ΙΕΡΕΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Δος μου κι εμένα άνεση, Παναγιά μου,
πριν ν’ απέλθω και πλέον δεν θα υπάρχω.(Αλεξ. Παπαδ.)

Κυριακή, Μαρτίου 31, 2019

«Φωτίζου, φωτίζου Ιερουσαλήμ. Ήκει γαρ σου το φως και η δόξα Κυρίου επί σε ανέτειλεν».


άγιος Γερμανός Κων/πόλεως

«Φωτίζου, φωτίζου Ιερουσαλήμ. Ήκει γαρ σου το φως και η δόξα Κυρίου επί σε ανέτειλεν». Σήμερα το μεγαλήγορον στόμα του προφήτου Ησαϊου προσκομίζει στην εξ εθνών Εκκλησία τα χαρμόσυνα ευαγγέλια.
Και ακριβώς επειδή προέρχονται από γλώσσα πυρωμένην από την βρώση του θεοϋποστάτου άνθρακος, είναι λαμπρά και μεγαλειώδη, αλλά ταυτοχρόνως διαβόητα και βροντοηχή, επειδή κατέρχονται από το ουράνιον ύψος του Αγίου Πνεύματος. Διότι πράγματι τοιαύτη είναι η φωνή του Προφήτου, ώστε να διατρέχη τον ουρανόν και να περικυκλώνη την γήν.
«Άκου γαρ, λέγει, ουρανέ, και ενωτίζου η γη». Και όταν αρχίζει ο Προφήτης το θεόπνευστον κήρυγμά του, εκδηλώνεται αμέσως το βροντώδες του λόγου του. Όμως εδώ δεν κηρύττει μόνον, αλλά απαστράπτει φως υπέρλαμπρον και διαυγές, και προσκαλεί στον λιμένα της παρακλήσεως όσους πλέουν μέσα στο πέλαγος της νηστείας.
Προευαγγελίζομαι, βροντοφωνάζει ο Προφήτης, ότι ήδη έφθασε το φως της Αναστάσεως, προς την οποία σπεύδετε να καταπαύσετε, και για την οποία τρέχετε εναγωνίως. Και από πού καθίσταται φανερόν αυτό; Η δόξα Κυρίου ήδη ανέτειλε στην νέαν Ιερουσαλήμ. Και δόξα Κυρίου, αναντιρρήτως, είναι ο Θείος Σταυρός, ο οποίος ως φαεινός όρθρος εμφανίζεται σήμερα, και εξακοντίζει τις πρώτες ακτίνες του Ηλίου της δικαιοσύνης. Πράγματι, στην παρούσα εορτήν έχουμε μνήμην φωτός, και μάλιστα φωτός ανεσπέρου, που φωτίζει όσους ευρίσκονται στο σκότος της ακηδίας. Εκεί όμως, κατά την εορτήν της Αναστάσεως, πρόκειται για την μεγίστη πανήγυρη, για την εορτή των εορτών.
Ας μη σκυθρωπάζη κανείς από τους τροφίμους της νηστείας, ούτε να ανταλλάσση την ημερότητα του προσώπου του με την σκοτεινήν έκφρασιν της κατηφείας. Ας προσέλθωμε στην ανατολήν του τιμίου Σταυρού, και ας φωτισθούμε, και τα πρόσωπά μας δεν θα καταισχυνθούν. «Σημειωθήτω εφ' ημάς το φως του προσώπου Κυρίου», θα λάμψουν τα πρόσωπά μας όπως ο Ήλιος, και τότε οι σκοτεινόμορφοι δαίμονες θα φύγουν μακρυά μας, μή δυνάμενοι να μας ατενίσουν κατά πρόσωπον. Και εγώ με την σειρά μου, ο πρώτος της εκκλησιαστικής αυτής συναθροίσεως και χοράρχης της χάριτος, παρακαλώ να με καταυγάση πλουσίως αυτό το θείον φως του Σταυρού και εύχομαι να αναφλέξη την θρυαλλίδα της γλώσσης μου και να ανάψη εντός μου άσβεστον θείον πυρ. Αλλά με πληροφορεί και με πείθει συγχρόνως η θέρμη της πίστεως που κινείται μέσα μου, πως ήδη φέρω αυτό το άγιον πυρ. Και ιδού! Το πυρ και τα ξύλα του Σταυρού ευρίσκονται εμπρός στην γλώσσα μου για να χρησιμεύσουν ως υλικόν των επαίνων της σημερινής εορτής. Πού είναι λοιπόν το πρόβατον που θα θυσιάσωμε σήμερα προς δόξαν Θεού, για να παρατεθή στην συνέχεια προς βρώση σε όλους εσάς τους πνευματικούς συνδαιτυμόνες;
Ο Θεός θα χορηγήση αυτό το άθυτον θύμα και ζων σφάγιον, όπως εχορήγησε προς χάριν της ψυχικής ωφελείας μας γονιμότητα στην άκαρπο διάνοιά μου. Αυτός που δύναται να αναστήση από τους λίθους γνήσια τέκνα του πατριάρχου Αβραάμ, καθώς κάποτε ανέστησε τον Ισαάκ από την λιθώδη μήτρα της Σάρρας.
Πράγματι «εσημειώθη εφ' ημάς το φως του προσώπου Κυρίου» με την εμφάνιση και προσκύνηση του Τιμίου Σταυρού. Αγιάζονται τα χείλη και οι οφθαλμοί μας, καθώς ατενίζουμε και ασπαζόμεθα το θεότευκτον όργανον της σωτηρίας μας. Εν τω μεταξύ, ας τολμήσωμε να μεταφερθούμε νοερώς στον πολυθρύλλητον Παράδεισον της Εδέμ. Είμαι βέβαιος ότι η φλογίνη ρομφαία θα υποχωρήση, αφού έχει σημειωθή επάνω μας η σφραγίς του Χριστού, επειδή ευλαβείται απολύτως το φως του Δεσποτικού προσώπου. Μάλιστα θα μεταστρέψη για λίγο το φλογερόν και απειλητικόν της φύσεώς της σε φωτεινόν και ήμερον.
Διότι πράγματι ο Δεσπότης Χριστός δεν ανέβη στoν Σταυρόν για να κρίνη τoν κόσμον, αλλά για να προσηλώση στο ξύλον το χειρόγραφον των αμαρτιών μας, και να σβήση τα παλαιά οφειλήματά μας με το πανυπέρτιμον Αίμα του. Και η φλογίνη ρομφαία θα στρέψη τα νώτα ενώπιόν μας, εφ’ όσον προς χάριν μας ο Δεσπότης Χριστός εδέχθη στα νώτα του μαστιγώσεις. Ούτε πάλι θα μας αποπέμψη ως βδελυκτούς και αχρήστους δούλους. Επειδή γνωρίζει πως όλοι ιατρευθήκαμε από τις πληγές του Χριστού, και ότι όσα στίγματα μας προξένησε ο εχθρός τα ανέλαβε όλα επάνω Του, ο μόνος αναμάρτητος. Αλλά ούτε καν θα μας εμποδίση στο ελάχιστο. Και αυτό για πολλούς λόγους. Κυρίως όμως, διότι τα στόματα των πιστών είναι πεπληρωμένα από την χάρη της υμνολογίας του Σταυρού και την δόξα του Εσταυρωμένου. Αντιθέτως μάλιστα θα μας ασπασθή με άγιον φίλημα, εξ αιτίας της πίστεως και αφοσιώσεώς μας στoν κοινόν Δεσπότη μας Ιησούν Χριστόν.

Σάββατο, Μαρτίου 30, 2019



ΠΟΙΟ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΚΑΙ Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΥΝΗΣΗΣ

Επειδή δια της τεσσαρακονθημέρου Νηστείας, τρόπον τινά, και ημείς  σταυρωνόμαστε και αγωνιζόμαστε να είμαστε νεκροί στις απαιτήσεις των παθών, έχουμε μια αίσθηση πικρίας, κούρασης και ραθυμίας.  Προτίθεται λοιπόν σαν αναψυχή ο Τίμιος και ζωοποιός Σταυρός να μας υποστηρίξει, και να μας υπενθυμίσει το Πάθος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και να μας παρηγορήσει με τέτοιο τρόπο: Αν ο Θεός σταυρώθηκε για μας, πόσο περισσότερο εμείς πρέπει να σταυρωνόμαστε; Με την θύμηση των βασάνων του Δεσπότη αισθανόμαστε ανακούφιση για τα δικά μας ελάχιστα βάσανα. Όπως ο Κύριός μας ανέβηκε στον σταυρό και ατιμάστηκε και πειράστηκε, έπειτα όμως δοξάστηκε με τον σταυρό, ελπίζουμε και εμείς να δοξαστούμε με την πρόσκαιρη και μικρή αυτή ταλαιπωρία της νηστείας.

Άλλος λόγος:Όπως αυτοί που  διανύουν δύσκολο και μακρύ δρόμο και αποκάμνουν από τον κάματο και ξαφνικά βρίσκουν δέντρο με ωραία σκιά και κάθονται από κάτω και αναπαύονται και ανανεωμένοι πια συνεχίζουν τον υπόλοιπο δρόμο, έτσι και τώρα στον βασανιστικό δρόμο και πέρασμα του καιρού της νηστείας,φυτεύτηκε από τους άγιους Πατέρες στο μεσοστράτι ακριβώς , ο ζωηφόρος Σταυρός, χορηγώντας μας άνεση και αναψυχή. Έτσι, δυναμωμένοι πια και ανάλαφροι όσοι ήδη κουράστηκαν είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες που απομένουν.

 Άλλος λόγος : Όπως συμβαίνει στις παρελάσεις των βασιλεών, να  προπορεύονται τα  λάβαρα και τα οικόσημα και τα σκήπτρα τους, και έπειτα φτάνει και αυτός ο ίδιος ο βασιλιάς, χαίροντας για τη  νίκη και πανηγυρίζει με αγαλλίαση  με τους υπηκόους του·έτσι και ο Βασιλιάς μας ο Χριστός,επειδή μέλλει να στήσει τρόπαια κατά του θανάτου και να παρελάσει με δόξα την ημέρα της Ανάστασης, έστειλε πριν από τον θρίαμβο του  το σκήπτρον Του, την βασιλική  Σημαία, τον ζωοποιόν Σταυρό,  προετοιμάζοντας μας να Τον υποδεχθούμε όπως ταιριάζει σε βασιλιά , και να δοξάσουμε τον περιφανή Του θρίαμβο.

Γιατί η Σταυροπροσκύνηση γίνεται στο μέσο  της  αγίας Τεσσαρακοστής;

Γιατί η τεσσαρακοστή μοιάζει με την πικρή πηγή στη Μερρά , ένεκα της πίκρας και της ακηδίας και της συντριβής, που μας συνέχουν. Όπως ακριβώς ο Μωσής έβαλε το ξύλο στις πηγές, στο μέσον της ερήμου, και γλύκανε το νερό, έτσι και ο Θεός ο οποίος μας διαπέρασε από την νοητή Ερυθρά θάλασσα της αμαρτίας και μας λύτρωσε από την τυρρανία του Φαραώ διαβόλου, με το ζωοποιό  Ξύλο του μας παρηγόρησε από την πικρία της νηστείας των σαράντα ημερών (γιατί και μείς κατά κάποιο τρόπο βρισκόμαστε ημιθανείς από δίψα στην έρημο). Και μας παρηγόρησε μέχρι να μας επιστρέψει τελικά στην νοητή Ιερουσαλήμ, τον παράδεισο, διά της Αναστάσεως.

΄Η, επειδή ο Σταυρός  λέγεται και είναι δέντρο της Ζωής.
Ας θυμηθούμε ότι και εκείνο  το ομώνυμο δέντρο ήταν φυτευμένο στο μέσο του παραδείσου της Εδέμ. Με τέλειο και αρμόζοντα τρόπο λοιπόν και οι θειότατοι  Πατέρες το δέντρο του Σταυρού, εν μέσω της Αγ­ίας Τεσσαρακοστής  κατεφύτευσαν. Έτσι μας θυμίζουν την περιπέτεια του Αδάμ που έφαγε από δέντρο , αλλά και υπερτονίζουν ότι αυτός ο θάνατος που προήλθε από δέντρο(ξύλον),πάλι από Ξύλον αναιρέθηκε.Με την διαφορά τώρα ότι με αυτό το δέντρο (τον Σταυρό δηλαδή), το οποίο είναι φυτεμένο στο μέσον του παραδείσου των Νηστειών δεν πεθαίνουμε πλέον, αλλά μάλλον ξαναβρίσκουμε την Ζωή!!!

(διασκευή το κατά δύναμιν από το συναξάρι, Τριώδιον
π.π.κ )

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ ΝΗΣΤΕΙΩΝ: Μπροστά στο δικαστήριο της εσταυρωμένης αγάπης


Του πατρός Αλεξάνδρου Σμέμαν

Από τα παμπάλαια χρόνια, το βράδυ του Σαββάτου της τρίτης εβδομάδος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, ο σταυρός μεταφέρεται στο κέντρο του ναού, και ολόκληρη η ακόλουθη εβδομάδα είναι γνωστή ως εβδομάδα του Σταυρού.Ξέρουμε πως η Μεγάλη Τεσσαρακοστή αποτελεί μια προετοιμασία για τη Μεγάλη Εβδομάδα, τότε που η Εκκλησία θα ανακαλέσει στη μνήμη της τον πόνο, τη σταύρωση και το θάνατο του Ιησού Χριστού πάνω στο σταυρό. Η προβολή του σταυρού στη μέση της Σαρακοστής, μας υπενθυμίζει το σκοπό της βαθύτερης και εντατικότερης εκκλησιαστικής ζωής κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής. Έτσι είναι ο κατάλληλος τόπος εδώ, για να σκεφτούμε το ρόλο του σταυρού, αυτού του σημαντικότατου και χαρακτηριστικότατου όλων των Χριστιανικών συμβόλων. 

Το σύμβολο αυτό έχει δύο στενά αλληλένδετες σημασίες. Αφενός είναι ο σταυρός του Χριστού, αυτό το αποφασιστικό όργανο με το οποίο ολοκληρώθηκε η επίγεια ζωή και διακονία του Χριστού.
Είναι η ιστορία ενός φοβερού και τρομακτικού μίσους ενάντια σ’ Αυτόν που ολόκληρη η διδασκαλία Του επικεντρώθηκε στην εντολή της αγάπης, και που ολόκληρο το κύρυγμά Του ήταν μια κλήση σε αυτοθυσία στο όνομα της αγάπης. Ο Πιλάτος, ο Ρωμαίος κυβερνήτης στον οποίο μεταφέρθηκε ο Χριστός, αφού Τον συνέλαβαν, Τον εκτύπησαν και Τον έφτυσαν, λέει, «εν αυτώ ουδεμίαν αιτίαν ευρίσκω» (Ιωάν. 19, 4). Αυτό όμως προκάλεσε ένα ισχυρότερο ξέσπασμα: «Σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν!» φωνάζει το πλήθος. Έτσι ο σταυρός του Χριστού θέτει ένα αιώνιο πρόβλημα, που σκοπεύει στο βάθος της συνειδήσεως: γιατί η καλωσύνη ξεσήκωσε όχι μόνο αντίθεση, αλλά και μίσος; Γιατί η καλωσύνη σταυρώνεται πάντοτε σ’ αυτόν τον κόσμο; 

Συνήθως αποφεύγουμε να δώσουμε απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, επιρρίπτοντας την ευθύνη σε κάποιον άλλο: αν ήμασταν εκεί, αν ήμουν εκεί εκείνη την τρομερή νύχτα, δε θα είχα συμπεριφερθεί όπως οι άλλοι. Αλλοίμονο όμως, κάπου βαθιά στη συνείδησή μας γνωρίζουμε πως αυτό δεν είναι αλήθεια. Ξέρουμε πως οι άνθρωποι που βασάνισαν, σταύρωσαν και μίσησαν τον Χριστό δεν ήταν κάποιου είδους τέρατα, κατεχόμενα από κάποιο ιδιαίτερο και μοναδικό κακό. Όχι, ήταν «όπως όλοι μας». Ο Πιλάτος προσπάθησε ακόμη και να υπερασπιστεί τον Ιησού, να μεταπείσει το πλήθος, προσφέρθηκε ακόμη και να απελευθερώσει το Χριστό ως κίνηση καλής θελήσεως, χάριν της εορτής, όταν κι αυτό απέτυχε, στάθηκε μπροστά στο πλήθος και ένιψε τα χέρια του, δείχνοντας τη διαφωνία του σ’ αυτό το φόνο.

Με λίγες πινελιές το ευαγγέλιο σχεδιάζει την εικόνα αυτού του παθητικού Πιλάτου, του τρόμου του, της γραφειοκρατικής του συνειδήσεως, της δειλής του αρνήσεως να ακολουθήσει τη συνείδησή του. 

Δε συμβαίνει όμως ακριβώς το ίδιο στη δική μας ζωή και στη ζωή γύρω μας; Δεν είναι αυτή η πιο κοινότυπη, η πιο τυπική ιστορία;
Δεν είναι παρών συνεχώς μέσα μας κάποιος Πιλάτος;
Δεν είναι αλήθεια πως όταν έρθει η στιγμή να πούμε ένα αποφασιστικό, αμετάκλητο όχι στο ψεύδος, στην αδικία, στο κακό και στο μίσος, ενδίδουμε στον πειρασμό να «νίψουμε τας χείρας μας»; Πίσω από τον Πιλάτο ήταν οι Ρωμαίοι στρατιώτες, οι οποίοι όμως υπερασπιζόμενοι τον εαυτό τους θα μπορούσαν να πουν: εκτελέσαμε απλώς διαταγές,μάς είπαν να «ουδετεροποιήσουμε» κάποιον ταραχοποιό που προκαλούσε αναστάτωση και αταξία, για ποιο πράγμα μιλάτε λοιπόν; Πίσω από τον Πιλάτο, πίσω από τους στρατιώτες ήταν το πλήθος, οι ίδιοι άνθρωποι που έξι μέρες πριν φώναζαν «Ωσαννά», καθώς υποδέχονταν θριαμβευτικά το Χριστό, κατά την είσοδό του στην Ιερουσαλήμ, μόνο που τώρα η κραυγή τους ήταν «Σταύρωσον αυτόν!» Έχουν όμως και γι’ αυτό μια εξήγηση. Δεν είναι οι ηγέτες τους, οι διδάσκαλοί τους και οι κυβερνήτες τους αυτοί που τους έλεγαν πως ο άνθρωπος αυτός ήταν ένας εγκληματίας, που κατέλυσε τους νόμους και τις συνήθειες, και γι’ αυτό, βάσει του νόμου, «πάντοτε βάσει του νόμου, πάντοτε σύμφωνα με το υπάρχον καταστατικό», πρέπει να πεθάνει…; Έτσι κάθε συμπαίκτης σ’ αυτό το τρομακτικό γεγονός είχε δίκαιο «από την πλευρά του», όλοι δικαιώθηκαν. Όλοι μαζί όμως δολοφόνησαν έναν άνθρωπο στον οποίον «ουδέν ευρέθη αίτιον». Η πρώτη σημασία του σταυρού συνεπώς είναι η κρίση του κακού, ή μάλλον της ψευδοκαλωσύνης αυτού του κόσμου, μέσα στον οποίο πανηγυρίζει αιώνια το κακό, και ο οποίος προωθεί τον τρομακτικό θρίαμβο του κακού πάνω στη γη. 

Αυτό μας μεταφέρει στη δεύτερη σημασία του σταυρού. Μετά το σταυρό του Χριστού ακολουθεί ο δικός μας σταυρός, για τον οποίο ο Χριστός είπε, «ει τις θέλει οπίσω μου έρχεσθαι,… αράτω τον σταυρόν αυτού καθ’ ημέραν και ακολουθείτω μοι» (Λουκ. 9, 23).
Αυτό σημαίνει πως η επιλογή που είχε να κάνει ο καθένας εκείνη τη νύχτα –ο Πιλάτος, οι στρατιώτες, οι αρχηγοί, το πλήθος κι ο καθένας μέσα στο πλήθος – είναι μια επιλογή που τίθεται συνεχώς και σε καθημερινή βάση μπροστά μας.
Εξωτερικά, η επιλογή έχει να κάνει με κάτι φαινομενικά ασήμαντο για μας, ή δευτερεύον. Για τη συνείδηση όμως τίποτε δεν είναι πρώτο ή δεύτερο, αλλά το καθετί μετράται αν είναι αληθινό ή ψεύτικο, καλό ή κακό.
Το να σηκώνεις λοιπόν το σταυρό σου καθημερινά δεν είναι απλώς το να αντέχεις τα φορτία και τις μέριμνες της ζωής, αλλά πάνω απ’ όλα το να ζεις αρμονικά με τη συνείδησή σου, το να ζεις μέσα στο φως της κρίσεως της συνειδήσεως.
Ακόμη και σήμερα, με όλο τον κόσμο να κοιτάζει, ένας άνθρωπος στον οποίο «ουδέν ευρέθη αίτιον» μπορεί να συλλαμβάνεται, να βασανίζεται, να κτυπιέται, να φυλακίζεται ή να εξορίζεται. Όλα αυτά δε «επί τη βάσει του νόμου», χάριν της υπακοής και πειθαρχίας, όλα στο όνομα της τάξεως, για το καλό όλων. Πόσοι Πιλάτοι δε νίπτουν τα χέρια τους, πόσοι στρατιώτες δε σπεύδουν να εκτελέσουν τις διαταγές της στρατιωτικής ιεραρχίας, πόσοι άνθρωποι υπάκουα, δουλόπρεπα δεν τους χειροκροτούν, ή τουλάχιστον δεν κοιτάζουν σιωπηλά το κακό που θριαμβεύει; 

Καθώς μεταφέρουμε το σταυρό, καθώς τον προσκυνούμε, καθώς τον ασπαζόμαστε, ας σκεφτούμε τη σημασία του. Τί μας λέει, σε τί μάς καλεί; Ας θυμηθούμε το σταυρό ως επιλογή από την οποία κρέμονται τα πάντα στον κόσμο, και που χωρίς αυτόν όλα στον κόσμο γίνονται θρίαμβος του κακού και του σκότους. Ο Χριστός είπε,«εις κρίμα εγώ εις τον κόσμον τούτον ήλθον» (Ιωαν. 9, 39). Σ’ αυτή την κρίση, μπροστά στο δικαστήριο της σταυρωμένης αγάπης, της αλήθειας και της καλωσύνης,δικάζεται ο καθένας μας. 


Από το βιβλίο
«Εορτολόγιο- Ετήσιος Εκκλησιαστικός Κύκλος»



ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ: "Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθήτω μοι"

 


Στο σημερινό ευαγγέλιο ο Κύριος, σ’ όλους εκείνους που επιθυμούν να σωθούν από το θάνατο, προσφέρει το σταυρό, το πιο πικρό φάρμακο για τη θεραπεία τους.

Είπε ο Κύριος: «Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθήτω μοι» (Μάρκ. η’ 34). Όποιος θέλει να με ακολουθήσει, πρέπει ν’ απαρνηθεί τον παλιό και αμαρτωλό εαυτό του, να πάρει πάνω του το σταυρό των θλίψεων και των δοκιμασιών και τότε ας με ακολουθήσει.

Ο Κύριος δεν οδηγεί τους ανθρώπους στο σταυρό πριν απ’ Αυτόν. Τους καλεί να τον ακολουθήσουν, αφού Εκείνος πρώτος κουβάλησε τον σταυρό. Προτού κάνει την κλήση αυτή τους είχε προειδοποιήσει για τα πάθη Του: «… δει τον υιόν του ανθρώπου πολλά παθείν … και αποκτανθήναι, και μετά τρεις ημέρας αναστήναι» (Μάρκ. η’ 31). Αυτός είναι ο λόγος που είπε πως είναι «η οδός». Έγινε ο πρώτος στα πάθη κι ο πρώτος στη δόξα. Ήρθε για ν’ αποδείξει πως όλ’ αυτά που οι άνθρωποι ισχυρίζονται ότι είναι αδύνατα, είναι δυνατά. Και τα έκανε δυνατά.

Ο Κύριος δεν πιέζει τους ανθρώπους, δεν τους ασκεί βίαΟ Κύριος συνιστά και προσφέρει. «Όστις θέλει…». Οι άνθρωποι έπεσαν στην αρρώστια της αμαρτίας με την ελεύθερη βούλησή τους. Και μόνο με την ελεύθερη βούλησή τους πρέπει να θεραπευτούν από την αμαρτία. Δεν κρύβει το γεγονός πως το φάρμακο είναι πικρό, πολύ πικρό. Εκείνος όμως, με το να πάρει πρώτος το πικρό φάρμακο, το έκανε πιο εύκολο στους ανθρώπους. Και πήρε το φάρμακο μ’ όλο που ο ίδιος ήταν υγιής, για να μας αποδείξει τη θαυμαστή πράξη Του.

Απαρνησάσθω εαυτόν. Ο πρώτος άνθρωπος, ο Αδάμ, απαρνήθηκε τον εαυτό του όταν αμάρτησεαλλά απαρνήθηκε τον αληθινό, τον πραγματικό του εαυτό. Όταν ο Κύριος ζητά από τους ανθρώπους ν’ απαρνηθούν τον εαυτό τους, εννοεί τον ψεύτικο, τον πλανεμένο εαυτό. Ας το κάνουμε πιο απλό.

Ο Αδάμ απαρνήθηκε την Αλήθεια και προσκολλήθηκε σ’ ένα ψέμμα. Τώρα ο Κύριος ζητά από τους απογόνους του Αδάμ ν’ απαρνηθούν το ψέμμα και να προσκολληθούν ξανά στην Αλήθεια, από την οποία είχαν απομακρυνθεί. Το ν’ απαρνηθείς τον εαυτό σου επομένως σημαίνει ν’ απαρνηθείς την απατηλή μη-ύπαρξη, που μας έχει επιβληθεί στη θέση της θεόσδοτης ύπαρξής μας. Πρέπει ν’ απαρνηθούμε την παγκοσμιότητα που έχει αντικαταστήσει την πνευματικότητά μας, τα πάθη που έχουν αντικαταστήσει τα καλά μας έργα, τον ταπεινό φόβο που έχει σκοτίσει μέσα μας τη θεϊκή υιοθεσία, το γογγυσμό μας εναντίον του Θεού που έχει αφανίσει μέσα μας το πνεύμα της υπακοής σ’ Εκείνον. Πρέπει ν’ απαρνηθούμε την ειδωλολατρική λατρεία της φύσης και του σώματός μας. Με λίγα λόγια, πρέπει ν’ απαρνηθούμε όλα εκείνα που παραπέμπουν στο «εγώ» μας, και που στην πραγματικότητα είναι ο πονηρός κι η αμαρτία, η φθορά, η απάτη κι ο θάνατος.

Αχ και να μπορούσαμε ν’ απαρνηθούμε τις πονηρές μας συνήθειες που έχουν γίνει μέσα μας δεύτερη φύση. Ν’ απαρνηθούμε αυτή τη «δεύτερη φύση», γιατί δεν είναι η δική μας φύση όπως τη δημιούργησε ο Θεός, αλλά μια σωρευμένη και σκληρυμένη φαντασία κι αυταπάτη μέσα μας – ένα υποκριτικό ψέμμα που βαδίζει με τ’ όνομά μας, και μεις μαζί του.

Τί σημαίνει ν’ αναλάβουμε το σταυρό μας; Σημαίνει την από μέρους μας ελεύθερη αποδοχή κάθε μέσου θεραπείας που μας προσφέρει η πρόνοια του Θεού, έστω κι αν είναι πικρό. Σου έτυχαν μεγάλες καταστροφές; Κάνε υπακοή στο θέλημα του Θεού, όπως έκανε κι ο Νώε. Χρειάζεται να κάνεις θυσία; Παραδώσου στα χέρια του Θεού με την ίδια πίστη που είχε ο Αβραάμ όταν πορευόταν για να θυσιάσει το γιο του. Καταστράφηκε η περιουσία σου; Πέθαναν ξαφνικά τα παιδιά σου; Να τα υπομένεις όλα με καρτερία, με την καρδιά σου προσκολλημένη στο Θεό, όπως έκανε ο Ιώβ. Σ’ εγκαταλείπουν οι φίλοι σου και βρίσκεσαι ξαφνικά περικυκλωμένος από εχθρούς; Να τα υπομείνεις όλα χωρίς γογγυσμό, όπως έκαναν κι οι απόστολοι, με πίστη στο Θεό πως η βοήθειά Του είναι άμεση. Καταδικάστηκες να πεθάνεις για το Χριστό; Δόξασε το Θεό που αξιώθηκες τέτοια τιμή, όπως χιλιάδες χριστιανοί μάρτυρες.

Τίποτα δε θα σου ζητηθεί που δεν έχει ξαναγίνει. Εσύ μάλλον θ’ ακολουθήσεις το παράδειγμα των πολλών – αποστόλων, αγίων, ομολογητών και μαρτύρων – που έμειναν πιστοί στο θέλημα του Χριστού. Πρέπει να γνωρίζουμε και κάτι ακόμα όμως, όταν επιζητούμε τη σταύρωσή μας. Πως ο Κύριος ζητά τη σταύρωση του παλαιού ανθρώπου, εκείνου με τις πονηρές συνήθειες, που υπηρετεί την αμαρτία. Με τη σταύρωση αυτή ο παλιός, ο ζωώδης άνθρωπος μέσα μας νεκρώνεται. Κι ο νέος άνθρωπος, που είναι φτιαγμένος κατ’ εικόνα Θεού και αθάνατος, αναγεννιέται. Λέει ο απόστολος: «Ο παλαιός ημών άνθρωπος συνεσταυρώθη… του μηκέτι δουλεύειν ημάς τη αμαρτία» (Ρωμ. στ’ 6).

Ο σταυρός είναι βαρύς για τον παλιό, το σαρκικό άνθρωπο. Είναι βαρύς για τον άνθρωπο «συν τοις παθήμασι και ταις επιθυμίαις» (Γαλ. ε’ 24). Για τον πνευματικό άνθρωπο όμως δεν είναι βαρύς. Ο σταυρός είναι «τοις μεν απολλυμένοις μωρία… τοις δε σωζομένοις ημίν δύναμις Θεού» (Α’ Κορ. α’ 18). Εμείς καυχιόμαστε στο σταυρό του Χριστού, στο σταυρό που φέρουμε για χάρη Του. Ο Κύριος δε ζητά ν’ αναλάβουμε το δικό Του σταυρό, μα το δικό μας. Ο δικός Του σταυρός είναι ο βαρύτερος. Εκείνος δε σταυρώθηκε για τις δικές Του αμαρτίες αλλά για τις δικές μας, γι’ αυτό κι ο σταυρός Του είναι ο βαρύτερος. Εμείς σταυρωνόμαστε για τις δικές μας αμαρτίες, γι’ αυτό κι ο δικός μας σταυρός είναι ελαφρύτερος. Όταν τα βάσανά μας βρίσκονται στο αποκορύφωμά τους, δεν πρέπει να λέμε πως είναι πολύ μεγάλα, πέρα από κάθε όριο. Ζει Κύριος και γνωρίζει το μέτρο των πειρασμών μας, δε θα μας αφήσει να υποφέρουμε περισσότερο απ’ όσο μπορούμε. Το μέτρο των πειρασμών μας είναι υπολογισμένο τουλάχιστο όσο το μέτρο της μέρας και της νύχτας, ή όσο τα όρια των άστρων στην πορεία τους. Εντάθηκαν οι πειρασμοί μας; Έγινε βαρύτερος ο σταυρός μας; Η δύναμη του Θεού είναι μεγαλύτερη, όπως μας βεβαιώνει ο απόστολος: «Ότι καθώς περισσεύει τα παθήματα του Χριστού εις ημάς, ούτω διά Χριστού περισσεύει και η παράκλησις ημών» (Β’ Κορ. α’ 5).

Η παράκλησή μας όμως, πάνω απ’ όλα είναι μεγάλη επειδή μας καλεί ο Κύριος να τον ακολουθήσουμε. «Ακολουθήτω μοι», λέει. Γιατί ο Κύριος κάνει την κλήση αυτή σ’ εκείνους που αναλαμβάνουν το σταυρό τους; Πρώτα για να μην πέσουν και τσακιστούν κάτω από το βάρος του. Η ανθρώπινη ράτσα είναι τόσο οδυνηρά αδύναμη, που κι ο ελαφρύτερος σταυρός φαίνεται βαρύς στο δυνατότερο άνθρωπο, αν τον φέρει χωρίς τη βοήθεια του ουρανού. Βλέπουμε πως απελπίζονται οι άπιστοι στο ελαφρύτερο χτύπημα. Πως εναντιώνονται στον ουρανό και τη γη με το που θα τους κεντήσει μια καρφίτσα. Πως παραπατούν δεξιά κι αριστερά αβοήθητοι, αναζητώντας κάποια στήριξη και αρωγή στο κενό αυτού του κόσμου· κι όταν ο κόσμος αυτός δεν μπορεί να τους προσφέρει στήριξη και βοήθεια, τότε ισχυρίζονται πως ο κόσμος ολόκληρος δεν είναι παρά ένα κενό απόγνωσης.

Αυτός είναι ο λόγος που ο Κύριος μας καλεί να τον ακολουθήσουμε. Μόνο αν ακολουθούμε πίσω Του θα μπορούμε να κουβαλάμε το σταυρό μας. Σ’ Εκείνον θα βρούμε δύναμη, θάρρος και παρηγοριάΘα γίνει σ’ εμάς φως στο σκοτεινό δρόμο μας, υγεία στην αρρώστια, σύντροφος στη μοναξιά, χαρά στους πειρασμούς και πλούτος στην ένδεια. Το ανεξάντλητο φως του Χριστού μας χρειάζεται για να σβήσει τον πόνο μας και να κρατήσει ζωντανή την ελπίδα μας στο χάραμα της μέρας.

αγίου Νικολάου Αχρίδος, Λόγος εις την Γ Κυριακή των Νηστειών (απόσπασμα)

alopsis


Πέμπτη, Μαρτίου 28, 2019

Εἶμαι στά χέρια τοῦ Θεοῦ...



Tόν καιρό πού οἱ Λογγοβάρδοι λυμαίνονταν τίς ἐπαρχίες τῆς Βορείου Ἰταλίας, ἔπιασαν αἰχμάλωτο ἕνα Διάκονο κι εἶχαν ἀποφασίσει νά τόν βασανίσουν.

Ὁ Σάγκτουλος, ἕνας Χριστιανός Λογγοβάρδος, πού οἱ συμπατριῶται του τόν σέβονταν σάν ἅγιο, γιά τήν πολλή εὐλάβεια καί τή μεγάλη ἀρετή του, ἔκανε πολλά διαβήματα στούς ἀρχηγούς, γιά νά σώση τή ζωή τοῦ αἰχμαλώτου. Μά δέν κατώρθωσε τίποτε ἄλλο, ἐκτός ἀπό τή χάρη νά μείνη αὐτός φρουρός κοντά στόν μελλοθάνατο, τήν τελευταία νύκτα. 

- Μεῖνε, τόν προειδοποίησε ὁ Ἀρχηγός, ἀλλ᾽ ἄν ξεφύγη, νά ξέρης πώς θά βασανιστῆς ἐσύ στή θέσι του.

Ὁ Σάγκτουλος συμφώνησε κι ἔτσι κάθησε φρουρός. Τά μεσάνυχτα ὅμως, ὅταν ὅλο τό στρατόπεδο ἦταν βυθισμένο στόν ὕπνο, ξύπνησε τόν Διάκονο καί τοῦ εἶπε νά σηκωθῆ νά φύγη, ὅσο μποροῦσε πιό γρήγορα. Τοῦ εἶχε ἕτοιμο κι ἕνα γοργό ἄλογο.

- Ἀδύνατον, ἀδελφέ μου, ἔλεγε ὁ μελλοθάνατος.
Ἄν ἐγώ γλιτώσω, ἐσύ εἶναι ἀδύνατο νά γλιτώσης ἀπό τά χέρια τους. Πῶς λοιπόν νά γίνω αἰτία νά πεθάνης μ᾽ ἕνα τόσο σκληρό θάνατο;

- Μή σέ μέλει γιά μένα, ἔλεγε ἀπό τήν ἄλλη μεριά ὁ Σάγκτουλος. Ὁ Θεός θά μέ σκεπάση. Ἔτσι τόν ἔπεισε νά φύγη.
Τήν ἄλλη ἡμέρα, οἱ Λογγοβάρδοι ζήτησαν τόν αἰχμάλωτο.

- Ἔφυγε, τούς εἶπε μέ ἀπάθεια ὁ φρουρός του.

- Κι ἐσύ θά ξέρης βέβαια πολύ καλά τόν τρόπο.

- Ναί, ἀποκρίθηκε θαρρετά ὁ Σάγκτουλος.

- Ἐπειδή εἶσαι καλός ἄνθρωπος, δέ θέλω νά σέ βασανίσω, εἶπε ὁ Ἀρχηγός, πού θαύμαζε, χωρίς νά τό δείχνη, τό θάρρος του. Διάλεξε μόνος σου τόν τρόπο πού προτιμᾶς νά πεθάνης.

- Εἶμαι στά χέρια τοῦ Θεοῦ, ἀποκρίθηκε ἀτάραχος ὁ Χριστιανός στρατιώτης. Τόν θάνατο πού θά παραχωρήσηἘκεῖνος, θά τόν δεχθῶ μέ εὐχαρίστησι.

Τελικά ἀποφάσισαν νά τοῦ κόψουν μέ πέλεκυ τήν κεφαλή του κι ἀνέθεσαν τή δουλειά αὐτή σ᾽ ἕνα μεγαλόσωμο καί χειροδύναμο στρατιώτη.
Ὁ Σάγκτουλος γονάτισε, εἶπε τήν προσευχή του κι ἔσκυψε καρτερικά τό κεφάλι νά δεχθῆ τό χτύπημα. Ἡ ψυχή του ἀγαλλίαζε στή σκέψι πώς σέ λίγο θά βρισκόταν κοντά στόν Χριστό. Ὁ δήμιος σήκωσε ὁρμητικά τόν φονικό πέλεκυ γιά νά ξεμπερδέψη μιά καί καλή μ᾽ αυτή τή δουλειά. Τά χέρια του ὅμως ἔμειναν ἀκίνητα στόν ἀέρα, σάν νά τά ἔσφιγγε μυστηριώδης δύναμις. Ἔνιωσε πόνους φοβερούς κι ἄρχισε νά μουγκρίζη σάν πληγωμένο θηρίο. Οἱ ἄλλοι γύρω τρόμαξαν.

- Τί πᾶμε νά κάνωμε; ἔλεγαν μεταξύ τους, νά τά βάλωμε μέ τόν ἅγιο αὐτόν ἄνθρωπο, πού ἔχει τόν Θεό μαζί του;

Ἄρχισαν, λοιπόν, νά παρακαλοῦν τόν Σάγκτουλο, πού ἔμενε ἀκόμη μέ τό κεφάλι γερμένο, νά γιατρέψη τόν στρατιώτη, πού ἐξακολουθοῦσε νά φωνάζη μέ τά χέρια κρατημένα ψηλά.

- Δέν μπορῶ νά ζητήσω τέτοια χάρι γι᾽ αὐτόν ἀπό τόν Κύριό μου, ἄν δέν ὑποσχεθῆ πρῶτα πώς δέ θά ξανασηκώση τό χέρι του νά κτυπήση Χριστιανό, εἶπε ὁ Σάγκτουλος.

- Ὑπόσχομαι, φώναξε ὁ στρατιώτης τρέμοντας ἀπό τό φόβο του.

- Κατέβασε λοιπόν τά χέρια σου, πρόσταξε ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ.
Μέ τόν λόγο, τά χέρια παρευθύς κινήθηκαν γιά νά πετάξουν πρῶτα ἀπ᾽ ὅλα μακριά τό φονικό ὄργανο.
Κατάπληκτοι οἱ Λογγοβάρδοι γιά ὅσα ἔγιναν ἐκεῖνο τό πρωΐ μπροστά στά μάτια τους, χάρισαν τή ζωή στό Σάγκτουλο, πού ἔγινε ἀπό τότε,Ἱεραπόστολος ἀνάμεσά τους.

Ἀπό τό ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ





Δεν θα βαδίσω σε κήπους ανθόσπαρτους τώρα μαζί σου,
δε θα λουστείς στα νερά τα κρυστάλλινα του Παραδείσου..


Δύσκολο βρίσκεις και μέγα τ΄αγώνισμα, σκληρό τον νόμο,
κι΄ειναι βαρύς ο σταυρός που σου φόρτωσα πάνω στον ώμο!

Σφίξε αδερφέ τον σταυρό που σου χάρισα μέσα στα χέρια,
πρίν απο σένα τρυπήθηκα εγώ στην καρδιά με μαχαίρια!

Τούτο το αγώνισμα φίλε που σου δωκα μην τ΄αποστέρξεις,
Πρώτος ανέβηκα εγω τον ανήφορο αυτόν που θα τρέξεις..

Ηταν βαρύς ο σταυρός μου και ασήκωτος σαν απο πέτρα!
Πίστεψε δεν μου τον είχανε κόψει σ΄ανθρώπινα μέτρα..

Κι όμως σαν άνθρωπος όμοιος κι εγω τον κρατούσα..
κι έρημος, άφιλος, μες σε λυκόσκυλα μόνος τραβούσα..

Κοίτα στου δύσκολου δρόμου σου εδώ του σκληρού τα λιθάρια,
κοίτα και θα ΄βρεις ακόμα παντού τα ματόγραφτ΄ αχνάρια..

Κι όπου κοιτάξεις στις πέτρες εδώ τις μικρές, τις μεγάλες..
Θα ΄βρεις ακόμα να αχνίζουν ζεστές τις αιμάτινες στάλες..

Βλέπω τα χέρια σου απόκαμαν κι έμειναν σαν μαραμένα!
Ω και να δείς τα καρφιά που μου σκάψαν τα χέρια μου εμένα!

Σύγκορμος τρέμεις! τα πόδια παράλυσαν, θόλωσε ο νούς σου..
Μαύρισ ΄η μέρα σου αντάριασμα πλάκωσε τους ουρανούς σου!

Όλα τ΄αστέρια βασίλεψαν κι έσβησαν στα βλέφαρα σου..
κι ουτε μια λάμψη φωτίζει παρήγορη τη συμφορά σου!

Θάρρος παιδί μου, περπάτα και κράτα με, αντάμα θα πάμε
άγνωστη να ΄ναι και ξένη στα χείλη σου η λέξη "φοβάμαι"..

Δώσ΄ μου το χέρι σου κι άφοβα ακούμπησε πάνω σε μένα
Διώξε τα μαύρα πουλιά που κρατάς μεσ΄την σκέψη κρυμμένα!


γ.βερίτης 

Τρίτη, Μαρτίου 26, 2019

TH ΑΥΤΗ ΗΜΕΡΑ Διήγηση ωφέλιμος περί μοναχού Μάλχου και περί υπακοής



Mακράν από την Aντιόχειαν της Συρίας έως τριάντα μίλια, είναι ένα χωρίον ονομαζόμενον Mαρώνεια, εις το χωρίον δε εκείνο εγεννήθη και ανετράφη ο Mάλχος ούτος, και εσέβετο τον Θεόν. Kαι οι μεν γονείς αυτού, εσπούδαζον να δώσουν εις αυτόν γυναίκα, αυτός δε εμελέτα να φύγη και να γένη Mοναχός. Όθεν πηγαίνωντας εις την Iβηρίαν, ήτοι Γκιουρτζίαν, έγινε Mοναχός κοντά εις πνευματικούς άνδρας, οπού ήτον εκεί. Aγωνισθείς λοιπόν ο αοίδιμος, ευηρέστησεν εις τον Θεόν.
Όταν δε έμαθεν, ότι απέθανεν ο πατήρ του, εστοχάζετο να γυρίση οπίσω εις την χήραν μητέρα του, με σκοπόν ίνα μετά τον θάνατον εκείνης γένη κληρονόμος όλων των υπαρχόντων της. Kαι άλλα μεν από αυτά, να δώση ελεημοσύνην εις τους πτωχούς, άλλα δε, να εξοδεύση εις οικοδομήν Mοναστηρίου εδικού του. Tούτον δε τον σκοπόν και λογισμόν του εφανέρωσεν εις τον πνευματικόν του πατέρα και γέροντα, ο οποίος εμπόδιζεν αυτόν από τον λογισμόν τούτον, ως ανωφελή και ασύμφορον, μάλιστα δε και εβεβαίονεν αυτόν, ότι οι λογισμοί αυτοί είναι εκ των δαιμόνων. O δε Mάλχος δεν ηθέλησε να πεισθή εις τα λόγια του γέροντός του. Όθεν ευγήκεν από το Mοναστήριον και επήγεν εις την Έδεσσαν. Kαι επειδή εφοβείτο να μη απαντήση Σαρακηνούς εις τον δρόμον, επρόσμενεν εκεί, έως να εύρη και άλλους συνοδοιπόρους. Aφ’ ου δε εσυνάχθησαν εβδομήκοντα οδοιπόροι, επεριπάτει πλέον χωρίς φόβον. Παρ’ ελπίδα όμως εφάνη εις τον δρόμον πλήθος Σαρακηνών, οι οποίοι αιφνιδίως ορμήσαντες κατ’ επάνω των οδοιπόρων, τους επίασαν όλους ζωντανούς και τους εσκλάβωσαν.
Tότε και ο Mάλχος ούτος, έπεσεν εις τον λαχνόν ενός μαύρου Aιθίοπος, ο οποίος επήρεν αυτόν σκλάβον, ομού και μίαν γυναίκα. Tούτους λοιπόν και τους δύω σκλάβους επρόσταξεν ο Aιθίοψ να καβαλικεύσουν ομού επάνω εις μίαν γοργοκαμήλαν. Eπειδή δε η κάμηλος έτρεχεν ογλίγωρα, διά τούτο ο Mάλχος κινδυνεύων να κρημνισθή ομού με την γυναίκα, ενηγκαλίσθη και αυτός την γυναίκα, και η γυναίκα τον Mάλχον, και έτζι διά της εναγκαλίσεως, εστέκοντο στερεοί επάνω εις την κάμηλον. Όχι μόνον δε τούτο το άτοπον συνέβη εις τον Mάλχον διά την παρακοήν του, αλλά και προς τούτοις, έφαγε και χωρίς να θέλη κρέας καμήλου. Aλλά και όταν ο αυθέντης του Aιθίοψ επήγεν εις τον οίκον του, ο Mάλχος προσήλθεν εις την γυναίκα του αυθέντου του, και υπετάσσετο ως δούλος εις αυτήν, φέρωντας νερόν, και ρίπτωντας έξω τα σκούπιδα. Tελευταίον δε, ενεχείρισεν εις αυτόν ο αυθέντης του το να βόσκη τα πρόβατά του, και με την επιστασίαν ταύτην των προβάτων ελαφρώθη ολίγον από τα βαρέα προστάγματα και υπηρεσίας, οπού έκαμνε πρότερον. Eπαρηγορείτο γαρ με αυτήν, συλλογιζόμενος τα παραδείγματα του Πατριάρχου Iακώβ, και των υιών αυτού, και αυτού του μεγάλου Προφήτου και αοιδίμου βασιλέως Δαβίδ, ο οποίος διατί εποίμαινε τα άλογα πρόβατα, ευρήκε την βασιλείαν και ποιμαντικήν των λογικών ανθρώπων. Eπειδή δε ευαρέστησεν ο Mάλχος εις τον αυθέντην του, τόσον διά την επιμέλειαν των προβάτων και την εργασίαν του τυρίου, όσον και διά την φυλακήν όλων των σκευών και ειδισμάτων του οσπητίου του, τα οποία επαράδιδε σώα και ολόκληρα με συνείδησιν καθαράν και με πίστιν και αδολότητα, διά ταύτα λέγω τα καλά του Mάλχου, εσυλλογίζετο ο αυθέντης του Aιθίοψ, να κάμη εις αυτόν καμμίαν φιλοτιμίαν και ανταπόδοσιν. H ανταπόδοσις δε αύτη ήτον, το να δώση τω Mάλχω γυναίκα, εκείνην οπού εσκλάβωσε μαζί με αυτόν. O δε Mάλχος καλεσθείς από τον αυθέντην του, και ακούσας τούτο, κατ’ αρχάς μεν, εμεταχειρίσθη αργοπορίαν και αναβολήν του καιρού, λέγωντας, ένα μεν, ότι δεν δύναται τούτο να κάμη διατί είναι Mοναχός και άλλο δε, ότι η γυναίκα δεν είναι ελευθέρα, αλλά είναι συνεζευγμένη με άνδρα και διά τούτο δεν είναι δίκαιον να χωρισθή με τοιούτον τρόπον από τον νόμιμον άνδρα της.
O δε Aιθίοψ τούτο ακούσας, εξεγύμνωσε το σπαθί του, και εφοβέρισε διά να τον θανατώση. Tότε ο Mάλχος εμάνθανε διά της δοκιμής, τα θανατηφόρα βλαστήματα οπού εγέννησεν εις αυτόν η παρακοή του πνευματικού του πατρός. Όθεν φοβηθείς, επήρε την γυναίκα και χωρίς να θέλη. Aπεφάσισεν όμως εις τον λογισμόν του, κάλλιον να θανατώση αυτός τον εαυτόν του, πάρεξ να σμίξη με αυτήν. Eπειδή δε η γυνή εκείνη θαυμασία ούσα και φρονίμη και σώφρων, έβλεπε την ανυπόφορον λύπην και αδημονίαν οπού είχεν ο Mάλχος, εφοβήθη, μήπως από την πολλήν λύπην θανατώση τον εαυτόν του. Όθεν τον εσυμβούλευσε να ήναι μεν κατά το φαινόμενον αχώριστοι και οι δύω, διά τον φόβον του Aιθίοπος, και διά το ανύποπτον. Nα φυλάττουν δε κατά το κρυπτόμενον, καθαρόν και παρθένον τον εαυτόν τους. Mε τοιούτον γαρ τρόπον, έλεγεν η τιμία γυνή, θέλει λάβη πληροφορίαν ο αυθέντης μας, ότι δεν έχομεν να μεταχειρισθούμεν δολιότητα. Ήρεσεν η βουλή αύτη εις τον Mάλχον, πλην αυτός ενθυμούμενος την καθαράν και αγίαν ζωήν, οπού είχεν, όταν ευρίσκετο εις το Mοναστήριον, εμελέτα να φύγη. Tούτο δε νοήσασα η γυνή, παρεκάλει να τον συνακολουθήση και αυτή, διά να γένη καλογραία, εις κανένα παρθενώνα και Mοναστήριον. O δε Mάλχος υπεσχέθη τούτο εις αυτήν. Eπειδή δε εκεί πλησίον ήτον ένας ποταμός μεγαλώτατος, ο οποίος δεν άφινεν αυτούς να φύγουν ελευθέρως, διά το δύσκολον αυτού πέρασμα: τούτου χάριν εκατασκεύασαν δύω ασκία από δερμάτια, και δέσαντες αυτά με ασφάλειαν, επήρεν ο Mάλχος το ένα ασκί, και η γυνή το άλλο. Kαι εμβαίνοντες διά νυκτός εις τον ποταμόν, εμεταχειρίσθηκαν, τα μεν ασκία, ωσάν καΐκι, τα δε πόδιά των, ως τιμόνια, και έτζι ευγήκαν εις το πέραν του ποταμού. Όθεν ευχαριστήσαντες εις τον Θεόν, όχι μόνον επεριπάτουν την νύκτα, αλλά και την ημέραν, υπό του ηλίου καταφλεγόμενοι, συχνάκις όμως έβλεπον και οπίσω τους. Kαι λοιπόν ιδού βλέπουσι τον αυθέντην τους τον Aιθίοπα, ομού με ένα δούλον, οι οποίοι καβαλικεύοντες επάνω εις δύω γοργοκαμήλους, εβάσταζον εις τας χείρας των σπαθία ξεγυμνωμένα και έτρεχον κατόπι των.
Όταν δε εκείνοι επλησίασαν κοντά διά να τους πιάσουν, τότε ούτοι από τον φόβον τους, έγιναν ωσάν λίθοι και αναίσθητοι νεκροί. Kατ’ οικονομίαν δε Θεού, εφάνη έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς των ένα βαθύτατον σπήλαιον, όθεν εμβήκαν μέσα εις αυτό. Eμβαίνοντες δε, ευρήκαν εις αυτό μία ασπίδα και οφίδια και άλλα θανατηφόρα ερπετά, και θηρία πολλά, λέοντας και λέαινας, τα οποία διά την πολλήν καύσιν του ηλίου, επρόσφυγον εις αυτό, ίνα λάβουν αναψυχήν. Aγκαλά λοιπόν και εφοβήθησαν ούτοι τα ρηθέντα θηρία, όμως με το να ήτον μεγαλίτερος ο φόβος του Aιθίοπος, εσφράγισαν τον εαυτόν τους με το σημείον του τιμίου Σταυρού, και ούτως εστάθησαν εις ένα μέρος του σπηλαίου, προσμένοντες να γένουν φαγητόν των θηρίων. Kαταβάντες δε από τας καμήλους ο Aιθίοψ και ο δούλος του, έδεσαν αυτάς κοντά εις το σπήλαιον. Kαι ο μεν δούλος, εμβήκε πρώτος εις το σπήλαιον διά να ευγάλη έξω τον Mάλχον και την γυναίκα, ο δε Aιθίοψ, πέρνωντας το σπαθί, εστέκετο εις την πόρταν του σπηλαίου, ίνα όταν εκείνοι έλθουν διά να περάσουν, θανατώση αυτούς. Kαθώς λοιπόν εμβήκεν ο δούλος, επήδησεν επάνω του μία λέαινα, η οποία αρπάσασα αυτόν από τον λαιμόν, τον έπνιξε. Έπειτα δαγκάνουσα αυτόν, τον ετράβιξε μέσα εις την φωλεάν της. Kαι ο μεν Mάλχος και η γυνή βλέποντες τούτο, εδόξασαν τον Θεόν. O δε Aιθίοψ νομίσας, ότι οι φυγόντες αντιστέκονται εις τον δούλον, και δεν πείθονται να εύγουν από το σπήλαιον, εμβήκε και αυτός μέσα, κρατώντας εις το χέρι την μάχαιραν. Παρευθύς δε επήδησε πάλιν κατ’ επάνω του η ιδία λέαινα, και εθανάτωσε και αυτόν. Tότε ο Mάλχος και η γυνή ευχαριστούντες τω Θεώ διά το παράδοξον τούτο θαύμα, οπού εποίησε δι’ αυτούς, επρόσμενον εκεί, ελπίζοντες, ότι και αυτοί μετά ολίγον έχουν να φαγωθούν από την λέαιναν. Aλλ’ η λέαινα πέρνουσα το λεονταρόπουλόν της, ευγήκεν από το σπήλαιον. Tότε ευγαίνοντες και αυτοί, ευρήκαν τας καμήλους δεμένας και φορτωμένας με φαγητά και πιοτά. Όθεν φαγόντες και ευφρανθέντες, ευχαρίστησαν τον Θεόν.
Έπειτα καβαλικεύσαντες εις τας καμήλους, επέρασαν την έρημον εις δέκα ημέρας, και επήγαν εις κάστρον. Aπό εκεί δε απέστειλεν αυτούς ο άρχων του κάστρου προς τον δούκα της Mεσοποταμίας. Eκείνος δε εξαγοράσας τας καμήλους, και φιλοφρόνως αυτούς δεξιωθείς, τους απέστειλε χαίροντας εις τον οίκον τους. Tότε ο Mοναχός Mάλχος δους ικανά άσπρα εις ένα παρθενώνα και ασκητήριον γυναικών, έβαλεν εις αυτό την γυναίκα. Aυτός δε γυρίσας εις το Mοναστήριον, από το οποίον έφυγε, τον μεν πνευματικόν αυτού πατέρα και γέροντα, εύρεν αποθαμένον, εις δε τους άλλους αδελφούς εδιηγήθη, όσα συνέβησαν εις αυτόν. Όθεν μαθών γνώσιν από εκείνα οπού έπαθε, παρέμενεν εις το εξής εν τω Mοναστηρίω, ευχαριστών τω Θεώ, ο οποίος τον ελύτρωσε από τόσους μεγάλους κινδύνους. Διαπεράσας λοιπόν χρόνους αρκετούς, και τω Θεώ ευαρέστως δουλεύσας, απήλθεν εις τας αιωνίους μονάς.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. Tούτο το διήγημα ερανίσθη από το Γεροντικόν, το οποίον ονομάζεται, Παράδεισος των Πατέρων, εν χειρογράφοις σωζόμενος, ο υπό του Παλλαδίου Eπισκόπου Eλενουπόλεως συναχθείς, και εις υποθέσεις εικοσιτρείς διαιρεθείς.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΡΙΟ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

Δευτέρα, Μαρτίου 25, 2019

Έλα λοιπόν, αρχάγγελε, γίνε υπηρέτης του φοβερού και κρυμμένου μυστηρίου!


Έλα λοιπόν, αρχάγγελε, γίνε υπηρέτης του φοβερού και κρυμμένου μυστηρίου, εξυπηρέτησε το θαύμα. Βιάζομαι εξαιτίας της ευσπλαχνίας μου να κατέβω από τον ουρανό και να αναζητήσω τον πλανεμένο Αδάμ. Η αμαρτία εξασθένησε τον άνθρωπο, που πλάσθηκε σύμφωνα με την εικόνα μου, σάπισε το δημιούργημα των χεριών μου και θάμπωσε την ομορφιά πού έπλασα. Ο λύκος κατατρώει το δημιούργημά μου, είναι έρημη η θέση του στον παράδεισο, το δένδρο της ζωής φυλάγεται από την πύρινη ρομφαία, έχει κλείσει πια ο τόπος της τρυφής. Επιθυμώ να ελεήσω τον κατατρεγμένο άνθρωπο και να συλλάβω τον εχθρό διάβολο. Επιθυμώ αυτό το μυστήριο να μην το μάθουν όλες οι ουράνιες δυνάμεις, σε σένα μόνο τον εμπιστεύομαι. Πήγαινε λοιπόν στην παρθένο Μαρία. Πήγαινε στη ζωντανή πόλη, για την οποία ο προφήτης έλεγε· “ Πόλη του Θεού, δοξασμένα και εξαίσια ειπώθηκαν για σένα”. Πήγαινε στον λογικό μου παράδεισο, πήγαινε προς την πύλη της ανατολής, πήγαινε στο άξιο κατοικητήριο του Λόγου μου, πήγαινε στον δεύτερο ουρανό που βρίσκεται πάνω στη γη, πήγαινε στο ελαφρό και ταχυκίνητο σύννεφο, πληροφόρησέ την για τη βροχή της παρουσίας μου, πήγαινε στο αγίασμα που ετοιμάστηκε για μένα, πήγαινε στον νυμφικό κοιτώνα της ενανθρωπήσεως, πήγαινε στον αμόλυντο νυμφικό κοιτώνα της κατά σάρκα γεννήσεώς μου. Μίλησε στα αυτιά της λογικής κιβωτού, προετοίμασέ τα να μ’ ακούσουν χωρίς να τα τρομάξεις, ούτε να ταράξεις την ψυχή της Παρθένου. Κόσμια εμφανίσου στον έμψυχο ναό μου, πες σ’ αυτήν πρώτα τη χαρούμενη είδηση. Εσύ πες στη Μαριάμ το “ Χαίρε Κεχαριτωμένη”, ώστε εγώ να ελεήσω την εξουθενωμένη Εύα».
Τ’ άκουσε αυτά ο αρχάγγελος και όπως ήταν φυσικό μονολογούσε· « Παράξενη είναι αυτή η υπόθεση, ξεπερνάει κάθε σκέψη αυτό που ειπώθηκε. Ο φοβερός στα Χερουβίμ, ο αθέατος στα Σεραφίμ, ο ακατάληπτος σ’ όλες τις ουράνιες αγγελικές δυνάμεις, υπόσχεται μια ξεχωριστή επικοινωνία στην κόρη, προμηνύει μια αυτοπρόσωπη παρουσία του, μάλλον υπόσχεται μια είσοδο διά μέσου της ακοής και βιάζεται αυτός που καταδίκασε την Εύα να δοξάσει τόσο πολύ τη θυγατέρα της; Λέει “ας ετοιμαστεί η είσοδός μου διά μέσου της ακοής”. Όμως είναι δυνατόν ανθρώπινη κοιλιά να χωρέσει τον αχώρητο; Πραγματικά αυτό το μυστήριο είναι φοβερό».
Ενώ αυτά είχε στο νου του ο άγγελος, ο Δεσπότης του λέει· «Γιατί ταράζεσαι και παραξενεύεσαι Γαβριήλ; Δεν σ’ έστειλα προηγουμένως στον ιερέα Ζαχαρία; Δεν του μετέφερες τη χαρμόσυνη είδηση της γεννήσεως του Ιωάννη; Δεν επέβαλες την τιμωρία της σιωπής στον ιερέα που δεν σε πίστεψε; Δεν καταδίκασες τον γέροντα σε αφωνία; Εσύ δεν το ανακοίνωσες κι εγώ το επικύρωσα; Δεν ακολούθησε τη χαρμόσυνη είδησή σου η πράξη; Δεν συνέλαβε η στείρα γυναίκα; Δεν υπάκουσε η μήτρα της; Δεν εξαφανίστηκε η αρρώστια της ατεκνίας; Δεν υποχώρησε η απραξία της φύσης; Τώρα δεν κυοφορεί αυτή που προηγουμένως ήταν στείρα; Μήπως για μένα τον Δημιουργό υπάρχει κάτι που είναι ακατόρθωτο; Πως λοιπόν σε κυρίεψε η αμφιβολία;».
Τι απάντησε ο άγγελος; « Δέσποτα, το να θεραπεύσεις τα σφάλματα της φύσης, το να ηρεμήσεις την τρικυμία των παθών των ανθρώπων, το να ανακαλέσεις στη ζωή νεκρωθέντα ανθρώπινα μέλη, το να διατάξεις τη φύση ώστε να γεννήσει μια στείρα γυναίκα, το να θεραπεύσεις τη στείρωση σε γερασμένα μέλη, το να μετασχηματίσεις ένα γερασμένο ξερό καλάμι σε χλοερό, το να κάνεις την άγονη γη ξαφνικά πηγή σπαρτών, είναι πράγματα που γίνονται πάντοτε με τη δική σου δύναμη. Μάρτυρες που αποδεικνύουν όλα τα παραπάνω είναι η Σάρρα, η Ρεβέκκα και η Άννα, οι οποίες, ενώ ήταν υποδουλωμένες στη φοβερή ασθένεια της στειρώσεως, απελευθερώθηκαν από σένα. Το να γεννήσει όμως παρθένος χωρίς τη συμμετοχή άνδρα, αυτό ξεπερνάει όλους τους νόμους της φύσης, αλλά και προαναγγέλλει τη δική σου παρουσία στην κόρη. Εσένα δεν σε χωρούν τα πέρατα του ουρανού και της γης, πως θα σε χωρέσει μια παρθενική μήτρα;». Ο Δεσπότης απάντησε· « Πως με χώρεσε η σκηνή του Αβραάμ;». Ο άγγελος είπε· « Επειδή, Δέσποτα, υπήρχε ένα πέλαγος φιλοξενίας, εκεί εμφανίστηκες στον Αβραάμ, δηλαδή στη σκηνή του, που ήταν δίπλα στο δρόμο και τη ξεπέρασες, επειδή τα πάντα γεμίζει η παρουσία σου. Πώς θα φέρεις το πυρ της θεότητος στη Μαριάμ; Ο θρόνος σου φλέγεται ακτινοβολώντας από την αίγλη σου και θα μπορέσει η ευκολόκαυστη παρθένος να σε δεκτεί;».
Ο Δεσπότης λέει· « Πράγματι, αν η φωτιά στην έρημο έβλαψε τη βάτο, κατά τον ίδιο τρόπο και η παρουσία μου θα βλάψει τη Μαρία. Αν εκείνη η φωτιά, η οποία σκιαγραφούσε την παρουσία από τον ουρανό της θεϊκής φωτιάς πότιζε τη βάτο και δεν την έκαιγε, τι θα έλεγες για την αλήθεια που κατεβαίνει από τον ουρανό όχι σαν πύρινη φλόγα, αλλά σαν βροχή;».
Τότε πλέον ο άγγελος εκτέλεσε τη διαταγή που πήρε και αφού παρουσιάστηκε στην Παρθένο της είπε πανηγυρικά· «“Χαίρε, Κεχαριτωμένη, ο Κύριος είναι μαζί σου”. Ποτέ πια ο διάβολος δεν θα είναι εναντίον σου, γιατί το σημείο που πλήγωσε ο εχθρός σου προηγουμένως, σ’ αυτό πρώτα – πρώτα τώρα ο ιατρός της σωτηρίας επιθέτει το έμπλαστρο. Από εκεί όπου εμφανίστηκε ο θάνατος, από εκεί μπήκε η ζωή. Από τη γυναίκα προέρχονται όλες οι συμφορές, αλλά και από τη γυναίκα πηγάζουν όλα τα καλά. Χαίρε Κεχαριτωμένη, μη ντρέπεσαι σαν να είσαι αιτία καταδίκης. Θα γίνεις μητέρα αυτού που καταδίκασε και λύτρωσε τον άνθρωπο. Χαίρε, αμίαντη μητέρα του Νυμφίου Χριστού στην ορφανή ανθρωπότητα. Χαίρε, εσύ που καταπόντισες στη μήτρα σου τον θάνατο της μητέρας της ανθρωπότητας Εύας. Χαίρε, ο ζωντανός ναός του Θεού. Χαίρε, συ που είσαι εξίσου κατοικία ουρανού και γης. Χαίρε, ευρύχωρε τόπε της απόρρητης φύσης». Αφού όλα αυτά έτσι έχουν, εξαιτίας της ήλθε ο γιατρός για τους αρρώστους, «ο ήλιος της δικαιοσύνης, για να φωτίσει αυτούς που ζουν στο σκοτάδι», η άγκυρα για όλους τους ταλαιπωρημένους και το ασφαλισμένο λιμάνι. Γεννήθηκε ο Δεσπότης των δούλων που μισούνται αδιάλλακτα, ο σύνδεσμος της ειρήνης, εμφανίσθηκε ο λυτρωτής των αιχμαλώτων δούλων, η ειρήνη αυτών που βρίσκονται σε πόλεμο. «Αυτός βέβαια είναι η ειρήνη μας», την οποία ειρήνη μακάρι να απολαύσουμε όλοι μας με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα, τιμή και δύναμη τώρα και πάντοτε και σ’ όλους τους αιώνες. Αμήν.

από Ομιλία εις τον ευαγγελισμόν της Θεοτόκου, Ιωάννου του ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

Κυριακή, Μαρτίου 24, 2019

Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου



Την ημέρα αυτή που ακολουθεί λίγο μετά την εαρινή ισημερία, καθώς το σκοτάδι της νύχτας φθάνει στο τέρμα της υπεροχής του έναντι της ημέρας και αρχίζει να υπερτερεί το φως, η Εκκλησία εορτάζει τη σύλληψη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και την κάθοδο, στο σκότος και τον ζόφο του κόσμου, του Ηλίου της Δικαιοσύνης, η οποία ανέστρεψε τον ρου του χρόνου και της ιστορίας και από κάθοδο προς τον άδη τον έκανε ανύψωση προς την οριστική άνοιξη της αιωνιότητας.

Ρίζα και αρχή όλων των δεσποτικών εορτών, στις οποίες μνημονεύουμε κατ’ έτος τη Σωτηρία μας, η εορτή αυτή του Ευαγγελισμού (1) πρέπει να εορτάζεται πάντα στην ίδια ημερομηνία, επειδή σύμφωνα με αρχαία παράδοση ο κόσμος δημιουργήθηκε από τον Θεό κατά τον μήνα Μάρτιο και στις 25 Μαρτίου ακριβώς ο Αδάμ, πλανηθείς από την υπόσχεση του όφεως και θέλοντας να γίνει θεός, παρέβη τη θεία εντολή και εξορίστηκε από τον Παράδεισο. (2) Άρμοζε λοιπόν η ίαση της φύσεώς μας να επιτελεστεί, ως δεύτερη δημιουργία, διά των ιδίων μέσων και τις ίδιες ημέρες όπως η πτώση μας. Και καθώς το ανθρώπινο γένος υποδουλώθηκε στον θάνατο διά της παρακοής της Εύας, στην άνοιξη του κόσμου, άρμοζε να λυτρωθεί κατά τον Μάρτιο μήνα διά της υπακοής της Παρθένου. Αναπτύσσοντας με θαυμαστό τρόπο αυτή τη θεολογία των αντιστοιχιών στην Οικονομία της Σωτηρίας, ο άγιος Ειρηναίος Λουγδούνου γράφει σχετικά: «Και ως εκείνη εξηπατήθη εις το παρακούσαι του Θεού, ούτω και αυτή επείσθη υπακούσαι τω Θεώ, ίνα της παρθένου Εύας η Παρθένος Μαρία γένηται παράκλητος· και ως συνεδέθη τω θανάτω το γένος των ανθρώπων διά παρθένου, ελύθη διά παρθένου, αντιταλαντευθείσης της παρθενικής παρακοής διά της παρθενικής υπακοής». (3)

Μετά την πτώση μας ο Θεός, μακροθυμών μέσα στην άπειρη ευσπλαχνία του, προετοίμασε σιγά σιγά την ανθρωπότητα, από γενεά σε γενεά, με γεγονότα άλλοτε ευμενή και άλλοτε δυσμενή, στην πραγματοποίηση του Μεγάλου Μυστηρίου, το οποίο κρύπτεται προαιωνίως στην Τριαδική Βουλή, την Ενανθρώπηση του Λόγου. Ενώ ο Κύριος γνώριζε ήδη εκ των προτέρων ποιο θα ήταν το σφάλμα του ανθρώπου και οι τραγικές του συνέπειες, παρ’ όλα αυτά δημιούργησε την ανθρώπινη φύση έχοντας κατά νουν το τέρμα αυτού του μυστηρίου, ώστε να ετοιμάσει μια μητέρα, (4) η οποία με την ωραιότητα της άσπιλης ψυχής της, περιβεβλημένης με τα στολίδια όλων των αρετών, θα είλκυε πάνω της το βλέμμα του Παντοδύναμου και θα απέβαινε νυφική παστάδα του Λόγου, δοχείον του τα πάντα Περιέχοντος, Παλάτιον του Επουρανίου Βασιλέως και πέρας του θείου σχεδίου.

Έξι μήνες μετά τη θαυματουργή σύλληψη εκείνου που επρόκειτο να είναι σε όλα Πρόδρομος του Σωτήρος (Λουκ. 1:17), ο Γαβριήλ, ο Άγγελος της θείας ευσπλαχνίας, στάλθηκε από τον Κύριο στη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας, προς την Παρθένο Μαρία, η οποία μετά την έξοδό της από τον Ναό είχε μνηστευθεί τον δίκαιο και αγνό Ιωσήφ, ώστε να γίνει εκείνος φύλακας της παρθενίας της. Φανερώθηκε αιφνίδια στην κατοικία με ανθρώπινη όψη κρατώντας ράβδο και χαιρέτησε εκείνην που θα γινόταν των δακρύων της Εύας η λύτρωσις, λέγοντας: «Χαίρε, κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σού» (Λουκ. 1:28). Παραξενεμένη από την εμφάνιση αυτή, η Μαρία άφησε να πέσει το αδράχτι της, και ταραγμένη από τα λόγια αυτά του ασώματου, αναρωτιόταν μήπως αυτό το χαρμόσυνο άγγελμα δεν ήταν, όπως και στην Εύα, παρά μια ακόμη πλάνη από εκείνον που μπορεί να μετασχηματίζεται σε άγγελο φωτός (Β’ Κορ. 11:14). Ο άγγελος όμως την καθησύχασε λέγοντας: «Μη φοβού, Μαριάμ· εύρες γαρ χάριν παρά τω Θεώ. Μη παραξενεύεσαι από την εμφάνισή μου και από αυτά τα χαρμόσυνα λόγια, επειδή, πλανηθείσα άλλοτε από τον όφι, η φύση σου καταδικάσθηκε σε κόπους και ωδίνες, γιατί ήρθα να σου αναγγείλω την αληθινή χαρά και την απολύτρωση από την κατάρα της πρώτης μητέρας (πρβλ. Γεν. 3:16). Ιδού συλλήψη και τέξη υιόν –εκπληρώνοντας την πρόρρηση του προφήτου Ησαΐα που έλεγε: Ιδού η παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν (Ησ. 7:14)– και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν (που σημαίνει Σωτήρ). Ούτος έσται μέγας και υιός υψίστου κληθήσεται (Λουκ. 1:30)».

Ακούγοντας τα απίστευτα αυτά λόγια η παρθένος αναφώνησε: «Πώς έσται τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω;» Δεν έθετε σε αμφισβήτηση τα θεία λόγια από έλλειψη πίστεως, όπως ο Ζαχαρίας που τιμωρήθηκε γι’ αυτό με αλαλία (Λουκ. 1:20), αλλά αναρωτήθηκε τίνι τρόπω το μυστήριο αυτό μπορούσε να πραγματοποιηθεί στην περίπτωσή της, χωρίς τη γαμήλια ένωση, που είχε καταστεί ο νόμος αναπαραγωγής του γένους των ανθρώπων του υποταγμένου στη φθορά. Κατανοώντας τις αμφιβολίες της, ο Άγγελος δεν την έψεξε καθόλου αλλά της εξήγησε τον καινοφανή τρόπο αυτής της συλλήψεως: «Πνεύμα άγιον επελεύσεται επί σε, και δύναμις υψίστου επισκιάσει σοι». Κατόπιν, αφού της υπενθύμισε ότι η Ελισάβετ, την οποία αποκαλούσαν «στείρα», συνέλαβε υιό στα γεράματά της, της κατέδειξε ότι Θεός όπου βούλεται νικάται φύσεως τάξις (5) και τη διαβεβαίωσε ότι με την επέλευσή του το Άγιο Πνεύμα επρόκειτο να επιτελέσει θαύμα εισέτι μεγαλύτερο από τη δημιουργία του κόσμου. Κλίνας τους ουρανούς, ο Βασιλεύς του σύμπαντος, ο τα πάντα πληρών, εαυτόν εκένωσεν (Φιλ. 2:7), από άφατη συγκατάβαση, ώστε να κατοικήσει εντός της, να ανακραθεί σε ένωση με την ανθρώπινη φύση ασυγχύτως, και να ενδυθεί την ανθρώπινη σάρκα, βαμμένη με το παρθενικό αίμα της, σαν βασιλική πορφύρα.

Κλίνοντας τότε το βλέμμα της ταπεινά στη γη, αποδεχόμενη το θείο σχέδιο με όλο της το θέλημα, η Παρθένος αποκρίθηκε: «Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου!»

Με τα λόγια αυτά αποδέχθηκε –και μαζί της όλη η ανθρώπινη φύση– την έλευση σε αυτήν της θείας δυνάμεως που της μετέδιδε ο λόγος του Αγγέλου. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή συντελέστηκε η σύλληψη του Σωτήρος. Ο Υιός του Θεού γίνεται Υιός του ανθρώπου: ένα Πρόσωπο σε δύο φύσεις. Ο Θεός ενδύεται την ανθρωπότητα και η Παρθένος γίνεται αληθινά Θεοτόκος, έτσι ώστε χάριν αυτής της ανταλλαγής φυσικών ιδιοτήτων, οι άνθρωποι, λυτρωμένοι από την φθορά, δύνανται να γίνουν υιοί Θεού κατά χάριν.

Η εκπλήρωση του μυστηρίου αυτού της Ενανθρωπήσεως, αγνώστου ακόμη και στους αγγέλους, δεν υπήρξε επομένως μόνον έργο του Πατρός, εν τη συγκαταβάσει του, του Υιού που κατήλθε εκ των ουρανών, και του Πνεύματος που επισκίασε την Παρθένο, αλλά ο Κύριος προσδοκούσε αυτήν, που την είχε διαλέξει από όλες τις γυναίκες, να πάρει ενεργό μέρος με την ελεύθερη και εκούσια συγκατάθεσή της, ώστε η Σωτηρία του ανθρωπίνου γένους να αποτελέσει έργο από κοινού του θείου θελήματος και της ανθρωπίνης πίστεως. Επομένως διά μέσου μιας ελεύθερης συνέργιας της ανθρωπότητος με τη θεία βουλή εκπληρώθηκε το Μέγα Μυστήριο, που προετοιμαζόταν προ πάντων των αιώνων: «Εκείνος ενηνθρώπησεν ίνα ημείς θεοποιηθώμεν», (6) και η Παρθένος, η Νύμφη η ανύμφευτη, αποβαίνει για την ανακαινισμένη φύση μας πηγή και αιτία παντός αγαθού.

Προαναγγελθείσα από τις προτυπώσεις των προφητών, όπως η άφλεκτος βάτος (Γεν. 3:14), το όρος του οποίου ου ετμήθη λίθος (Δαν. 2:34) η πύλη η κεκλεισμένη από την οποία θα διέλθει μόνον ο Θεός (Ιεζ. 44:2), η Θεοτόκος είναι η ζώσα Κλίμαξ (Γεν. 28:10-17) διά της οποίας κατήλθε ο Θεός και επιτρέπει στους ανθρώπους να ανέλθουν στον ουρανό. Ανοίγεται στους ανθρώπους ένας νέος τρόπος υπάρξεως: η παρθενία, χάρις στην οποία το σώμα του ανθρώπου κατά το παράδειγμά της καλείται να γίνει ναός Θεού (Α’ Κορ. 3:16· 6:19).

Η κτίση ολόκληρη, που υπετάγη άλλοτε στη φθορά από την αμαρτία του ανθρώπου, προσδοκούσε και εκείνη το «Ναι!» της Παρθένου, που ανήγγελλε την απαρχή της λύτρωσης. Γι’ αυτό σήμερα τα ουράνια και τα επίγεια ενωμένα σχηματίζουν εορταστική χορωδία με τους υιούς του Αδάμ, για να δοξάσουν τον Θεό τιμώντας τη σύλληψή Του δια της ανύμφευτης μητρός Του.



________________

(1) Η εορτή του Ευαγγελισμού καθιερώθηκε επί βασιλείας Ιουστινιανού (περί το 542).

(2) Αναφέρεται επίσης ότι κατά τον μήνα Μάρτιο ο εβραϊκός λαός εξήλθε από την Αίγυπτο και διέσχισε την Ερυθρά Θάλασσα αβρόχοις ποσί, ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ανέστη εκ νεκρών στις 25 Μαρτίου και ότι η τελική ανάσταση και η Κρίση θα λάβουν χώρα και αυτές την ίδια ημερομηνία.

(3) Άγιος Ειρηναίος, Κατά αιρέσεων Ε’, 19, 1, SC 153, 249-251.

(4) Είναι η διδασκαλία του αγίου Νικολάου Καβάσιλα στην Ομιλία εις τον Ευαγγελισμόν 8 (Η Θεομήτωρ, «Επί τας πηγάς», Αθήνα 1968, σελ. 150) εμπνευσμένη πιθανόν από τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή.

(5) Τρίτο Στιχηρό Εσπερινού του Ευαγγελισμού, και Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία εις την Γέννησιν, PG 56, 385.

(6) Αγίου Αθανασίου, Περί ενανθρωπήσεως του Λόγου 54, PG 25, 192· Προς Αδέλφιον, 4, PG 26, 1077.



(Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος έβδομος, Μάρτιος, σελ. 248. Ίνδικτος, Αθήναι 2006)

alopsis

...εγνώρισε τόσο τον γινωσκόμενον, όσον είχε γνωρισθή αυτός από εκείνον που γνωρίζει τα πάντα...


Ο Γρηγόριος έφθασε στην ακρότητα της πράξεως και της θεωρίας, περισσότερο από τoν καθένα. Λοιπόν, ο τρισόλβιος εκάθισε σε έναν τόπον στον ιερόν Άθω, αθόρυβο και απλησίαστο και, αφού ανέβη επάνω από κάθε αισθητόν και κάθε σύγχυση (ας χρησιμοποιήσω για τoν εαυτόν του τα λόγια τα ιδικά του), δίδεται όλος στην νοεράν επιστροφή και εστίαση της προσοχής στoν έσω άνθρωπον, ή μάλλον στην επιστροφήν όλων των δυνάμεων της ψυχής προς τον νου, πράγμα θαυμαστόν και να το λέγη κανείς. Και σπεύδει να αποπλύνη με το πένθος, το αποκρουστικόν προσωπείον το οποίο του προξένησε η περιπλάνησις στα γήινα. Και αφού ηνάγκασε σε περιορισμό με βίαν ισχυρά το πολυπόρευτον της διανοίας του, συνάπτεται με την Θεαρχικήν Τριάδα δια της συνεπτυγμένης και νοεράς προσευχής, και έκαμε το μοναδικόν του νου τριαδικόν, αν και δεν έπαυε να είναι ενιαίον. Καρτερώντας δε επί πολύν χρόνο στην κατάστασιν αυτή την γεννητικήν των απορρήτων μυστηρίων, και καθαρίζοντας όλο και περισσότερο τoν εαυτόν του, τoν αποσπογγίζει από κάθε δαιμονικήν επήρεια, αλλά και τoν απαλλάσσει από κάθε τι επίκτητο, έστω και αν αυτό είναι από τα πλέον αθώα και δεν ρυπαίνει τoν νου.
Αφού λοιπόν, κατά τον θείον Μάξιμον, ανήλθε όχι μόνον επάνω από τα πάθη, αλλά και επάνω από τους λόγους περί παθών, ούτε επάνω μόνον από την φύση, αλλά και επάνω απo τους λόγους της φύσεως, ούτε επάνω γενικώς από oσα νοητά δεν υπερβαίνουν την φαντασία, αλλά και από τους λόγους των, δέχεται στην καρδία του τoν ενυπόστατον φωτισμό της θείας χάριτος, και έτσι ευρίσκει μέσα του άλλον ουρανόν και άλλον ήλιον και την νοητήν σιγήν, η οποία επακολουθεί, φυσικώς στην κατάστασιν αυτή, την οποίαν ο Απόστολος Ιούστος ονομάζει ιεράν αφθεγξίαν, κατα την οποίαν ενεργείται ο λεγόμενος εγκάρδιος και εκπληκτικός έρως, όπως λέγει ο θείος Σιναϊτης Γρηγόριος. Με αυτήν την εσωτερικήν εργασίαν οδεύοντας μέσα στην οδό του θείου φωτός, αρπάζεται και αυτός όπως ο Παύλος, όχι μόνον κατά τον νου και τις άλλες ψυχικές δυνάμεις, αλλά και κατ’ αυτήν την αίσθησιν, (πλήν της αναπνοής) με μίαν ολικήν και υπερφυσικήν αρπαγή, κατά την οποίαν γεννάται ο προς τον Κύριον εκστατικός έρως, όπως λέγει ο αυτός Σιναϊτης Γρηγόριος. Και ύστερα ανεβαίνει σε όρη αιώνια, ή ανάγεται όχι με την φαντασία της διανοίας αλλά με μίαν απόρρητο δύναμη του Πνεύματος, «είτε εν σώματι είτε εκτός του σώματος» μη γνωρίζων. Και, ω του θαύματος, γίνεται θεατής των υπερκοσμίων, όπου ακούει αλάλητα ρήματα, πράγμα το οποίο δεν ημπορεί να φανερωθή ή να εκφρασθή και να επιτευχθή.
Ακολούθως δε, αφού έφθασε στον υπέρφωτο γνόφο της θείας πηγής, όπως λέγει ο κρυφιομύστης Διονύσιος, όπου είναι κεκαλυμμένα τα απλά και απόλυτα και άτρεπτα μυστήρια της θεολογίας, καταξιώνεται να ιδή και να γνωρίση διά μέσου της αβλεψίας και της αγνωσίας τον «υπέρ θέον και γνώσιν» με το να μην ιδή και να μη γνωρίση. Διότι αυτό είναι η πραγματική όρασις και γνώσις. Και για να μιλήσω συνοπτικά, μένει όλος άνθρωπος κατά την ψυχή και το σώμα στην φύση, αλλά γίνεται όλος Θεός κατά την ψυχή και το σώμα με την απειρόδωρο χάρη της θεώσεως, όπως λέγει ο θεοφόρος Μάξιμος: «ηνώθη με τον κατά φύσιν Θεόν και εγνώρισε τόσο τον γινωσκόμενον, όσον είχε γνωρισθή αυτός από εκείνον που γνωρίζει τα πάντα».

Ο άγιος Νικόδημος για τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά

Σάββατο, Μαρτίου 23, 2019

Κυριακή 24-3-2019: Προεόρτια Ευαγγελισμού Υπεραγίας Θεοτόκου


Κάθε γλώσσα, εὐγνώμονου ἀνθρώπου, ὅπως εἶναι φυσικό, τιμᾶ τήν Παρθένο καί Θεοτόκο, καί μιμεῖται ὅσο τοῦ ἐπιτρέπουν οἱ δυνάμεις του τόν ἄρχοντα τῶν ἀγγέλων Γαβριήλ. Ἄλλος Τῆς ἀπευθύνει τό «χαῖρε», ἐξαιτίας τοῦ Κυρίου πού γεννήθηκε ἀπό Αὐτήν καί ἐμφανίσθηκε στό ἀνθρώπινο γένος ὡς ἄνθρωπος. Ἄλλος Τῆς ἀπευθύνει τό λόγο καί λέει: «ὁ Κύριος προέρχεται ἀπό Σένα» (Λουκ. 1, 28). Ὁ ἕνας Τήν ἐπονομάζει Μητέρα τοῦ φωτός, ὁ ἄλλος Ἀστέρι τῆς ζωῆς. Ἄλλος Τήν ἀποκαλεῖ Θρόνο τοῦ Θεοῦ, ἄλλος Ναό πλατύτερο ἀπό τόν οὐρανό καί ἄλλος Καθέδρα ὄχι κατώτερη ἀπό τήν καθέδρα ἐκείνη τῶν Χερουβείμ.
Ἄλλος πάλι Τήν ὀνομάζει Κῆπο ἄσπαρτο, εὔφορο, ἀκαλλιέργητο· ἀμπέλι μέ ἄφθονα σταφύλια, ἀκμαῖο, ἀνέγγιχτο· τρυγόνα καθαρή, περιστέρα ἁγνή· σύννεφο πού συλλαμβάνει τίς βροχές χωρίς φθορά· σάκκο πού κρύβει μαργαριτάρι λαμπρότερο ἀπό τόν ἥλιο· μεταλλεῖο ἀπό τό ὁποῖο προέρχεται ὁ λίθος πού καλύπτει ὅλη τή γῆ, χωρίς κανένας νά τόν λατομεῖ (Δαν. 2,45)· πλοῖο γεμάτο ἀπό φορτίο καί πού δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό κυβερνήτη· θησαυροφυλάκιο πού φέρνει πλοῦτο.
Ἄλλοι πάλι Τήν ὀνομάζουν λυχνάρι χωρίς φιτίλι, πού ἀνάβει ἀπό μόνο του· Κιβωτό πιό πλατειά, πιό ἐπιμήκη καί πιό ἔνδοξη ἀπό ἐκείνη τοῦ Νῶε. Ἐκείνη ἦταν κιβωτός ζώων, ἐνῶ Αὐτή εἶναι ἡ Κιβωτός ζωῆς. Ἐκείνη ἦταν κιβωτός φθαρτῶν ζώων, Αὐτή εἶναι ἡ Κιβωτός τῆς ἄφθαρτης ζωῆς. Ἐκείνη κράτησε τόν Νῶε, ἐνῶ Αὐτή τόν Δημιουργό τοῦ Νῶε. Ἐκείνη εἶχε δύο καί τρεῖς ὀρόφους, ἐνῶ Αὐτή ὅλο τό πλήρωμα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Γιατί καί τό Πνεῦμα ἦταν παρόν, καί ὁ Πατέρας Τήν ἐπισκίασε, καί ὁ Υἱός κατασκήνωσε μέσα Της, ὡς βρέφος κυοφορούμενος. Λέει ἡ Ἁγία Γραφή: «Πνεῦμα Ἅγιο θά ἔρθει ἐπάνω σου καί θά σέ ἐπισκιάσει ἡ δύναμη τοῦ Ὑψίστου. Γι᾽ αὐτό καί τό ἅγιο πού θά γεννηθεῖ, θά ὀνομασθεῖ Υἱός τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. 1,35).
Βλέπεις πόσο μεγάλο εἶναι τό ἀξίωμα τῆς Θεοτόκου Παρθένου; Γιατί ὁ Μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Δημιουργός τοῦ κόσμου, κρατήθηκε ἀπό Αὐτήν ὡς βρέφος, καί ξαναέπλασε τόν Ἀδάμ, καί ἁγίασε τήν Εὔα, καί κατάργησε τό δράκοντα, καί ἄνοιξε τόν παράδεισο, καί ἄφησε ἄφθαρτη τή σφραγίδα τῆς παρθενικῆς μήτρας. Πολύ φυσικά καί σύμφωνα μέ τή λογική καί τά δύο. Ἄνοιξε τόν παράδεισο, ἐπειδή ἐπρόκειτο νά φέρει καί νά ὁδηγήσει ὁ Ἴδιος μέσα τό Ληστή καί ὅλους τούς κληρονόμους τῆς Βασιλείας. Ἀσφάλισε τή σφραγίδα τῆς παρθενικῆς μήτρας, ἐπειδή Αὐτός πού ἔπαιρνε σάρκα ἦταν ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, καί δέν εἶχε ἀνάγκη ἀπό καμμιά θύρα γιά τήν εἴσοδο ἤ ἔξοδο Του.
Σέ Σένα λοιπόν, Παρθένε, οἱ Προφῆτες ἀπονέμουν τούς ἐπαίνους, καί ὁ καθένας ἐξυμνεῖ Σέ τήν Θεοφόρο ἀνάλογα μέ τό πῶς καί πόσο, τοῦ ἔχουν ἀποκαλυφθεῖ τά μυστήρια αὐτά. Καί ἄλλος Σέ ἀποκαλεῖ ράβδο τοῦ Ἰεσσαί δείχνοντας ἔτσι τό ἄτρωτο καί ἀκέραιο τῆς παρθενίας Σου. Ἄλλος Σέ παρουσιάζει ὡς βάτο πού φλέγεται ἀλλά δέν καίγεται, γιά νά ὑπαινιχθεῖ μ᾽ αὐτό καί τόν Μονογενή πού προσέλαβε σάρκα καί παράλληλα τήν Παρθενία τῆς Θεοτόκου. Γιατί ἡ Παρθένος φλεγόταν, ἀλλά δέν καιγόταν, ἐπειδή γέννησε χωρίς νά φθαρεῖ ἡ μήτρα Της. Συνέλαβε καί παρέμεινε σφραγισμένη ἡ μήτρα. Θήλασε καί διαφύλαξε τούς μαστούς Της ἀνέγγιχτους. Κράτησε στά χέρια Της παιδί, καί τόν πατέρα Του δέν γνώρισε. Ἔγινε μητέρα, καί χωρίς νά ἔχει γίνει νύφη. Τρεφόταν Υἱός, καί ὁ Πατέρας δέν παραβρισκόταν.
Τό χωράφι καρποφοροῦσε, καί ὁ καρπός δέν ἀνῆκε σέ κανένα γεωργό. Ἀπέδωσε καρπό τόν καιρό τοῦ θερισμοῦ, χωρίς νά ἔχει δεχθεῖ σπόρο. Ποτάμι ἔτρεχε καί ἡ πηγή ἀπό παντοῦ ἦταν κλεισμένη, γιά νά ἀποδειχθεῖ ἔτσι Παρθένε, ὅτι καί μητέρα ἔγινες, καί δέν ὑπέφερες ὅσα περνᾶνε οἱ μητέρες. Γέννησες σάν γυναίκα καί δέν δέχθηκες φθορά ὡς γυναίκα. Κυοφοροῦσες σύμφωνα μέ τόν νόμο τῆς φύσεως, ἀφοῦ περίμενες τόν καιρό τόν πόνων τοῦ τοκετοῦ, ἀλλ᾽ ὅμως συνέλαβες ἔξω ἀπό τόν νόμο τῆς φύσεως.
Ἄλλος Σέ ἀποκάλεσε Πύλη κλεισμένη πού εἶσαι στραμμένη πρός τήν ἀνατολή, καί πού εἰσάγει τόν Βασιλιά ἐνῶ οἱ πόρτες εἶναι κλειστές (Ἰεζ. 44,2). Κατά τόν ἴδιο τρόπο
Σέ ὀνόμασε καί πύλη πού ὁδηγεῖς πρός τά ἔξω, ἐπειδή ἔγινες πόρτα πού ὁδήγησε στήν ἐπίγεια ζωή τόν Μονογενή. Καί Σέ ὀνόμασε Πύλη πού βρίσκεται στραμμένη πρός τήν ἀνατολή, ἐπειδή τό φῶς τό ἀληθινό, πού φωτίζει κάθε ἄνθρωπο πού ἔρχεται στόν κόσμο, προέρχεται ἀπό τήν κοιλιά Σου, σάν ἀπό κάποιο βασιλικό θάλαμο. Ἐσύ ἔβαλες μέσα Σου τόν Βασιλιά, ἐνῶ οἱ πόρτες ἦταν κλειστές, καί πάλι ἔτσι Τόν πέρασες ἔξω. Γιατί ὁ Βασιλιάς τῆς δόξας δέν ἄνοιξε τίς πόρτες τῆς μήτρας Σου, οὔτε χαλάρωσε τό φραγμό τῆς παρθενίας Σου, οὔτε ὅταν συλλαμβανόταν, ἀλλά καί οὔτε ὅταν γεννιόταν. Ἐσένα ὀνόμασε Κῆπο κλεισμένο καί Πηγή σφραγισμένη ὁ Νυμφίος πού προῆλθε ἀπό Σένα, καί προφήτευσε στά Ἄσματα (Ἆσμ, Ἀσ. 4,12).
Κῆπο κλεισμένο Σέ ὀνόμασε, ἐπειδή Ἐσένα δέν Σέ ἄγγιξε δρεπάνι φθαρτό ἤ τρυγητός. Ἄνθος ἐπίσης, πού βλάστησε καθαρά ἀπό τή ράβδο τοῦ Ἰεσσαί στό γένος τῶν ἀνθρώπων Σέ ἀποκάλεσε, γιά νά δείξει ὅτι καλλιεργήθηκες μόνο ἀπό τό καθαρό καί ἄσπιλο Πνεῦμα. Σέ ὀνόμασε Πηγή σφραγισμένη, γιατί ὁ ποταμός τῆς ζωῆς, πού προῆλθε ἀπό Σένα, πλημμύρισε τήν οἰκουμένη. Ἀλλά κάδος γάμου τή δική Σου πηγή ποτέ δέν τήν ἄντλησε.
Γιά Σένα ὁ Δαβίδ, καί παίρνοντας ἀπό Σένα τήν ἔμπνευση, δέν παύει νά κρούει τό ψαλτήρι καί νά ψάλλει: «Ἀναστήσου, Κύριε, νά πᾶς στόν τόπο τῆς ἀναπαύσεώς Σου, Σύ καί ἡ Κιβωτός τοῦ ἁγιάσματός Σου» (Ψαλμ. 131,8). «Ἀναστήσου». Ἀπό ποῦ; Ἀπό τούς κόλπους τοῦ Πατέρα, ὄχι γιά νά χωριστεῖς ἀπό τόν Πατέρα (γιατί αὐτό δέν ἐπιτρέπεται οὔτε νά τό σκέφτεται κανείς, οὔτε καί νά τό λέει), ἀλλά γιά νά ἐκπληρώσεις κατά τή Θεία Οἰκονομία, αὐτό πού ἀπό τήν ἀρχή, πρίν ἀπό τούς αἰῶνες καί πρίν ἀπό τίς γενεές, εἶχε ὁρισθεῖ. «Ἀναστήσου», γιά νά σηκώσεις τούς πεσμένους, γιά νά ἀνορθώσεις αὐτούς πού βρίσκονται νεκρωμένοι. «Ἀναστήσου», γιά νά πάρεις πίσω ἀπό τόν ἐχθρό αὐτό πού Σοῦ ἀνήκει καί μέχρι τώρα τυραννιέται ἀπό αὐτόν. «Ἀναστήσου, Κύριε, νά πᾶς στόν τόπο τῆς ἀναπαύσεώς σου», σ᾽ Αὐτήν πού διάλεξες πάνω στή γῆ, καί πού Τήν ἔταξες στή Βηθλεέμ, στό σπήλαιο, στή φάτνη καί στά σπάργανα. Γιατί στούς οὐρανούς δέν ἔχεις ἀνάγκη ἀπό ἀνάπαυση, ἀφοῦ Ἐσύ εἶσαι ἡ ἀνάπαυση ὅλης τῆς κτίσης.
Στή γῆ ὅμως γιά χάρη μας ὑποφέρεις τά ἀνθρώπινα. Φυσικά, δέν ἐννοῶ τήν πείνα καί τή δίψα, τά ὁποῖα ὑπέμεινες. Γιατί καί πεινώντας, Ἐσύ εἶσαι ὁ Ἄρτος τῆς ζωῆς, καί διψώντας, Σύ εἶσαι ἡ παρηγοριά αὐτῶν πού διψοῦν. Γιατί Ἐσύ ἔγινες ποταμός ἀφθαρσίας. Καί ἐνῶ κοπιάζεις περπατώντας στήν ξηρά, δρασκελίζεις ἄκοπα πάνω στῆς θάλασσας τά κύματα.
 «Σήκω, Κύριε, νά πᾶς στόν τόπο τῆς ἀναπαύσεώς Σου, Σύ καί ἡ κιβωτός τοῦ ἁγιάματός Σου». Εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι ἡ κιβωτός ἐδῶ εἶναι ἡ Παρθένος, ἡ Θεοτόκος. Γιατί ἄν Ἐσύ εἶσαι τό μαργαριτάρι, εὔλογα Ἐκείνη εἶναι ἡ Κιβωτός. Ἐφόσον Σύ εἶσαι Ἥλιος, φυσικά ἡ Παρθένος θά ὀνομασθεῖ οὐρανός. Ἐπειδή Σύ εἶσαι ἄνθος ἀμάραντο, ἄρα ἡ Παρθένος εἶναι φυτό ἀφθαρσίας, ὁ παράδεισος τῆς ἀθανασίας. Βλέποντας αὐτά στήν Παρθένο ὁ Ἠσαΐας προφήτεψε λέγοντας: «Νά, ἡ Παρθένος θά συλλάβει, καί θά γεννήσει γιό, καί θά τόν ὀνομάσουν Ἐμμανουήλ» (Ἠσ. 7,14). Νά ἡ Παρθένος.
Ποιά; Ἡ ξεχωριστή ἀνάμεσα στίς γυναῖκες, ἡ διαλεχτή ἀνάμεσα στίς Παρθένες, τό σεμνό στολίδι τῆς φύσης μας, τό καύχημα τοῦ δικοῦ μας πηλοῦ· Αὐτή πού ἀπάλλαξε ἀπό τή ντροπή τήν Εὔα, καί ἀπό τήν ἀπειλή τόν Ἀδάμ· Αὐτή πού ἔκοψε τό θράσος τοῦ δράκοντα καί τήν Ὁποία δέν ἄγγιξε καπνός ἐπιθυμίας, οὔτε Τήν ἔβλαψε τό σκουλήκι τῆς ἡδυπάθειας. «Νά, ἡ Παρθένος θά συλλάβει». Ἀπό ποῦ, προφήτη; Δέν θά τό πῶ, λέει. Γιατί αὐτό τό μυστικό εἶναι προνόμιο ἀποκλειστικά φυλαγμένο γιά τό Γαβριήλ.

Φοβᾶμαι τό πρωτάκουστο, χαρούμενο μήνυμα· θορυβοῦμαι ἀπό τά πολύ ἀσυνήθιστα λόγια. «Πῶς θά γίνει αὐτό σέ μένα, ἀφοῦ δέν ἔχω ἄνδρα;». Πῶς θά γίνω μητέρα, ἀφοῦ δέν ἔχω γίνει νύφη; Δέν καταστράφηκε τό ἄνθος τῆς ἁγνότητας, δέν ἔλυσα τόν ζωστήρα τῆς παρθενίας, δέν χαλάρωσα τό δεσμό τῆς μήτρας, δέν κατήργησα τή σφραγίδα τῆς μήτρας. Καί ὁ Ἄγγελος ἀμέσως πρόσθεσε: «Θά ἔρθει Ἅγιο Πνεῦμα σέ Σένα καί θά Σέ σκιάσει δύναμη τοῦ Ὑψίστου» (Λουκ. 1,35). Δηλαδή· Ἄν εἶχες ἄνδρα δέν θά γεννοῦσες Θεό, ὁ Ὁποῖος καταδέχθηκε νά πάρει γιά χάρη Σου, μέσα ἀπό Σένα μορφή δούλου, χωρίς φθορά. Δέν θά γινόσουν ὄργανο γιά νά πάρει σάρκα Ἐκεῖνος ὁ Ὁποῖος δημιούργησε τά πάντα. Ἀλλ᾽ ἐπειδή εἶσαι καθαρή ἀπό συζυγική σχέση, ἐπειδή κράτησες τό ναό ἀδιάφθορο καί ἐπειδή διατήρησες τή σκηνή μακριά ἀπό κάθε ρύπο, γι᾽ αὐτό καί ὁ Πατέρας ἔρχεται σέ Σένα, καί τό Πνεῦμα Σέ ἐπισκιάζει, καί ὁ Μονογενής γεννιέται ἀπό Σένα, ὡς ἄνθρωπος.
Ἐσύ λοιπόν νά μήν ἀμφιβάλεις καθόλου γιά τά μυστήρια πού θά ἐπακολουθήσουν. Νά μήν ἀμφιβάλεις γεννώντας στό σπήλαιο τόν Δημιουργό ὅλης τῆς κτίσης. Νά μήν παραξενευτεῖς καθώς θά τοποθετεῖς στή φάτνη Ἐκεῖνον πού κάθεται πάνω στά Χερουβείμ, καί πού στή γῆ δέν βρίσκεται τόπος γιά νά Τόν δεχτεῖ. Μήν ἐκπλαγεῖς πού θά εἶσαι μητέρα τοῦ Βασιλιά τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς. Γιατί μέ τή θέλησή Του γεννιέται φτωχός ἀπό Σένα, γιά νά χαλιναγωγήσει τούς πλούσιους καί νά γίνει στήριγμα ὑπομονῆς γιά τούς φτωχούς, καί δάσκαλος εὐχαριστίας.

άγιος Ησύχιος Ιεροσολύμων, στην αγία Μαρία Θεοτόκο ( αποσπάσματα)