ΙΕΡΕΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Δος μου κι εμένα άνεση, Παναγιά μου,
πριν ν’ απέλθω και πλέον δεν θα υπάρχω.(Αλεξ. Παπαδ.)

Κυριακή, Απριλίου 26, 2020

O άπιστος Θωμάς-ΕΠΙΚΑΙΡΟ


«Ἐὰν μὴ ἴδω… οὐ μὴ πιστεύσω» ( Ιωαν. 20, 25). Αυτά είπε ο Θωμάς, ένας από τους δώδεκα μαθητές του Χριστού, μόλις άκουσε τα ευχάριστα νέα αυτών που είχαν δει το σταυρωμένο και θαμμένο Διδάσκαλό τους να ανασταίνεται «ἐκ τῶν νεκρῶν». Οκτώ μέρες αργότερα, όπως αναγράφεται στα ευαγγέλια, όταν οι μαθητές ξαναβρέθηκαν όλοι μαζί, ο Χριστός εμφανίστηκε και είπε στο Θωμά: «φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὦδε καὶ ἴδε τὰς χεῖρας μου,καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου,καὶ μὴ γίνου ἄπιστος ἀλλὰ πιστός». Ο Θωμάς αναφώνησε: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου!». Τότε ο Χριστός του είπε: «ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες» ( Ιωάν. 20, 24-31). Εκατομμύρια άνθρωποι σήμερα σκέφτονται και μιλούν όπως ο Θωμάς, και υποθέτουν πως αυτή είναι η μόνη προσέγγιση του θέματος που αξίζει σε κάθε σκεφτόμενο άνθρωπο. «Ἐὰν μὴ ἴδω… οὐ μὴ πιστεύσω». Δεν είναι αυτή η «επιστημονική προσέγγιση» στο σύγχρονο λόγο μας; Ο Χριστός μας λέει: «μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες». Αυτό σημαίνει πως υπήρχε και υπάρχει μια άλλη προσέγγιση, ένα άλλο πρότυπο,μια άλλη δυνατότητα. Σωστά, αλλά άλλοι θα έλεγαν πως η προσέγγιση αυτή είναι αφελής και παράλογη· δεν είναι επιστημονική· είναι για οπισθοδρομικούς ανθρώπους· και επειδή είμαι άνθρωπος του σύγχρονου κόσμου, «ἐὰν μὴ ἴδω… οὐ μὴ πιστεύσω».
Ζούμε σ’ έναν κόσμο μεγάλης υπεραπλούστευσης και συνεπώς πνευματικής φτώχειας. «Επιστημονική» ή «μη επιστημονική». Οι άνθρωποι χρησιμοποιούν λόγια σαν αυτά όλες τις εποχές σαν να ήταν αυταπόδεικτα και προφανή, και τα χρησιμοποιούν επειδή όλοι τα χρησιμοποιούν, χωρίς σκέψη και συζήτηση. Στην πραγματικότητα οι ίδιοι πιστεύουν αυτές τις απλοποιήσεις τυφλά και απλοϊκά έτσι, ώστε κάθε άλλη προσέγγιση να μη φαίνεται ούτε σοβαρή, ούτε άξια προσοχής. Το ερώτημα είναι ήδη αποφασισμένο. Είναι όμως πράγματι αλήθεια; Μόλις είπα πως ζούμε σ’ έναν κόσμο μεγάλης πνευματικής φτώχειας. Πράγματι, αν το τελικό αποτέλεσμα της ατέρμονης ανάπτυξης της ανθρωπότητας συμπυκνωθεί σ’ αυτή τη δήλωση, «ἐὰν μὴ ἴδω… οὐ μὴ πιστεύσω», αν το ανθρώπινο γένος θεωρεί αυτή τη δήλωση ως το ύψος της σοφίας και ως τη μεγαλύτερη νίκη της λογικής, τότε ο κόσμος μας είναι αληθινά φτωχός, ρηχός, και πάνω απ’ όλα απίστευτα πληκτικός. Εάν γνωρίζω μόνο ό,τι βλέπω, αγγίζω, μετρώ και αναλύω, πόσο λίγα πράγματα στην πραγματικότητα γνωρίζω! Ολόκληρος ο κόσμος τότε του ανθρώπινου πνεύματος πέφτει έξω, μαζί με όλη τη διαίσθηση και τη βαθιά γνώση που απορρέει όχι από το «βλέπω» ή «αγγίζω» αλλά από το «σκέφτομαι», και ιδιαίτερα από το «στοχάζομαι-θεωρώ».
Αυτό που εκπίπτει είναι το πεδίο της γνώσης που για αιώνες ρίζωνε όχι στην εξωτερική, παρατηρήσιμη εμπειρία, αλλά σε μια άλλη ανθρώπινη ιδιότητα, σε μια καταπληκτική και ίσως ακατανόητη ικανότητα που ξεχωρίζει τους ανθρώπους από ο,τιδήποτε άλλο και τους κάνει αληθινά μοναδικούς. Τώρα ακόμη και τα ρομπότ, τα μηχανήματα και οι υπολογιστές μπορούν να αγγίξουν, να χειριστούν και να χρησιμοποιήσουν αντικείμενα· μπορούν να κάνουν ακριβείς μετρήσεις, ακόμη και προβλέψεις. Γνωρίζουμε πως στην πραγματικότητα εκτελούν καλύτερα από τους ανθρώπους μετρήσεις, συγκρίσεις, και κάνουν ακριβείς παρατηρήσεις άψογα· είναι ακριβέστερα, και «επιστημονικότερα». Εδώ όμως είναι κάτι που κανένα ρομπότ, υπό οποιαδήποτε συνθήκη, δε θα μπορούσε να ποτέ να κάνει: να γεμίσει από θαύμα, από δέος, να αισθανθεί, να κινηθεί από τρυφερότητα, να χαρεί, να δει ο,τιδήποτε δεν μπορεί να ιδωθεί με οποιαδήποτε μέτρηση ή ανάλυση. Κανένα ρομπότ δε θα ακούσει αυτούς τους άρρητους ήχους που γεννούν τη μουσική και την ποίηση· κανένα ρομπότ δε θα κλάψει ποτέ, ούτε θα δείξει εμπιστοσύνη. Δίχως όμως όλα αυτά ο κόσμος μας δε γίνεται άχρωμος, πληκτικός, θα έλεγα δε και αχρείαστος; Ω ναι, αεροπλάνα και διαστημόπλοια θα πετούν όλο και περισσότερο, όλο και ταχύτερα. Αλλά για πού και γιατί; Ναι, τα εργαστήρια θα εκτελούν τις αναλύσεις όλο και με περισσότερη ακρίβεια. Αλλά προς τι; Μου λένε «για το καλό της ανθρωπότητας». Καταλαβαίνω ότι αυτό σημαίνει πως μια μέρα θα έχουμε έναν υγιή, καλοθρεμμένο και ικανοποιημένο άνθρωπο, που θα είναι ολοκληρωτικά τυφλός, ολοκληρωτικά κουφός και χωρίς καμιά απολύτως συνείδηση για την τύφλα και την κωφότητά του…
«Ἐὰν μὴ ἴδω… οὐ μὴ πιστεύσω». Είναι σαφές λοιπόν πως η εκ παρατηρήσεως εμπειρία, τα εμπειρικά δεδομένα, δεν είναι παρά μια μορφή γνώσης, η πλέον στοιχειώδης, και γι’ αυτό κατώτερη. Η εμπειρική ανάλυση είναι χρήσιμη και αναγκαία, αλλά το να αναγάγουμε κάθε ανθρώπινη γνώση σ’ αυτό το επίπεδο είναι σαν να προσπαθούμε να κατανοήσουμε την ομορφιά ενός πίνακα με τη χημική ανάλυση του χρώματός του. Ό,τι αποκαλούμε πίστη βρίσκεται στο δεύτερο και ανώτερο επίπεδο της ανθρώπινης γνώσης, χωρίς την οποία μπορεί να ειπωθεί πως ο άνθρωπος δε θα μπορούσε να ζήσει ούτε μια μέρα. Ο κάθε άνθρωπος πιστεύει σε κάτι ή σε κάποιον, έτσι το μόνο ερώτημα είναι ποιανού πίστη, ποιανού όραμα, ποιανού γνώση του κόσμου ανταποκρίνεται ακριβέστερα και πιο ολοκληρωμένα στον πλούτο και την περιπλοκότητα της ζωής.
Μερικοί λένε πως η ανάσταση του Χριστού πρέπει να αποτελεί πλαστογραφία αφού οι νεκροί δεν ανίστανται. Αυτό αληθεύει, αν δεν υπάρχει Θεός. Αν όμως υπάρχει Θεός, τότε ο θάνατος πρέπει να συντριβεί, επειδή ο Θεός δεν είναι Θεός της φθοράς και του θανάτου. Άλλοι τότε θα πουν: αλλά δεν υπάρχει Θεός, επειδή κανείς δεν Τον είδε. Πώς όμως τότε υπολογίζεται η εμπειρία εκατομμυρίων ανθρώπων που χαρούμενα διαβεβαιώνουν πως Τον έχουν δει, όχι βέβαια με τα φυσικά τους μάτια, αλλά με μια βαθιά και ορισμένη εσωτερική όραση; Δύο χιλιάδες χρόνια πέρασαν, αλλά όταν η χαρούμενη διακήρυξη «Χριστός ἀνέστη!» πέφτει σαν από τον ουρανό, όλοι δίνουν την ίδια θριαμβευτική απάντηση, «Ἀληθῶς ἀνέστη!».
Είναι πράγματι αλήθεια πως δε βλέπεις ούτε ακούς; Είναι όντως αλήθεια πως στο βαθύτερο κομμάτι της συνείδησής σου, μακριά από κάθε ανάλυση, μέτρηση και ψηλάφηση, ούτε βλέπεις, ούτε αισθάνεσαι ένα άσβεστο, ακτινοβόλο φως, δεν ακούς τους ήχους μιας αιώνιας φωνής; «Ἐγὼ εἰμί ἡ ὁδός, ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή…»; Είναι όντως αλήθεια πως στο βάθος της ψυχής σου δεν αναγνωρίζεις το Χριστό μέσα μας, μέσα μου, να απαντά στον άπιστο Θωμά, «μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες»;
π. Αλέξανδρος Σμέμαν, Εορτολόγιο – Ετήσιος εκκλησιαστικός κύκλος, Ακρίτας, Αθήνα 2005

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ


Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Κυριακῇ δευτέρᾳ ἀπὸ τοῦ Πάσχα, τὰ ἐγκαίνια ἑορτάζομεν τῆς Χριστοῦ Ἀναστάσεως, καὶ τὴν τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου Θωμᾶ ψηλάφησιν.
Στίχοι

Εἰ νηδύος κλείς, ἢ τάφου μὴ κωλύει,
Σὴν Σῶτερ ὁρμὴν κλεὶς θυρῶν πῶς κωλύσει;

Συναξάριον
Οι Εβραίοι συνήθιζαν κάθε χρόνο να τελούν την εορτή των εγκαινίων. Τα εγκαίνια ήταν η ανάμνηση ορισμένων σπουδαίων και σημαντικών γεγονότων και τελούνταν κάθε χρόνο στην ίδια ακριβώς ημερομηνία μ’ εκείνη που συνέβησαν. Σκοπός των Εβραίων ήταν να μην ξεχνιούνται με το πέρασμα του χρόνου τέτοια επίσημα και μεγάλα γεγονότα. Η ενθύμησή τους μάλιστα γινόταν αφορμή διδασκαλίας και ωφελείας. Έτσι για πρώτη φορά έκαναν εγκαίνια στα Γάλγαλα. Εκεί γιόρτασαν τη διάβαση της Ερυθράς θαλάσσης, το πώς δηλαδή σώθηκαν απ’ τη μανία των Αιγυπτίων περνώντας εκείνη τη θάλασσα που άνοιξε δρόμο γι’ αυτούς με την επέμβαση του Θεού, και πως οι Αιγύπτιοι, όταν τους ακολούθησαν, καταποντίσθηκαν. Ακόμη γιόρταζαν επίσημα και με πολυτέλεια την κατασκευή της Σκηνής του Μαρτυρίου. Γιόρταζαν επίσης τη βασιλεία του Δαβίδ και πολλά άλλα, τα οποία δεν είναι αναγκαίο να αναφέρουμε ένα-ένα.
Επειδή, λοιπόν, απ’ όλα τα πράγματα του βίου των ανθρώπων το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο, το οποίο ξεπερνά κάθε λογική και φαντασία ανθρώπου, είναι το θαύμα της Αναστάσεως του Κυρίου, γι’ αυτό το γιορτάζουμε κάθε χρόνο. Κι ακόμη το γιορτάζουμε και κάθε εβδομάδα (κάθε Κυριακή). Πρώτος όμως εγκαινισμός είναι η σημερινή Κυριακή, η οποία ονομάζεται πρώτη και ογδόη ημέρα. Ογδόη, γιατί είναι η ογδόη ημέρα από το Πάσχα. Λέγεται όμως και πρώτη, γιατί είναι η αρχή των υπολοίπων. Κι ακόμη λέγεται ογδόη εις τύπον της αιωνίου ζωής, της ατελεύτητου ημέρας της Βασιλείας του Θεού στο μέλλοντα αιώνα, όταν δε θα υπάρχει πλέον νύχτα για να διακόπτει την ημέρα. Αυτά, λοιπόν, ως προς τα εγκαίνια.
Τα σχετικά με την ψηλάφηση του Θωμά έχουν ως έξης: Όταν εμφανίσθηκε ο Χριστός στους Μαθητές Του κατά την ημέρα της Αναστάσεώς Του, δεν ήταν μαζί τους ο Θωμάς εξ αιτίας του φόβου των Ιουδαίων. Όταν μετά από λίγο επέστρεψε κι έμαθε τα σχετικά με την Ανάσταση του Κυρίου, δεν πίστεψε τίποτα απ’ όσα του είπαν οι άλλοι Μαθητές. Έστω κι αν ήταν ένας απ’ τους δώδεκα κι αυτός, αμφέβαλλε όχι μόνο για το ότι Τον είδαν, αλλά και γι’ αυτή καθ’ εαυτή την Ανάσταση. Ο Θεός όμως είναι εφευρετικός στις ευεργεσίες Του για τη σωτηρία μας. Έτσι, λοιπόν, για να κερδίσει στη σωτηρία τον ένα, το Θωμά, αλλά και χρησιμοποιώντας τη θεία Του οικονομία για την ωφέλεια περισσοτέρων, για να γίνει πιο βέβαιο το γεγονός της Αναστάσεως, έκανε το έξης: Άφησε να περάσουν οκτώ ήμερες, για να ανάψει μέσα στο Θωμά περισσότερο ο πόθος να δει το Χριστό, και μη βλέποντάς Τον να καταλήξει στο να μην πιστέψει τελικά αυτά που του έλεγαν. Αυτή η απιστία θα ήταν μετά το πιο δυνατό επιχείρημα για τη βεβαίωση της Αναστάσεως. Τότε, (μετά από οκτώ ημέρες), εμφανίζεται και πάλι ο Ιησούς. Οι πόρτες ήταν ερμητικά κλεισμένες, όπως πριν, για το φόβο των Ιουδαίων. Τώρα όμως ήταν παρών κι ο Θωμάς. Ο Κύριος τους χαιρέτησε με το συνηθισμένο χαιρετισμό της ειρήνης. Κι ύστερα απευθύνθηκε στο Θωμά και είπε: «Φέρε εδώ το δάκτυλό σου και έλεγξε τις πληγές των χεριών μου. Φέρε το χέρι σου και βάλτο στη λογχισμένη μου πλευρά και μην είσαι άπιστος, αλλά πιστός. Κι αυτά, επειδή θέλησες όχι μόνο να δεις με τα μάτια, αλλά ζήτησες και να ψηλαφήσεις με τα χέρια -με τα λόγια Του αυτά έδειξε ότι, όταν ο Θωμάς έλεγε αυτά, ο Κύριος ήταν παρών και τον άκουγε-. Βάλε, λοιπόν, το χέρι σου στην πλευρά μου». Αυτό φανερώνει, ότι η πληγή στην πλευρά Του ήταν αρκετά μεγάλη, ώστε να χωράει μέσα χέρι ανθρώπου! Ο Θωμάς έκανε όπως του είπε ο Χριστός: Ερεύνησε και με την αφή και βεβαιώθηκε και πίστεψε. (Ήταν παραχώρηση Θεού για την ασφάλεια της πίστεως να τα δει αυτά και να τα ψηλαφίσει, έστω κι αν το σώμα του Κυρίου ήταν θεωμένο και άφθαρτο). Τότε ο Θωμάς φώναξε: «(Είναι) ο Κύριος μου και ο Θεός μου». Το ένα ήταν για τη Σάρκα (την ανθρώπινη φύση) και το άλλο για τη Θεότητα. Κι ο Κύριος του απάντησε: «Εσύ με είδες και πίστεψες. Μακάριοι είναι αυτοί οι οποίοι πίστεψαν χωρίς να με δουν».
Ο Θωμάς έχει την επωνυμία Δίδυμος. Είχε την επωνυμία αυτή ή επειδή γεννήθηκε μαζί με κάποιον άλλον, ή γιατί δίστασε να πιστέψει στην Ανάσταση ή επειδή εκ φύσεως ήταν κολλημένα τα δυο δάχτυλα του χεριού του, ο μεσαίος δηλαδή και ο διπλανός του που ονομάζεται λιχανός. Ίσως θα μπορούσε να πει κανείς και επειδή δίσταζε να ψηλαφίσει μ’ αυτά τα δύο δάκτυλα. Άλλοι λένε, -κι αυτό μάλλον είναι το σωστότερο- ότι το όνομα Θωμάς στα Ελληνικά μεταφράζεται Δίδυμος. Αυτή η εμφάνιση του Χριστού ήταν η δεύτερη.
Η τρίτη εμφάνιση έγινε στη θάλασσα της Τιβεριάδας, όταν έπιασαν οι Μαθητές τα πολλά ψάρια, τότε που ο Χριστός έφαγε μαζί τους (και η τροφή εκείνη εξαφανίσθηκε από το πυρ της Θεότητος με τρόπο που μόνο ο Θεός γνωρίζει) κι έκανε έτσι πιο ζωντανή την παρουσία Του μετά την Ανάστασή Του. Έπειτα εμφανίσθηκε στους δύο μαθητές που πήγαιναν στην κώμη Εμμαούς. Πέμπτη φορά εμφανίσθηκε στη Γαλιλαία. Όπως φαίνεται απ’ τα ιερά Ευαγγελία φανερώθηκε ένδεκα φορές μέχρι την Ανάληψή Του. Έκανε πολλά και υπερφυσικά θαύματα ενώπιον των Μαθητών Του μετά την Ανάστασή Του, τα οποία δεν γίνονταν μπροστά σε άλλους. Οι Ευαγγελιστές, βέβαια, δεν τα έγραψαν όλα αυτά, γιατί δεν ήταν δυνατόν οι πολλοί που ζουν και συμφύρονται με τους ανθρώπους μέσα στον κόσμο να δεχθούν, ν’ ακούσουν και να πιστέψουν όλα αυτά τα υπερφυσικά σημεία, που ήταν πραγματικά πάνω από κάθε ανθρώπινη (κοσμική) αντίληψη.
Ταῖς τοῦ σοῦ Ἀποστόλου Θωμᾶ πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.

Τῇ φιλοπράγμονι δεξιᾷ, τὴν ζωοπάροχόν σου πλευράν, ὁ Θωμᾶς ἐξηρεύνησε Χριστὲ ὁ Θεός· συγκεκλεισμένων γὰρ τῶν θυρῶν ὡς εἰσῆλθες, σὺν τοῖς λοιποῖς Ἀποστόλοις ἐβόα σοι· Κύριος ὑπάρχεις καὶ Θεός μου.
Ὁ Οἶκος
Τίς ἐφύλαξε τὴν τοῦ Μαθητοῦ παλάμην τότε ἀχώνευτον, ὅτε τῇ πυρίνῃ πλευρᾷ προσῆλθε τοῦ Κυρίου; τίς ἔδωκε ταύτῃ τόλμαν, καὶ ἴσχυσε ψηλαφῆσαι φλόγεον ὀστοῦν, πάντως ἡ ψηλαφηθεῖσα· εἰ μὴ γὰρ ἡ πλευρὰ δύναμιν ἐχορήγησε πηλίνῃ δεξιᾷ, πῶς εἶχε ψηλαφῆσαι παθήματα, σαλεύσαντα τὰ ἄνω καὶ τὰ κάτω; Αὕτη ἡ χάρις Θωμᾷ ἐδόθη, ταύτην ψηλαφῆσαι, Χριστῷ δὲ ἐκβοῆσαι· Κύριος ὑπάρχεις καὶ Θεός μου.

Τρίτη, Απριλίου 21, 2020

Πρὸς Ἐμμαούς - Fr. Lev Gillet


«…Καὶ ἰδοὺ δύο ἐξ αὐτῶν ἦσαν πορευόμενοι ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ εἰς κώμην ἀπέχουσαν σταδίους ἑξήκοντα ἀπὸ ῾Ιερουσαλήμ, ᾗ ὄνομα ᾿Εμμαούς … Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὁμιλεῖν αὐτοὺς καὶ συζητεῖν καὶ αὐτὸς ὁ ᾿Ιησοῦς ἐγγίσας συνεπορεύετο αὐτοῖς…» (Λουκ. κδ΄, 13-15)
Ἀξίζει πράγματι νὰ μελετήσουμε, νὰ ἐξετάσουμε καλύτερα τὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς πλησίασε τὸν Κλεόπα καὶ τὸν ἄλλο μαθητὴ καθ’ ὁδὸν πρὸς Ἐμμαούς.
Τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια περιγράφουν πολλοὺς τρόπους, μὲ τοὺς ὁποίους πλησίαζε ὁ Χριστὸς τοὺς ἀνθρώπους, ἢ οἱ ἄνθρωποι ἔσπευδαν νὰ πλησιάσουν τὸν Χριστό. Κάποιες φορές, οἱ ἄνθρωποι πηγαίνουν πρὸς τὸν Χριστό. Κάποιες ἄλλες, ὁ Χριστὸς πηγαίνει πρὸς τοὺς ἀνθρώπους· τοὺς πλησιάζει κατὰ πρόσωπο, ἄμεσα. Ἄλλοτε, ὁ Χριστὸς προχωρεῖ μὲ δική του πρωτοβουλία, εἰσέρχεται, παρεμβάλλεται στὸ δρόμο τους, στὴν πορεία τῆς ζωῆς τους, καὶ τοὺς περιμένει. Ἔτσι ὁ Ἰησοῦς, καθήμενος «ἐπὶ τοῦ φρέατος τοῦ Ἰακὼβ» προσκαρτεροῦσε, ἀνέμενε τὴν Σαμαρείτιδα νὰ ἔλθει.
Στὴ περίπτωση τῶν μαθητῶν, ποὺ «ἐπορεύοντο εἰς Ἐμμαούς», ἡ προσέγγιση εἶναι διαφορετική. Ἡ περικοπὴ τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου δίνει τὴν ἐντύπωση ὅτι ὁ Κύριος δὲν ἦλθε νὰ τοὺς πλησιάση κατὰ πρόσωπο, ἐμπρός τους· ὅτι δὲν βάδιζε πρός ἀντίθετη κατεύθυνση, ὥστε νὰ ἔλθη πρὸς συνάντησή τους. Ἔτσι, οἱ μαθητές δὲν τὸν εἶδαν νὰ ἔρχεται πρὸς αὐτοὺς ἀπὸ κάποια ἀπόσταση. Φαίνεται σαφῶς ὅτι ὁ Χριστός, βαδίζοντας πίσω τους σέ κάποια ἀπόσταση, τελικά ἐπετάχυνε τὸ βῆμα του καὶ τοὺς πλησίασε. Ἀρχικά, βάδιζε δίχως νὰ ἀντιληφθοῦν οἱ μαθητές ὅτι τοὺς συνώδευε, ἕως ὅτου τοὺς πλησίασε τόσο, ὅσο νὰ ἀκούει τὸν ἦχο τῆς συνομιλίας τους. Τέλος, τοὺς πρόφθασε καί, φθάνοντας στό πλευρό τους, ἔλαβε εὐθὺς μέρος στὸ διάλογο, στὴ συζήτηση ποὺ εἶχαν.
Ἡ προσέγγισή Του δὲν ἦταν μόνο τοπική, ἀλλὰ καὶ πνευματική. Ὅπως τοὺς πλησίαζε, ὁ Ἰησοῦς ἀντελήφθη ὅτι ἦσαν «σκυθρωποί», θλιμμένοι δηλαδὴ καὶ στενοχωρημένοι. Νομίζω ὅτι, τὶς περισσότερες φορές, ὁ Χριστὸς πλησιάζει ὄχι τόσο τὰ σώματα ἀλλὰ τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων· καὶ τὶς πλησιάζει μὲ ἕνα τρόπο ἀνάλογο ἐκείνου, ποὺ πλησίασε τοὺς μαθητές κατὰ τὴν πορεία τους πρὸς Ἐμμαούς.
Κάποιοι ἄνθρωποι συναντοῦν τὸν Ἰησοῦν «κατὰ πρόσωπον»· Τὸν γνωρίζουν λίγο ἕως πολύ· γνωρίζουν πῶς νὰ ἀπευθυνθοῦν πρὸς Αὐτόν, καὶ ἔχουν μάθει νὰ ἀντιλαμβάνωνται πότε Ἐκεῖνος ἀπευθύνεται πρὸς αὐτούς. Ὅμως σήμερα, γιὰ τὸν περισσότερο κόσμο, ὁ Χριστὸς εἶναι ἕνας ἄγνωστος. Ἔτσι, ὡς ἕνας ἄγνωστος λοιπόν, τοὺς πλησιάζει προφθάνοντάς τους καθ’ ὁδόν, ὅπως καὶ τοὺς μαθητές πρὸς Ἐμμαούς. Τοὺς πλησιάζει μὲ τέτοιο τρόπο, ὡς νὰ εἶναι κάποιος ἄγνωστος σʼ αὐτούς, ἀλλὰ ἄγνωστος συγγενής τους.
Συνήθως, σκεπτόμαστε τοῦτο ἢ ἐκεῖνο, δίχως νὰ ἔχουμε τὴν παραμικρή πρόθεση νὰ ἀναμείξουμε τὸν Χριστὸ στοὺς συλλογισμούς μας. Καὶ νά, ποὺ ὁ Χριστὸς παρεμβάλλεται στὴ σκέψη μας χωρὶς νὰ τὸ παρατηρήσουμε. Εἰσχωρεῖ στὸ νῆμα τῶν συλλογισμῶν μας, στὰ κύματα τῶν συναισθημάτων μας. Δὲν γνωρίζουμε πῶς βρέθηκε ἐκεῖ, ἀλλὰ λίγο – λίγο συνειδητοποιοῦμε ὅτι ἕνας καινούριος παράγοντας συμμετέχει στὴ δραστηριότητα τῆς ψυχῆς μας, τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κόσμου. Εἴτε γνωρίζουμε εἴτε δὲν γνωρίζουμε πῶς λέγεται ὁ παράγοντας αὐτός, μᾶς ἐπιβάλλεται· ἀκόμη καὶ ἂν ἀρνούμαστε νὰ δεχθοῦμε ὅσα μᾶς ὑποβάλλει, δὲν μποροῦμε νὰ μὴ τὸν ὑπολογίσουμε.
Μία σκέψη ἢ μία αἴσθηση, ὁποὺ ὁ Χριστὸς μᾶς ἐμπνέει, ἀνοίγουν νέες προοπτικές. Οἱ μαθητές πρὸς Ἐμμαοὺς ἦσαν σκυθρωποὶ καὶ τεθλιμμένοι, ὅση ὥρα βρίσκονταν ἀπορροφημένοι στὶς σκέψεις καὶ τοὺς συλλογισμούς τους. Ὅμως, ὅταν ὁ Κύριος βρέθηκε μεταξύ τους καὶ ἄρχισε τὴν ἑρμηνεία τῶν Γραφῶν, ὅλα ἔγιναν φωτεινά, ὅλα τὰ προβλήματα λύθηκαν, ὅλα εἰρήνευσαν. Ἐκεῖνοι, ὁποὺ προηγουμένως συζητοῦσαν καὶ ἐπιχειρηματολογοῦσαν ἀτέρμονα, ἔπαυσαν τώρα. Ὅλες οἱ περιπλοκὲς λύθηκαν, ὅλοι οἱ λαβύρινθοι βρῆκαν διέξοδο, ἐμπρὸς στὴν ἤρεμη βεβαιότητα, τὴν ὁποίαν παρέχει ὁ μόνος διδάσκαλος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός.
Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ ἐμᾶς. Ὅλοι, κάποιες στιγμές, εἴμαστε προσκυνητές πρὸς Ἐμμαούς, βαδίζοντας μέσα στὸ πνευματικὸ σκοτάδι τῆς νύκτας, ὁποὺ ἄρχισε νὰ πέφτει, μὲ τὶς ἀμφιβολίες μας, τὰ ἄγχη μας, τὶς ἀγωνίες μας, τὶς ἀντιζηλίες μας, τὶς διεκδικήσεις μας, τὴ νοησιαρχία μας, τὶς καχυποψίες μας, τὶς ἐσωτερικὲς καὶ ἐξωτερικές μας συγκρούσεις. Ὅμως κάποιος, ποὺ μᾶς παρακολουθεῖ στὴν πορεία τῆς ζωῆς μας, τρέχει, μᾶς προφθάνει, καὶ «συνεμπαίνει» στὶς σκέψεις καὶ τὰ συναισθήματά μας. Καὶ τότε, μία μεγάλη διαύγεια, μία μεγάλη σαφήνεια καὶ καθαρότητα εἰσβάλλει στὸ νοῦ καὶ στὴ σκέψη μας· μία μεγάλη ἡσυχία κυριαρχεῖ στὴν ψυχή μας. Δὲν γνωρίζουμε ἴσως τὴν ὑπέρτατη ζωντανὴ παρουσία Ἐκείνου, ποὺ διεβεβαίωσε ὅτι Αὐτὸς εἶναι ἡ Ἀνάστασις, ἀλλά, ὅπως καὶ οἱ μαθητές πρὸς Ἐμμαούς, οἱ ὁποῖοι πίεζαν τὸν Κύριο νὰ μὴ φύγει, ἀλλὰ νὰ μείνει μαζί τους, ἡ ψυχή μας ὁλόκληρη κραυγάζει πρὸς τὸν ἄγνωστο αὐτὸν Παντοδύναμο: «Μεῖνον μεθ’ ἡμῶν»…

Δευτέρα, Απριλίου 20, 2020

Χριστός Ανέστη


Ο Χριστός έκανε τόσα για μας. Σταυρώθηκε, μας δόθηκε ο Ίδιος σαν Πάσχα και μας έδειξε τον τρόπο να μετέχουμε στον νυμφώνα. Νομίζω πώς σε όλα αυτά υπάρχει μια χαρά. Μια πασχαλινή χαρά. Δεν ξέρω γιατί τρέχουμε προς την ηδονή της αποτυχίας, της ελεεινολογίας και της φτώχειας μας. Μας αρέσει να λέμε πώς είμαστε αμαρτωλοί τελικά και να φαντασιωνόμαστε την κόλαση μας. Και λέω φαντασιωνόμαστε όχι γιατί δεν υπάρχει κόλαση ήδη για τους άχαρους και αμετανόητους, αλλά γιατί όλη αυτή η ηττοπάθεια και απελπισία είναι ήδη η κόλαση. Στον άνθρωπο πού αναγνωρίζει τις αμαρτίες του, τις βλέπει κατάματα και έχει ομως ειλικρινή χαρά για την σωτηρία του δεσπόζει αυτό πού λέμε χαρμολύπη. Κριτήριο της μετάνοιας και της ταπείνωσης μας είναι να μην πεθάνει μαζί με τις αμαρτίες μας και η ελπίδα μας , πώς ίσως θα είμαστε μαζί με τον Χριστό, καίτοι ανάξιοι. Αν μαζί με την λύπη και την ταπείνωση μας δεν συμβαδίζει αυτή η ελπίδα, η χαρά, κάτι δεν πάει καλά. Γιατί η αναφορά μας είναι να μπούμε στον νυμφώνα καν ανάξιοι. Είναι αυτή η αναστάσιμη προσδοκια. Οι πατέρες μας έδωσαν το μέτρο: Κράτα τον νου σου στον άδη και μην απελπίζεσαι. Αυτό...
Πρέπει να προσευχόμαστε για όσους έχουν χάσει την ελπίδα.


Κυριακή, Απριλίου 19, 2020

Αὐτή εἶναι ἡμέρα, πού βγῆκε ἀπ᾽ τά χέρια τοῦ Κυρίου


Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης ὁ τριήμερος ἀνέτειλε σήμερα κι᾽ ὁλόκληρη ἐφώτισε τήν πλάση. Ὁ τριήμερος καί προαιώνιος Χριστός, τό τσαμπί τοῦ σταφυλιοῦ, βλάστησε καί τόν κόσμο πλημμύρισε ἀπό χαρά. Τήν ἀβασίλευτην αὐγή ἄς δοῦμε. Πρίν ἔρθη ἡ αὐγή, ἄς τή δοῦμε σήμερα καί ἀπ᾽ τή φωτοπλημμύρα ἄς γεμίσουμε ἀπό χαρά. Τίς πόρτες τοῦ Ἅδη ἀνοίγει ὁ Χριστός καί οἱ νεκροί σηκώθηκαν σά νά κοιμοῦνταν. Ἀναστήθηκε ὁ Χριστός πού ἀνασταίνει τούς πεσμένους καί ἀνάστησε μαζί Του τόν Ἀδάμ.
 Ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, Αὐτός πού ἀνασταίνει ὅλους καί ἐλευθέρωσε τήν Εὔα ἀπ᾽ τήν κατάρα. Ἀναστήθηκε ὁ Χριστός πού Αὐτός μόνος ἀνασταίνει καί χαροποίησε τόν ἀκατάστατο πρῶτα κόσμο, σέ ὅλα τό ρυθμό καί τήν τάξη ἐγκαθιστῶντας. Σηκώθηκε ὁ Κύριος, ὅπως αὐτός πού κοιμᾶται, καί τούς ἐχθρούς Του ὅλους τούς χτύπησε καί τούς ντρόπιασε. Ἀναστήθηκε κι᾽ εἶναι ἡ χαρά τό δῶρο Του σ᾽ ὅλη τήν χτίση. Ἀναστήθηκε κι᾽ ἄνοιξε τοῦ Ἅδη ἡ φυλακή. Ἀναστήθηκε καί τή φθορά τῆς φύσης σέ ἀφθαρσία τή μετάλλαξε. Ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, κι᾽ ἀποκατάστησε τόν Ἀδάμ στήν παλιά δόξα τῆς ἀθανασίας.
Ἡ νέα κτίση, πού φέρνει ὁ Χριστός, μέ τήν Ἀνάστασή Του ἀνανεώνεται. Μέ τή νέα ὀμορφιά τοῦ Χριστοῦ ἄς στολισθοῦμε, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὁ καινούργιος οὐρανός γίνεται σήμερα, ἕνας οὐρανός πιό λαμπρός ἀπό τόν οὐρανό πού ἀντικρύζομε. 
Γι᾽ αὐτόν τόν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, τό Χριστό, ἔχει γίνει οὐρανός ἡ Ἐκκλησία καί δέν ἔχει φεγγάρι πού μεγαλώνει καί μικραίνει παρά τή χάρη πού λάμπει πάντα. Δέν ἀνατέλλει κάποια ἀστέρια πλανητικά ἀλλά ἀστέρια νεοφώτιστα μέσα ἀπό τήν κολυμβήθρα. Δέ βγάζει σύννεφα πού προκαλοῦν τή βροχή,ἔχει ἡ Ἐκκλησία θεολόγους δασκάλους. Δέν κρέμεται πάνω σέ θολά νερά, ἀλλά ἔχει θεμελιωθῆ πάνω στά ἱερά δόγματα. Δέν φέρνει χειμωνιάτικη βροχή καί συγκινεῖ τούς ἀνθρώπους ὄχι μέ κρωγμούς ἀγριοπουλιῶν ἀλλά μέ τίς ὁμιλίες τῶν δασκάλων.
Αὐτή εἶναι ἡμέρα, πού βγῆκε ἀπ᾽ τά χέρια τοῦ Κυρίου. Ἄς νιώσωμε τήν πνευματική της ἀναγάλλια καί τή θεϊκή εὐφροσύνη της.
Ἁγίου Ἐπιφανίου Κύπρου

Σάββατο, Απριλίου 18, 2020

Τι ’ναι τούτο; Σιωπή βαθειά σήμερα στη γη και ο άδης τρόμαξε...


Τι ’ναι τούτο; Σιωπή βαθειά σήμερα στη γη. Σιωπή βαθειά και ησυχία βαθειά. Σιωπή βαθειά, γιατί ο Βασιλιάς κοιμάται. Η γη φοβήθηκε και ησύχασε, γιατί ο Θεός με το σώμα κοιμήθηκε κι εκείνους που αιώνες κοιμόνταν ανέστησε. Ο Θεός με το σώμα πέθανε και ο άδης τρόμαξε. Ο Θεός για λίγο κοιμήθηκε κι αυτούς που βρίσκονταν στον άδη ξύπνησε.
Σήμερα σώζονται αυτοί που ζουν πάνω στη γη κι εκείνοι που αιώνες τώρα βρίσκονται κάτω απ’ τη γη. Σήμερα σώζεται όλος ο κόσμος, και ο ορατός και ο αόρατος.Από τον ουρανό στη γη κι από τη γη στα κάτω απ’ τη γη κατεβαίνει ο Χριστός. Οι πύλες του άδη ανοίγονται. Όσοι κοιμάστε απ’ τους πανάρχαιους αιώνες, χαρείτε! Όσοι βρίσκεστε στο σκοτάδι, στον τόπο που τον σκιάζει ο θάνατος, υποδεχτείτε το δυνατό Φως! Ανάμεσα στους δούλους έρχεται ο Κύριος. Ανάμεσα στους νεκρούς ο Θεός. Ανάμεσα στους θνητούς η ζωή. Ανάμεσα στους ενόχους ο αθώος. Ανάμεσα στους βυθισμένους στο σκοτάδι το ανέσπερο Φως. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ο ελευθερωτής. Ανάμεσα σ’ αυτούς που βρίσκονται στα καταχθόνια, Εκείνος που βρίσκεται πάνω απ’ τους ουρανούς.

Τι έγινε λοιπόν; Με την εμφάνισή Του στον άδη ο Θεός τους έσωσε όλους χωρίς εξαίρεση; Όχι, βέβαια, αλλά κι εκεί όσους πίστεψαν. Χθες φανερώθηκε η σωτηρία, σήμερα η εξουσία· χθες η αδυναμία, σήμερα η κυριαρχία· χθες η ανθρώπινη φύση, σήμερα η θεϊκή. Χθες Τον χτυπούσαν, σήμερα χτυπάει την κατοικία του άδη με την αστραπή της θεότητος· χθες Τον έδεναν, σήμερα σφιχτοδένει τον τύραννο (διάβολο) με άλυτα δεσμά· χθες Τον καταδίκαζαν, σήμερα χαρίζει ελευθερία στους καταδίκους· χθες ο υπηρέτες του Πιλάτου Τον περιγελούσαν, σήμερα οι πορτάρηδες του άδη Τον είδαν κι έφριξαν.
Σήμερα συνέτριψε τὶς χάλκινες πύλες καὶ τοὺς σιδερένιους μοχλούς του. Πρόσεξε τὴν ἀκριβολογία. Δὲν εἶπε, ἄνοιξε τὶς πύλες, ἀλλὰ «συνέτριψε τὶς χάλκινες πύλες», γιὰ νὰ ἀχρηστεύσει τὸ δεσμωτήριο. Δὲν ἀφαίρεσε τοὺς μοχλούς, ἀλλὰ τοὺς συνέτριψε, γιὰ νὰ ἀχρηστεύσει τὴ φυλακή. Ὅπου βέβαια δὲν ὑπάρχει οὔτε μοχλὸς οὔτε θύρα, καὶ ἂν κάποιος εἰσέλθει, δὲν ἐμποδίζεται νὰ ἐξέλθει. 
Ηρθε ὁ Ἴδιος ὁ βασιλιὰς στοὺς φυλακισμένους καὶ δὲν ντράπηκε οὔτε τὴ φυλακὴ οὔτε τοὺς φυλακισμένους. Γιατί ἦταν ἀδύνατο νὰ ντραπεῖ τὸ πλάσμα Του.
Καὶ συνέτριψε τὶς πύλες καὶ διέλυσε τοὺς μοχλοὺς καὶ κυριάρχησε στὸν Ἅδη καὶ ἐξαφάνισε ὅλη τὴ φρουρὰ καί, ἀφοῦ συνέλαβε δέσμιο τὸν δεσμοφύλακα (τὸν θάνατο), ἐπανῆλθε σ’ ἐμᾶς. Ὁ τύραννος μεταφέρθηκε αἰχμάλωτος, ὁ ἰσχυρὸς δεμένος. Ὁ ἴδιος ὁ θάνατος πέταξε τὰ ὅπλα του καὶ ἔτρεξε ἄοπλος καὶ δήλωσε ὑποταγὴ στὸ βασιλιά.
Εἶδες τί ἀξιοθαύμαστη νίκη; Εἶδες τὰ κατορθώματα τοῦ σταυροῦ;
Νά λοιπόν ἔφθασε ἡ ποθητή γιά μᾶς καί σωτήρια ἑορτή, ἡ ἀναστάσιμη ἡμέρα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ προϋπόθεση τῆς εἰρήνης, ἡ ἀφορμή τῆς συμφιλίωσης, ἡ ἐξαφάνιση τῶν πολέμων, ἡ κατάργηση τοῦ θανάτου, ἡ ἥττα τοῦ διαβόλου. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἀναμείχθηκαν μέ τούς ἀγγέλους καί αὐτοί πού ἔχουν σῶμα προσφέρουν τή δοξολογία τους μαζί μέ τίς ἀσώματες δυνάμεις. Σήμερα καταργεῖται ἡ ἐξουσία τοῦ διαβόλου, σήμερα λύθηκαν τά δεσμά τοῦ θανάτου, ἐξαφανίσθηκε ἡ νίκη τοῦ ἅδη. Σήμερα εἶναι εὐκαιρία νά ποῦμε τά προφητικά ἐκεῖνα λόγια. «Ποῦ εἶναι, θάνατε, τό κεντρί σου; ποῦ εἶναι, ἅδη, ἡ νίκη σου;» (Α´ Κορ. 15, 55)
Σήμερα ὁ ἅδης, στενάζοντας βοᾶ: Θά ἦταν συμφερότερο γιά μένα, ἄν δέν ὑποδεχόμουνα τήν ψυχή ἐκείνου, πού γεννήθηκε ἀπό τή Μαρία· διότι, ἐλθών σέ μένα, κατέλυσε τό κράτος μου· συνέτριψε τίς χάλκινες πύλες τοῦ βασιλείου μου· τίς ψυχές, τίς ὁποῖες προηγουμένως κατεῖχα, σάν Θεός κραταιός ἀνέστησε. 
Σήμερα ὁ ἅδης στενάζοντας βοᾶ: Ἡ ἐξουσία μου καταλύθηκε· δέχτηκα μέσα μου θνητόν σάν ἕναν ἀπ᾽ αὐτούς πού πεθαίνουν· αὐτόν ὅμως δέν ἔχω διόλου τή δύναμη νά κρατήσω, ἀλλά μαζί του θά χάσω κι αὐτούς πάνω στούς ὁποίους βασίλευα· ἐγώ εἶχα στήν ἐξουσία μου τούς νεκρούς, πού πέθαιναν ἀπό τήν ἀρχή, ἀλλά νά, αὐτός ἀνασταίνει τούς πάντες.
Σήμερα ὁ ἅδης στενάζοντας βοᾶ: Ἀφανίστηκε τό κράτος μου· ὁ ποιμένας  Χριστός σταυρώθηκε καί ἀνέστησε τόν Ἀδάμ· στερήθηκα τούς ὑπηκόους μου· καί ὅσους μπόρεσα ὥς τώρα νά καταπιῶ, ὅλους τούς ἀπέβαλα. Ἄδειασε τούς τάφους ὁ σταυρωθείς Θεάνθρωπος. Δέν ἔχει πλέον ἰσχύ ἡ ἐξουσία τοῦ θανάτου. 
Δόξα, Κύριε, στό σταυρό καί τήν Ἀνάστασή σου!

[1. Επιφάνιος Κύπρου 2. Ιερός Χρυσόστομος3. Ύμνοι Εσπερινού Αναστάσεως]

Παρασκευή, Απριλίου 17, 2020

Ο Ιωσήφ ζητεί το Σώμα του Ιησού...


Κάτι ασήμαντο, κάτι που όλοι το θεωρούν μικρό ήρθα να σου ζητήσω, άρχοντά μου. Δώσ’ μου να θάψω το νεκρό σώμα Εκείνου που καταδίκασες (σε θάνατο), του Ιησού του Ναζωραίου, του Ιησού του φτωχού, του Ιησού του άστεγου, του Ιησού του γυμνού, του Ιησού του περιφρονημένου, του Ιησού του γιου ενός μαραγκού, του Ιησού του δέσμιου, του Ιησού του παρατημένου στο ύπαιθρο, του Ιησού του ξένου και αγνώριστου ανάμεσα στους ξένους και καταφρονεμένου και, κοντά σ’ όλα αυτά, κρεμασμένου (στο Σταυρό). Δώσ’ μου τούτον τον ξένο, γιατί τι σου χρειάζεται πια το σώμα Του; Δώσ’ μου τούτον τον ξένο, γιατί από μακρινή χώρα ήρθε εδώ, για να σώσει τον ξένο (: τον αποξενωμένο απ’ το Θεό και ξενιτεμένο απ’ την ουράνια πατρίδα του ανθρώπου). Δώσ’ μου τούτον τον ξένο, γιατί κατέβηκε στη σκοτεινή γη για ν’ ανεβάσει τον ξένο. Δώσ’ μου τούτον τον ξένο, γιατί Αυτός μόνο είναι πραγματικά ξένος. Δώσ’ μου τούτον τον ξένο, που τη χώρα Του δεν τη γνωρίζουμε εμείς οι ξένοι. Δώσ’ μου τούτον τον ξένο, που τον Πατέρα Του δεν ξέρουμε εμείς οι ξένοι. Δώσ’ μου τούτον τον ξένο, που τον τόπο και τη γέννηση και τη βιοτή Του αγνοούμε εμείς οι ξένοι. Δώσ’ μου τούτον τον ξένο, που έζησε στα ξένα ζωή και βιοτή παράξενη. Δώσ’ μου τούτον τον ξένο, που δεν έχει εδώ πού να γείρει το κεφάλι. Δώσ’ μου τούτον τον ξένο, που σαν ξένος γεννήθηκε άστεγος στα ξένα και σε φάτνη. Δώσ’ μου τούτον τον ξένο, που απ’ τη φάτνη ακόμα έφυγε σαν ξένος (για να σωθεί) απ’ τον Ηρώδη. Δώσ’ μου τούτον τον ξένο, που απ’ τα σπάργανα ακόμα ξενητεύτηκε στην Αίγυπτο. Δώσ’ μου τούτον τον ξένο, που μήτε πόλη, μήτε χωριό, μήτε σπίτι, μήτε τόπο να μείνει, μήτε συγγενή έχει, αλλά σε ξένη χώρα κατοίκησε, αν και τα πάντα κατέχει. Δώσ’ μου, άρχοντά μου, τούτον τον γυμνό πάνω στο ξύλο (του Σταυρού), για να σκεπάσω Αυτόν που σκέπασε τη γύμνια της δικής μου φύσης. Δώσ’ μου τούτον τον νεκρό μαζί και Θεό, για να καλύψω Αυτόν που κάλυψε τις δικές μου ανομίες. Δώσ’ μου τούτον τον νεκρό, για να θάψω Αυτόν που έθαψε στον Ιορδάνη τη δική μου αμαρτία. Για έναν νεκρό σε παρακαλώ, που αδικήθηκε απ’ όλους, που προδόθηκε από μαθητή, που εγκαταλείφθηκε από φίλους, που διώχθηκε από αδελφούς, που χαστουκίστηκε από δούλο. Για έναν νεκρό σε εκλιπαρώ, καταδικασμένο απ’ αυτούς που ο ίδιος ελευθέρωσε απ’ τη σκλαβιά, ποτισμένο ξύδι απ’ αυτούς που ο ίδιος έθρεψε, πληγωμένο απ’ αυτούς που ο ίδιος γιάτρεψε, παρατημένο απ’ τους μαθητές Του και στερημένο την ίδια τη μάνα Του. Για έναν νεκρό σε ικετεύω, άρχοντά μου, Αυτόν τον άστεγο που κρέμεται στο ξύλο (του Σταυρού). Γιατί δεν έχει κανένα να Του συμπαρασταθεί πάνω στη γη, ούτε πατέρα, ούτε φίλο, ούτε μαθητή, ούτε συγγενή, ούτε κάποιον για να Τον θάψει. Μόνος είναι του μόνου Πατέρα μονογενής Υιός, Θεός στον κόσμο, κι άλλος κανένας».


Τέτοια λόγια είπε ο Ιωσήφ στον Πιλάτο. Και ο ηγεμόνας πρόσταξε να του δοθεί το πανάγιο σώμα του Ιησού.

Αγίου Επιφανίου, Λόγος εις την θεόσωμον Ταφήν του ΚΗΙΧ.

Το εσφαγμένον Αρνίον


Π. Νέλλας
Σήμερα, Μεγάλη Παρασκευή, ἡ Ἐκκλησία μας ἀναπαριστᾶ τὰ Πάθη, τὸν Σταυρό, τὴν Ταφὴ τοῦ Κυρίου. Πηγαίνοντας ἔτσι στὸν Ἐπιτάφιο, πηγαίνουμε ἀληθινὰ καὶ πραγματικὰ σὲ μία κηδεία. Πηγαίνουμε στὴν κηδεία τοῦ Χριστοῦ, τοῦ «ἐσφαγμένου ἀρνίου». Τὸ «ἐσφαγμένον ἀρνίον» εἶναι ὁ ποιμήν. Αὐτὸ δείχνει τὴν πραγματικὴ ἀγάπη. Ὅποιος ἀγαπάει δὲν συμβουλεύει ἁπλά, δὲν διορθώνει, δὲν τιμωρεῖ, παίρνει ἐπάνω του τὰ λάθη τοῦ ἀγαπημένου του. Ἡ ἀγάπη εἶναι συμμετοχὴ στὴ ζωὴ τοῦ ἄλλου, ἔξοδος ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, θυσία.
Ἡ δεύτερη διάσταση εἶναι ὅτι ὁ Νυμφίος Χριστὸς τελεῖ τοὺς γάμους Του μὲ τοὺς ἀνθρώπους ὡς «ἀρνίον ἐσφαγμένον». Γάμος εἶναι ἡ θυσία. Ἡ θυσία ὄχι τῶν ἄλλων ἀλλὰ ἡ δική Του. Ἡ νυμφικὴ παστὰς τοῦ Χρίστου εἶναι ὁ Σταυρός Του. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος χρησιμοποιεῖ μία πολὺ ἐκφραστικὴ εἰκόνα γιὰ νὰ δείξει αὐτὴ τὴν πραγματικότητα. Ἦταν, λέει, ἡ ἀνθρωπότητα μεμνηστευμένη μὲ τὸν Χριστὸ στὸν Παράδεισο. Ἀλλὰ ἀντὶ νὰ δεχθεῖ νὰ ὁδηγηθεῖ στοὺς γάμους μὲ τὸν Χριστό, ἐγκατέλειψε τὸν Χριστό. Ἐξεπόρνευσε, κυλίστηκε στὸ βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ὁ Χριστός, σὰν μανικὸς ἐραστὴς τῆς ἀνθρωπότητας, ἔψαξε νὰ τὴ βρεῖ, τὴ ζήτησε, ἔφθασε στὸ καταγώγιο ποὺ βρισκόταν καὶ ὅταν παρουσιάστηκε μπροστά της δὲν παρουσιάστηκε σὰν Θεός, δυνατός, ἀλλὰ σὰν ἁπλὸς κοινὸς ἄνθρωπος. Γιὰ νὰ μὴν τρομάξει ὅταν τὸν δεῖ ἤ γιὰ νὰ μὴν ντραπεῖ. Καὶ δὲν τῆς ζήτησε τὸ λόγο, τί ἔκανες, γιατί ἔφυγες ἤ πῶς κατάντησες ἔτσι, ἀλλὰ ἁπλὰ τὴν πῆρε, τὴν καθάρισε, τὴν ξαναομόρφηνε, τὴν ξαναστόλισε καὶ γιὰ νὰ μὴ τοῦ φύγει πάλι τὴν ἔκανε σάρκα Του, σῶμα Του. Αὐτὸ εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Τὸ σῶμα τοῦ Θεοῦ.
Καὶ ἕνας ἄλλος πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας χρησιμοποιεῖ μία ἐξ ἴσου ἐκφραστικὴ εἰκόνα. Ὁ Θεός, λέει, δημιούργησε ὅλο αὐτὸ τὸ μεγαλειῶδες σύμπαν, τ’ ἀστέρια καὶ τοὺς γαλαξίες, ὅλη αὐτὴ τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴ φόρεσε σὰν στολίδι, ὅπως οἱ θερμοὶ τῶν ἐραστῶν στολίζονται γιὰ νὰ συγκινήσουν τοὺς ἀγαπημένους τους. Ἀλλὰ ὅταν οἱ ἄνθρωποι δὲν συγκινήθηκαν καὶ δὲν ἀνταποκρίθηκαν σ’ αὐτὴ τὴν ἀγάπη καὶ ἔφυγαν μακριά του, ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος. Τοὺς πλησίασε πιὰ σὰν ἄνθρωπος. Καὶ τοὺς γιάτρεψε ὅταν ἦταν ἄρρωστοι, τοὺς τάϊσε ὅταν ἦταν πεινασμένοι, τοὺς εὐεργέτησε μὲ κάθε τρόπο μήπως καὶ τοὺς συγκινήσει. Ἀλλὰ καὶ ὅταν πάλι δὲν συγκινήθηκαν, ὁ Χριστὸς ἀνέβηκε πάνω στὸν Σταυρό, ἄνοιξε τὴν ἀγκαλιά του καὶ σ’ αὐτὴ τὴν κατάντια ποὺ ἤτανε μὲ τὰ αἵματα νὰ τρέχουνε ἀπὸ τὰ χέρια, ἀπὸ τὸ μέτωπο, μὲ σφαγμένη τὴν καρδιά, στέκεται ἐκεῖ μήπως καὶ τὸν λυπηθοῦν καὶ τὸν ἀγαπήσουν. Αὐτὸ εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Καὶ αὐτὸ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν τρίτη διάσταση, στὸ γεγονὸς δηλαδὴ ὅτι ὁ Θεὸς ἦρθε στὴ γῆ καὶ ἔζησε ὅπως ζοῦμε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, δούλεψε, κουράστηκε, ἐγκαταλείφθηκε ἀπὸ τοὺς δικούς του, βρέθηκε μέσα στὴ μοναξιά, στὴν ἔσχατη ἀπελπισία, στὴν προδοσία, ἔτσι ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχει τίποτα, καμμιὰ συνθήκη δική μας, κανένας πόνος ποὺ νὰ μὴν τὸν ἔχει περάσει. Καὶ «ἐπὶ γῆς κατῆλθε ἵνα σώσῃ Ἀδὰμ καὶ ἐν γῇ μὴ εὑρηκώς», ὅπως ψέλνουμε σήμερα στὴν Ἐκκλησία, «μέχρις Ἅδου κατελήλυθε ζητῶν». Καὶ κατέβηκε στὸν Ἅδη. Καὶ παραμένει ὡς «ἐσφαγμένον ἀρνίον» εἰς τοὺς αἰῶνες.


imaik

Πέμπτη, Απριλίου 16, 2020

Πότε ήταν ατιμασμένος;


«Τον είδαμε και δεν είχε ομορφιά ούτε κάλλος, αλλά το πρόσωπό Του ήταν ατιμασμένο και στερημένο από ωραιότητα πιο πολύ από όλους τους ανθρώπους» (Ησ. νγ΄ 2-3).
Πότε ήταν ατιμασμένος; Όταν συναναστρεφόταν τους ασεβείς Ιουδαίους, που τον αποκαλούσαν Σαμαρείτη και δαιμονισμένο (Ιωαν. η΄ 48). Όταν ο Ιούδας ο Ισκαριώτης και όσοι τους γέννησε το σκοτάδι, κρατούσαν αυτόν που δε χωράει πουθενά για να τον θανατώσουν. Δεν έλεγε άδικα ο Ιωάννης ο Πρόδρομος γι’ αυτούς, «Εσάς που σας γέννησαν οι οχιές, ποιος σας συμβούλευσε να ξεφύγετε τη μελλοντική οργή;» (Ματθ. γ΄ 7). Διότι πραγματικά θα μείνει πάνω τους η οργή του Θεού.
Πότε ήταν ατιμασμένος; Όταν τον αντιμετώπιζαν Αυτόν, το βλαστό της επιείκειας, με ραπίσματα και ζητούσαν απαντήσεις με όρκους από Αυτόν, που είναι ο δικαστής των όρκων (Μαρκ. ιδ΄ 65).
Πότε ήταν ατιμασμένος; Όταν δίκαζαν το δικαστή και έκριναν τον Κριτή του κόσμου, όταν ο δούλος ρωτούσε και ο Κύριος σιωπούσε, το φως ησύχαζε και το σκοτάδι θριαμβολογούσε, το δημιούργημα έδειχνε θράσος και ο Δημιουργός έδειχνε υπομονή.
Πότε ήταν ατιμασμένος; Όταν οι ταύροι χτυπούσαν με τα κέρατα και ο ταύρος στεκόταν ήσυχος, όταν το λιοντάρι ωρυόταν και οι ταύροι στέκονταν αγέρχοι, όπως έχει γραφεί στους ψαλμούς, «Με περικύκλωσαν πολλά και με τριγύρισαν ταύροι καλοθρεμμένοι. Άνοιξαν το στόμα τους εναντίον μου, όπως το λιοντάρι που αρπάζει και ωρύεται» (Ψαλμ. κα΄ 12).
Πότε ήταν ατιμασμένος; Όταν γάβγιζαν τα σκυλιά και ο Δεσπότης έδειχνε ανοχή. Όταν οι λύκοι άρπαζαν και το πρόβατο δεν έφερνε αντίσταση. Όταν ο ληστής δεχόταν πρόσκληση στη ζωή, ενώ η ζωή του κόσμου συρόταν στο θάνατο. Όταν έβγαζαν εκείνη την άτακτη και ολέθρια φωνή, «θάνατος, θάνατος, σταύρωσέ Τον. Το αίμα Του πάνω μας και στα παιδία μας» (Ιωάν. ιθ΄ 15, Ματθ. κζ΄ 25), οι φονιάδες του Κυρίου και των προφητών, οι θεομάχοι, οι μισόθεοι, οι υβριστές του νόμου, οι πολέμιοι της χάριτος, οι εχθροί της πίστεως, οι συνήγοροι του διαβόλου, τα γεννήματα των εχιδνών, οι ψιθυριστές, οι κατήγοροι, οι σκοτισμένοι στη διάνοια, η ζύμη των Φαρισαίων (Ματθ. ιστ΄ 6, Μαρκ. η΄ 15, Λουκ. ιβ΄ 1), το συνέδριο των δαιμόνων, οι μιαροί, οι κακότατοι, οι ψιθυριστές, οι μισόκαλοι. Και δίκαια φώναζαν «θάνατος, θάνατος, στάυρωσέ Τον», διότι τους βάραινε η παρουσία της Θεότητος με σάρκα και τους στενοχωρούσε ο έλεγχος για τον τρόπο της ζωής τους. Είναι συνήθεια οι αμαρτωλοί να μισούν τη συναναστροφή με τους δικαίους.
Πότε ήταν ατιμασμένος; Όταν φραγγέλωσαν και βασάνισαν το άγιο σώμα Εκείνου που υπέφερε τα πάθη με τη θέλησή Του, για να θεραπεύσει τις παλιές πληγές των αμαρτημάτων μας. Όταν σήκωνε το ξύλο του Σταυρού επάνω στους ώμους Του, τρόπαιο κατά του διαβόλου. Όταν φορούσαν αγκάθινο στεφάνι σ’ Εκείνον που στεφανώνει όσους πιστεύουν σ’ Αυτόν. Όταν έντυσαν με πορφύρα περιπαιχτικά Αυτόν που χαρίζει αφθαρσία σε όσους ξαναγεννιούνται με νερό και Πνεύμα Άγιο (Ιωαν. γ΄ 5, Ματθ. κζ΄ 48). Όταν κάρφωσαν στο ξύλο του Σταυρού Αυτόν που είναι Κύριος της ζωής και του θανάτου.
Πότε ήταν ατιμασμένος; Όταν οι στρατιώτες θριάμβευαν περιπαίζοντας το Δεσπότη της ουρανίας στρατιάς των Αγγέλων.
Πότε ήταν ατιμασμένος; Όταν έδεσαν σε καλάμι σπόγγο γεμάτο ξύδι και Τον πότισαν και έδιναν χολή σ’ Αυτόν που τους έρριξε το μάνα (Εξ. ιστ΄ 13-15). Όταν έσπαζαν οι πέτρες και σκιζόταν το καταπέτασμα του Ναού κατάπληκτα από το θράσος των ασεβών. Όταν ο ήλιος πενθούσε και ντυνόταν το σκοτάδι σαν σάκο, πενθώντας την πτώση των Ιουδαίων. Διότι η ημέρα θρηνούσε τις συμφορές των Ιουδαίων, όταν η Ζωή, δηλαδή ο Χριστός, ήταν κρεμασμένος ανάμεσα σε δύο Ληστές, και ο ένας Τον χλεύαζε και Τον κατηγορούσε, ο δε άλλος με τη μετάνοιά του άρπαζε τον Παράδεισο (Λουκ. κγ΄ 39-43).
Πότε ήταν ατιμασμένος; Όταν το σώμα παραδινόταν για να ταφεί.
Πότε ήταν ταπεινωμένος; Όταν οι στρατιώτες Τον φύλαγαν και η γη έκρυβε Αυτόν που στήριξε τη γη επάνω στα νερά (Γεν. α΄ 9). Όταν οι Απόστολοι κρύβονταν, μην μπορώντας να υποφέρουν τους πολλούς πειρασμούς.
Όμως πρόσεχε, αγαπητέ, τα θαύματα του Θεού και τα κατορθώματα της χαράς που ήλθε μετά το πάθος. Ο ατιμασμένος μεταβαλλόταν σε ένδοξο και η χαρά του κόσμου ανασταίνεται άφθαρτη μαζί με το σώμα. Τότε είχε ωδίνες τοκετού η γη και κυοφόρησε η ημέρα. Και ο θάνατος απέβαλε τη ζωή των όλων. Διότι δεν ήταν δυνατόν ο θάνατος να κρατήσει Εκείνον που κρατά τα πάντα με το λόγο Του.
ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Λόγος εις την φωτοφόρον και αγίαν Ανάστασιν

MEΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ


Κοντάκιον
Τὸν ἄρτον λαβών, εἰς χεῖρας ὁ προδότης, κρυφίως αὐτάς, ἐκτείνει καὶ λαμβάνει, τὴν τιμὴν τοῦ πλάσαντος, ταῖς οἰκείαις χερσὶ τὸν ἄνθρωπον, καὶ ἀδιόρθωτος ἔμεινεν, Ἰούδας ὁ δοῦλος καὶ δόλιος.
Ὁ Οἶκος
Τῇ μυστικῇ ἐν φόβῳ τραπέζῃ, προσεγγίσαντες πάντες, καθαραῖς ταῖς ψυχαῖς, τὸν ἄρτον ὑποδεξώμεθα, συμπαραμένοντες τῷ Δεσπότῃ, ἵνα ἴδωμεν τοὺς πόδας πῶς ἀπονίπτει τῶν Μαθητῶν, καὶ ἐκμάσσει τῷ λεντίῳ, καὶ ποιήσωμεν ὥσπερ κατίδωμεν, ἀλλήλοις ὑποταγέντες, καὶ ἀλλήλων τοὺς πόδας ἐκπλύνοντες· αὐτὸς γὰρ ὁ Χριστὸς οὕτως ἐκέλευσε, τοῖς αὐτοῦ Μαθηταῖς ὡς προέφησεν, ἀλλ' οὐκ ἤκουσεν, Ἰούδας ὁ δοῦλος καὶ δόλιος.
Τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Πέμπτῃ, οἱ τὰ πάντα καλῶς διαταξάμενοι θεῖοι Πατέρες, ἀλληλοδιαδόχως ἔκ τε τῶν θείων Ἀποστόλων, καὶ τῶν ἱερῶν Εὐαγγελίων, παραδεδώκασιν ἡμῖν τέσσαρά τινα ἑορτάζειν, τὸν ἱερὸν Νιπτῆρα, τὸν μυστικὸν Δεῖπνον (δηλαδὴ τὴν παράδοσιν τῶν καθ' ἡμᾶς φρικτῶν Μυστηρίων), τὴν ὑπερφυᾶ Προσευχήν, καὶ τὴν Προδοσίαν αὐτήν.
Στίχοι εἰς τὸν Ἱερὸν Νιπτήρα
Νίπτει Μαθητῶν ἑσπέρας Θεὸς πόδας,
Οὗ ποῦς πατῶν ἦν εἰς Ἐδὲμ δείλης πάλαι.
Εἰς τὸν Μυστικον Δεῖπνον
Διπλοῦς ὁ Δεῖπνος· Πάσχα γὰρ νόμου φέρει,
Καὶ Πάσχα καινόν, Αἷμα. Σῶμα Δεσπότου.
Εἰς τὴν ὑπερφυᾶ Προσευχὴν
Προσεύχῃ· καὶ φόβητρα, θρόμβοι αἱμάτων,
Χριστέ, προσώπου, παραιτούμενος δῆθεν
Θάνατον, ἐχθρὸν ἐν τούτοις φενακίζων.
Εἰς τὴν Προδοσίαν
Τί δεῖ μαχαιρῶν, τί ξύλων λαοπλάνοι,
Πρὸς τὸ θανεῖν πρόθυμον εἰς Κόσμου λύτρον.

ΣΥΝΑΞΑΡΙΟΝ

Επειδή ο Αμνός του Εβραϊκού Πάσχα επρόκειτο να θυσιαστεί την Παρασκευή, ήταν ταιριαστό τον τύπο να τον ακολουθήσει η αλήθεια. Έπρεπε δηλαδή κι ο Χριστός που είναι ο Αμνός του Καινούριου Πάσχα, να θυσιαστεί κι Αυτός την Παρασκευή. Γι’ αυτό, λοιπόν, ο Χριστός τη νύχτα της Μεγάλης Πέμπτης παρέδωσε στους Μαθητές Του το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας (που είναι η διαιώνιση της Θυσίας Του). Αυτό το έκανε γιατί οι Εβραίοι θεωρούσαν πως η εσπέρα ανήκει στην επόμενη μέρα. Άρα η βραδιά εκείνη λογιζόταν ως Παρασκευή, κι ο Χριστός θυσιαζόμενος (με την Θεία Ευχαριστία) εκείνο το βράδυ, εκπλήρωνε μ’ αυτόν τον τρόπο και τον τύπο και τις προφητείες (ότι πρέπει ο Αμνός να θυσιαστεί την Παρασκευή).
Το βράδυ εκείνο της Πέμπτης ο Χριστός έφαγε το (νομικό) Πάσχα μαζί με τους Μαθητές Του σύμφωνα με όλους τους τύπους που υπαγόρευε ο Μωσαϊκός νόμος. Οι Εβραίοι δηλαδή έτρωγαν το Πάσχα όρθιοι, με ζωσμένα τα ενδύματά τους, φορώντας υποδήματα στα πόδια και στηριζόμενοι σε βακτηρίες (ραβδιά). Κι όλα αυτά ο Χριστός τα έκανε ακριβώς έτσι -σύμφωνα με τη γνώμη διαφόρων ερμηνευτών και μεταξύ αυτών και του ιερού Χρυσοστόμου- για να δείξει ότι δεν είναι παραβάτης του Νόμου. Μετά όμως απ’ το νομικό Πάσχα, το όποιο ήταν ο τύπος, ακολούθησε η αλήθεια, που ήταν η παράδοση της θυσίας του Μυστικού Πασχαλίου Αμνού (δηλ. του Χριστού μέσω της Θείας Ευχαριστίας).
Το Δείπνο εκείνο το ετοίμασε ο Ζεβεδαίος. (Αυτός ήταν ο άνθρωπος που βάσταζε τη στάμνα με το νερό, όπως εξηγεί ο Μέγας Αθανάσιος, έστω κι αν κάποιοι άλλοι είχαν διαφορετική άποψη). Τότε, λοιπόν, ο Ιησούς εισάγει σε τελειότερο μυστήριο τους Μαθητές Του και τους παραδίδει το Μυστήριο του δικού μας Πάσχα στο ανώγειο εκείνο του Μυστικού Δείπνου, όταν πλέον ήταν νύχτα. Κάθισε, λέει, στα ανάκλιντρα (ανεκλίθη) μαζί με τους δώδεκα Μαθητές Του, όταν θα γινόταν το δείπνο (δείπνο είναι το φαγητό μέσα στη νύχτα). {Προσέξτε ότι αυτό δεν ήταν το «νομικό» εβραϊκό Πάσχα, γιατί εδώ έχουμε δείπνο, κάθισμα, άρτο (δηλ. ένζυμα) και νερό, ενώ στο εβραϊκό Πάσχα τα έχουμε όλα ψητά στη φωτιά και άζυμα}.
Πριν ν’ αρχίσει το δείπνο (έτσι λέει ο ιερός Χρυσόστομος) ο Ιησούς σηκώνεται από το τραπέζι, ενώ όλοι είχαν καθίσει, αφήνει κάτω τα ιμάτιά Του, βάζει νερό στο νιπτήρα (δοχείο) και τα κάνει όλα μόνος Του. Με τον τρόπο αυτό θέλει να οδηγήσει σε συναίσθηση τον Ιούδα και να υπενθυμίσει στους Μαθητές Του ότι δεν πρέπει να επιζητούν τα πρωτεία. Με παρόμοιο τρόπο τους διδάσκει και μετά από τη νίψη των ποδιών, λέγοντας: «Όποιος θέλει να είναι πρώτος, να είναι τελευταίος απ’ όλους». Και με την πράξη Του βάζει σαν πρότυπο τον Εαυτό Του. Φαίνεται ότι πρώτα έπλυνε τα πόδια του Ιούδα, ο οποίος είχε καθίσει με περισσή αναίδεια. Έπειτα πήγε στον Πέτρο. Αυτός όμως, ως πιο ορμητικός απ’ όλους, στην αρχή σταματάει το Διδάσκαλο, αλλά ύστερα υποχωρεί με την καρδιά του, γιατί τον ελέγχει ο Κύριος.
Όταν έπλυνε τα πόδια των Μαθητών και τους υπέδειξε αυτόν τον παράξενο τρόπο της υψώσεως με την ταπείνωση, πήρε πάλι τα ιμάτιά Του και ξανακάθισε. Και τότε άρχισε να τους νουθετεί ν’ αγαπούν ο ένας τον άλλον και να μην επιζητούν το ποιος θα είναι πρώτος. Ενώ έτρωγαν, άρχισε να τους μιλάει για ένα άλλο θέμα, την προδοσία. Κι ενώ με το λόγο αυτό θορυβήθηκαν όλοι (για το ποιος είναι ο προδότης), ο Ιησούς στρέφεται και λέει με ήρεμο τρόπο μόνο στον Ιωάννη: «Αυτός, στον οποίο θα δώσω το ψωμί που θα βάλω στο κρασί, αυτός είναι εκείνος που θα με προδώσει». Γιατί αν ο Πέτρος είχε ακούσει το λόγο αυτό, σαν παρορμητικός χαρακτήρας που ήταν, θα χειροδικούσε με τον Ιούδα. Και πάλι είπε: «(Είναι) αυτός που έβαλε μαζί μ’ Εμένα το χέρι στο τρυβλίο (δοχείο)». Αφού έγιναν και τα δύο αυτά, μετά από μικρή σιωπή πήρε ψωμί στα χέρια Του και είπε: «Λάβετε φάγετε». Το ίδιο έκανε και με το ποτήρι με το κρασί λέγοντας: «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτό ἐστι τὸ αἷμά μου, τὸ τῆς Καινῆς Διαθήκης· τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν» (Ερμηνεία: «Πάρτε και φάτε – Πιέστε απ’ αυτό όλοι, γιατί αυτό είναι το αίμα Μου, της νέας Συμφωνίας. Αυτό να κάνετε για να Με θυμάστε»). Φυσικά κάνοντας αυτά έτρωγε κι έπινε μαζί τους. Πρόσεξε μάλιστα ότι το Σώμα Του το ονομάζει άρτο, (άρα κανονικό ψωμί, ένζυμο), κι όχι άζυμο. Αυτά τα λόγια δείχνουν ότι πρέπει να ντρέπονται όσοι βάζουν στην αναίμακτη θυσία άζυμα (όπως οι παπικοί). Μετά απ’ τη στιγμή κατά την οποία έφαγε εκείνο το ψωμί ο Ιούδας, μπήκε μέσα του ο Σατανάς. Τον πείραζε, βέβαια, και νωρίτερα, αλλά τώρα μπήκε και κατοίκησε εντελώς μέσα του. Και λέει το Ευαγγέλιο ότι έφυγε τότε και συμφώνησε με τους αρχιερείς να τους Τον παραδώσει στην τιμή των τριάντα αργυρών νομισμάτων (τριάκοντα αργύρια).
Στη συνέχεια οι Μαθητές μετά το Δείπνο βγήκαν στο όρος των Ελαίων σε μια τοποθεσία που ονομάζεται Γεθσημανή. Κι ύστερα από πολλά τους λέει ο Ιησούς: «Όλοι σας θα με αρνηθείτε αυτή τη νύχτα». Ο Πέτρος τότε είπε: «Κι αν όλοι Σε αρνηθούν, εγώ δεν πρόκειται να Σε αρνηθώ». Ήταν βαθειά προχωρημένη η νύχτα κι ο Ιησούς του λέει: «Πριν να λαλήσει δυο φορές ο πετεινός, εσύ θα μ’ αρνηθείς τρεις φορές» Πράγματι, από συνήθεια ο πετεινός λαλεί όχι μόνο μια φορά, αλλά και δυο και τρεις. Έτσι κι έγινε, πράγμα που γέμισε με πολύ δέος τον Πέτρο. Του το έκανε αυτό ο Θεός, για να του δείξει το πόσο ασθενική είναι η φύση μας. Ταυτόχρονα, επειδή αργότερα του έδωσε -θα λέγαμε- στα χέρια του όλη την οικουμένη, του το έκανε να μάθει απ’ αυτό πόσο ευμετάβολη είναι η φύση μας και να είναι γεμάτος συγγνώμη σε όσους αμαρτάνουν.
Όμως η τριπλή άρνηση του Πέτρου ήταν και συμβολική: Συμβόλιζε την τριπλή αμαρτία όλων των ανθρώπων προς το Θεό. Πρώτη αμαρτία ήταν η παράβαση της εντολής του Αδάμ. Δεύτερη ήταν η παράβαση του γραπτού (Μωσαϊκού) νόμου και τρίτη ήταν η αθέτηση του ίδιου του Ευαγγελικού κηρύγματος (και της σαρκώσεως του Λόγου). Αργότερα, όταν ο Πέτρος μετάνιωσε, ο Χριστός θεράπευσε τρισσώς τη τριπλή άρνησή του, λέγοντας τρεις φορές: «Πέτρο, Με αγαπάς;» Μετά απ’ αυτά, δείχνοντας πόσο φοβερός είναι ο θάνατος για όλους τους ανθρώπους, λέει στους μαθητές Του: «Περίλυπη είναι η ψυχή μου μέχρι θανάτου». Κι αφού απομακρύνθηκε λίγο, όσο πετάμε την πέτρα, προσευχήθηκε και είπε τρεις φορές: «Πατέρα μου, αν δε μπορεί αυτό το ποτήρι να απομακρυνθεί από μένα χωρίς να το πιω, γεννηθήτω το θέλημά Σου». Αυτά τα έλεγε και σαν άνθρωπος, αλλά και με σκοπό να ξεγελάσει το διάβολο, για να νομίσει εκείνος, επειδή θα Τον έβλεπε να φοβάται, ότι είναι απλός άνθρωπος (και όχι Θεός) κι έτσι να μην εμποδίσει την εξέλιξη του μυστηρίου του σταυρικού θανάτου Του. Όταν ύστερα επανήλθε και βρήκε τους Μαθητές Του να κοιμούνται βαθιά, απευθύνθηκε στον Πέτρο και του είπε: «Δε μπορέσατε ούτε μία ώρα να μου συμπαρασταθείτε και να αγρυπνήσετε μαζί Μου»; Ήταν σα να του έλεγε: «Εσύ, που με διαβεβαίωνες ότι θα είσαι μαζί μου μέχρι το θάνατο, τώρα κοιμάσαι, όπως οι υπόλοιποι;» Κι αφού πέρασε πέρα από το χείμαρρο των Κέδρων, όπου υπήρχε κάποιος κήπος, κάθισε εκεί μαζί με τους Μαθητές Του. Συνήθιζε να πηγαίνει συχνά σ’ αυτό το μέρος και γι’ αυτό ήξερε τον τόπο και ο Ιούδας.
Αυτός λοιπόν, ο Ιούδας, αφού πήρε μαζί του μερικούς από τη στρατιωτική φρουρά και ακολουθούμενος από όχλο, ήλθε εκεί και τους έδειξε ποιος ήταν ο Χριστός με φίλημα, όπως είχε συμφωνήσει μαζί τους. Αυτό το συμφώνησε, γιατί πολλές φορές που Τον είχαν πιάσει, Αυτός χανόταν μέσα από τα χέρια τους. Και τους ξέφευγε. Αυτή τη φορά όμως ο ίδιος ο Χριστός προχωράει προς αυτούς και τους λέει: «Ποιον ζητάτε;» Ωστόσο αυτοί, ακόμα και τότε δεν Τον γνώρισαν. Όχι γιατί τους εμπόδιζε η νύχτα! Είχαν, λέει, φακούς αναμμένους και λαμπάδες. Απ’ το φόβο τους όμως έπεσαν κάτω κι έφυγαν. Κι όταν ήλθαν πάλι, τους ξαναρώτησε ο Ιησούς. Ο Ιούδα τότε Του έδωσε το φίλημα, όπως είχε συμφωνήσει με όλους αυτούς. Κι ο Χριστός του είπε: Φίλε, είναι ώρα γι’ αυτό το οποίο ήλθες». Και συνέχισε: «Βγήκατε να Με συλλάβετε με ξύλα και μαχαίρια, σα να είμαι ληστής». Η επιχείρησή τους αυτή έγινε τη νύχτα, γιατί φοβόντουσαν μήπως γίνει καμιά εξέγερση απ’ το λαό. Τότε ο Πέτρος, που ήταν ο πιο ορμητικός, έβγαλε το μαχαίρι που είχε μαζί του (έρχονταν από δείπνο κι είχαν τα σχετικά μαζί τους), χτύπησε το δούλο του αρχιερέως, που ονομαζόταν Μάλχος και του έκοψε το δεξί αυτί. Αυτό είχε συμβολική σημασία: Έδειχνε κατά κάποιο τρόπο ότι ο αρχιερέας δεν άκουγε καλά και δε δίδασκε σωστά το νόμο του Θεού. Ο Χριστός όμως έλεγξε τον Πέτρο, λέγοντάς του ότι δεν είναι σωστό αυτός, που έχει ακούσει τόσα πνευματικά λόγια (είναι πνευματικός άνθρωπος) να καταφεύγει τώρα στη βία της μαχαίρας. Και γιάτρεψε το αυτί του Μάλχου.
Εκείνοι τότε, αφού συνέλαβαν τον Ιησού, Τον έφεραν δεμένο στην αυλή του αρχιερέα Άννα, που ήταν πεθερός του Καϊάφα. Εκεί ήταν συγκεντρωμένοι όλοι όσοι ήταν εναντίον του Χριστού, οι Φαρισαίοι κι οι Γραμματείς. Εδώ έγιναν τα γνωστά, τα σχετικά με τον Πέτρο και την υπηρέτρια και η άρνηση του Πέτρου. Κι ενώ πλέον είχε περάσει η νύχτα, ο πετεινός λάλησε τρεις φορές. Κι ο Πέτρος θυμήθηκε το λόγο του Χριστού κι έκλαψε πικρά. Όταν σχεδόν ξημέρωσε, οδήγησαν το Χριστό απ’ τον Άννα στον Καϊάφα, τον αρχιερέα. Εκεί οι Ιουδαίοι Τον έφτυσαν (για να Τον εξευτελίσουν) και κάλεσαν ψευδομάρτυρες. Κι όταν άρχισε να φέγγει η μέρα, ο Καϊάφας Τον έστειλε στον Πιλάτο. Αυτοί που Τον μετέφεραν όμως δε μπήκαν μέσα στο Πραιτώριο, για να μη μολυνθούν και να μπορέσουν να φάνε καθαροί το Πάσχα τους. Απ’ αυτό συμπεραίνουμε ότι παρανόμησαν οι Ιουδαίοι, όπως λέει ο θείος Χρυσόστομος, γιατί μετέθεσαν το Πάσχα. Έπρεπε, δηλαδή, να φάνε για Πάσχα εκείνο το βράδυ της Πέμπτης (όπως και ο Χριστός με τους μαθητές Του), αλλά αυτοί το ανέβαλαν, για να ασχοληθούν με την εξόντωση του Χριστού. Αυτό, όπως είπαμε, το αποδεικνύει η πράξη του Ιησού, ο Οποίος έφαγε για το Πάσχα το βράδυ εκείνο με τους μαθητές Του και τους παρέδωσε το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Γιατί, όπως είπαμε στην αρχή, η αλήθεια έπρεπε να ακολουθήσει την προεικόνιση, που ήταν ο νομικός τύπος. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης μας λέει ότι όλα έγιναν τη νύχτα της Πέμπτης, πριν απ’ την εορτή του Πάσχα. Γι’ αυτό γιορτάζουμε σήμερα, τη Μεγάλη Πέμπτη, κι εμείς για να ενθυμούμεθα με δέος όλα εκείνα τα φοβερά κι απόρρητα που συνέβησαν εκείνο το βράδυ».
Τῇ ἀφάτῳ σου εὐσπλαγχνίᾳ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.
"ἐγὼ παρέλαβον ἀπὸ τοῦ Κυρίου ὃ καὶ παρέδωκα ὑμῖν, ὅτι ὁ Κύριος ᾽Ιησοῦς ἐν τῇ νυκτὶ ᾗ παρεδίδοτο ἔλαβεν ἄρτον καὶ εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ εἶπε· λάβετε φάγετε· τοῦτό μού ἐστι τὸ σῶμα τὸ ὑπὲρ ὑμῶν κλώμενον· τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν. Ὡσαύτως καὶ τὸ ποτήριον μετὰ τὸ δειπνῆσαι λέγων· τοῦτο τὸ ποτήριον ἡ καινὴ διαθήκη ἐστὶν ἐν τῷ ἐμῷ αἵματι· τοῦτο ποιεῖτε, ὁσάκις ἂν πίνητε, εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν. Ὁσάκις γὰρ ἂν ἐσθίητε τὸν ἄρτον τοῦτον καὶ τὸ ποτήριον τοῦτο πίνητε, τὸν θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλλετε, ἄχρις οὗ ἂν ἔλθῃ" ( Α Κορ ια΄)

Τετάρτη, Απριλίου 15, 2020

ΤΟ ΥΠΕΡΟΧΟ ΝΟΗΜΑ ΤΟΥ ΜΥΣΤΙΚΟΥ ΔΕΙΠΝΟΥ


Ὁ ἄνθρωπος ἔλαβε τὴν τροφή του ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ κάνοντας τὴν σῶμα του καὶ ζωή του, πρόσφερε ὁλόκληρο τὸν κόσμο στὸν Θεὸ μεταμορφώνοντάς τον σὲ ζωὴ «ἐν Χριστῷ». Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο ζωή, ἡ ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸν Θεὸ μεταμόρφωσε αὐτὴ τὴ ζωὴ σὲ κοινωνία μὲ τὸν Θεό. Αὐτὸς ἦταν ὁ Παράδεισος . Ἡ ζωὴ στὸν παράδεισο ἦταν, πραγματικά, εὐχαριστιακὴ. Μέσα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸν Θεό, ὅλη ἡ δημιουργία ἐπρόκειτο νὰ ἁγιαστεῖ καὶ νὰ μεταμορφωθεῖ σ’ ἕνα μυστήριο τῆς Θείας Παρουσίας καὶ ὁ ἄνθρωπος θὰ ἦταν ὁ λειτουργὸς αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου.
Μὲ τὴν ἁμαρτία ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἔχασε αὐτὴ τὴν εὐχαριστιακὴ ζωή. Τὴν ἔχασε γιατί ἔπαψε νὰ βλέπει τὸν κόσμο σὰν μέσο ἐπικοινωνίας μὲ τὸν Θεό, καὶ τὴ ζωή του σὰν εὐχαριστία, σὰν λατρεία καὶ εὐγνωμοσύνη… Ἀγάπησε τὸν ἑαυτό του γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν κόσμο γιὰ τὸν κόσμο. Ἔκανε τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν κόσμο αὐτοσκοπό. Ἀγάπησε τόσο τὸν ἑαυτό του ὥστε τὸν ἔκανε τὸ κέντρο, τὸ περιεχόμενο καὶ τὸ τέλος τῆς ὕπαρξής του. Πίστεψε ὅτι ἡ πείνα καὶ ἡ δίψα του, δηλαδὴ ἡ ἐξάρτηση τῆς ζωῆς του ἀπὸ τὸν κόσμο, θὰ μποροῦσε νὰ ἱκανοποιηθεῖ ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἀπὸ τὴν τροφὴ ποὺ προσφέρει ὁ κόσμος. Ἀλλὰ ὁ κόσμος καὶ ἡ τροφή, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἀποχωρίζονται ἀπὸ τὸ ἀρχικὸ μυστηριακὸ νόημά τους –σὰν μέσα ἐπικοινωνίας μὲ τὸν Θεὸ– ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ δὲν προσλαμβάνονται σὰν δῶρα τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ἱκανοποιοῦν τὴν πείνα καὶ τὴ δίψα γιὰ τὸν Θεό, παύουν νὰ προσφέρουν κάποια ἱκανοποίηση καὶ κάποιο πλήρωμα. Μὲ ἄλλα λόγια, ὅταν ὁ Θεὸς δὲν εἶναι πιὰ τὸ ἀληθινὸ περιεχόμενο καὶ τὸ νόημα τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου, παύει νὰ ἱκανοποιεῖται ἡ πείνα καὶ ἡ δίψα γιατί ὁ κόσμος δὲν ἔχει αὐτοζωή… Ἔτσι τοποθετώντας σ’ αὐτὰ τὴν ἀγάπη του ὁ ἄνθρωπος ξέκοψε ἀπὸ τὸ μόνο ἀντικείμενο ὅλης τῆς ἀγάπης, ὅλης τῆς πείνας, ὅλων τῶν ἐπιθυμιῶν. Καὶ πέθανε. Πέθανε γιατί ὁ θάνατος εἶναι ἡ ἀναπόφευκτη «ἀποσύνθεση» τῆς ζωῆς τῆς ξεκομμένης ἀπὸ τὴ μόνη πηγὴ καὶ τὸ αὐθεντικὸ περιεχόμενο.
Ὁ ἄνθρωπος ἀντὶ νὰ βρεῖ ζωὴ σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ στὴν τροφὴ ποὺ τοῦ προσφέρει ὁ κόσμος, βρῆκε τὸ θάνατο. Ἡ ζωὴ ἔγινε πιὰ κοινωνία μὲ τὸ θάνατο ἀντὶ νὰ μεταμορφώνει τὸν κόσμο μέσα ἀπὸ τὴν πίστη, τὴν ἀγάπη, τὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν κοινωνία μαζί Του. Ὁ ἄνθρωπος ὑποτάχτηκε ἐξ ὁλοκλήρου στὸν κόσμο, ἔπαψε νὰ εἶναι ὁ λειτουργός του καὶ ἔγινε ὁ σκλάβος του. Μὲ τὴν ἁμαρτία του ὁλόκληρος ὁ κόσμος ἔγινε ἕνα ἀπέραντο νεκροταφεῖο ὅπου οἱ ἄνθρωποι εἶναι καταδικασμένοι σὲ θάνατο διότι εἶναι «καθήμενοι ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου…» (Μᾶτθ. 4, 16).
Ἂν καὶ ὁ ἄνθρωπος πρόδωσε, ὁ Θεὸς ὅμως ἔμεινε πιστὸς στὸν ἄνθρωπο, δὲν ἔστριψε τὰ νῶτα του. «Οὐ γὰρ ἀπεστράφης τὸ πλάσμα σου εἰς τέλος, ὅ ἐποίησας Ἀγαθέ, οὐδὲ ἐπελάθου ἔργου χειρῶν σου, ἀλλ’ ἐπεσκέψω πολυτρόπως διὰ σπλάχνα ἐλέους σου». (Εὐχὴ ἀπὸ τὴ Θεία Λειτουργία τοῦ Μεγ. Βασιλείου). Ἕνα καινούργιο θεϊκὸ ἔργο ἄρχισε ·τὸ ἔργο τῆς ἀπολύτρωσης καὶ τῆς σωτηρίας. Καὶ ὁλοκληρώθηκε, τὸ ἔργο αὐτό, μὲ τὸν Χριστό, τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος, γιὰ νὰ ἐπανορθώσει τὸν ἄνθρωπο στὸ «ἀρχαῖο κάλλος» του καὶ νὰ ἐπαναφέρει τὴ ζωὴ στὸ ἐπίπεδό τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Δημιουργό της, ἔγινε Ἄνθρωπος. Προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση μας μὲ ὅλα τὰ χαρακτηριστικά της: τὴν πείνα, τὴ δίψα, τὴ λαχτάρα γιὰ ἀγάπη, γιὰ ζωή. Στὸ πρόσωπο τοῦ ἐνανθρωπίσαντος Χριστοῦ ἀποκαλύφθηκε ἡ ἀληθινὴ ζωὴ ἡ ὁποία εἶχε ἀρχικὰ δοθεῖ στὸν ἄνθρωπο σὰν πλήρης καὶ τέλεια Εὐχαριστία, σὰν πλήρης καὶ τέλεια κοινωνία μὲ τὸν Θεό. Ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς ἀρνήθηκε τὸν βασικὸ ἀνθρώπινο πειρασμό: νὰ ζήσει «ἐπ’ ἄρτῳ μόνο». Ἀποκάλυψε ὅτι ὁ Θεὸς καὶ ἡ Βασιλεία Του εἶναι ὁ πραγματικὸς ἄρτος, ἡ πραγματικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὴ τὴν τέλεια εὐχαριστιακὴ Ζωή, τὴ γεμάτη ἀπὸ τὸν Θεὸ –καὶ κατὰ συνέπεια θεία καὶ ἀθάνατη ζωὴ– τὴν ἔδωσε σὲ ὅλους τούς πιστούς Του. Δηλαδὴ οἱ πιστοὶ στὸν Θεὸ βρίσκουν σ’ Αὐτὸν τὸ νόημα καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς ζωῆς τους. Ἀκριβῶς αὐτὸ εἶναι τὸ βαθύτερο, τὸ ὑπέροχο νόημα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς πρόσφερε τὸν Ἑαυτό Του σὰν τὴν ἀληθινή, τὴν οὐσιαστικὴ τροφὴ τοῦ ἀνθρώπου, γιατί ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀληθινὴ ζωή. Ἔτσι ἡ κίνηση τῆς Θείας Ἀγάπης ποὺ εἶχε ἀρχίσει στὸν Παράδεισο μὲ τὴν προσφορὰ τοῦ Θεοῦ «ἀπὸ παντὸς ξύλου ἐν τῷ Παραδείσω βρώσει φάγη» (γιατί τροφὴ εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου) φτάνει τώρα στὴν ἀποκορύφωσή της μὲ κεῖνο τὸ θεϊκὸ «λάβετε, φάγετε, τοῦτο ἐστὶ τὸ σῶμα μου…» (γιατί ὁ Θεὸς εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου). Ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος, λοιπόν, εἶναι ἡ ἀποκατάσταση τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς , ἀποκατάσταση τῆς ζωῆς σὰν Εὐχαριστία καὶ Κοινωνία.

+π. Αλέξανδρος Σμέμαν, Η Μεγάλη Εβδομάδα