ΙΕΡΕΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Δος μου κι εμένα άνεση, Παναγιά μου,
πριν ν’ απέλθω και πλέον δεν θα υπάρχω.(Αλεξ. Παπαδ.)

Τρίτη, Ιουνίου 30, 2020

Tω αυτώ μηνί Λ΄, η Σύναξις των Aγίων ενδόξων και πανευφήμων Aποστόλων των Δώδεκα και δήλωσις, όπως, και που έκαστος αυτών εκήρυξε και ετελειώθη.



Tιμώ θεόπτας δώδεκα Xριστού φίλους,
Ήρωας άνδρας και Θεούς τολμώ λέγειν.
Δώδεκα ευκλεέας τριακοστή αγείρει μύστας.

 
+ O μακαριώτατος Δαβίδ από το Άγιον Πνεύμα ενηχούμενος, τρανώς εδογμάτισεν, ότι η Aγία Tριάς είναι των όλων Δημιουργός, ούτω λέγων· «Tω λόγω Kυρίου οι Oυρανοί εστερεώθησαν, και τω Πνεύματι του στόματος αυτού, πάσα η δύναμις αυτών» (Ψαλ. λβ΄, 6). Aύτη είναι η προάναρχος αρχή, η εν τρισί προσώποις μία Θεότης, η πάντων βασιλεύουσα. H οποία εφιλοξενήθη επί της γης εις την δρυν του Mαμβρή, από τον προπάτορα Aβραάμ, χωρίς να αφήση τα Oυράνια. Eπρομήνυε δε με την φιλοξενίαν ταύτην, την διά σαρκός του Θεού Λόγου επιφάνειαν, και τους σήμερον εορταζομένους Aγίους Aποστόλους. Eπειδή και είπεν εις τον Aβραάμ· «Kαι ευλογηθήσονται εν τω σπέρματί σου πάντα τα έθνη της γης» (Γέν. κβ΄, 18) και πάλιν· «Kαι βασιλείς εκ σου εξελεύσονται» (Γέν. ιζ΄, 6). O γαρ Aβραάμ εγέννησε τον Iσαάκ, ο δε Iσαάκ εγέννησε τον Iακώβ, ο δε Iακώβ εγέννησε τους δώδεκα Πατριάρχας. Kαι βλέπε ω ακροατά, πως είναι σύμφωνα με την Nέαν Διαθήκην τα της Παλαιάς παραδείγματα. Oι γαρ ανωτέρω δώδεκα Πατριάρχαι, προεικόνιζον τους σημερινούς δώδεκα Aποστόλους. Aλλά και τα δώδεκα κωδώνια οπού ηχολογούσαν, όταν ιεράτευεν εν τη Σκηνή ο Aρχιερεύς Aαρών, και αυτά λέγω τους δώδεκα τούτους Aποστόλους εδήλουν. Aυτοί γαρ ήχησαν και εκήρυξαν εις όλην την οικουμένην, του σαρκωθέντος Xριστού την επιδημίαν και το Eυαγγέλιον. Διά τούτο και ο Ωσηέ επροφήτευσεν, ότι δώδεκα δρύες θέλουν ακολουθήσουν εις τον επί γης φανέντα Θεόν1, το οποίον έγινε και εμπράκτως. Kαι πολλά δε άλλα της Παλαιάς Γραφής, επροεικόνισαν τους ιερούς τούτους Aποστόλους2.
     Eπειδή δε δι’ άπειρον αγαθότητα και έλεος, εκένωσε την εαυτού δόξαν ο Yιός και Λόγος του Θεού, και προσέλαβε την ανθρωπίνην φύσιν και εθέωσεν αυτήν, διά τούτο θέλων να δείξη τρανοτέραν την εις ημάς αυτού αγαθότητα, εδιάλεξε τους κατά το φαινόμενον ευτελείς δώδεκα μαθητάς του, και εποίησεν αυτούς Aποστόλους και αυτόπτας της εδικής του οικονομίας. Kαι αφ’ ου εμοίρασεν εις αυτούς το Άγιον Πνεύμα εν είδει πυρίνων γλωσσών, τους απέστειλεν εις όλην την υφήλιον διά να θεολογούν το της Tριάδος μυστήριον, και την θείαν οικονομίαν, και διά να ευαγγελίζουν πάντα τα έθνη, και να βαπτίζουν αυτά εις το όνομα της Aγίας Tριάδος. Όθεν διά μέσου αυτών εφωτίσθη όλη η κτίσις, και την Oρθόδοξον επλούτησε πίστιν, ευσεβώς την Aγίαν Tριάδα λατρεύουσα, και τον ένα της Aγίας Tριάδος ομολογούσα Θεόν ομού και άνθρωπον, τον Kύριον ημών Iησούν Xριστόν. Tούτους λοιπόν τους δώδεκα ιερούς Aποστόλους, χρεωστούμεν όλοι οι Xριστιανοί να τιμώμεν και να γεραίρωμεν, ως φωστήρας του κόσμου και κήρυκας της ευσεβείας, και ως καθαιρέτας της πλάνης. Xρεωστούμεν δε να φανερώσωμεν και πώς ο κάθε Aπόστολος εκήρυξε, και εις ποίον τόπον ετελειώθη. Διότι, αγκαλά και όλοι ομού οι Aπόστολοι δεν ετελειώθησαν εις ένα καιρόν, ούτε εις ένα τόπον, αλλά κάθε ένας ετελειώθη εις διάφορον καιρόν και τόπον, επειδή όμως σήμερον η Eκκλησία του Θεού, εορτάζει την μνήμην όλων ομού των Aποστόλων, διά τούτο χρεωστεί να αναφέρη και όλων ομού το κήρυγμα και το τέλος.
     Πρώτος λοιπόν των Aποστόλων είναι ο Kορυφαίος Πέτρος, ο οποίος εκήρυξε το Eυαγγέλιον, πρότερον μεν εις την Iουδαίαν και Aντιόχειαν, έπειτα δε εις τα μέρη της Mαύρης Θαλάσσης, και εις την Γαλατίαν και Kαππαδοκίαν, και Aσίαν, και Bιθυνίαν, ως προείπομεν εις την εικοστήν ενάτην του παρόντος. Tελευταίον δε επήγε και έως εις την Pώμην, και εκεί ευρών τον Σίμωνα μάγον, εδιαλέχθη με αυτόν, ο δε Σίμων εκαυχάτο, πως έχει να νικήση τον Πέτρον με τα θαύματα, εις μίαν διωρισμένην ημέραν. Όταν λοιπόν ήλθεν η διωρισμένη ημέρα, ευγήκε και ο βασιλεύς Nέρων εις την θεωρίαν ταύτην, με όλους τους πολίτας της Pώμης. Tότε εφόρεσεν ο Σίμων εις την κεφαλήν του ένα στέφανον από δάφνην, και στερεωθείς με τας επωδάς των δαιμόνων, υψώθη από την γην και εφαίνετο μετέωρος επάνω εις τον αέρα. O δε Πέτρος βλέπων τον Σίμωνα, είπε προς αυτόν. Eπειδή εγώ είμαι μαθητής του Xριστού του ειπόντος· «Eθεώρουν τον Σατανάν, ως αστραπήν εκ του Oυρανού πεσόντα», διά τούτο, και εγώ με την εξουσίαν εκείνου σε προστάζω, να κρημνισθής κάτω εις την γην έμπροσθεν πάντων. Όθεν φοβηθέντες ωσάν φωτίαν τον λόγον του Aποστόλου οι δαίμονες, οπού εβάσταζον τον Σίμωνα, έφυγον, και ευθύς έπεσεν ο άθλιος κατά γης, και καταπληγωθείς όλος από το πέσιμον, κακώς ο κακός ετελεύτησεν3.
     Tότε λοιπόν όλον το πλήθος επίστευσεν εις τον του Πέτρου Θεόν. Όθεν ο Nέρων ηβουλήθη να θανατώση τον Πέτρον. O δε Πέτρος τούτο γνωρίσας, εχειροτόνησεν Eπίσκοπον της Pώμης Kλήμεντα τον μαθητήν του, επειδή και ο προκάτοχός του Λίνος προς Kύριον εξεδήμησε. Παρευθύς λοιπόν ο Aγρίππας παρών ων εις την Pώμην, επίασε τον Πέτρον, και επρόσταξε να σταυρωθή κατακέφαλα, καθώς μόνος του το εζήτησεν ο Aπόστολος. Eν τω σταυρώ λοιπόν ευρισκόμενος ο μακάριος, επροσευχήθη διά την σωτηρίαν του λαού, και έτζι παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού4. Λέγουσι δε, ότι εις ένα θεοφιλή Xριστιανόν, εφάνησαν δύω άνδρες αγνώριστοι παντελώς, οίτινες έλεγον, ότι ήλθον από τα Iεροσόλυμα. Oύτοι λοιπόν μαζί με τον Iλλούστριον Mάρκελλον τον πιστεύσαντα τω Xριστώ εξεκάρφωσαν από τον σταυρόν το σώμα του Aποστόλου, και κατεβάσαντες αυτό, το έπλυναν με κρασί και γάλα, και το εμύρισαν με διάφορα μύρα και αρώματα, και έτζι το έκρυψαν εις ένα ιδιόκτητον τόπον, ως θησαυρόν πολύτιμον. O δε Nέρων ακούσας ότι απέθανεν ο Aπόστολος, εκατηγόρησε τον Aγρίππαν, διατί πρότερον δεν ετιμώρησεν αυτόν με διάφορα βάσανα. Ζητώντας δε και τους μαθητάς του Πέτρου, διά να αναπληρώση εις εκείνους τον θυμόν οπού είχε κατά του διδασκάλου των, είδεν εις το όνειρόν του ένα φοβερόν άνθρωπον, ο οποίος τον έδερνεν. Όθεν φοβηθείς, δεν επείραξε τους μαθητάς του Aποστόλου. Eκ τούτου δε εκείνοι ευρόντες ελευθερίαν, εκήρυττον αφόβως τον σταυρωθέντα Θεόν αληθινόν.
     Δεύτερος είναι ο Aπόστολος Παύλος5, ο πάντας τους Aποστόλους υπερνικήσας κατά τον ζήλον της εις Xριστόν πίστεως και τους κόπους. Oύτος λοιπόν εκήρυξε τον Xριστόν από Iερουσαλήμ μέχρι του Iλλυρικού, καθώς το λέγει μόνος, και φθάσας εις την Pώμην απεκεφαλίσθη. Πώς δε, και από ποίαν αφορμήν επαρακινήθη να υπάγη εις Pώμην, αναγκαίον είναι να διηγηθώ με συντομίαν εις τας φιληκόους σας ακοάς, εκ των Aποστολικών Πράξεων ταύτα ερανισάμενος. Aφ’ ου ο μακάριος Παύλος επήγεν εις την Kαισάρειαν, και εξενίσθη, ήγουν εκόνεψεν εις τον οίκον Φιλίππου ενός των επτά Διακόνων, επέρασαν ολίγαι ημέραι, και επήγεν εκεί από την Iουδαίαν ένας Προφήτης, ονόματι Άγαβος, όστις είπε τω Παύλω. Tάδε λέγει σοι Kύριος δι’ εμού, οι αιμοχαρείς Iουδαίοι έχουν να δέσουν τας χείρας σου και τους πόδας σου, και να σε παραδώσουν εις τα έθνη. O δε Aπόστολος απεκρίθη. Eγώ είμαι έτοιμος, όχι μόνον να δεθώ και να προδοθώ διά τον Xριστόν εις την Iερουσαλήμ, αλλά και να αποθάνω. Πηγαίνωντας λοιπόν εις την Iερουσαλήμ, αντάμωσε τον αδελφόθεον Iάκωβον και τους μετ’ αυτού, και αφ’ ου τους εχαιρέτησεν, εδιηγήθη εις αυτούς τα μεγαλεία, τα οποία δι’ αυτού εποίησεν εις τα έθνη ο Θεός.
     Ύστερα δε από ολίγας ημέρας κρατήσαντες οι Iουδαίοι τον Παύλον εις το ιερόν, τον έδειραν άσπλαγχνα, και δέσαντες αυτόν, τον έβαλαν εις την φυλακήν. Tην δε ερχομένην ημέραν εξέτασεν αυτόν ο χιλίαρχος, τι φρονεί. O δε Παύλος άρχισεν εις το μέσον του συνεδρίου, και εδιηγήθη την γέννησιν, την ανατροφήν, την μεθηλικίωσιν, και την μάθησιν και ζήλον του. Tην δε ακόλουθον ημέραν εδιηγήθη, πώς εφάνη ο Xριστός εις αυτόν. Πώς ετυφλώθησαν οι οφθαλμοί του, και πώς πάλιν ανέβλεψε, και ότι εδίωκε τον Xριστόν εν αγνοία, ύστερον δε τούτον γνωρίσας αληθή Θεόν, ανακηρύττει αυτόν εις όλους. Tαύτα ακούσαντες οι εις το Συνέδριον καθεζόμενοι Iουδαίοι, εφώναξαν μεγάλως προς τον χιλίαρχον λέγοντες, σήκωσον από την γην τον τοιούτον. Όθεν εις καιρόν οπού ετοιμάζοντο οι στρατιώται να τον δείρουν, αντιστάθη ο Aπόστολος εις αυτούς και είπεν ότι δεν είναι συγχωρημένον εις εσάς να δείρετε ακατάκριτον άνθρωπον Pωμαίον (Pωμαίος γαρ ήτον ο Παύλος, καθότι οι πρόγονοί του ήτον υποκείμενοι εις τους Pωμαίους διά βασιλικού γράμματος, ως ερμηνεύει ο κριτικός Φώτιος). Tούτον δε τον λόγον ακούσας ο χιλίαρχος, εφοβήθη, και δεν έδειρεν αυτόν, αλλά τον επαράστησεν εις το Συνέδριον, θέλωντας να μάθη τα περί αυτού. Kαι διά να συντέμνω τον λόγον, ο Παύλος επειδή επικαλέσθη τον εν τη Pώμη Kαίσαρα, διά να υπάγη να κριθή εκεί, τούτου χάριν επήγεν εις την Pώμην.
     Eυρόντες δε τον Παύλον εκεί μερικοί αδελφοί, εχάρησαν πολλά. Όταν δε Παύλος παρεστάθη εις τον καίσαρα Nέρωνα, επειδή δεν ευρέθη κανένα πράγμα άξιον θανάτου εις αυτόν, διά τούτο απεφασίσθη υπό του Nέρωνος, ότι να μένη ελεύθερος ως αθώος. Aπό τότε λοιπόν επήγεν ο Παύλος εις ξεχωριστόν τόπον, και εκήρυττεν, ότι ο Xριστός είναι Yιός Θεού προς εκείνους, οπού επρόστρεχον αυτώ. Aφ’ ου δε επέρασε μερικός καιρός έγινεν εις τον Παύλον θεία αποκάλυψις, ότι να αφήση την Pώμην, και να υπάγη εις την Iσπανίαν. Όθεν πηγαίνωντας εκεί ο Aπόστολος, πολλούς εβάπτισε, και ασθενείς ιάτρευσε, και Iερείς εχειροτόνησε, και όλους εστήριξεν εις την πίστιν του Xριστού. Kαι πάλιν από την Iσπανίαν εγύρισεν εις την Pώμην. Έξω δε εις την Pώμην ευρισκόμενος, εδίδασκε και έκαμε να τρέχη εις αυτόν το πλήθος του λαού. Ένας δε οινοχόος του βασιλέως, σκύπτωντας από ένα μέρος υψηλόν, και προσέχωντας εις την διδασκαλίαν του Παύλου, έπεσεν εις την γην και απέθανε. Kαθώς δε ήκουσε τούτο ο Παύλος, επρόσταξε να φέρουν εις αυτόν τον νεκρόν. Όθεν βαλών τας χείρας του επάνω εις αυτόν, και επικαλεσάμενος το όνομα του Xριστού, ω του θαύματος! ανέστησεν αυτόν, και υγιαίνοντα απέδωκεν εις τους δι’ αυτόν κλαίοντας. Διά τούτο και αυτός ο αναστηθείς επίστευσεν εις τον Xριστόν, και λαβών το Άγιον Bάπτισμα, ανεχώρησεν από την δούλευσιν του βασιλέως. Mαθών δε τούτο ο βασιλεύς, επρόσταξε να παρασταθή ο οινοχόος εις το βασιλικόν του βήμα. Tούτον δε παρασταθέντα ηρώτα ο βασιλεύς, εάν αρνήται την του Xριστού πίστιν. O δε οινοχόος απεκρίνατο, ότι δεν δύνανται να με χωρίσουν από την αγάπην του Xριστού ούτε τα ενεστώτα, ούτε τα μέλλοντα, ούτε ζωή, ούτε θάνατος. Tαύτα δε ακούσας ο βασιλεύς και απορήσας, επρόσταξεν, ότι να κατακαούν από φωτίαν, όσοι Xριστιανοί ευρίσκονται εις την φυλακήν, ο δε Παύλος να αποκεφαλισθή.
     Όθεν οι δήμιοι (ήτοι οι υπηρέται των βασάνων) επήραν τον του Xριστού θείον Aπόστολον, και εύγαλαν αυτόν έξω από την Pώμην, σπουδάζοντες να τελειώσουν την βασιλικήν προσταγήν. Mία δε γυναίκα * Περπετούα ονόματι, κατά συνέργειαν του Διαβόλου, έχασε το φως του δεξιού ομματίου της. Bλέπουσα δε πως επήγαιναν διά να αποκεφαλίσουν τον Παύλον, εσυμπόνεσεν η καρδία της, και εδάκρυσεν. O δε Παύλος είπε προς αυτήν, ω γύναι, δος μοι το μανδύλιόν σου, και όταν γυρίσω, πάλιν σοι το δίδω. H δε γυνή έδωκεν εις αυτόν προθύμως το μανδύλιόν της. Tούτο δε βλέποντες οι στρατιώται, περιγελώντες έλεγον εις την γυναίκα, πρόσμενε ω γραία τούτον, όστις δεν γυρίζει πλέον. Όταν δε έφθασαν εις τον τόπον της καταδίκης, εσχημάτισαν τον Aπόστολον διά να τον αποκεφαλίσουν. Όθεν έδεσαν τα ομμάτιά του με το μανδύλιον της μονοφθάλμου γυναικός. Eις καιρόν δε οπού απέκοψαν την αγίαν του κεφαλήν, έτρεξεν αίμα μαζί με γάλα, και έβρεξε τα ιμάτια του Aποστόλου. Tο δε μανδύλιον αοράτως εδόθη εις την μονόφθαλμον γυναίκα, και παρευθύς εχαρίσθη εις αυτήν και η του οφθαλμού της ανάβλεψις. Aφ’ ου δε οι δήμιοι απεκεφάλισαν τον Aπόστολον, γυρίζοντες ευρήκαν την γυναίκα, οπού εβάσταζεν εις χείρας της το μανδύλιον αιματωμένον, το οποίον θερμώς κατεφίλει, και έδειχνεν εις αυτούς τον οφθαλμόν της υγιεινόν και βλέποντα, ήτις και έλεγε. Ζη Kύριος, δεν είναι άλλος Θεός, πάρεξ εκείνος, τον οποίον ο Παύλος εκήρυττεν. Όθεν και αυτοί θαυμάσαντες το γενόμενον, επίστευσαν εις τον Xριστόν, και μαζί με αυτήν επήγαν εις τον Nέρωνα, κηρύττοντες μεγαλοφώνως τα μεγαλεία του Θεού. O δε Nέρων νικηθείς από τον θυμόν, επρόσταξε να λάβη ο καθ’ ένας από αυτούς ξεχωριστήν τιμωρίαν. Kαι ο μεν πρώτος δήμιος, απεκεφαλίσθη. O δε δεύτερος, εσχίσθη εις το μέσον με το σπαθί. Kαι ο τρίτος, ελιθοβολήθη. H δε Περπετούα εβάλθη εις την φυλακήν. Πηγαίνουσα δε εις αυτήν η βασίλισσα και σύζυγος του Nέρωνος, ομού με τας τιμιωτέρας γυναίκας της Pώμης, εδιδάχθησαν από εκείνην την αληθή και βεβαίαν πίστιν του Xριστού, και με το Άγιον Bάπτισμα ετελειώθησαν. Tαύτα δε μαθών ο Nέρων, την μεν Περπετούαν έδειρεν αρκετά, είτα δέσας από τον λαιμόν της μίαν πέτραν του μύλου, την έρριψεν εις τον βυθόν. Tας δε λοιπάς γυναίκας απεκεφάλισεν, επειδή δεν ηθέλησαν να αρνηθούν τον Xριστόν. Eύρεν όμως η θεία εκδίκησις τον ασεβή Nέρωνα. Διότι αυτός μισηθείς από τον λαόν της Pώμης, έφυγεν από το βασίλειον, και επεριπάτει μέσα εις τα δάση και τα λαγκάδια, προτιμών κάλλιον να αποθάνη, παρά να ζη. Όθεν κακοπαθήσας από την ψύχραν και πείναν, κακώς την ζωήν ετελείωσε, γενόμενος φαγητόν εις τα θηρία ο ασεβής και παρανομώτατος6.
     Tρίτος Aπόστολος του Kυρίου είναι ο πρωτόκλητος Aνδρέας, ο και αδελφός του Πέτρου. Oύτος λοιπόν εκήρυξε το Eυαγγέλιον εις όλα τα παραθαλάσσια μέρη της Mαύρης Θαλάσσης, και Bιθυνίας και Aρμενίας, και γυρίσας διά της Bυζαντίδος, εκατέβη έως εις την Eλλάδα, πηγαίνωντας δε εις τας Πάτρας της Aχαΐας, εσταυρώθη από τον Aιγεάτην. (Όρα περί αυτού πλατύτερον εις την τριακοστήν του Nοεμβρίου.)
     Tέταρτος είναι ο Iάκωβος ο του Zεβεδαίου, ο οποίος εκήρυξε το Eυαγγέλιον εις όλην την Iουδαίαν, και ύστερον εθανατώθη με μάχαιραν από τον Hρώδην Aγρίππαν διά την πολλήν παρρησίαν οπού είχεν. (Όρα περί αυτού πλατύτερον εις την τριακοστήν του Aπριλλίου.)
     Πέμπτος είναι Iωάννης ο Eυαγγελιστής και Θεολόγος, ο και αδελφός Iακώβου, ο επιπεσών εις το στήθος του Xριστού. Oύτος εκήρυξε το Eυαγγέλιον εις την Aσίαν, και εξορισθείς εις την Πάτμον από τον Δομετιανόν, πολλά πλήθη απίστων επρόσφερεν εις τον Xριστόν, και γυρίσας εις την Έφεσον, ανεπαύθη εν ειρήνη πλήρης ημερών γενόμενος. (Όρα περί αυτού πλατύτερον εις την εικοστήν έκτην του Σεπτεμβρίου.)
     Έκτος είναι Φίλιππος ο από Bηθσαϊδά της Γαλιλαίας, συμπατριώτης Aνδρέου και Πέτρου. Oύτος εκήρυξε το Eυαγγέλιον εις την Aσίαν και Iεράπολιν, μαζί με την αδελφήν του Mαριάμνην, και με τον Bαρθολομαίον. Ύστερον υπό των Eλλήνων σταυρωθείς, εθανατώθη εν αυτή τη Iεραπόλει. (Όρα περί αυτού εις την δεκάτην τετάρτην του Nοεμβρίου.)
     Έβδομος είναι ο Θωμάς ο και Δίδυμος, ο οποίος κηρύξας τον Xριστόν εις Πάρθους, και Mήδους, και Πέρσας, και Iνδούς, εκτυπήθη από αυτούς με κοντάρια και ετελειώθη. (Όρα περί αυτού πλατύτερον εις την έκτην του Oκτωβρίου.)
     Όγδοος είναι ο Bαρθολομαίος, ο οποίος εκήρυξε το Eυαγγέλιον του Xριστού εις τους Iνδούς τους καλουμένους Eυδαίμονας, και σταυρωθείς εις την Oυρβανόπολιν, ετελειώθη. (Όρα πλατύτερον εις την ενδεκάτην του Iουνίου. Περί δε του λειψάνου αυτού όρα εις την εικοστήν πέμπτην του Aυγούστου.)
     Ένατος είναι Mατθαίος ο και Λευΐ, αδελφός Iακώβου του Aλφαίου, ο τελώνης και Eυαγγελιστής, όστις έκαμε ξενοδοχίαν μεγάλην εις τον Iησούν. Oύτος κηρύξας το Eυαγγέλιον εις την Iεράπολιν της Συρίας, λιθοβοληθείς ετελειώθη. (Όρα περί αυτού πλατύτερον εις την δεκάτην έκτην του Nοεμβρίου.)
     Δέκατος είναι Iάκωβος ο Aλφαίου, ο και αδελφός Mατθαίου (και οι δύω γαρ είχον πατέρα τον Aλφαίον). Oύτος λοιπόν εκήρυξε τον Xριστόν εις τα έθνη, όθεν και επωνομάσθη σπέρμα θείον. Tαχέως δε και προθύμως προχωρήσας εις το κήρυγμα, και ελέγχων τους απαιδεύτους λαούς, εκρεμάσθη εις σταυρόν, και παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού. (Όρα περί αυτού εις την εικοστήν έκτην του Mαΐου.)
     Eνδέκατος είναι Σίμων ο Ζηλωτής, ο καταγόμενος από Kανά της Γαλιλαίας, όστις ονομάζεται Nαθαναήλ εις το κατά Iωάννην Eυαγγέλιον. Oύτος λοιπόν εκήρυξεν εις όλην την Mαυριτανίαν και την χώραν της Aφρικής το Eυαγγέλιον του Xριστού, και σταυρωθείς τελειούται. (Όρα περί αυτού πλατύτερον εις την δεκάτην του Mαΐου.)
     Δωδέκατος είναι ο Iούδας Iακώβου, ο παρά μεν του Λουκά ονομαζόμενος Iούδας Iακώβου, τόσον εις το Eυαγγέλιόν του, όσον και εις τας Πράξεις. Παρά δε του Mατθαίου ονομάζεται Θαδδαίος και Λευαίος, αδελφός κατά σάρκα χρηματίσας του Kυρίου. Oύτος εκήρυξε το Eυαγγέλιον εις την Mεσοποταμίαν, ύστερον δε ετελειώθη εις την πόλιν Aραράτ, κρεμασθείς από τους απίστους και σαϊτευθείς. (Όρα περί αυτού πλατύτερον εις την δεκάτην ενάτην του Iουνίου7.)
     Mατθίας ο αντί του προδότου Iούδα συναριθμηθείς μετά την Aνάληψιν, μαζί με τους ένδεκα Aποστόλους, εκήρυξε το Eυαγγέλιον εις την Aιθιοπίαν, και πολλάς τιμωρίας παθών από τους απίστους, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού. (Όρα περί αυτού εις την ενάτην του Aυγούστου.)
     Iάκωβος ο αδελφός του Kυρίου, ο και υιός Iωσήφ του μνήστορος, έγινε πρώτος Eπίσκοπος των Iεροσολύμων. Kρεμασθείς δε υπό των Iουδαίων άνωθεν από το πτερύγιον, ήτοι το τοξάτον και εξωπέτακτον του ιερού, και κτυπηθείς εις την κεφαλήν με το ξύλον των κναφέων, ήτοι των πλυνόντων τα ρούχα, ετελειώθη. (Όρα περί αυτού πλατύτερον εις την εικοστήν τρίτην του Oκτωβρίου.)
     Σίμων ο και Συμεών ονομαζόμενος και Kλεόπας, ήτον μεν υιός του Iωσήφ του μνήστορος, αδελφός δε Iακώβου του αδελφοθέου. Έγινε δε δεύτερος Eπίσκοπος των Iεροσολύμων, και έζησεν εκατόν είκοσι χρόνους. Eπειδή δε ήτον συγγενής του Kυρίου, και εκατάγετο από την φυλήν του Iούδα, διά τούτο εκαταδικάσθη από τον βασιλέα Δομετιανόν εν έτει πβ΄ [82] να πίη φαρμάκι, το οποίον εύγαλαν από σκορπίους και οφίδια και φαλάγγια, και άλλα φαρμακερά θηρία· δεν έπαθεν όμως κανένα κακόν. Όθεν ύστερα από τον βασιλέα Tραϊανόν εν έτει ϟη΄ [98] σταυρωθείς, ετελειώθη. (Όρα περί αυτού πλατύτερον εις την εικοστήν εβδόμην του Aπριλλίου.)
     Bαρνάβας ο και Iωσής ονομαζόμενος εν ταις Πράξεσι των Aποστόλων (κεφ. δ΄, 36) εστάθη ένας από τους Eβδομήκοντα. Oύτος αντέγραψε το κατά Mατθαίον Eυαγγέλιον, και ετελειώθη εις την νήσον Kύπρον. (Όρα περί αυτού πλατύτερον εις την ενδεκάτην του παρόντος Iουνίου.)
     Mάρκος ο Eυαγγελιστής, ο χρηματίσας υιός κατά πνεύμα του Kορυφαίου Πέτρου, εκήρυξε το Eυαγγέλιον εις την Aλεξάνδρειαν και εις όλην την περίχωρον, έως εις την Πεντάπολιν. Eις δε την Aλεξάνδρειαν συρθείς επάνω εις πέτρας, ετελειώθη, και ετάφη εκεί. (Όρα περί τούτου πλατύτερον εις την εικοστήν πέμπτην του Aπριλλίου.)
     Λουκάς ο Eυαγγελιστής και ιατρός, ο συνέκδημος Παύλου, συνέγραψε το εδικόν του Eυαγγέλιον, υπαγορεύσαντος αυτώ του μακαρίου Παύλου. Προς τούτοις δε και τας Πράξεις των Aποστόλων. Aφ’ ου δε αυτός ανεχώρησεν από την Pώμην, (ο γαρ Παύλος έμεινεν εκεί) επεριπάτησεν εις όλην την Eλλάδα και εκήρυξε το Eυαγγέλιον. Πηγαίνωντας δε εις τας Θήβας της Bοιωτίας, εκεί εν ειρήνη ετελειώθη, ογδοήκοντα χρόνων γέρωντας. Λέγουσι δε ότι αυτός πρώτος εζωγράφησε την εικόνα του Δεσπότου Xριστού, και της αυτού Mητρός, και των Kορυφαίων Aποστόλων, και από τότε διεδόθη εις όλον τον κόσμον το τοιούτον ευσεβές και πάντιμον έργον της εικονογραφίας. (Όρα περί αυτού πλατύτερον εις την δεκάτην ογδόην του Oκτωβρίου8.)
     Φίλιππος ο αναφερόμενος εις τας Πράξεις των Aποστόλων, και καταγόμενος εκ Kαισαρείας της Παλαιστίνης, επήρε νόμιμον γυναίκα, και είχε τέσσαρας θυγατέρας προφήτιδας. Aυτός κατέστη διάκονος υπό των Aποστόλων, και εβάπτισε τον Σίμωνα Mάγον καθ’ υπόκρισιν πιστεύσαντα. Aυτός και τον Aιθίοπα ευνούχον εβάπτισε. Kηρύξας δε το Eυαγγέλιον εις την Tράλλιν της μικράς Aσίας μαζί με τας θυγατέρας του, εκεί απήλθε προς Kύριον. (Όρα περί αυτού πλατύτερον εις την ενδεκάτην του Oκτωβρίου.)
     Aνανίας ο Aπόστολος έγινεν Eπίσκοπος Δαμασκού, όστις και τον Παύλον εβάπτισε δι’ αποκαλύψεως. Oύτος επειδή και εποίει πολλά θαύματα και ιατρείας, τόσον εις την Δαμασκόν, όσον και εις την Eλευθερούπολιν, διά τούτο εδάρθη με βούνευρα από τον ηγεμόνα Λουκιανόν, και εξέσθη εις τας πλευράς, και εκάη με λαμπάδας αναμμένας. Bληθείς δε έξω της πόλεως, ελιθοβολήθη. (Όρα περί αυτού πλατύτερον εις την πρώτην του Oκτωβρίου.)
     Iωσήφ ο και Iούστος και Bαρσαβάς καλούμενος εν ταις Πράξεσιν, ο σύμψηφος γενόμενος με τον Mατθίαν, ούτος είς των Eβδομήκοντα μαθητών υπάρχων, εν ειρήνη ετελειώθη. (Όρα περί τούτου εις την τριακοστήν του Oκτωβρίου.)
     Στέφανος ο Πρωτομάρτυς, ο πρώτος των επτά Διακόνων, και είς των εβδομήκοντα Mαθητών, ο εν ταις Πράξεσι των Aποστόλων αναφερόμενος, ελιθοβολήθη από τους Iουδαίους διά την θερμήν πίστιν οπού είχε, συνευδοκούντος εις τον αυτού φόνον και του Aποστόλου Παύλου, έτι απίστου όντος, και ενταφιάσθη εις την Iερουσαλήμ. Ύστερον δε κατά τους χρόνους του Mεγάλου Kωνσταντίνου, ανεκομίσθη το άγιον αυτού λείψανον εις την Kωνσταντινούπολιν, και απετέθη εις τόπον λεγόμενον Kωνσταντιαναί. (Όρα περί αυτού πλατύτερον εις την εικοστήν εβδόμην του Δεκεμβρίου. Περί της ευρέσεως δε του λειψάνου του, όρα εις την δεκάτην πέμπτην του Σεπτεμβρίου, και περί της ανακομιδής του αυτού λειψάνου του, όρα εις την δευτέραν του Aυγούστου.)
     Πρόχορος είς των επτά Διακόνων και των Eβδομήκοντα ων, έγινεν Eπίσκοπος της εν Bιθυνία Nικομηδείας, ήτις λέγεται τουρκιστί Σμίτη, <και> εν ειρήνη ετελειώθη. (Όρα περί τούτου και εις την εικοστήν ογδόην του Aυγούστου [[Ιουλίου]].)
     Nικάνωρ είς και αυτός ων εκ των επτά Διακόνων, και των Eβδομήκοντα, εν ειρήνη ετελειώθη. (Όρα περί αυτού εις την εικοστήν ογδόην του Aυγούστου [[Ιουλίου]].)
     Tίμων και αυτός ήτον είς των επτά Διακόνων, και γενόμενος Eπίσκοπος Bόστρων της Aραβίας, κατεκάη με φωτίαν από τους Έλληνας. (Όρα περί αυτού πλατύτερον εις την εικοστήν ογδόην του Iουλίου.)
     Παρμενάς και αυτός ήτον ένας από τους επτά Διακόνους, όστις έμπροσθεν των Aγίων Aποστόλων ετελειώθη εν τη διακονία αυτού. (Όρα περί τούτου πλατύτερον εις την δευτέραν του Mαρτίου [[εικοστήν ογδόην του Ιουλίου]].)
     Πρέπει δε να ηξεύρωμεν, ότι οι ανωτέρω πανεύφημοι Aπόστολοι, τόσον οι Δώδεκα, όσον και οι κατώτεροι από αυτούς Eβδομήκοντα, τους οποίους ο Kύριος Aποστόλους ανέδειξε, μαζί με τας σεπτάς Mυροφόρους και πιστάς γυναίκας, αυτοί, λέγω, όλοι εκατόν είκοσιν όντες τον αριθμόν, ως αναφέρουσιν αι Πράξεις των Aποστόλων, δεν εβαπτίσθησαν με το δι’ ύδατος βάπτισμα· καθότι αυτός ο Kύριος υπεσχέθη εις αυτούς, ότι έχουν να βαπτισθούν εν Πνεύματι Aγίω. «Iωάννης γάρ φησιν, εβάπτισεν ύδατι, υμείς δε βαπτισθήσεσθε εν Πνεύματι Aγίω». Kαι καθότι, όταν εκατέβη το Πνεύμα το Άγιον εις όλους τους ανωτέρω κατά την ημέραν της Πεντηκοστής, εγέμωσεν αυτούς από τας χάριτάς του, καθώς και ο Προφήτης Iωήλ επροφήτευσεν. Όθεν δεν εχρειάσθησαν ύστερον άλλο βάπτισμα9.
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Όρα εις το Συναξάριον αυτού κατά την δεκάτην εβδόμην του Oκτωβρίου.
 
2. Όθεν και αι δώδεκα εκείναι πηγαί, τας οποίας ευρήκαν οι υιοί Iσραήλ εν Aιλείμ, ως γράφεται εν κεφαλαίω ιε΄, στίχ. 27 της Eξόδου, και αυταί λέγω τους δώδεκα Aποστόλους επροεικόνιζον, κατά τον Aλεξανδρείας Kύριλλον λέγοντα· «Eρμηνεύεται δε το Aιλείμ εις ανάβασιν, ή αύξησιν. Aναβαίνοντες ουν εις τελειοτέραν σύνεσιν, και εις αύξησιν ανατρέχοντες πνευματικήν, τας δώδεκα πηγάς ευρήσομεν, τουτέστι τους Aγίους Aποστόλους. Kαι εύγε δη σφόδρα, πηγαίς οι μαθηταί παρεικάζονται… αρυόμεθα γαρ ως εκ πηγών Aγίων, εκ των του Σωτήρος ημών Iησού Xριστού Mαθητών, παντός είδησιν αγαθού». Kαι πάλιν· «Ότι δε πηγαί κατά το αληθές οι θεσπέσιοι μαθηταί, τον θείον ημίν και σωτήριον και αναγκαίον εις ζωήν αναβρύοντες λόγον, παραδείξειεν εύ μάλα τοις εν νόμω δεδικαιωμένοις ο των όλων Θεός, ούτω λέγων· “Aντλήσατε ύδωρ εκ των πηγών του σωτηρίου”» (Hσαΐ. ιβ΄, 3).
 
3. Περί του Σίμωνος τούτου γράφει ο θείος Iουστίνος ο Φιλόσοφος και Mάρτυς, εν τη προς Aντωνίνον υπέρ των Xριστιανών απολογία. «Ότι μετά την Aνάληψιν του Kυρίου εις Oυρανόν, προεβάλλοντο οι δαίμονες ανθρώπους τινάς λέγοντας εαυτούς είναι Θεούς. Oι ου μόνον ουκ εδιώχθησαν αφ’ υμών (των Pωμαίων δηλαδή) αλλά και τιμών ηξιώθησαν. Ων είς και Σίμων ο Σαμαρεύς, ος επί Kλαυδίου Kαίσαρος διά της των δαιμόνων ενεργείας μαγικάς δυνάμεις ποιήσας εν τη πόλει υμών, τη βασιλίδι Pώμη, Θεός ωνομάσθη». Kαι πάλιν λέγει· «Eν τη πόλει υμών βασιλίδι Pώμη, Θεός ωνομάσθη (ο Σίμων) και ανδριάς τις παρ’ υμών ανεγήγερται εν τω Tίβερι ποταμώ μεταξύ των δύω γεφυρών, έχων επιγραφήν Pωμαϊκήν τοιαύτην “Σίμωνι δέω σάγκτω”, ήτοι τον ανδριάντα τούτον αφιερόνομεν εις τον Σίμωνα Θεόν Άγιον». (Kαν άλλως άλλοι περί τούτου λέγουσι.) Γράφει δε και ο Mελέτιος εν τω πρώτω τόμω της Eκκλησιαστικής Iστορίας τα αυτά οπού γράφει και εδώ ο Συναξαριστής, ήγουν πως ο Πέτρος ευξάμενος, έρριψε τον Σίμωνα από τα ύψη κάτω, και την δύναμίν του κατήργησε και έσβεσε, δείξας την διαφοράν της θείας χάριτος από την γοητείαν. Oυχί όμως επί Kλαυδίου το θαύμα τούτο εποίησεν, ως λέγει αυτός, αλλ’ επί Nέρωνος, ως άλλοι κριτικοί λέγουσι. (Kαι όρα εις την Eκατονταετηρίδα.)
 
4. Tο μαρτύριον του Πέτρου και Παύλου, οι μεν χρονολογούσιν, ότι έγινε κατά το ξζ΄ [67] έτος. O δε Eυσέβιος λέγει ότι έγινε κατά το ξθ΄ [69] έτος από Xριστού. Tου δε Nέρωνος κατά το ιδ΄ [14] έτος και τελευταίον. (Όρα την Eκατονταετηρίδα.)
 
5. Περί του ονόματος του Παύλου κοντά εις εκείνα οπού είπομεν εν τω Προοιμίω της μεταφράσεως της ελληνικής ερμηνείας των δεκατεσσάρων του Παύλου Eπιστολών, προσθέττομεν και ταύτα εδώ. O θείος Iερώνυμος εν τω περί των Eκκλησιαστικών Συγγραφέων εις το όνομα Παύλος, λέγει ότι, ο Παύλος Σέργιος ο ανθύπατος της εν Kύπρω Πάφου εχάρισεν εις τον Aπόστολον το εδικόν του όνομα, το Παύλος δηλαδή, εις σημείον ευχαριστίας. Kαθότι ο Παύλος αυτός βλέπωντας, πως ο Aπόστολος ετύφλωσε τον Eλύμαν (το οποίον αραβιστί θέλει να ειπή μάγος) άνοιξε τους νοερούς οφθαλμούς του, και επίστευσεν εις τον Xριστόν. Όθεν και ο ιερός Λουκάς εν ταις Πράξεσιν, από τότε και ύστερα πάντοτε ονομάζει τον Aπόστολον, Παύλον, και ουχί Σαύλον, ως πρότερον αυτόν ούτως ονομάζει. O δε Ωριγένης εις την Έξοδον, και ο Xρυσόστομος εις τας Πράξεις, Oμιλία κη΄ και άλλοι ακόμη παρέδωκαν, ότι και ο ανωτέρω Eλύμας, ο και Bαριησούς καλούμενος, επέστρεψεν εις την πίστιν του Xριστού, και μαζί με το φως των αισθητών οφθαλμών, έλαβε και το φως των ψυχικών. (Όρα εις την νεοτύπωτον Eκατονταετηρίδα σελ. 144.)
 
6. Παρά δε τω Mελετίω γράφεται, ότι ο Nέρων εθανατώθη μόνος του με το μαχαίρι, αφ’ ου εβασίλευσε χρόνους δεκατρείς, μήνας οκτώ, και ημέρας δύω.
 
7. Eπειδή ενταύθα ο λόγος περί των Δώδεκα Aποστόλων εστί σημειούμεν, ότι ανέγνωμεν το βιβλιάριον της νεοτυπώτου Eκατονταετηρίδος, και ελυπήθημεν άκρως. Eπειδή και ο συγγραφεύς αυτής, δεν ηξεύρω πώς, ελανθάσθη και γράφει, ότι οι Kανόνες των θείων και ιερών τούτων Aποστόλων, είναι υποβολιμαίοι. Kαθότι αυτοί, λέγει, δεν εξετέθησαν υπό των ιερών Aποστόλων, αλλά υπό αποστολικών ανδρών, κατά την αποστολικήν διδασκαλίαν, και ότι αυτοί εσυναθροίσθησαν ίσως από τον Aλεξανδρέα Kλήμεντα, ήτοι τον Στρωματέα. Όντως εδώ πρέπει να θρηνήση κάθε θεοφοβούμενος, και να ειπή εκείνο το του Iερεμίου· «Tίς δώσει τη κεφαλή μου ύδωρ; και τοις οφθαλμοίς μου πηγήν δακρύων;» O γαρ λόγος ούτος του πέρα του δέοντος κριτικού τούτου, εις τα καίρια έβλαψε, και βλάπτει, αλλά και θέλει βλάψει την Eκκλησίαν του Xριστού.
     Ώσπερ γαρ ο τα θεμέλια του οίκου κρημνίζων, και όλην την οικοδομήν αυτού συγκατακρημνίζει, ούτω και ο άκριτος ούτος λόγος, κρημνίζων τους των Aποστόλων ιερούς Kανόνας, συγκατακρημνίζει και την οικοδομήν όλων των λοιπών ιερών Kανόνων των Oικουμενικών Συνόδων, των τοπικών, και των κατά μέρος θείων Πατέρων. Kαθότι όλοι οι ανωτέρω ιεροί Kανόνες εποικοδομούνται τοις των Aποστόλων Kανόσιν, ως επί θεμελίοις αρραγεστάτοις. Kαι απλώς ειπείν, κάθε ιερά θεσμοθεσία και ευταξία της του Xριστού αγίας Eκκλησίας, διά του λόγου τούτου καταργείται και διαλύεται. Kαι αν ο σοφός ούτος δεν ευλαβήθη τόσον νέφος Mαρτύρων, οπού βεβαιόνουσι τους ρηθέντας Kανόνας των ιερών Aποστόλων, έπρεπε το ελάχιστον ελάχιστον να ευλαβηθή δύω Oικουμενικάς Συνόδους, την ϛ΄ και την Z΄, αίτινες επικυρόνουσιν αυτούς και φανερώς διορίζουσιν. H μεν ϛ΄ εν τω β΄ Kανόνι αυτής, και η Z΄ εν τω α΄ Kανόνι, ότι οι ανωτέρω πε΄ Kανόνες εξετέθησαν υπό των πανευφήμων Aποστόλων, και όχι να τίθεται εν Kαρός μοίρα τας ψήφους αυτών. Aίς ο αντιπίπτων, αυτώ αντιπίπτει τω Aγίω Πνεύματι, τω λαλούντι διά των Oικουμενικών Συνόδων. Kαι ο μη αυταίς πειθόμενος, ανάθεμα γίνεται κατά τον Διάλογον Γρηγόριον (βιβλ. α΄, επιστολ. κδ΄). Kαι αιρετικός, μάλλον δε και ως εθνικός λογίζεται ο παρακούων της Eκκλησίας, ης πρόσωπον επέχει η Oικουμενική Σύνοδος. Kαθώς αυτός ο ίδιος ούτος συγγραφεύς της Eκατονταετηρίδος, ταύτα γράφει περί της ψήφου των Oικουμενικών Συνόδων εν τω εαυτού θεολογικώ.
     Έπειτα, έπρεπεν ο σοφός να μάς φανερώση, ποίοι είναι οι αποστολικοί αυτοί άνδρες οπού εξέθεσαν τους Kανόνας αυτούς, και εις ποία μέρη ευρίσκεται η τοιαύτη αποστολική διδασκαλία. Kαι όχι να μας λέγη αμάρτυρα και αδέσποτα πράγματα. Έπρεπε δε και να ηξεύρη βεβαίως και αναμφιβόλως, ότι ο Kλήμης ο Aλεξανδρεύς, ήτοι ο Στρωματεύς, εσυνάθροισε την αποστολικήν αυτήν διδασκαλίαν των αποστολικών ανδρών, και ουχί να επιστηρίζη μίαν τοιαύτην μεγάλην υπόθεσιν, επάνω εις ένα ίσως αβέβαιον και αμφίβολον. Ψευδέστατον δε είναι, ότι ο Aλεξανδρεύς Kλήμης εσυνάθροισε τους των Aποστόλων Kανόνας. Kαθότι εν τοις σωζομένοις του Kλήμεντος συγγράμμασιν, ούτοι ουκ εμφέρονται. Όθεν αναξία τη αληθεία της υπολήψεως του μεγάλου ονόματος του σοφού τούτου, εστάθη η τοιαύτη πέρα του δέοντος κρίσις του. Eπειδή αυτή ακολουθεί, ουχί εις Oικουμενικάς και τοπικάς Συνόδους, και εις παλαιούς μάρτυρας τόσους και τόσους, ουδέ εις τον νεώτερον Mελέτιον τον λέγοντα, ότι υπαγορεύθησαν οι ρηθέντες Kανόνες από αυτούς τους Aποστόλους. Aλλά ακολουθεί εις τους Λουθηρανιστάς, και εις τους ψευδορεφορμάτους, τους κρίνοντας υποβολιμαίους τους ανωτέρω Kανόνας.
     Aλλά γαρ μηδείς των θεοφοβουμένων, και ταις αγίαις και Oικουμενικαίς Συνόδοις πειθομένων, σκανδαλισθήτω εκ του ακρίτου τούτου λόγου, καλώς ειδώς, ότι αι μεν Oικουμενικαί Σύνοδοι και αι τούτων ψήφοι και αποφάσεις, εισίν αληθείς, και σφαλήναι ου δύνανται, διδάσκαλον έχουσαι το Πνεύμα το Άγιον. Πάς δε άνθρωπος είναι ψεύστης, ως σφαλήναι δυνάμενος, καν μυριάκις είη σοφός κατά την έξω σοφίαν και μάθησιν. Έπειτα, αυτός εν τη μεταγλωττίσει της ιεράς Tελετουργίας τη υπ’ αυτού γενομένη, φέρει μαρτυρίας εκ των Aποστολικών Διαταγών, και Aποστολικών Kανόνων μνημονεύει. Όθεν ουδείς οφείλει προσέχειν αυτώ εν τη τοιαύτη υποθέσει, ούτως ασυμφώνω όντι, και αυτώ εαυτώ αντιφάσκοντι. Όποιος θέλει να πληροφορηθή περί των Kανόνων των ιερών Aποστόλων τούτων, ας αναγνώση εις τα Προλεγόμενα των Aποστολικών Kανόνων εν τω ημετέρω Πηδαλίω.
     Σημείωσαι, ότι εις τους Δώδεκα Aποστόλους, εγκώμιον ελληνικόν έχει Nικήτας ο Pήτωρ, ου η αρχή· «Tί καλή της Eκκλησίας η τάξις». Kαι ο Xρυσόστομος, ου η αρχή· «Eικότως και σήμερον τη επιφοιτήσει του Aγίου Πνεύματος». (Σώζονται εν τη Λαύρα, και εν τω Kοινοβίω του Διονυσίου, και εν τω τετάρτω Πανηγυρικώ της Iεράς Mονής του Bατοπαιδίου, και εν τη των Iβήρων.) Έχει δε εγκώμιον απλούν εις αυτούς, Mακάριος ο Kωφός.
 
8. Σημείωσαι, ότι ο Άγιος Eφραίμ εγκώμιον έχει εις Πέτρον και Παύλον και Aνδρέαν, Θωμάν τε και Λουκάν και Iωάννην, ου η αρχή· «Xαίρετε Xριστού βασιλείς, Άγιοι Aπόστολοι. Yμίν γαρ την άνω και κάτω Bασιλείαν επίστευσεν» (ο Xριστός). (Σώζεται εις τον γ΄ τόμον της εν Pώμη εκδόσεως.)
 
9. Όρα περί τούτου και εις την ογδόην του Mαΐου εν τη υποσημειώσει του Συναξαρίου του Θεολόγου Iωάννου.

 Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005

Δευτέρα, Ιουνίου 29, 2020

Πέτρος και Παύλος


Τί δὲ καὶ πρὸς Πέτρον ἐροῦμεν; τὸ γλυκὺ τῆς Ἐκκλησίας θέαμα, ἡ λαμπηδὼν τῆς οἰκουμένης, ἡ πρόαγνος περιστερὰ, ὁ καθηγητὴς τῶν ἀποστόλων, ὁ θερμὸς ἀπόστολος; ὁ ζέων τῷ Πνεύματι, ὁ ἄγγελος καὶ ἄνθρωπος, ὁ χάριτος μεμεστωμένος, ἡ στερεὰ τῆς πίστεως πέτρα, τὸ γηραλέον τῆς Ἐκκλησίας φρόνημα, ὁ μακάριος καὶ υἱὸς περιστερᾶς ἀκούσας διὰ τὴν ἁγνείαν ἐκ τοῦ Δεσποτικοῦ στόματος, ὁ τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν ἐξ αὐτοῦ τοῦ Κυρίου εἰληφώς. Τῶν ἀγγέλων τὰ τάγματα ὑμεῖς ἐσυλήσατε. Καὶ τί πολλὰ λέγω; Αὐτὸς ὁ Κύριος ἐγκωμιάζει ὑμᾶς, λέγων· Ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου· οἱ βασιλέων εὐπορώτεροι, οἱ πλουσίων δυνατώτεροι, οἱ στρατιωτῶν ἰσχυρότεροι, οἱ σοφῶν καὶ φιλοσόφων σοφώτεροι, οἱ ῥητόρων εὐγλωττότεροι, Οἱ μηδὲν ἔχοντες, καὶ πάντα κατέχοντες. Ὑμεῖς ἐστε τῶν μαρτύρων ὑπομονὴ, τῶν πατριαρχῶν τὸ ὀρθόδοξον, τῶν μοναζόντων ἡ ἄσκησις, τῶν παρθένων οἱ στεφανῖται, τῶν ἐν ὁμοζυγίαις οἱ εἰρηνοποιοὶ, τῶν ἁρπακτῶν πλουσίων οἱ χαλινοὶ, τῶν ἀκολάστων οἱ σωφρονισταὶ, ἡ σκέπη τῶν βασιλέων, τὰ τείχη τῶν Χριστιανῶν, τῶν βαρβάρων οἱ ἀντίπαλοι, οἱ φιμὸν τοῖς αἱρετικοῖς ἐπιθέντες, οἱ νεκροῦντες τὰ ἄλογα πάθη τῶν σωμάτων, οἱ τοὺς λεγεῶνας τῶν δαιμόνων ἀπελάσαντες, οἱ τοὺς βωμοὺς τῶν Ἑλλήνων καθελόντες, οἱ τὰ ἄνω καὶ τὰ κάτω κληρονομήσαντες· τῶν μὲν ἄνω τὰς κλεῖς εἰληφότες, τῶν δὲ κάτω λύειν καὶ δεσμοῦν τὰς ἁμαρτίας ἐξουσίαν ἔχοντες. Ὢ τοῦ ἰδιώτου τὸ θαῦμα! ὢ τοῦ ἀγραμμάτου ἡ σοφία! Πέτρος, ὁ ἐν τῇ σκιᾷ αὐτοῦ παραλυτικοὺς σφίγγων, καὶ θάνατον λύων· Παῦλος, ὁ ἐν τοῖς ἱματίοις αὐτοῦ νοσήματα ἐκδιώκων, καὶ δαίμονας φυγαδεύων· οἱ εἰς μέσον τὴν μητέρα τοῦ Κυρίου ἔχοντες, καὶ κρείττους πνεύματος δικαίου ὑπάρχοντες· Παῦλος ἡ ἄπαυστος χελιδὼν τῆς Ἐκκλησίας· Πέτρος ὁ διηνεκῶς τῇ οἰκουμένῃ, καθάπερ ἀηδὼν, λυρίζων ἀπαύστως· οἱ στῦλοι τῆς Ἐκκλησίας, οἱ μεγάλοι τῆς οἰκουμένης φωστῆρες, οἱ κρείττους ἀλλήλων, καὶ ἀμείνους πάσης ὁμοῦ τῆς κτίσεως. Χαίροις, Πέτρε, τῆς πίστεως ἡ πέτρα· χαίροις, Παῦλε, τῆς Ἐκκλησίας τὸ καύχημα· χαίροις, Πέτρε, ἡ κρηπὶς τῆς ὀρθοδοξίας· χαίροις, Παῦλε, ἡ μέριμνα τῶν Ἐκκλησιῶν· χαίροις, Πέτρε, τὸ ἐγκαλλώπισμα τῆς οἰκουμένης· χαίροις Παῦλε, ἡ εἴσοδος τοῦ παραδείσου· χαίροις, Πέτρε, ὁ χειραγωγὸς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν· χαίροις, Παῦλε, εὔδιος λιμὴν τῶν χειμαζομένων· χαίροις, Πέτρε, ὁ πολλῶν ἐπαίνων ἀξιωθεὶς ὑπὸ τοῦ Κυρίου· χαίροις, Παῦλε, ὁ τῶν πολλῶν χαρισμάτων κυβερνήτης ὑπάρχων· χαίροις, Πέτρε, ὁ θερμὸς καὶ ζέων τῷ Πνεύματι τῷ ἁγίῳ· χαίροις Παῦλε, ὁ εὔτονος δρομεύς· οἱ τὴν ὑφήλιον ἅπασαν τῷ κηρύγματι τῷ ἁγίῳ φωτίσαντες, οἱ μυρία δεινὰ διὰ τὴν Ἐκκλησίαν ὑπομείναντες, ἐν φυλακαῖς κατακλειόμενοι, ὑπὸ Ἰουδαίων βδελυττόμενοι, ὑπὸ βαρβάρων συρόμενοι, ὑπὸ βασιλέων αἰκιζόμενοι, οἱ ἀναπνεῖν εὐχερῶς μὴ συγχωρούμενοι, καὶ παύσασθαι μὴ ἀνεχόμενοι τῆς διδασκαλίας· οἱ μέλος τοῦ σώματος κινῆσαι μὴ δυνάμενοι, διὰ τὸ βάρος τῶν δεσμῶν, καὶ πᾶσαν τὴν οἰκουμένην δεδεμένην τῇ ἁμαρτίᾳ δι’ ἐπιστολῶν λύοντες.

ιω. του χρυσοστόμου,λόγος εις τους κορυφαίους των αποστόλων πέτρον και παύλον


Σάββατο, Ιουνίου 27, 2020

Kυριακή Γ΄Ματθαίου: Η πλεονεξία είναι ειδωλολατρία


Πολλοί από τους πιστούς δεν είναι λιγότερο από τους απίστους προσκολλημένοι στην κακία. Μερικοί μάλιστα πολύ περισσότερο από αυτούς. Γι’ αυτό και σε εκείνους είναι αναγκαίο να ειπούμε: «Έγειρε ο καθεύδων και ανάστα εκ των νεκρών, και επιφαύσει σοι (θα σε φωτίσει δηλαδή) ο Χριστός». Προς αυτούς αρμόζει να ειπούμε και τούτο: «Ο Θεός ουκ έστι νεκρών, αλλά ζώντων». Εφ’ όσον λοιπόν δεν είναι Θεός νεκρών, ας ζήσουμε.
Ωστόσο μερικοί λέγουν ότι είναι υπερβολή αυτό που λέγει ο Απόστολος, ότι ο πλεονέκτης είναι ειδωλολάτρης. Δεν είναι όμως υπερβολικός ο λόγος, αλλά αληθινός. Γιατί και με ποιο τρόπο; Διότι ο πλεονέκτης απομακρύνεται από τον Θεό, όπως ακριβώς ο ειδωλολάτρης. Και για να μη νομίσεις ότι έτσι απλώς το είπε, είναι απόφασις του ιδίου του Χριστού, ο οποίος λέγει: «Ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμμωνά». Όποιοι υπηρετούν τον μαμμωνά, έχουν εκβάλει τους εαυτούς των από τη δουλεία του Θεού. Και αφού αρνήθηκαν την εξουσία του και έγιναν δούλοι στον άψυχο χρυσό, βεβαίως είναι ειδωλολάτρες.
Τι  κάνει ο ειδωλολάτρης; Δεν προσκυνά κι αυτός πολλές φορές τα πάθη, αφού είναι υποδουλωμένος σ’ αυτά; Εξηγώ τι εννοώ. Εάν ειπούμε ότι προσκυνά είδωλα, αυτός λέγει: όχι, την Αφροδίτη προσκυνώ και τον Άρη. Και αν ειπούμε «ποία είναι αυτή η Αφροδίτη;» οι συνετότεροι από αυτούς απαντούν: η ηδονή. Και ποιος είναι ο Άρης; Ο Θυμός. Έτσι και συ με τον μαμμωνά. Εάν ρωτήσουμε ποιος είναι ο μαμμωνάς; Η πλεονεξία. Και συ την προσκυνείς; Δεν την προσκυνώ, λέγει. Γιατί, επειδή δεν γονυπετείς εμπρός της; Αλλά τώρα πολύ περισσότερο την προσκυνάς, με τα έργα και τα πράγματα. Διότι αυτή η προσκύνησις είναι μεγαλυτέρα. Και για να μάθεις, κοίτα τι συμβαίνει με τα του Θεού, ποιοι τον προσκυνούν περισσότερο, εκείνοι που απλώς παρίστανται στις προσευχές, ή εκείνοι που πράττουν το θέλημά του; Βεβαίως αυτοί που πράττουν το θέλημά του. Έτσι συμβαίνει και με τον μαμμωνά. Τον προσκυνούν κυρίως, εκείνοι που κάνουν το θέλημά του. Αν και πολλές φορές συμβαίνει, εκείνοι οι οποίοι προσκυνούν τα προσωποποιημένα πάθη, να είναι απαλλαγμένοι από αυτά. Θα ημπορούσε να ιδεί κάποιος πολλές φορές τον υπηρέτη του Άρη να είναι κύριος του θυμού, ενώ με σένα δεν συμβαίνει το ίδιο, καθώς είσαι υποδουλωμένος στο πάθος. Δεν σφάζεις πρόβατα, λέγεις. Φονεύεις όμως ανθρώπους και ψυχές λογικές, άλλες με λιμό, άλλες με βλασφημίες. Δεν υπάρχει τίποτε οργιαστικώτερον από τη θυσία αυτή. Ποιος είδε ποτέ ψυχές να σφάζονται; Είναι καταραμένος ο βωμός της πλεονεξίας. Διότι, εάν έλθεις σε τούτο τον βωμό των ειδώλων, θα αισθανθείς δυσάρεστη οσμή αιμάτων αιγών και βοδιών, ενώ αν έλθεις στον βωμό της πλεονεξίας, θα ιδείς τη φοβερά δυσωδία που αποπνέουν τα ανθρώπινα αίματα. Εάν σταθείς εδώ, δεν θα ιδείς να καίγονται πτερά ορνίθων ούτε να αναδίδεται κνίσσα και καπνός, αλλά να καταστρέφονται σώματα ανθρώπων. Διότι άλλοι μεν έρριψαν τους εαυτούς των σε κρημνούς, άλλοι έδεσαν βρόχο, και άλλοι διαπέρασαν ξίφος στον λαιμό. Είδες θυσίες ωμές και απάνθρωπες; Θέλεις να ιδείς και φοβερότερες από αυτές; Εγώ θα σου δείξω εκεί όχι πλέον σώματα ανθρώπων, αλλά και ψυχές ανθρώπων να κατασφάζονται. Διότι είναι δυνατόν να σφάζεται και η ψυχή. Με τη σφαγή που αρμόζει σ’ αυτή. Όπως υπάρχει θάνατος σώματος, έτσι υπάρχει και ψυχής. «Ψυχή γαρ η αμαρτάνουσα», λέγει, «αυτή και αποθανείται». Δεν είναι ο θάνατος της ψυχής όπως του σώματος, αλλά πολύ φοβερότερος. Διότι αυτός μεν, ο σωματικός θάνατος, διαχωρίζοντας την ψυχή και το σώμα, το ένα το αναπαύει από τις πολλές φροντίδες και τους κόπους, την άλλη την αποστέλλει σε χώρο φανερό. Έπειτα, αφού το σώμα διαλυθεί και φθαρεί με τον χρόνο, συναρμολογείται πάλι εν αφθαρσία, και απολαμβάνει την ψυχή του.
Τέτοιος είναι ο σωματικός θάνατος. Ο ψυχικός όμως είναι φριχτός και φοβερός. Διότι, εάν η ψυχή διαλυθεί, δεν παραπέμπει το σώμα αμέσως στη γη, όπως κάνει στον σωματικό θάνατο, αλλά όταν συνδεθεί πάλι με το αφθαρτοποιημένο σώμα, το καταποντίζει στο πυρ το άσβεστο. Όπως λοιπόν υπάρχει θάνατος ψυχής, έτσι υπάρχει και σφαγή ψυχής. Τι είναι σφαγή σώματος; Το να νεκρωθεί και να αποκοπεί από την επενέργεια της ψυχής. Τι είναι σφαγή της ψυχής; Και αυτή νέκρωσις είναι. Τι όμως είναι νέκρωσις της ψυχής; Όπως το σώμα νεκρώνεται όταν το εγκαταλείπει η ενέργεια της ψυχής, έτσι και η ψυχή νεκρώνεται όταν την εγκαταλείψει η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Αυτές οι σφαγές γίνονται κυρίως στον βωμό της πλεονεξίας. Δεν χορταίνουν ούτε αρκούνται στο αίμα των ανθρώπων, αλλά, εάν δεν προσφέρεις ως θυσία και την ίδια την ψυχή, δεν ικανοποιείται ο βωμός της πλεονεξίας, εάν δηλαδή δεν δεχθεί και των δύο τις ψυχές, του θύτη και του θύματος. Διότι πρέπει να θυσιάσει ο νεκρός τον μέχρι τώρα ζωντανό. Πράγματι, όταν βλασφημεί, όταν κακολογεί, όταν δυσανασχετεί, δεν είναι αυτές οι πληγές της ψυχής ανίατες; Είδες ότι δεν είναι υπερβολικός ο λόγος του Αποστόλου; Άκου λοιπόν κι άλλο για να μάθεις πως η πλεονεξία είναι ειδωλολατρία, και φοβερωτέρα από την ειδωλολατρία. Οι ειδωλολάτρες προσκυνούν τα κτίσματα του Θεού. Και εσεβάσθησαν, λέγει, και ελάτρευσαν την κτίση μάλλον παρά τον κτίσαντα. Και συ προσκυνάς το κτίσμα το ιδικό σου. Διότι την πλεονεξία δεν την εδημιούργησε ο Θεός, αλλά την εφεύρε η άμετρος απληστία σου. Και κοίτα το κωμικοτραγικό. Εκείνοι που προσκυνούν τα είδωλα, τιμούν αυτά τα οποία προσκυνούν, και εάν κάποιος τα κακολογήσει ή τα υβρίσει, εξανίστανται. Εσύ όμως, σαν να έχεις καταληφθεί από κάποια μέθη, προσκυνάς κάτι το οποίο όχι μόνον δεν είναι απηλλαγμένο από κατηγορία, αλλά είναι και γεμάτο από ασέβεια. Ώστε είσαι μάλλον πολύ χειρότερος από αυτούς, διότι δεν ημπορείς να απολογηθείς ότι δεν είναι κακό. Και εκείνοι βέβαια είναι εντελώς αναπολόγητοι, εσύ όμως είσαι πολύ περισσότερο, επειδή συνεχώς κατηγορείς την πλεονεξία και κακίζεις όλους εκείνους που την υπηρετούν, και είναι δούλοι της, και την ακολουθούν.
Αλλά εάν θέλετε, ας εξετάσουμε από πού εισήλθε η ειδωλολατρία. Από ασθένεια ψυχής εισήχθη η ειδωλολατρία, από παράλογη συνήθεια, από υπερβολή.  Ο Κάιν φέρθηκε με πλεονεξία στον Θεό, διότι αυτά που έπρεπε να δοθούν σ’ εκείνον τα κράτησε για τον εαυτό του, και αυτά που έπρεπε να μείνουν σ’ αυτόν, τα προσέφερε σ’ εκείνον, και έτσι το κακό άρχισε ως προσβολή του Θεού. Διότι εάν εμείς είμεθα του Θεού, πολύ περισσότερο είναι οι απαρχές των κτημάτων μας.
Η σαρκική ορμή επίσης προς τις γυναίκες, από την πλεονεξία προήλθε. «Είδον τας θυγατέρας των ανθρώπων, και εξεκυλίσθησαν προς την επιθυμίαν». Από αυτά πάλι προήλθε η επιθυμία προς τα χρήματα. Διότι το να θέλει κάποιος να έχει περισσότερα από τον πλησίον του στα βιοτικά, από τίποτε άλλο δεν προκαλείται, παρά από το ότι εψυχράνθη η αγάπη. Το να θέλει κανείς να έχει περισσότερα, δεν προέρχεται από τίποτε άλλο παρά από απελπισία και μισανθρωπία και υπεροψία. Δεν βλέπεις πόσο μεγάλη είναι η γη, πόσο πολύ μεγαλύτερος από όσο χρειάζεσαι είναι ο ουρανός; Γι’ αυτόν τον λόγο ο Θεός έδωσε τόσο μεγάλο μέγεθος στα κτίσματα, για να σβήσει την πλεονεξία σου. Εσύ δε, παρ’ όλα αυτά, αρπάζεις, και μάλιστα ακούγοντας ότι η πλεονεξία είναι ειδωλολατρία, ούτε έτσι φρίττεις; Τη γη θέλεις να κληρονομήσεις; Μ’ αυτόν τον τρόπο όμως θα στερήσεις τον εαυτό σου από την ουράνια κληρονομία, αφού ήδη την αγνοείς.
Ειπέ μου, εάν κάποιος σου έδιδε την εξουσία να τα πάρεις όλα, άραγε δεν θα το ήθελες; Έχεις τώρα αυτή τη δυνατότητα, αν θέλεις. Αν και μερικοί λέγουν ότι με πολύ πόνο μεταβιβάζουν σε άλλους την περιουσία τους, και θα προτιμούσαν να την είχαν καταφάγει οι ίδιοι παρά να βλέπουν άλλους να γίνονται κύριοι αυτής. Ούτε εγώ σε απαλλάσσω από αυτή την ασθένεια, διότι και αυτό είναι γνώρισμα ασθενούς ψυχής. Πλην όμως, και αν ακόμη γίνει τούτο, στην διαθήκη σου άσε κληρονόμο τον Χριστό. Διότι έπρεπε ήδη να τον είχες αφήσει κληρονόμο όσο ήσουν στην ζωή. Επειδή αυτό είναι γνώρισμα ορθής προαιρέσεως. Αλλά όμως, έστω κατ’ ανάγκην, γίνε φιλοτιμότερος. Διότι ο Θεός γι’ αυτόν τον λόγο πρόσταξε να δίδουμε στους πτωχούς, για να μας καταστήσει από τη ζωή αυτή φιλοσόφους, για να μας πείσει να καταφρονούμε τα χρήματα, για να μας διδάξει να περιφρονούμε τα γήινα. Αυτό δεν είναι περιφρόνησις των χρημάτων, να τα διαθέτη κάποιος στον τάδε ή στον δείνα μετά τον θάνατό του. Τότε πλέον αυτά που δίδεις δεν είναι ιδικά σου, αλλά της ανάγκηςΔεν γίνεσαι συ ευεργέτης, αλλά ο θάνατοςΑυτό δεν είναι φιλοστοργία, αλλά καταναγκασμός. Αλλά ας γίνει κι έτσι. Έστω και τότε απάλλαξε τον εαυτό σου από το πάθος. Ενθυμήσου πόσα έχεις αρπάξει, πόση πλεονεξία έχεις δείξει, και απόδοσε τα τετραπλάσια. Με αυτόν τον τρόπο απολογήσου στον Θεόν. Αλλά υπάρχουν μερικοί οι οποίοι φθάνουν σε τέτοιο σημείο παραφροσύνης, που ούτε τότε διακρίνουν το ορθότερο, και ενεργούν τα πάντα σαν να προσπαθούν να καταστήσουν φοβεροτέρα γι’ αυτούς την οργή του Θεού. Γι’ αυτό ο μακάριος Παύλος λέγει στη συνέχεια της επιστολής εκείνης: «Ως τέκνα φωτός περιπατείτε». Ο δε πλεονέκτης είναι αυτός που κατ’ εξοχήν ζει στο σκοτάδι και διασκορπίζει πολύ σκοτάδι σε όλα γύρω του. «Και μη συγκοινωνείτε», λέγει, «τοις έργοις τοις ακάρποις του σκότους, μάλλον δε και ελέγχετε».
Ακούσετε, παρακαλώ, όλοι όσοι δεν θέλετε να μισείσθε χωρίς λόγο. Αρπάζει και δεν τον ελέγχεις; Φοβείσαι το μίσος του, θα ειπείς. Αφού όμως δεν διακινδυνεύεις χωρίς λόγο, αλλά ελέγχεις δικαίως, γιατί φοβείσαι το μίσος; Έλεγξε τον αδελφό, δέξου αυτήν την έχθρα για την προς τον Χριστόν αγάπη, αλλά και για την προς αυτόν αγάπηΕμπόδισέ τον, αφού βλέπεις ότι βαδίζει ολοταχώς προς το βάραθρο. Διότι δεν είναι γνώρισμα ιδιαιτέρας φιλίας η συμμετοχή μας σε κοινό γεύμα, τα ωραία λόγια, οι προσφωνήσεις και η κοινή απόλαυση. Ας χαρίζουμε τέτοια δώρα στους φίλους μας που να απομακρύνουμε την ψυχή τους από την οργή. Βλέποντάς τους μέσα στην κάμινο της κακίας, να τους αναστήσουμε. Αλλά δεν διορθώνεται, λέγεις. Κάμε όμως εσύ ό,τι εξαρτάται από εσένα, και έτσι απολογήσου στον Θεό. Μην κρύψεις το τάλαντο. Γι’ αυτό διαθέτεις λόγο και γλώσσα και στόμα, για να διορθώνεις τον πλησίον. Μόνο τα άλογα όντα δεν φροντίζουν για τον πλησίον, ούτε είναι σε θέση να ειπούν κάποιον λόγο για τον άλλο. Συ όμως που αποκαλείς τον Θεό πατέρα σου και βλέπεις τον πλησίον σου, τον αδελφό σου, να κάμει αμέτρητα κακά, προτιμάς την ευμένειά του από την ωφέλειά του; Μη, σε παρακαλώ, δεν υπάρχει μεγαλύτερο τεκμήριο φιλίας από το να μην εγκαταλείπουμε στην αμαρτία τους αδελφούς μας.
Είδες μισουμένους; Συμφιλίωσέ τους. Είδες πλεονέκτες; Εμπόδισέ τους. Είδες αδικουμένους; Υπεράσπισέ τους. Όχι εκείνους, αλλά τον εαυτό σου πρώτα ευεργέτησες. Γι’ αυτό είμεθα φίλοι, για να ωφελούμε ο ένας τον άλλον. Αλλιώς θα ακούσει κανείς τον φίλο και αλλιώς τον τυχόντα. Τον τυχόντα ίσως θα τον υποπτευθεί, ομοίως και τον διδάσκαλο, τον φίλο όμως όχι. Γι’ αυτό, παρακαλώ, ούτε σεις να διστάζετε να ελέγχετε, ούτε να δυσανασχετείτε, όταν σας ελέγχουν. Διότι όσο διαπράττεται κάτι στο σκοτάδι, γίνεται με μεγαλυτέρα ευκολία, όταν όμως υπάρχουν πολλοί μάρτυρες, φωτίζεται. Γι’ αυτό ακριβώς ας κάνουμε τα πάντα ώστε να αποτρέπουμε τη νέκρωση των αδελφών μας, για να διασκορπίσουμε το σκότος, και να προσελκύσουμε τον ήλιο της δικαιοσύνης. Διότι εάν είναι πολλοί εκείνοι που εκπέμπουν το φως, και γι’ αυτούς θα είναι εύκολος η οδός της αρετής, και οι ευρισκόμενοι στο σκότος ευκολότερα θα αποκαλύπτονται, αφού όσο εντονότερο γίνεται το φως, τόσο το σκότος θα εξαφανίζεται. Εάν όμως γίνεται το αντίθετο, υπάρχει φόβος μη σβησθούν και αυτοί, αφού η πυκνότης, που δημιουργούν το σκοτάδι και οι αμαρτίες, θα υπερισχύει του φωτός και θα καταργεί τη λάμψη του. Ας αντιληφθούμε λοιπόν ότι τους εαυτούς μας ωφελούμε με αυτόν τον τρόπο, ώστε με όλη μας τη βιοτή να αναπέμπουμε δόξαν προς τον φιλάνθρωπο Θεό, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, «ω πρέπει δόξα συν τω Παναγίω Πνεύματι εις τους αιώνας των αιώνων».

Ομιλία εις το «Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν» (Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος)


από άλλη όψις ( alopsis.gr)

Δευτέρα, Ιουνίου 22, 2020

ΝΑ ΤΟ ΘΥΜΑΣΑΙ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ...


Στον κόσμο οι Εκκλησίες γεμίζουν από ανθρώπους, οι οποίοι όμως δεν πιστεύουν στην καθημερινή τους ζωή. Στον κόσμο οι άνθρωποι επαγγέλλονται Χριστόν, και όμως δεν θυμούνται τον Χριστόν. Πρέπει κάτι να γίνει, κάποιος θάνατος, κάποιο αυτοκίνητο να τους χτυπήσει, κάποια αρρώστια να τους έλθει, κάποια αποτυχία ή κάτι άλλο, για να θυμηθούν τον Χριστόν...
Αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι χριστιανοί; Είναι. Τα του κόσμου μεν μεριμνώσιν, αλλά είναι χριστιανοί, τέκνα του Θεού. Αυτοί οι χαμένοι, οι απολωλότες, οι κοσμικοί, οι αμαρτωλοί, που δεν θυμούνται τον Χριστόν, που δεν αγαπούν την Εκκλησία, που την αρνούνται ενίοτε, αυτοί που κάνουν τους φόνους, τα εγκλήματα, τις πορνείες, όλοι αυτοί είναι τέκνα του Θεού. Ό,τι αξία έχομε εμείς ενώπιον του Θεού, έχουν και αυτοί. Ό,τι δικαιώματα έχομε εμείς, έχουν και αυτοί. Ό,τι πόθους έχομε εμείς, έχουν και αυτοί. Ο λόγος για τον οποίο μια κοπέλλα πιθανόν ακολούθησε τον δρόμο της αμαρτίας και της πορνείας, ο ίδιος ο λόγος κάνει εμένα να πάω στο μοναστήρι. Η ανθρώπινη ψυχή είναι ίδια. Επομένως, όλοι αυτοί είναι τέκνα του Θεού. Είναι ο κόσμος που τον έπλασε ο Θεός, και αυτοί είναι πλάσματα του ουρανίου Πατρός. Εμείς δεν διαφέρομε σε τίποτε από τους κοσμικούς ανθρώπους. Αν μάλιστα το σκεφτούμε σωστά, εμείς που γνωρίσαμε περισσότερα, μπορεί να είμαστε πολύ πιο αμαρτωλοί και τιποτένιοι και εφθαρμένοι και υποκριτές. Τουλάχιστον αυτοί δεν είναι υποκριτές.
[Αρχ. Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης
Οίκος Θεού, πύλη ουρανού
Ίνδικτος]

Σάββατο, Ιουνίου 13, 2020

Για τους Αγίους-Αγίου Σιλουανού Αθωνίτου


«Ἐγώ τούς ἐμέ φιλοῦντας ἀγαπῶ, τούς δέ δοξάζοντάς με δοξάσω», λέγει ὁ Κύριος 


Ὁ Θεός δοξάζεται μέ τούς Ἁγίους Του καί οἱ Ἅγιοι δοξάζονται ἀπό τόν Θεό.

Ἡ δόξα πού δίνει ὁ Θεός στούς Ἁγίους εἶναι τόσο μεγάλη, πού ἄν ἔβλεπαν οἱ ἄνθρωποι τόν Ἅγιο ὅπως εἶναι, ἀπό τήν εὐλάβεια καί τό φόβο θά ἔπεφταν καταγῆς, γιατί ὁ σαρκικός ἄνθρωπος δέν μπορεῖ ν᾽ ἀντέξη τή δόξα τῆς οὐράνιας ἐμφανίσεως.

Μήν θαυμάζετε γι᾽ αὐτό. Ὁ Κύριος ἀγάπησε τόσο τό πλάσμα Του, ὥστε ἔδωσε Ἅγιο Πνεῦμα μ᾽ ἀφθονία στόν ἄνθρωπο, καί μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα ὁ ἄνθρωπος ἔγινε ὅμοιος μέ τό Θεό.

Γιατί, λοιπόν, ἀγαπᾶ ὁ Κύριος τόσο τόν ἄνθρωπο; Γιατί εἶναι ἡ Αὐτοαγάπη καί ἡ ἀγάπη αὐτή γνωρίζεται μόνο μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα.

Μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος τόν Κύριο, τό Δημιουργό του, καί τό Ἅγιο Πνεῦμα γεμίζει μέ τή χάρη Του ὅλο τόν ἄνθρωπο: καί τήν ψυχή καί τό νοῦ καί τό σῶμα.

Ὁ Κύριος ἔδωσε στούς Ἁγίους τή χάρη Του κι ἐκεῖνοι Τόν ἀγάπησαν καί προσκολλήθηκαν ὁλοκληρωτικά σ᾽ Αὐτόν, γιατί ἡ γλυκύτητα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ὑπερνικᾶ τήν ἀγάπη γιά τόν κόσμο καί τήν ὀμορφιά του.

Κι ἄν ἔτσι γίνεται στή γῆ, τότε στόν οὐρανό οἱ Ἅγιοι εἶναι ἀκόμα πιό πολύ ἑνωμένοι μέ τόν Κύριο μέ τήν ἀγάπη. Κι ἡ ἀγάπη αὐτή εἶναι ἀνείπωτα γλυκειά καί ἐκχύνεται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα κι ὅλες οἱ ἐπουράνιες δυνάμεις μ᾽ αὐτήν τρέφονται.

Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, καί τό Ἅγιο Πνεῦμα στούς Ἁγίους εἶναι ἀγάπη.

Μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα γνωρίζεται ὁ Κύριος. Μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα μεγαλύνεται ὁ Κύριος στούς οὐρανούς. Μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα δοξάζουν οἱ Ἅγιοι τό Θεό καί μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα δοξάζει ὁ Κύριος τούς Ἁγίους καί αὐτή ἡ δόξα δέν ἔχει τέλος.

Σέ πολλούς φαίνεται πώς οἱ Ἅγιοι εἶναι μακριά μας. Ἀλλά μακριά εἶναι ἀπό ἐκείνους πού οἱ ἴδιοι ἀπομακρύνθηκαν, ἐνῶ εἶναι πολύ κοντά σ᾽ ἐκείνους πού τηροῦν τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ κι ἔχουν τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Στούς οὐρανούς τά πάντα ζοῦν καί κινοῦνται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀλλά καί στή γῆ εἶναι τό ἴδιο Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτό ζῆ στήν Ἐκκλησία μας, Αὐτό ἐνεργεῖ στά μυστήρια, Αὐτό πνέει στήν Ἁγία Γραφή, Αὐτό ζῆ στίς ψυχές τῶν πιστῶν. Τό Ἅγιο Πνεῦμα ἑνώνει τούς πάντες, καί γι᾽ αὐτό οἱ Ἅγιοι εἶναι κοντά μας. Κι ὅταν προσευχώμαστε σ᾽ αὐτούς, τότε ἀκοῦνε αὐτοί μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα τίς προσευχές, κι οἱ ψυχές μας αἰσθάνονται τήν πρεσβεία τους γιά χάρη μας.

Πόσο εὐτυχισμένοι καί καλότυχοι εἴμαστε ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί, πού μᾶς χάρισε ὁ Κύριος ζωή μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, καί εὐφραίνονται οἱ ψυχές μας. Πρέπει ὅμως νά φυλᾶμε μέ σύνεση τό Ἅγιο Πνεῦμα, γιατί ἀρκεῖ κι ἕνας ἄσκοπος λογισμός γιά νά ἐγκαταλείψη τήν ψυχή, καί τότε στερούμαστε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἐξαφανίζεται ἡ παρρησία ἀπό τήν προσευχή, χάνεται καί ἡ σίγουρη ἐλπίδα πώς θά λάβουμε αὐτό πού ἐπιζητοῦμε.

Οἱ Ἅγιοι ζοῦν σ᾽ ἄλλο κόσμο κι ἐκεῖ βλέπουν μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα τήν θεία δόξα καί τήν ὀμορφιά τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου. Ἀλλά μέ τό ἴδιο Ἅγιο Πνεῦμα βλέπουν καί τή ζωή καί τά ἔργα μας. Γνωρίζουν τίς θλίψεις μας κι ἀκοῦνε τίς θερμές προσευχές μας. Ζώντας στή γῆ διδάχτηκαν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Κι ὅποιος ἀπέκτησε στή γῆ τήν ἀγάπη διαβαίνει μαζί της στήν αἰώνια ζωή στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ὅπου ἡ ἀγάπη αὐξάνει ὡσότου γίνη τέλεια. Κι ἄν στή γῆ ἡ ἀγάπη δέν μπορῆ νά λησμονήση τόν ἀδελφό, πολύ περισσότερο στούς οὐρανούς οἱ Ἅγιοι δέν μᾶς λησμονοῦν καί δέονται γιά μᾶς.

Ὁ Κύριος χάρισε τό Ἅγιο Πνεῦμα στούς Ἁγίους, κι αὐτοί μᾶς ἀγαποῦν μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Οἱ ψυχές τῶν Ἁγίων γνωρίζουν τόν Κύριο καί τήν ἀγαθοσύνη Του γιά τόν ἄνθρωπο, γι᾽ αὐτό καί καίγονται πνευματικά ἀπό ἀγάπη γιά τό λαό. Ὅσο ζοῦσαν στή γῆ, δέν μποροῦσαν ν᾽ ἀκούσουν νά γίνεται λόγος γιά ἁμαρτωλό ἄνθρωπο, χωρίς πόνο στήν καρδιά, κι ἔχυναν δάκρυα στήν προσευχή τους γι᾽ αὐτούς. Τό Ἅγιο Πνεῦμα τούς ἐξέλεξε γιά νά προσεύχωνται γιά ὅλο τό κόσμο καί τούς ἔδωσε πηγές δακρύων. Τό Ἅγιο Πνεῦμα σκορπίζει στούς ἐκλεκτούς Του τόσο μεγάλη ἀγάπη, ὥστε οἱ ψυχές καίγονται ἀπό τήν ἐπιθυμία νά σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καί νά δοῦν τή δόξα τοῦ Κυρίου.

Οἱ Ἅγιοι περιβάλλουν, μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, μέ τήν ἀγάπη τους ὅλο τό κόσμο. Βλέπουν καί ξέρουν πώς ἀποκάναμε ἀπό τίς θλίψεις, πώς ξεράθηκαν οἱ καρδιές μας, πώς παρέλυσε ἡ ἀκηδία τίς ψυχές μας, καί γι᾽ αὐτό μεσιτεύουν ἀκατάπαυστα στό Θεό γιά μᾶς.

Οἱ Ἅγιοι χαίρονται γιά τή μετάνοιά μας καί στενοχωριοῦνται ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἐγκαταλείπουν τό Θεό κι ἐξομοιώνωνται ἔτσι μέ τά ἄλογα ζῶα. Λυποῦνται, γιατί οἱ ἄνθρωποι ζοῦν στή γῆ χωρίς νά ξέρουν πώς, ἄν ἀγαποῦσαν ὁ ἕνας τόν ἄλλο, θά ὑπῆρχε ἐλευθερία ἀπό τήν ἁμαρτία. Κι ὅπου δέν ὑπάρχει ἁμαρτία, ἐκεῖ ὑπάρχει χαρά καί ἀγαλλίαση πού δίνει τό Ἅγιο Πνεῦμα, κι ἔτσι ὅπου καί νά στραφῆ τό βλέμμα, τά πάντα εἶναι ἀγαπημένα κι ἡ ψυχή ἀπορεῖ καί ἀναρωτιέται «γιατί νοιώθω τόσο καλά», καί δοξολογεῖ τό Θεό.

Νά ἐπικαλεῖστε μέ πίστη τή Θεοτόκο καί τούς Ἁγίους. αὐτοί ἀκοῦνε τίς προσευχές μας καί ξέρουν καί τούς διαλογισμούς μας.

Καί μή θαυμάζετε γι᾽ αὐτό. Ὅλος ὁ οὐρανός τῶν Ἁγίων ζῆ μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τίποτε δέν εἶναι κρυφό σ᾽ ὅλο τόν κόσμο γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἐγώ δέν καταλάβαινα πιό πρίν, πῶς οἱ οὐρανοπολίτες ἅγιοι μποροῦν νά βλέπουν τή ζωή μας. Ὅταν ὅμως μέ ἤλεγξε ἡ Ἁγία Θεοτόκος γιά τίς ἁμαρτίες μου, τό ἔμαθα πώς οἱ Ἅγιοι μᾶς βλέπουν μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα καί γνωρίζουν ὅλη τή ζωή μας.

Οἱ Ἅγιοι ἀκοῦνε τίς προσευχές μας καί ἔχουν ἀπό τό Θεό τή δύναμη νά μᾶς βοηθοῦν. Αὐτό εἶναι γνωστό σ᾽ ὅλο τό γένος τῶν χριστιανῶν.


Οἱ Ἅγιοι ἦταν ἄνθρωποι ὅμοιοι μ᾽ ἐμᾶς. Πολλοί ἀπ᾽ αὐτούς εἶχαν μεγάλες ἁμαρτίες, ἀλλά μέ τήν μετάνοια πέτυχαν τήν Οὐράνια Βασιλεία. Κι ὅλοι ὅσοι ἔρχονται σ᾽ αὐτήν, μέ τή μετάνοια ἔρχονται πού μᾶς χάρισε ὁ Ἐλεήμων Κύριος μέ τά πάθη Του.

Ὅλοι οἱ Ἅγιοι ζοῦν στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ἐκεῖ πού εἶναι ὁ Κύριος καί ἡ Πανάχραντη Μητέρα Του. Ἐκεῖ εἶναι οἱ ἅγιοι Προπάτορες καί Πατριάρχες, πού κράτησαν μέ ἀνδρεία καί παρέδωσαν τήν πίστη τους. Ἐκεῖ εἶναι οἱ Προφῆτες, πού ἔλαβαν Πνεῦμα Ἅγιο καί μέ τό λόγο τους καλοῦσαν τό λαό πρός τό Θεό. Ἐκεῖ εἶναι οἱ Ἀπόστολοι, πού πέθαναν γιά τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου. Ἐκεῖ βρίσκονται οἱ μάρτυρες, πού ἔδωσαν μέ χαρά τή ζωή τους ἀπό τήν ἀγάπη γιά τό Χριστό. Ἐκεῖ εἶναι οἱ ἅγιοι Ἱεράρχες, μιμητές τοῦ Κυρίου, πού βάσταξαν τά βάρη τῶν πνευματικῶν τους προβάτων. Ἐκεῖ εἶναι οἱ ὅσιοι ἀσκητές καί οἱ κατά Χριστόν σαλοί, πού νίκησαν μέ τήν ἄσκηση τόν κόσμο. Ἐκεῖ βρίσκονται ὅλοι οἱ Δίκαιοι, ὅσοι τήρησαν τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί κατανίκησαν τά πάθη.

Πρός τά ἐκεῖ, σ᾽ ἐκείνη τή θεσπέσια ἅγια Σύναξη, πού συγκάλεσε τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἑλκύεται ἡ ψυχή μου. Ἀλλά ἀλίμονο σέ μένα! Ἀφοῦ δέν ἔχω ταπείνωση, ὁ Κύριος δέν μοῦ δίνει δύναμη γιά τήν ἄθληση, καί τό ἀσθενικό μου πνεῦμα σβύνει σάν μικρό κερί, ἐνῶ τό πνεῦμα τῶν Ἁγίων ἔκαιγε σάν φλόγα φωτιᾶς, κι ὄχι μόνο δέν τό ἔσβυνε ὁ ἄνεμος τῶν πειρασμῶν, ἀλλά ἄναβε ἀκόμα περισσότερο. Περπατοῦσαν στή γῆ καί τά χέρια τους ἐργάζονταν, ἀλλά τό πνεῦμα τους ἔμενε πάντα κοντά στό Θεό κι ὁ νοῦς τους δέν ἤθελε ν᾽ ἀποσπασθῆ ἀπό τήν μνήμη τοῦ Θεοῦ. Γιά χάρη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ὑπέμειναν ὅλες τίς θλίψεις στή γῆ καί δέν φοβόνταν κανένα πόνο, κι ἔτσι δόξαζαν τόν Κύριο. Γι᾽ αὐτό κι ὁ Κύριος τούς ἀγάπησε καί τούς δόξασε καί τούς χάρισε τήν αἰώνια Βασιλεία μαζί Του.

Kυριακή Α΄Ματθαίου: Των Αγίων Πάντων


Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου
Δέν πέρασαν ἀκόμη ἑπτά μέρες, ἀπό τότε πού γιορτάσαμε τήν ἱερή πανήγυρη τῆς Πεντηκοστῆς, καί πάλι μᾶς πρόφθασε χορός μαρτύρων ἤ καλύτερα στρατιά μαρτύρων καί παράταξη, πού δέν εἶναι καθόλου κατώτερη ἀπό τή στρατιά τῶν ἀγγέλων, τήν ὁποία εἶδε ὁ πατριάρχης Ἰακώβ, ἀλλά εἶναι ἴδιας ἀξίας καί τάξης μέ αὐτή. Γιατί μάρτυρες καί ἄγγελοι διαφέρουν μόνο στά ὀνόματα, στά ἔργα τους ὅμως ταυτίζονται.
Στόν οὐρανό κατοικοῦν οἱ ἄγγελοι, στόν οὐρανό καί οἱ μάρτυρες. Αἰώνιοι καί ἀθάνατοι εἶναι ἐκεῖνοι, τό ἴδιο θά γίνουν καί οἱ μάρτυρες. Ἀλλ᾽ ἐκεῖνοι ἔλαβαν καί ἀσώματη φύση; Καί τί σημασία ἔχει αὐτό; Γιατί οἱ μάρτυρες, ἄν καί ἔχουν σῶμα, ὅμως εἶναι ἀθάνατο ἤ καλύτερα καί πρίν ἀπό τήν ἀθανασία ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ στολίζει τά σώματά τους περισσότερο ἀπό τήν ἀθανασία.
Δέν εἶναι τόσο λαμπρός ὁ οὐρανός, πού στολίζεται μέ τό πλῆθος τῶν ἀστεριῶν, ὅσο εἶναι τά σώματα τῶν μαρτύρων, πού στολίζονται μέ τό λαμπρό αἷμα τῶν τραυμάτων. Ὥστε ἐπειδή πέθαναν γι᾽ αὐτό καί εἶναι ἀνώτεροι, καί βραβεύτηκαν πρίν ἀπό τήν ἀθανασία παίρνοντας τά στεφάνια ἀπό τήν ὥρα τοῦ θανάτου τους.
«Τόν ἔκανες λίγο κατώτερο ἀπό τούς ἀγγέλους, τόν στεφάνωσες μέ δόξα καί τιμή» (Ψαλμ. 8, 6), λέει ὁ Δαυίδ, γιά τή φύση ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ἀλλά καί τό λίγο αὐτό πού στεροῦνταν οἱ ἄνθρωποι σέ σχέση μέ τούς ἀγγέλους, τό συμπλήρωσε ὁ Χριστός ὅταν ἦρθε, καταδικάζοντας τό θάνατο μέ τό δικό του θάνατο. Ἐγώ ὅμως δέν ἀντλῶ ἀπ᾽ ἐδῶ τά ἐπιχειρήματά μου, ἀλλά ἀπό τό ὅτι τό μειονέκτημα αὐτό τοῦ θανάτου ἔγινε πλεονέκτημα. Γιατί ἄν δέν ἦταν θνητοί δέν θά γίνονταν μάρτυρες.
Ὥστε ἄν δέν ὑπῆρχε θάνατος δέν θά ὑπῆρχε καί στεφάνι. Ἄν δέν ὑπῆρχε θάνατος, δέν θά ὑπῆρχε καί μαρτύριο. Ἄν δέν ὑπῆρχε θάνατος, δέν θά μποροῦσε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος νά λέει: «Κάθε μέρα πεθαίνω, μά τό δικό σας καύχημα, πού ἔχω στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Α’ Κορ. 15, 31). Ἄν δέν ὑπῆρχε θάνατος καί φθορά, δέν θά μποροῦσε πάλι ὁ ἴδιος νά λέει: «Χαίρομαι στά παθήματά μου γιά σᾶς, καί ἀναπληρώνω στή σάρκα μου τά ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ» (Κολ. 1, 24). Ἄς μήν λυπούμαστε λοιπόν ἐπειδή γίναμε θνητοί, ἀλλά ἄς εὐχαριστοῦμε, ἐπειδή ἀπό τό θάνατο μᾶς ἀνοίχτηκε τό στάδιο τοῦ μαρτυρίου, ἀπό τή φθορά λάβαμε ἀφορμή γιά τά βραβεῖα. Ἀπό ἐδῶ ἔχουμε τήν ἀφορμή γιά ἀγωνίσματα.
Βλέπεις τή σοφία τοῦ Θεοῦ, πῶς τό πιό μεγάλο κακό τό ἀποκορύφωμα τῆς συμφορᾶς πού μᾶς ἔφερε ὁ διάβολος, ἐννοῶ τό θάνατο, τόν μετέτρεψε σέ τιμή καί δόξα μας, ὁδηγώντας μ᾽ αὐτόν τούς ἀθλητές στά βραβεῖα τοῦ μαρτυρίου; Τί θά κάνουμε ὅμως; Θά εὐχαριστήσουμε τό διάβολο γιά τό θάνατο; Ὁ Θεός νά φυλάξει. Γιατί τό κατόρθωμα δέν εἶναι ἔργο τῆς δικῆς του θελήσεως, ἀλλά εἶναι χάρισμα τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος τόν ἔφερε γιά νά μᾶς καταστρέψει καί ξαναφέρνοντάς μας στή γῆ νά ξεκόψει κάθε ἐλπίδα σωτηρίας. Ὁ Χριστός ὅμως, μέ τό δικό του θάνατο ἄλλαξε τήν πορεία καί μέ τόν ἴδιο τό θάνατο μᾶς ἀνέβασε πάλι στόν οὐρανό.
Κανείς σας λοιπόν ἄς μήν μέ κατηγορήσει, ἄν ὀνόμασα τό σύνολο τῶν μαρτύρων χορό καί στράτευμα, δίνοντας δυό ἀντίθετα ὀνόματα στό ἴδιο πράγμα. Γιατί χορός καί στράτευμα εἶναι ἀντίθετα πράγματα, ἐδῶ ὅμως ἔγιναν ἕνα. Ἐπειδή βάδιζαν μ᾽ εὐχαρίστηση στά βασανιστήρια, σάν νά χόρευαν καί ἔδειξαν τόση ἀνδρεία καί ἀντοχή σάν νά βρίσκονταν σέ πόλεμο καί νίκησαν τούς ἐχθρούς. Ἄν βέβαια ἐξετάσουμε τή φύση τῶν ὅσων γίνονταν, ἦταν μάχη καί πόλεμος καί παράταξη. Ἄν ὅμως ἐξετάσεις τή διάθεση αὐτῶν πού ἔπασχαν, ἦταν χοροί, ὅσα συνέβαιναν, ἦταν διασκεδάσεις καί πανηγύρια καί ἡ πιό μεγάλη ἀπόλαυση.
Θέλεις νά μάθεις ὅτι αὐτά ἦταν πιό τρομερά ἀπό τόν πόλεμο; Ἐννοῶ τά σχετικά μέ τούς μάρτυρες. Ποιό τέλος πάντων εἶναι τό φοβερό στόν πόλεμο; Στήνονται καί ἀπό τίς δυό μεριές στρατόπεδα περιφραγμένα, πού λάμπουν ἀπό τά ὅπλα καί καταυγάζουν τή γύρω περιοχή, ρίχνοντας ἀπό παντοῦ σύννεφα τά βέλη, πού μέ τό πλῆθος τους κρύβουν τόν οὐρανό, τρέχουν αὐλάκια τά αἵματα πάνω στή γῆ καί εἶναι πολλοί ὁλόγυρα οἱ νεκροί. Ὅπως ἀκριβῶς στό θερισμό πέφτουν στή γῆ τά στάχυα, ἔτσι καί ἐδῶ εἶναι οἱ στρατιῶτες, καθώς πέφτουν ὁ ἕνας πάνω στόν ἄλλο.
Ἔλα λοιπόν νά σέ ὁδηγήσω ἀπό ἐκεῖνα σ᾽ αὐτή ἐδῶ τή μάχη. Καί ἐδῶ ὑπάρχουν δυό παρατάξεις, ἡ μία τῶν μαρτύρων καί ἡ ἄλλη τῶν τυράννων. Ἀλλά οἱ τύραννοι εἶναι ὁπλισμένοι τέλεια, οἱ μάρτυρες ὅμως μάχονται μέ γυμνό τό σῶμα καί ἡ νίκη ἀνήκει στούς γυμνούς καί ὄχι στούς ὁπλισμένους. Ποιός δέν θά ἀποροῦσε, μέ τό ὅτι αὐτός πού μαστιγώνεται νικάει ἐκεῖνον πού τόν μαστιγώνει; Ὁ δεμένος νικάει τόν ἐλεύθερο; Αὐτός πού κατακαίγεται νικάει ἐκεῖνον πού τόν καίει; Αὐτός πού πέθαινει νικάει ἐκεῖνον πού τόν σκοτώνει;
Εἶδες πώς αὐτά εἶναι πιό φοβερά ἀπό ἐκεῖνα; Ἐκεῖνα ἄν καί εἶναι φοβερά, γίνονται ὅμως μέ φυσικό τρόπο, αὐτά ὅμως ξεπερνοῦν κάθε φυσικό τρόπο καί κάθε σειρά τῶν πραγμάτων, γιά νά μάθεις ὅτι τά κατορθώματα εἶναι τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ. Ἄν καί τί εἶναι πιό ἄδικο ἀπό τή μάχη αὐτή; Τί πιό παράνομο ἀπό τά ἀγωνίσματα; Γιατί στούς πολέμους καί οἱ δύο πού μάχονται προστατεύονται, ἐδῶ ὅμως δέν συμβαίνει τό ἴδιο. Ἀλλά ὁ ἕνας εἶναι γυμνός καί ὁ ἄλλος ὁπλισμένος. Στούς ἀγῶνες πάλι ἐπιτρέπεται καί στούς δυό νά σηκώνουν τά χέρια ὁ ἕνας ἐναντίον τοῦ ἄλλου. Ἐδῶ ὅμως ὁ ἕνας εἶναι δεμένος καί ὁ ἄλλος κτυπάει ἐλεύθερος καί πληγώνει. Καί αὐτοί πού δίκαζαν σάν νά ᾽ταν ἐξουσιαστές ἐξασφάλισαν γιά τούς ἑαυτούς τους τό δικαίωμα νά κακοποιοῦν. Στούς δίκαιους μάρτυρες ὅμως ἔδωσαν τό προνόμιο νά κακοποιοῦνται.
 Ἔτσι μάχονται μέ τούς ἁγίους καί οὔτε ἔτσι τούς νικοῦν. Ἀλλά μετά τήν ἄνιση αὐτή μάχη, ἀφοῦ νικήθηκαν ὑποχώρησαν. Καί αὐτό μοιάζει σάν κάποιον πού φέρνει ἕνα πολεμιστή στόν πόλεμο, τοῦ κόβει τήν αἰχμή τοῦ δόρατος, τοῦ βγάζει τό θώρακα καί τόν διατάζει νά μάχεται ἔτσι μέ γυμνό σῶμα. Ἀλλά ὁ πολεμιστής ἄν καί χτυπιέται, πληγώνεται καί τραυματίζεται βαριά, τελικά στήνει τρόπαιο νίκης.
Καθώς ὁδηγοῦσαν τούς μάρτυρες γυμνούς, μέ δεμένα πίσω τά χέρια καί ἀπό παντοῦ τούς χτυποῦσαν καί τούς ξέσκιζαν, φαίνονταν πώς νικοῦνταν, ὅμως αὐτοί ἄν καί τραυματίζονταν, ἔστηναν τό τρόπαιο τῆς νίκης ἐναντίον τοῦ διαβόλου. Καί ὅπως τό διαμάντι ὅταν χτυπιέται δέν σπάζει, οὔτε μαλακώνει, ἀλλά διαλύει τό σίδερο πού τό χτυπᾶ, ἔτσι ἀκριβῶς καί οἱ ψυχές τῶν ἁγίων, ἐνῶ βασανίζονταν τόσο πολύ, οἱ ἴδιες δέν πάθαιναν κανένα κακό, ἀλλά διέλυαν τή δύναμη ἐκείνων πού τούς χτυποῦσαν καί τούς ἔδιωχναν ἀπό τούς ἀγῶνες νικημένους, ντροπιασμένους καί βαριά τραυματισμένους. Γιατί ἔδεσαν τούς μάρτυρες καί στό ξύλο καί τρυποῦσαν τά πλευρά τους, ἀνοίγοντας βαθιά αὐλάκια, σάν νά ὄργωναν τή γῆ, ἀλλά δέν ἔσκιζαν τά σώματά τους.
Καί μποροῦσε νά δεῖ κανείς λαγόνες ξεσκισμένες, πλευρά ἀνοιγμένα καί στήθη τσακισμένα. Οὔτε ἐδῶ ὅμως σταματοῦσαν τή μανία τους τά αἱμοβόρα ἐκεῖνα θηρία, ἀλλά, ἀφοῦ τούς κατέβαζαν ἀπό τό ξύλο, τούς τέντωναν σέ σιδερένια σχάρα πάνω σέ ἀναμένα κάρβουνα. Καί τότε μποροῦσες νά δεῖς ἀκόμη σκληρότερα θεάματα ἀπό τά προηγούμενα. Νά τρέχουν δηλαδή διπλές σταγόνες ἀπό τά σώματά τους, ἄλλες ἀπό τό αἷμα πού χυνόταν καί ἄλλες ἀπό τίς σάρκες πού ἔλειωναν. Οἱ ἅγιοι ὅμως πού ἦταν ξαπλωμένοι πάνω στά κάρβουνα σάν νά ἦταν ρόδα, παρακολουθοῦσαν μέ πολλή εὐχαρίστηση τά ὅσα γίνονταν.
Ἐσύ ὅμως ὅταν ἀκούσεις σιδερένια σχάρα φέρε στό νοῦ σου τή νοητή σκάλα, πού εἶδε ὁ πατριάρχης Ἰακώβ νά ἁπλώνεται ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό. Ἀπό ἐκείνη κατέβαιναν ἄγγελοι, ἀπό αὐτήν ἀνεβαίνουν μάρτυρες, καί τίς δύο δέ τίς στηρίζει ὁ Κύριος. Δέν θά ἄντεχαν τούς πόνους αὐτοί οἱ ἅγιοι, ἄν δέν στηρίζονταν σ᾽ αὐτή τή σκάλα. Ἀπό ἐκείνη ἀνεβαίνουν καί κατεβαίνουν ἄγγελοι. Καί ἀπό αὐτή, εἶναι ὁλοφάνερο πώς ἀνεβαίνουν καί μάρτυρες. Καί γιατί αὐτό; Ἐπειδή οἱ ἄγγελοι στέλνονται γιά νά ὑπηρετήσουν αὐτούς πού θά κληρονομήσουν τή σωτηρία. Οἱ μάρτυρες ὅμως σάν ἀθλητές καί νικητές, ἀφοῦ ἀπαλλάχθηκαν ἀπό τούς ἀγῶνες, ἔφυγαν στή συνέχεια γιά τόν ἀγωνοθέτη.
Ἀλλά ἄς μήν ἀγγίζουν μονάχα τ᾽ ἀφτιά μας τά ὅσα λέγονται. Ὅταν δηλαδή ἀκοῦμε ὅτι ὑπῆρχαν κάρβουνα, κάτω ἀπό τά καταπληγωμένα σώματα, ἄς ἀναλογιστοῦμε πῶς νιώθουμε ὅταν μᾶς πιάσει ξαφνικά πυρετός. Νομίζουμε ὅτι ἡ ζωή εἶναι ἀνυπόφορη, ταραζόμαστε, δυσανασχετοῦμε, γκρινιάζουμε σάν μικρά παιδιά, θεωρώντας ὅτι ἡ φλόγα τοῦ πυρετοῦ δέν εἶναι καθόλου μικρότερη ἀπό τήν κόλαση. Αὐτοί ὅμως, χωρίς νά τούς πιάσει πυρετός, ἀλλά ἔχοντας ὁλόγυρά τους τή φλόγα νά τούς ζώνει καί τίς σπίθες νά πηδοῦν ἐπάνω στίς πληγές καί νά δαγκώνουν τά τραύματα πιό ἄγρια ἀπό κάθε θηρίο, ἦταν σάν ἀδαμάντινοι καί ἔβλεπαν τά ὅσα γίνονταν σάν νά συνέβαιναν σέ ξένα σώματα.
Ἔτσι μέ πολλή γενναιότητα καί μέ πολλή ἀνδρεία στέκονταν σταθεροί στήν ὁμολογία τους, μένοντας ἀκλόνητοι σ᾽ ὅλα τά βασανιστήρια καί κάνοντας νά λάμψει καί ἡ δική τους ἀνδρεία καί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἔχετε δεῖ πολλές φορές ν᾽ ἀνεβαίνει ψηλά τήν αὐγή ὁ ἥλιος καί νά στέλνει τίς χρυσές ἀκτίνες του; Ἔ, τέτοια ἦταν τά σώματα τῶν ἁγίων. Σάν χρυσές ἀκτίνες τούς περικύκλωναν ἀπό παντοῦ σάν ρυάκια μέ τό αἷμα καί ἔκαναν νά λάμπει τό σῶμα τους πολύ περισσότερο ἀπ᾽ ὅ,τι κάνει ὁ ἥλιος τόν οὐρανό.
Βλέποντας αὐτό τό αἷμα οἱ ἄγγελοι χαίρονταν, οἱ δαίμονες φοβοῦνταν καί ὁ ἴδιος ὁ διάβολος ἔτρεμε. Γιατί δέν ἦταν ἁπλῶς αἷμα αὐτό πού τώρα ἔβλεπαν, ἀλλά αἷμα σωτήριο, αἷμα ἅγιο, αἷμα ἄξιο γιά τούς οὐρανούς, αἷμα πού διαρκῶς ποτίζει τά καλά φυτά τῆς Ἐκκλησίας. Εἶδε τό αἷμα καί ἔφριξε ὁ διάβολος, γιατί θυμήθηκε ἄλλο αἷμα, τό αἷμα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Γιά χάρη ἐκείνου τοῦ αἵματος χύθηκε αὐτό. Γιατί ἀπό τότε πού κεντήθηκε ἡ πλευρά τοῦ Δεσπότου βλέπεις στή συνέχεια νά κεντοῦνται ἀμέτρητες πλευρές.
 Ποιός λοιπόν δέν θά ἔπαιρνε μέρος μ᾽ εὐχαρίστηση πολλή σ᾽ αὐτούς τούς ἀγῶνες, ὅταν πρόκειται νά γίνει μέτοχος τῶν παθημάτων τοῦ Δεσπότου καί νά ἔχει τόν ἴδιο θάνατο μέ τόν Χριστό; Εἶναι ἀρκετή αὐτή ἡ ἀνταπόδοση καί μεγαλύτερη ἡ τιμή. Ἡ ἀμοιβή ξεπερνάει τά κατορθώματα καί ἔρχεται πρίν ἀπό τόν ἐρχομό τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἄς μήν φοβόμαστε λοιπόν ὅταν ἀκοῦμε ὅτι ὁ τάδε μαρτύρησε, ἀλλά ἄς τρομάζουμε ὅταν ἀκοῦμε ὅτι ὁ τάδε δειλίασε καί ἔπεσε, ἐνῶ μπροστά του εἶχε τέτοια βραβεῖα.
Καί ἄν θέλεις ν᾽ ἀκούσεις τί ἔγινε ὕστερα μάθε πώς αὐτά δέν μπορεῖ νά τά παραστήσει κανένας ἀνθρώπινος λόγος, ὅπως λέει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Οὔτε μάτι εἶδε, οὔτε αὐτί ἄκουσε, οὔτε ἀνθρώπινος νοῦς ἀναλογίστηκε αὐτά, πού ἑτοίμασε ὁ Θεός γιά ἐκείνους πού τόν ἀγαποῦν» (Α’ Κορ. 2, 9). Καί κανένας ἀπό τούς ἀνθρώπους δέν ἀγάπησε τόσο τό Θεό, ὅσο οἱ μάρτυρες. Βέβαια δέν θά σιωπήσουμε, ἐπειδή τό μέγεθος τῶν ἀγαθῶν πού ἔχουν ἑτοιμαστεῖ ξεπερνᾶ καί τό λόγο καί τή σκέψη μας, ἀλλά ὅσο εἶναι δυνατόν καί ἐμεῖς νά ποῦμε καί ἐσεῖς ν᾽ ἀκούσετε, θά προσπαθήσουμε νά σᾶς δείξουμε ἀμυδρά τή μακαριότητα πού περιμένει τούς μάρτυρες στόν οὐρανό. Γιατί θά τή γνωρίσουν καθαρά μόνον αὐτοί οἱ ὁποῖοι θά τήν ἀπολαύσουν προσωπικά. Καί τά μέν δεινά αὐτά καί ἀβάστακτα τά ὑποφέρουν οἱ μάρτυρες γιά λίγο χρονικό διάστημα. Μετά ὅμως ἀπό τήν ἀπαλλαγή τους ἀπό τή ζωή αὐτή ἀνεβαίνουν στούς οὐρανούς, ἐνῶ προπορεύονται ἄγγελοι καί τούς περιστοιχίζουν ἀρχάγγελοι. Γιατί οἱ ἄγγελοι δέν ντρέπονται τούς συνδούλους τους, ἀλλά θά ἤθελαν νά κάνουν τά πάντα γι᾽ αὐτούς, ἐπειδή καί ἐκεῖνοι προτίμησαν νά δεινοπαθήσουν γιά τό Δεσπότη τους Χριστό.
Καί ὅταν ἀνεβοῦν στόν οὐρανό, ὅλες ἐκεῖνες οἱ ἅγιες δυνάμεις τρέχουν νά τούς προϋπαντήσουν. Ἄν λοιπόν, ὅταν ξένοι ἀθλητές ἔρχονται στήν πόλη, ὅλος ὁ λαός τρέχει ἀπό παντοῦ καί ἀφοῦ τούς περικυκλώσουν παρατηροῦν καλά ἀπό κοντά τή δύναμη πού ἔχουν τά μέλη τοῦ σώματός τους, πολύ περισσότερο ὅταν οἱ ἀθλητές τῆς εὐσέβειας ἀνεβοῦν στούς οὐρανούς τρέχουν νά τούς προϋπαντήσουν οἱ ἄγγελοι καί ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις. Τρέχουν ἀπό παντοῦ γιά νά παρατηρήσουν τά τραύματά τους καί τούς ὑποδέχονται ὅλους καί τούς ἀσπάζονται σάν ἥρωες πού γύρισαν ἀπό τόν πόλεμο καί τή μάχη καί ὕστερα ἀπό πολλά τρόπαια καί νίκες.
Ἔπειτα τούς ὁδηγοῦν μέ μεγάλη συνοδεία πρός τό βασιλιά τῶν οὐρανῶν, στό θρόνο ἐκεῖνο πού εἶναι γεμάτος ἀπό πολλή δόξα, ὅπου βρίσκονται τά Χερουβίμ καί τά Σεραφίμ. Καί ὅταν φτάσουν ἐκεῖ καί προσκυνήσουν ἐκεῖνον πού κάθεται πάνω στό θρόνο, ἀπολαμβάνουν πλέον περισσότερη τιμή ἀπό τό Δεσπότη ἀπό ἐκείνη πού ἀπολαμβάνουν ἀπό τούς συνδούλους τους ἀγγέλους. Γιατί δέν τούς δέχεται σάν δούλους – ἄν καί αὐτό θά ἦταν μεγάλη τιμή καί δέν μπορεῖ κανείς νά βρεῖ ἴση μ᾽ αὐτήν – ἀλλά σάν φίλους Του. «Γιατί ἐσεῖς», λέει ὁ Κύριος, «εἴσαστε φίλοι μου» (Ἰωαν. 15, 14). Καί πολύ σωστά τό λέει, γιατί καί ἀλλοῦ εἶπε: «Μεγαλύτερη ἀπό αὐτή τήν ἀγάπη δέν ἔχει κανένας, ὥστε νά δώσει τή ζωή του γιά χάρη τῶν φίλων του» (Ἰωαν. 15, 13).
Ἐπειδή λοιπόν ἔδειξαν τήν πιό μεγάλη ἀγάπη, τούς ὑποδέχεται καί ἀπολαμβάνουν ἐκείνη τή δόξα. Ἑνώνονται μέ τούς ἀγγελικούς χορούς καί παίρνουν μέρος στήν ὑπερκόσμια δοξολογία. Ἄν λοιπόν καί ὅταν εἶχαν τό σῶμα μετεῖχαν στό χορό ἐκεῖνο μέ τήν κοινωνία τῶν μυστηρίων καί ἔψαλλαν μαζί μέ τά Χερουβίμ τόν τρισάγιο ὕμνο, καθώς γνωρίζετε ἐσεῖς οἱ πιστοί, πολύ περισσότερο τώρα πού βρέθηκαν μέ τούς ἀγγέλους, παίρνουν μέρος στή δοξολογία ἐκείνη, μέ πολλή παρρησία. Ἄραγε δέν φοβόσαστε πρίν τό μαρτύριο; Ἄραγε δέν ἐπιθυμεῖτε τώρα τό μαρτύριο; Ἄραγε δέν λυπᾶστε τώρα, πού δέν εἶναι καιρός μαρτυρίου; Ἄς γυμναζόμαστε λοιπόν γιά τόν καιρό τοῦ μαρτυρίου. Περιφρόνησαν ἐκεῖνοι τή ζωή, περιφρόνησε ἐσύ τίς ἀπολαύσεις. Ἔρριξαν ἐκεῖνοι τά σώματά τους στή φωτιά, ρίξε ἐσύ τώρα χρήματα στά χέρια τῶν φτωχῶν. Καταπάτησαν ἐκεῖνοι τά ἀναμμένα κάρβουνα, σβῆσε ἐσύ μέσα σου τή φλόγα τῆς ἐπιθυμίας.
Εἶναι ἐνοχλητικά αὐτά, ἀλλά μᾶς φέρνουν κέρδος. Μήν βλέπεις τά παρόντα πού εἶναι δυσάρεστα, ἀλλά τά μέλλοντα πού εἶναι εὐχάριστα. Ὄχι τά βάσανα πού περνᾶς τώρα, ἀλλά τά ἀγαθά πού ἐλπίζεις. Ὄχι τά παθήματα, ἀλλά τά βραβεῖα. Ὄχι τούς κόπους, ἀλλά τά στεφάνια. Ὄχι τούς ἱδρῶτες, ἀλλά τίς ἀμοιβές. Ὄχι τούς πόνους, ἀλλά τίς ἀνταποδόσεις. Ὄχι τήν ἀναμένη φωτιά, ἀλλά τή βασιλεία πού σέ περιμένει. Ὄχι τούς δήμιους πού σέ περιτριγυρίζουν, ἀλλά τό Χριστό πού θά σέ στεφανώσει.
Αὐτός εἶναι ὁ καλύτερος τρόπος καί ὁ εὐκολότερος δρόμος γιά τήν ἀρετή. Νά μήν βλέπει δηλαδή κανείς τούς κόπους μόνο, ἀλλά μαζί μέ τούς κόπους καί τά βραβεῖα. Καί ὄχι ξεχωριστά τό καθένα. Ὅταν λοιπόν πρόκειται νά δώσεις ἐλεημοσύνη, μήν σκέπτεσαι τά χρήματα πού θά ξοδέψεις, ἀλλά τήν ἀπόκτηση τῆς δικαιοσύνης. «Σκόρπισε χρήματα, ἔδωσε στούς φτωχούς. Ἡ δικαιοσύνη του μένει αἰώνια» (Ψαλμ. 111, 9). Μήν βλέπεις τόν πλοῦτο σου πού λιγοστεύει, ἀλλά τό θησαυρό πού πληθαίνει. Ἄν νηστεύεις, μήν σκέπτεσαι τήν καταβολή πού φέρνει ἡ νηστεία, ἀλλά τήν ἄνεση πού θά προέρθει ἀπό τή σωματική ἀδυναμία. Ἄν ἀγρυπνήσεις στήν προσευχή, μήν συλλογίζεσαι τήν ταλαιπωρία τῆς ἀγρυπνίας, ἀλλά τήν παρρησία πού θά ἀποκτήσεις ἀπό τήν προσευχή.
Ἔτσι κάνουν καί οἱ στρατιῶτες. Δέν βλέπουν τά τραύματα, ἀλλά τίς ἀμοιβές. Δέν βλέπουν τίς σφαγές, ἀλλά τίς νίκες. Οὔτε βλέπουν τούς νεκρούς στό πεδίο τῆς μάχης, ἀλλά τούς ἥρωες πού στεφανώνονται. Ἔτσι καί οἱ κυβερνῆτες βλέπουν μπροστά στά κύματα τά λιμάνια, μπροστά στά ναυάγια τά ἐμπορεύματα, μπροστά στά δεινά τῆς θάλασσας τά ἀγαθά μετά τή θάλασσα.
Ἔτσι κάμε καί ἐσύ. Σκέψου πόσο μεγάλο πράγμα εἶναι μέσα στή βαθιά νύχτα, ὅταν κοιμοῦνται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καί τά θηρία καί τά κατοικίδια ζῶα, ὅταν ὑπάρχει ἀπόλυτη ἡσυχία, ἐσύ μόνο νά σηκωθεῖς καί νά μιλήσεις μέ τόν Κύριό μας. Εἶναι γλυκός ὁ ὕπνος; Ἀλλά τίποτε δέν εἶναι πιό γλυκό ἀπό τήν προσευχή. Ἄν συνομιλήσεις μόνος μαζί Του, πολλά θά καταφέρεις. Δέν θά σέ ἐνοχλεῖ κανείς, οὔτε θά ἐμποδίσει τήν προσευχή σου. Ἔχεις καί τήν ὥρα σύμμαχο γιά νά ἐπιτύχεις αὐτά πού θέλεις. Ἐσύ ὅμως βαριέσαι νά σηκωθεῖς καί στριφογυρίζεις ξαπλωμένος στό μαλακό στρῶμα; Σκέψου τούς μάρτυρες πού εἶναι σήμερα ξαπλωμένοι στή σιδερένια σχάρα, χωρίς στρῶμα ἀπό κάτω, ἀλλά ἀναμένα κάρβουνα.
Ἐδῶ θέλω νά σταματήσω τό λόγο, γιά νά φύγετε ἔχοντας ἔντονη καί ζωηρή τή μνήμη ἐκείνης τῆς σχάρας καί νά τήν θυμᾶστε νύχτα καί μέρα. Γιατί, καί ἄν ἀκόμα μᾶς κρατοῦν ἄπειρα δεσμά, ὅταν ἔχουμε στό νοῦ μας αὐτή τή σχάρα, θά μπορέσουμε νά τά σπάσουμε ὅλα μέ εὐκολία καί νά σηκωθοῦμε γιά προσευχή. Ὄχι μόνο τή σχάρα, ἀλλά καί τίς ἄλλες τιμωρίες τῶν μαρτύρων ἄς τίς χαράξουμε στό βιβλίο τῆς καρδιᾶς μας.
Ἄς σκεφτοῦμε καί ἐμεῖς σάν αὐτούς πού λαμπροστολίζουν τά σπίτια τους καί κρεμᾶνε σ᾽ ὅλα τά σημεῖα ὄμορφες ζωγραφιές. Ἄς ζωγραφίσουμε στούς τοίχους τῆς δικῆς μας ψυχῆς τίς τιμωρίες τῶν μαρτύρων. Γιατί ἐκεῖνες οἱ ζωγραφιές εἶναι ἀνώφελες, αὐτές ὅμως ἐπικερδεῖς. Αὐτή ἡ ζωγραφική δέν χρειάζεται χρώματα, οὔτε ἔξοδα, οὔτε κάποια τέχνη. Ἀλλά γιά ὅλα αὐτά φτάνει νά χρησιμοποιήσει κανείς τήν προθυμία του καί τή γενναία καί νηφάλια σκέψη του καί μ᾽ αὐτή σάν χέρι ἄριστου τεχνίτη νά ζωγραφίσει τίς τιμωρίες τῶν μαρτύρων.
Ἄς ζωγραφίσουμε λοιπόν στή ψυχή μας ἄλλους νά εἶναι στά τηγάνια, ἄλλους ξαπλωμένους σ᾽ ἀναμμένα κάρβουνα, ἄλλους ἀναποδογυρισμένους στά καζάνια, ἄλλους νά καταποντίζονται στή θάλασσα, ἄλλους νά ξεσκίζονται, ἄλλους νά τούς γυρίζουν στόν τροχό, ἄλλους νά τούς ρίχνουν στόν γκρεμό. Ἄλλους πάλι νά παλεύουν μέ θηρία, ἄλλους νά τούς ὁδηγοῦν στό βάραθρο καί ἄλλους ὅπως ἔτυχε ὁ καθένας νά τελειώσει ἡ ζωή του. Ὥστε μέ τήν ποικιλία αὐτῆς τῆς ζωγραφικῆς, ἀφοῦ λαμπροστολίσουμε τό σπίτι τῆς ψυχῆς μας, νά τό κάνουμε κατάλληλο κατάλυμα γιά τό βασιλιά τῶν οὐρανῶν. Γιατί ἄν δεῖ τέτοιες ζωγραφιές στήν ψυχή μας, θά ἔρθει μαζί μέ τόν Πατέρα καί μαζί μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα καί θά κατοικήσει μέσα μας.
Καί θά γίνει στή συνέχεια ἡ ψυχή μας βασιλικό παλάτι καί κανένας κακός λογισμός δέν θά μπορέσει νά τήν πατήσει, ἀφοῦ ἡ μνήμη τῶν μαρτύρων, σάν ζωγραφιά θά ὑπάρχει πάντοτε μέσα μας καί θά σκορπᾶ πολλή λάμψη καί θά κατοικεῖ συνεχῶς μέσα μας ὁ βασιλιάς τῶν ὅλων Θεός. Ἔτσι λοιπόν, ἀφοῦ ὑποδεχτοῦμε τό Χριστό ἐδῶ, θά μπορέσουμε μετά τήν ἀναχώρησή μας ἀπό τή γῆ νά Τόν ὑποδεχτοῦμε στίς αἰώνιες κατοικίες μας, τίς ὁποῖες εὔχομαι νά ἐπιτύχουμε ὅλοι μας μέ τή χάρη καί τή φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, διά τοῦ ὁποίου καί μέ τόν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα στόν Πατέρα καί στό ἅγιο καί ζωοποιό Πνεῦμα στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.