου που πέρασε ήταν  οι άσπλαχνοι, ως αρνητικά παραδείγματα προς αποφυγή, αλλά ίσως και ως σημεία αναγνώρισης του εαυτού μας! 

Το Τριώδιο μας φέρνει προ τρομακτικών ευθυνών, μας αποκαλύπτει και μας ξεγυμνώνει για την πιθανή ασπλαχνία μας, την αποξένωση μας από το πραγματικό νόημα της αγάπης πού είναι η συγχώρηση: να χωράμε ο ένας τον άλλο και όλοι μαζί  τους πάντες στην μεγάλη οικογένεια, η οποία λέγεται εκκλησία του κόσμου.  Η συγχώρηση είναι ένα απαραίτητο είδος γεωμέτρησης του πνευματικού μας κόσμου. "Ουδείς αγεωμέτρητος εισίτω"! Αν δεν συγχωρείς μην προχωρείς. Το Πάσχα κατακτάται μόνο από τους εύσπλαχνους, από αυτούς πού ζηλώνουν τον Πατέρα τους τον Ουράνιο, στην μακροθυμία, την δεκτικότητα, την αγκαλιά την μεγάλη, την συγκατάβαση. 


Την εσπέρα αυτής της Κυριακής, θα ψάλλουμε τροπάρια και ύμνους για το φως το νοητό. Θα μαρτυρήσουμε ότι είμαστε "τέκνα φωτός". Θα ομολογήσουμε ότι "εγεννήθημεν" για την μυστική ημέρα της αιώνιας καταλλαγής.Θα εικονίσουμε το εσωτερικό μας φως,  το οποίο λάμπει διαρκώς ενώπιον των ανθρώπων εις δόξαν Θεού.Ως χριστιανοί αδελφοί θα αλληλοσυγχωρεθούμε με περιπτύξεις και ασπασμούς αγάπης και συγχωρήσεως,μπροστά σε όλους και πρώτα μπροστά στον Ίδιο τον Θεό, ο οποίος "ετάζει νεφρούς και καρδίας" και δεν εμπαίζεται. Ας μην είναι αυτή η πράξη, αδελφοί μου , πράξη επίδειξης  και έθος τυπικότητας και στυγνής υποκρισίας , αλλά ζωντανό δείγμα φωτεινότητας, σημείον αρχής πνευματικής ζωής .


Το εύχομαι από καρδίας και ακόμα προσεύχομαι για ασκανδάλιστη και ειρηνική τεσσαρακοστή για όλους μας.


Καλόν αγώνα!


π π κ εβδομάδα τυρινής 2014- ενημέρωση 2018


Παρασκευή, Φεβρουαρίου 16, 2018

Πορεία προς το Πάσχα


Στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία ὁ βασικὸς σκοπὸς τῆς Σαρακοστῆς ἦταν νὰ προετοιμαστοῦν οἱ Κατηχούμενοι, δηλαδὴ οἱ νέοι ὑποψήφιοι χριστιανοί, γιὰ τὸ βάπτισμα πού, ἐκεῖνο τὸν καιρό, γίνονταν στὴ διάρκεια τῆς ἀναστάσιμης Θείας Λειτουργίας. Ἀλλὰ ἀκόμα καὶ τώρα ποὺ ἡ Ἐκκλησία δὲν βαφτίζει πιὰ τοὺς χριστιανοὺς σὲ μεγάλη ἡλικία καὶ ὁ θεσμὸς τῆς κατήχησης δὲν ὑπάρχει πιά, τὸ βασικὸ νόημα τῆς Σαρακοστῆς παραμένει τὸ ἴδιο. Γιατί, ἂν καὶ εἴμαστε βαφτισμένοι, ἐκεῖνο ποὺ συνεχῶς χάνουμε καὶ προδίνουμε εἶναι ἀκριβῶς αὐτὸ ποὺ λάβαμε στὸ Βάπτισμα. Ἔτσι τὸ Πάσχα γιὰ μᾶς εἶναι ἡ ἐπιστροφή, ποὺ κάθε χρόνο κάνουμε, στὸ βάπτισμά μας καὶ ἑπομένως ἡ Σαρακοστὴ εἶναι ἡ προετοιμασία μας γι᾿ αὐτὴ τὴν ἐπιστροφὴ - ἡ ἀργὴ ἀλλὰ ἐπίμονη προσπάθεια νὰ πραγματοποιήσουμε τελικὰ τὴ δική μας διάβαση», τὸ Πάσχα» μας στὴ νέα ἐν Χριστῷ ζωή. Τὸ ὅτι, καθὼς θὰ δοῦμε, οἱ ἀκολουθίες στὴ σαρακοστιανὴ λατρεία διατηροῦν ἀκόμα καὶ σήμερα τὸν κατηχητικὸ καὶ βαπτιστικὸ χαρακτήρα, δὲν εἶναι γιατὶ διατηροῦνται «ἀρχαιολογικὰ» ἀπομεινάρια, ἀλλὰ εἶναι κάτι τὸ ζωντανὸ καὶ οὐσιαστικὸ γιὰ μᾶς. Γι αὐτὸ κάθε χρόνο ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ καὶ τὸ Πάσχα εἶναι, μιὰ ἀκόμα φορά, ἡ ἀνακάλυψη καὶ ἡ συνειδητοποίηση τοῦ τί γίναμε μὲ τὸν «διὰ βαπτίσματός» μας θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση.
Ἕνα ταξίδι, ἕνα προσκύνημα! Καθὼς τὸ ἀρχίζουμε, καθὼς κάνουμε τὸ πρῶτο βῆμα στὴ χαρμολύπη» τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς βλέπουμε - μακριά, πολὺ μακριὰ - τὸν προορισμό. Εἶναι ἡ χαρὰ τῆς Λαμπρῆς, εἶναι ἡ εἴσοδος στὴ δόξα τῆς Βασιλείας. Εἶναι αὐτὸ τὸ ὅραμα, ἡ πρόγευση τοῦ Πάσχα, ποὺ κάνει τὴ λύπη τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς χαρά, φῶς, καὶ τὴ δική μας προσπάθεια μιὰ πνευματικὴ ἄνοιξη». Ἡ νύχτα μπορεῖ νὰ εἶναι σκοτεινὴ καὶ μεγάλη, ἀλλὰ σὲ ὅλο τὸ μῆκος τοῦ δρόμου μιὰ μυστικὴ καὶ ἀκτινοβόλα αὐγὴ φαίνεται νὰ λάμπει στὸν ὁρίζοντα. Μὴ καταισχύνῃς ἡμᾶς ἀπὸ τῆς προσδοκίας ἡμῶν, Φιλάνθρωπε!»

π.Αλεξ.Σμέμαν,Μεγάλη Τεσσαρακοστή-πορεία προς το Πάσχα 


Η επιστροφή στην αληθινή Τροφή, την αληθινή Ζωή-π. Αλεξ. Σμέμαν


«Ο Θεός αγάπη εστίν» (Α’ Ιω. 4, 8). Και το πρώτο δώρο της Αγάπης ήταν η ζωή . Το νόημα και το περιεχόμενο της ζωής ήταν η κοινωνία. Για να ζήσει ο άνθρωπος έπρεπε να τρώει και να πίνει, να συμμετέχει στη ζωή του κόσμου. Έτσι ο κόσμος ήταν θεία αγάπη που έγινε τροφή, έγινε Σώμα του ανθρώπου. Και όντας ζωντανός, δηλαδή συμμετέχοντας στον κόσμο, ο άνθρωπος έπρεπε να ζει σε κοινωνία με τον Θεό, να βρει νόημα στον Θεό, να βρει σ’ Αυτόν το περιεχόμενο και το τέλος της ζωής του. Κοινωνία με τον κόσμο – το δημιούργημα του Θεού – ήταν πραγματική κοινωνία με τον Θεό.
Ο άνθρωπος έλαβε την τροφή του από τον Θεό και κάνοντας την σώμα του και ζωή του, πρόσφερε ολόκληρο τον κόσμο στον Θεό μεταμορφώνοντας τον σε ζωή «εν Χριστώ». Η αγάπη του Θεού έδωσε στον άνθρωπο ζωή, η αγάπη του ανθρώπου για τον Θεό μεταμόρφωσε αυτή τη ζωή σε κοινωνία με τον Θεό. Αυτός ήταν ο Παράδεισος . Η ζωή στον παράδεισο ήταν, πραγματικά, ευχαριστιακή . Μέσα από τον άνθρωπο και την αγάπη του για τον Θεό, όλη η δημιουργία επρόκειτο να αγιαστεί και να μεταμορφωθεί σ’ ένα μυστήριο της Θείας Παρουσίας και ο άνθρωπος θα ήταν ο λειτουργός αυτού του μυστηρίου.

Με την αμαρτία όμως ο άνθρωπος έχασε αυτή την ευχαριστιακή ζωή. Την έχασε γιατί έπαψε να βλέπει τον κόσμο σαν μέσο επικοινωνίας με τον Θεό, και τη ζωή του σαν ευχαριστία, σαν λατρεία και ευγνωμοσύνη… Αγάπησε τον εαυτό του για τον εαυτό του και τον κόσμο για τον κόσμο. Έκανε τον εαυτό του και τον κόσμο αυτοσκοπό. Αγάπησε τόσο τον εαυτό του ώστε τον έκανε το κέντρο, το περιεχόμενο και το τέλος της ύπαρξης του. Πίστεψε ότι η πείνα και η δίψα του, δηλαδή η εξάρτηση της ζωής του από τον κόσμο, θα μπορούσε να ικανοποιηθεί από αυτόν τον κόσμο, από την τροφή που προσφέρει ο κόσμος. Αλλά ο κόσμος και η τροφή, από τη στιγμή που αποχωρίζονται από το αρχικό μυστηριακό νόημα τους – σαν μέσα επικοινωνίας με τον Θεό – από τη στιγμή που δεν προσλαμβάνονται σαν δώρα του Θεού και δεν ικανοποιούν την πείνα και τη δίψα για τον Θεό, παύουν να προσφέρουν κάποια ικανοποίηση και κάποιο πλήρωμα. Με αλλά λόγια, όταν ο Θεός δεν είναι πια το αληθινό περιεχόμενο και το νόημα της ζωής του κόσμου, παύει να ικανοποιείται η πείνα και η δίψα γιατί ο κόσμος δεν έχει αυτοζωή… Έτσι τοποθετώντας σ’ αυτά την αγάπη του ο άνθρωπος ξέκοψε από το μόνο αντικείμενο όλης της αγάπης, όλης της πείνας, όλων των επιθυμιών. Και πέθανε. Πέθανε γιατί ο θάνατος είναι η αναπόφευκτη «αποσύνθεση» της ζωής της ξεκομμένης από τη μόνη πηγή και το αυθεντικό περιεχόμενο.
Ο άνθρωπος αντί να βρει ζωή σ’ αυτόν τον κόσμο και στην τροφή που του προσφέρει ο κόσμος, βρήκε το θάνατο. Η ζωή έγινε πια κοινωνία με το θάνατο αντί να μεταμορφώνει τον κόσμο μέσα από την πίστη, την αγάπη, τη λατρεία του Θεού και την κοινωνία μαζί Του. Ο άνθρωπος υποτάχτηκε εξ ολοκλήρου στον κόσμο, έπαψε να είναι ο λειτουργός του και έγινε ο σκλάβος του. Με την αμαρτία του ολόκληρος ο κόσμος έγινε ένα απέραντο νεκροταφείο όπου οι άνθρωποι είναι καταδικασμένοι σε θάνατο διότι είναι «καθήμενοι εν χώρα και σκιά θανάτου…» (Ματθ. 4, 16).
Αν και ο άνθρωπος πρόδωσε, ο θεός όμως έμεινε πιστός στον άνθρωπο, δεν έστριψε τα νώτα του. «Ου γαρ απεστράφης το πλάσμα σου εις τέλος, ο εποίησας Αγαθέ, ουδέ επελάθου έργου χειρών σου, αλλ’ επεσκέψω πολυτρόπως δια σπλάχνα ελέους σου». (Ευχή από τη Θεία Λειτουργία του Μεγ. Βασιλείου). Ένα καινούργιο θεϊκό έργο άρχισε · το έργο της απολύτρωσης και της σωτηρίας. Και ολοκληρώθηκε, το έργο αυτό, με τον Χριστό, τον Υιό του Θεού, ο οποίος, για να επανορθώσει τον άνθρωπο στο «αρχαίο κάλλος» του και να επαναφέρει τη ζωή στο επίπεδο της κοινωνίας με το Δημιουργό της, έγινε Άνθρωπος. Προσέλαβε την ανθρώπινη φύση μας με όλα τα χαρακτηριστικά της: την πείνα, τη δίψα, τη λαχτάρα για αγάπη, για ζωή. Στο πρόσωπο του ενανθρωπίσαντος Χριστού αποκαλύφθηκε η αληθινή ζωή η οποία είχε αρχικά δοθεί στον άνθρωπο σαν πλήρης και τέλεια Ευχαριστία, σαν πλήρης και τέλεια κοινωνία με τον Θεό. Ο Θεάνθρωπος Χριστός αρνήθηκε τον βασικό ανθρώπινο πειρασμό: να ζήσει «επ’ άρτω μόνο». Αποκάλυψε ότι ο Θεός και η Βασιλεία Του είναι ο πραγματικός άρτος, η πραγματική ζωή του ανθρώπου. Αυτή την τέλεια ευχαριστιακή Ζωή, τη γεμάτη από τον Θεό – και κατά συνέπεια θεία και αθάνατη ζωή – την έδωσε σε όλους τους πιστούς Του. Δηλαδή οι πιστοί στον θεό βρίσκουν σ’ Αυτόν το νόημα και το περιεχόμενο της ζωής τους. Ακριβώς αυτό είναι το βαθύτερο, το υπέροχο νόημα του Μυστικού Δείπνου.
Ο Ιησούς Χριστός πρόσφερε τον Εαυτό Του σαν την αληθινή, την ουσιαστική τροφή του άνθρωπου, γιατί η ζωή του Χριστού είναι η αληθινή ζωή. Έτσι η κίνηση της Θείας Αγάπης που είχε αρχίσει στον Παράδεισο με την προσφορά του Θεού «από παντός ξύλου εν τω Παραδείσω βρώσει φάγη» (γιατί τροφή είναι η ζωή του ανθρώπου) φτάνει τώρα στην αποκορύφωση της με κείνο το θεϊκό «λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα μου…» (γιατί ο Θεός είναι η ζωή του ανθρώπου). Ο Μυστικός Δείπνος, λοιπόν, είναι η αποκατάσταση του Παραδείσου της τρυφής , αποκατάσταση της ζωής σαν Ευχαριστία και Κοινωνία.

Πρωτοπρεσβυτέρου Αλεξάνδρου Σμέμαν, Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ, Σύντομη λειτουργική εξήγηση των ημερών της Μεγάλης Εβδομάδας. Εκδ. Ακρίτας 1990.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 15, 2018

... οι φίλοι Μου και οι ελεημένοι από Μένα...


''Ἔχυσα πολλά δάκρυα μέ τή σκέψη ὅτι, ἄν ἐμεῖς οἱ μοναχοί πού ἀπαρνηθήκαμε τόν κόσμο δέν σωζόμαστε, τότε τί γίνεται γενικότερα στόν κόσμο;
Ἔτσι βαθμηδόν μεγάλωνε ἡ θλίψη μου καί ἄρχισα νά χύνω δάκρυα ἀπογνώσεως. Καί νά, πέρυσι ἐνῶ βρισκόμουν στήν ἀπελπισία αὐτή, ἐξαντλημένος ἀπό τό κλάμα, ξαπλωμένος καταγῆς, ἐμφανίσθηκε ὁ Κύριος καί μέ ρώτησε: “Γιατί θρηνεῖς ἔτσι...” ; Ἐγώ σιώπησα μήν μπορώντας νά ἀτενίσω Τόν ἐμφανισθέντα... “Δέν γνωρίζεις ὅτι Ἐγώ θά κρίνω τόν κόσμο” ;... Ἐγώ πάλι σιώπησα παραμένοντας πρηνής... Ὁ Κύριος μοῦ λέει: “Θά ἐλεήσω κάθε ἄνθρωπο πού ἐπικαλέσθηκε τόν Θεό ἔστω καί μιά φορά στή ζωή του...”. Μοῦ ἦρθε τότε ἡ σκέψη: “Τότε, γιατί ἐμεῖς πάσχουμε ἔτσι καθημερινά”; Ὁ Κύριος στήν κίνηση αὐτή τῆς σκέψεώς μου ἀπήντησε: “Ἐκεῖνοι πού πάσχουν γιά τήν ἐντολή Μου, στή Βασιλεία τῶν Οὐρανων θά εἶναι φίλοι Μου, ἐνῶ τούς ἄλλους μόνο θά τούς ἐλεήσω”. Καί ὁ Κύριος ἔφυγε.''
∽ Όσιος Σιλουανός ο Αθωνίτης
από ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 14, 2018

Η δίψα της ειρήνης κι ο τρόμος της μπόμπας (Φώτης Κόντογλου)


Ο κακόμοιρος ο κόσμος διψά ειρήνη. Μα χωρίς την απομέσα ειρήνη, δεν μπορεί να γίνη ειρήνη εξωτερική. Χωρίς την ψυχική ειρήνη, η πολιτική και κοινωνική ειρήνη είναι ψεύτικη. «Ειρήνη αφίημι υμίν, είπε ο Χριστός στους μαθητές Του κατά το Μυστικό Δείπνο, ειρή­νην την εμήν δίδωμι υμίν. Ου καθώς ο κόσμος δίδωσι, εγώ δίδωμι υμίν». Πρόσεξες για να δης καλά τί λέγει ο Χριστός; «Ου καθώς ο κόσμος δίδωσι, εγώ δίδωμι υμίν». «Δεν σας δίνω, λέγει, εγώ την ειρήνη που δίνει ο κόσμος», την ψεύτικη, την οργισμένη ειρήνη, την ανειρή­νευτη ειρήνη, την ειρήνη που στ’ αληθινά δεν έχει ολότελα ειρήνη και ησυχία. Τέτοια είναι η ειρήνη που μπορεί να κάνη ο κόσμος, οι άνθρωποι, που τρώγονται με τα πάθη τους και που τους κατατρώγει η περηφάνεια, η ματαιοδοξία-φιλαργυρία, η σκληροκαρδία και η απονιά στους άλλους, η μανία της ακολασίας και η επιθυμία της καλοπέρασης. Όλα τούτα τα πάθη είναι οργισμένα και όχι ειρηνικά. Αυτά κάνουνε τους ανθρώπους να μαλώνουνε, να εχθρεύονται ο ένας τον άλλον, αυτά λιγοστεύουνε την αγάπη, που είναι δα πολύ λίγη ανάμεσά τους, και φέρνουνε την παραζάλη, την έχθρα, «την έριδα» που λέγανε οι αρχαίοι. Με άλλα λόγια, φέρνουνε τη βασιλεία του διαβόλου επί της γης, και όχι τη βασιλεία του Θεού, που είναι η ειρήνη.
       Ο Χριστός μας δίδαξε να λέμε στο «Πάτερ ημών» «ελθέτω η βασιλεία Σου». Μα ποιος πιστεύει στη βασιλεία του Θεού, παρεκτός από κάποιους λίγους, που τους έχει ο κόσμος για τρελούς; Ωστόσο, αυτός ο παραζαλισμένος κόσμος, ο βουτηγμένος στην αμαρτία, στις ηδονές, και στην ακολασία, αυτός ο κόσμος που πιστεύει μοναχά στον εαυτό του, και που δεν λογαριάζει καθόλου τον Θεό και τον νόμο του, αποζητά την ειρήνη, θέλει να μείνη ήσυχος για να χαρή τις αμαρτωλές επιθυμίες του, για να βουτηχθή ως τον λαιμό μέσα στον μαύρο βούρκο. Δεν πιστεύει στα λόγια του Θεού που λέγεται «Άρχων ειρήνης», και που είπε με το στόμα του προφήτη «Αν ακούσετε τα λόγια μου, θα ήσαστε βλογημένοι και θα ζήσετε καλά. Μα αν δεν τ’ ακούσετε αλλά πορευθήτε κατά τα πονηρά θελήματα της καρδιάς σας, θα σας καταφάγη η μάχαιρα». Αυτά τα κοροϊδεύει ο κόσμος, και τα λέγει παραμύθια.
       Και να, που ήρθε ο κόμπος στο χτένι. Η παραζάλη, γίνεται μέρα με τη μέρα χειρότερη. Ο πόθος της απόλαυσης έγινε μιαν άγρια τρέλα στους ανθρώπους, που τσαλαπατάνε ο ένας τον άλλον για να μη χάσουνε τις διάφορες φαρμακερές ηδονές, που ολοένα τις πληθαίνει ο σατανάς με τα πολύπλοκα μηχανήματά του, σαν τον ψαρά που βάζει στ’ αγκίστρι του όλο και πιο ορεχτικό δόλωμα, για να τραβήξη τα λαίμαργα τα ψάρια και να τα ψήση στη φωτιά να τα φάγη. Ο μαμωνάς σκέπασε με τις σκοτεινές φτερούγες του τον κόσμο, και τον κουνά σαν νάναι κανένα κόσκινο, και όπως αναταράζεται το σιτάρι, χοροπηδάνε οι άνθρωποι μέσα στο κόσκινό του και δαγκάνει ο ένας τον άλλον, και εξοντώνει ο αδελφός τον αδελφό, λέγοντας: «Ο θάνατός σου, ζωή μου!». Το ίδιο και τα μεγάλα κοπάδια των ανθρώπων, τα λεγόμενα έθνη, βλέπουνε τόνα τάλλο όπως βλέπει ο λύκος το πρόβατο, και λογαριάζει πότε θα μπόρεση να το πνίξη, να πιή το αίμα του, το μεγάλο να φάη το μικρό και τα μεγάλα να φάνε τόνα τάλλο. Να, λοιπόν, που αντί να έλθη η βασιλεία του Θεού, που μας είπε ο Χριστός να παρακαλούμε, ήρθε η βασιλεία του σατανά, του όφεως του αρχαίου, που ήτανε πάντα ανθρωποκτόνος, όπως λέγει το Ευαγγέλιο.
       Ο διάβολος είναι ο εξουσιαστής απάνω στη διάνοια και στην καρδιά μας, και αυτός χαίρεται για τα έργα που κάνουμε, θέλοντας να βγάλουμε ο ένας το μάτι τ’ αλλου­νού. Ανάμεσα στα δολώματα που μας έβαλε, εκείνο που μας τραβά περισσότερο η μυρουδιά του, είναι το πετρέλαιο, αυτό το βρωμόνερο που βγαίνει από την πίσσα της κόλασης, που είναι μαύρο κατοικητήριό του. Και γύρω σ’ αυτό το σιχαμερό δόλωμα μαζευτήκανε τα έθνη, μικρά και μεγάλα, και δαγκώνουνται, και σφάζουνται γι’ αυτό δίχως έλεος. Και οι άνθρωποι γινήκανε τρελοί από κακία, γεμάτοι υποκρισία, μεγαλομανία, φιληδονία, πιστοί στρατιώτες του διαβόλου. Και μέσα σ’ αυτή τη λύσσα που τους έπιασε, θέλουνε ν’ απολάψουνε, οι ανόητοι, την Ειρήνη, που είναι δώρο του Θεού, και όχι του διαβόλου.
       Ο Θεός λείπει από τον κόσμο. Πουθενά δεν γίνεται το θέλημά Του. Ο Χριστός, πριν σταυρωθή, γύρισε και είδε την Ιερουσαλήμ, δηλαδή τον κόσμο, δακρυσμένος, και είπε: «Πόσες φορές θέλησα να μαζέψω τα τέκνα σου, σαν την όρνιθα που σκεπάζει με τις φτερούγες της, τα πουλιά της, και δεν θελήσατε: Ιδού αφίεται ο οίκος υμών έρημος». Έρημος οίκος είναι: ο κόσμος σήμερα. Έρημος από ειρήνη. Μέρα-νύχτα στέκεται ανύσταχτο το μάτι της πονηρής ανθρωπότητας. Μέρα-νύχτα δουλεύου­νε οι εφευρέσεις της καταστροφής, τα συμβούλια του θανάτου. Και από τ’ άλλο μέρος, οι καταδικασμένοι γλε­ντοκοπούνε, κυλιούνται στην ακολασία, κόλακες και δολοφόνοι, βλάκες και πονηρότατοι, χωρίς καρδιά, χωρίς ψυχή, χωρίς τίποτα από την εικόνα του Θεού. Όλοι παίρνουνε, κανένας δεν θέλει να δώση. Και όποιος δίνει, δίνει τον θάνατο. Σε κανένα καλό δεν συμφωνούνε, μα στο κακό, είναι όλοι θερμοί συνεργάτες.
       Η κυρά Επιστήμη, δηλαδή η ανθρώπινη γνώση, αυτή είναι το καινούριο είδωλο που λατρεύουνε οι άνθρωποι. Με τόνα χέρι προσφέρνει τα γιατρικά για να μη πεθαίνουμε οι άνθρωποι, και με τάλλο βαστά τη μπόμπα και τους φοβερίζει, μέρα-νύχτα. Αυτή η μπόμπα, ο καρπός του δέντρου της Γνώσεως, μόλεψε τον αγέρα, τα νερά, το αίμα των ίδιων των ανθρώπων που την εφεύρανε. Και αφού πρώτα, με πείσμα δαιμονικό, φαρμακώσανε την έμορφη πλάση του Θεού, τώρα φωνάζουνε κείνοι που κατασκευάσανε αυτή την καταραμένη μπόμπα: «Σώσετε την ανθρωπότητα! Σώσετε τον κόσμο! Γενεές γενεών θα πεθαίνουνε από κακές αρρώστειες!». Υποκριτές! Τώρα φωνάζετε, σαν τον Ιούδα που μετάνοιωσε αφού είχε πια σταυρωθή ο Χριστός, και η μετάνοιά του δεν ωφελούσε πια κανέναν; Καλύτερα να τινάζατε τη γη στον αγέρα μια και καλή, παρά τώρα που φαρμακώσατε τα πάντα, και τα παιδιά μας, και τα εγγόνια μας θα τα θερίζη «σκληρός θάνατος και αργός».
Άνθρωπε! Καμάρωσε τα κατορθώματά σου. Καμάρωσε το τετραπέρατο μυαλό σου, που καυχιότανε πως θάκανε παράδεισο τον κόσμο!
(Από το βιβλίο «Ο Φώτης Κόντογλου στην τρίτη διάστασή του», σελ. 124-127, έκδ. Ιερό Κοινόβιο ΟΣΙΟΥ ΝΙ­ΚΟΔΗΜΟΥ, Γουμένισσα 2003).
(Πηγή: "Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου")
alopsis

Τρίτη, Φεβρουαρίου 13, 2018

Πώς φαντάστηκε ο Ντοστογιέφσκι την ζωή μετά τον θάνατο...




Ξαφνικά, χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα ,σ' αυτή την άλλη γη, μέσα στο εκθαμβωτικό φως μιας λιόλουστης μέρας, όμορφης σαν τον παράδεισο. Μου φαινότανε σα να βρισκόμουν σ' ένα από κείνα τα νησάκια του ελληνικού αρχιπέλαγου της γης μας ή κάπου αλλού στα ερείπια μιας ηπείρου, κοντά στο αρχιπέλαγο. Σ' εκείνα τα μέρη, όλα είτανε ακριβώς όπως και σε μας, κι' όμως όλα αχτινοβολούσανε με μια σοβαρή κι' επίσημη χαρά, πού έφτανε ως το υπέροχο. Μια σμαραγδένια θάλασσα έσκαζε απαλά στην ακρογιαλιά, χαϊδεύοντάς την με φανερή, σαρκική και σχεδόν συνειδητή αγάπη. Δέντρα με θαυμαστά κλωνάρια ορθώνονταν μ' όλο τον οργιώδη χυμό τους, και τ' αναρίθμητα φυλλαράκια τους, κι' είμαι βέβαιος πως με χαιρετούσανε με το γλυκό τους θρόισμα και μοιάζανε σα να ψιθυρίζανε ερωτόλογα. Το λιβάδι αστραφτοκοπούσε με τη φλογερή και χυμώδη άνθησή του. Τα πουλιά σκίζανε σμήνη - σμήνη τον αέρα, κι' έρχονταν άφοβα ν' ακουμπήσουνε στους ώμους και στα χέρια μου με χαρούμενα φτεροκοπήματα. Ύστερα, είδα επιτέλους και τους κατοίκους αυτής της μακάριας γης. Ήρθανε μόνοι τους κοντά μου, με περιτριγύρισαν και με φιλούσαν. Παιδιά του ήλιου, παιδιά του ήλιου τους - ω! τι ωραίοι που ήταν! Ποτές στη γης μας δεν είχα δει τόση, ομορφιά στον άνθρωπο! Μόνο στα παιδιά μας, και μάλιστα στα πρώτα παιδικά τους χρόνια, μπορούσες να διακρίνης κάτι σα μια μακρυνή ανταύγεια, μα πολύ εξασθενημένη, αυτής της ομορφιάς. Τα μάτια αυτών των μακάρων λάμπανε ολοκάθαρα. Τα πρόσωπα τους αχτινοβουλούσαν τη σοφία και τη συνείδηση, μια συνείδηση που είχε φτάσει στην υπέρτατη, γαλήνη, όμως, αυτά τα πρόσωπα μένανε χαρούμενα και μια παιδιάστικη χαρά αντηχούσε μέσα στα λόγια και στη φωνή αυτών των όντων! 
Ω! τα είχα καταλάβει όλα, όλα από την πρώτη ματιά! Εδώ ήταν η γης, προτού την μολύνη το προπατορικό αμάρτημα. Οι κάτοικοί της, μια και δεν ξέρανε το κακό, ζούσανε στον ίδιο εκείνο παράδεισο όπου, σύμφωνα με τις παραδόσεις της ανθρωπότητας, είχανε ζήσει κι' οι ένοχοι προπάτορές μας, με μόνη τη διαφορά πως εδώ η γης είτανε παντού ένας και ο αυτός παράδεισος. Αυτοί οι άνθρωποι με το χαρούμενο χαμόγελο με περιτριγυρίζανε και μου χάριζαν άφθονα χάδια. Με πήγανε στα σπίτια τους και όλοι τους θέλανε να με ξεκουράσουν. Δε μου κάναν ερωτήσεις, φαίνονταν πως τα ξέρανε όλα, και μόνο ένα πράγμα θέλανε, να διώξουνε το γρηγορώτερο αυτή την οδύνη που είτανε χαραγμένη πάνω στα χαρακτηριστικά μου.

από το όνειρο ενός γελοίου ανθρώπου