ΙΕΡΕΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Δος μου κι εμένα άνεση, Παναγιά μου,
πριν ν’ απέλθω και πλέον δεν θα υπάρχω.(Αλεξ. Παπαδ.)

Τρίτη, Ιουλίου 30, 2019

Η σχέση του Εσπερινού και του Όρθρου με τη Δημιουργία του Κόσμου και τη Σωτηρία μας (την καθημερινή μας ελπίδα)


+ π. αλέξανδρος σμέμαν, για να ζήσει ο κόσμος
Αντίθετα με την κοσμική εμπειρία του χρόνου, η λειτουργική μέρα αρχίζει με τον εσπερινό, και τούτο σημαίνει: αρχίζει το βράδυ. Αυτό φυσικά είναι ανάμνηση του βιβλικού: Και εγένετο εσπέρα, και εγένετο πρωί, ημέρα μία (Γένεσις, 1,5). Ωστόσο είναι κάτι περισσότερο από ανάμνηση. Γιατί αληθινά το τέλος κάθε χρονικής «μονάδας» είναι που φανερώνει το αχνάρι και το νόημα του χρόνου, που χαρίζει στο χρόνο την πραγματικότητά του.
Ο χρόνος πάντα είναι αύξηση, όμως μονάχα στο τέλος μπορούμε να διακρίνουμε την κατεύθυνση αυτής της αύξησης και να παρατηρήσομε τους καρπούς της. Στο τέλος κάθε μέρας, στο βράδιασμα κάθε μέρας, ο Θεός βλέπει τη δημιουργία Του ως καλήν· στο τέλος της δημιουργίας είναι που ο Θεός τη χαρίζει στον άνθρωπο. Και έτσι η Εκκλησια αρχίζει στο τέλος της μέρας τη λειτουργία του καθαγιασμού του καιρού (=χρόνου).
Καθώς ερχόμαστε στην εκκλησία, ο κόσμος και εμείς που βρισκόμαστε στον κόσμο έχομε περάσει πολλές ώρες και αυτές οι ώρες γέμισαν, όπως συνήθως, με δουλειά και ξεκούρασμα, με πόνο και χαρά, με φθόνο και αγάπη. Άνθρωποι πέθαναν και άνθρωποι γεννήθηκαν. Για μερικούς στάθηκε η πλέον ευτυχισμένη μέρα της ζωής τους, μια μέρα που θα τη θυμούνται παντοτινά. Και για μερικούς άλλους έφερε το τέλος σε όλες τις ελπίδες τους, ρήμαξε την ίδια την ψυχή τους. Και ολάκερη η μέρα βρίσκεται τώρα εδώ – μοναδική, αμετάστροφη, ανεπανόρθωτη. Η μέρα διάβηκε, όμως τα αποτελέσματά της, οι καρποί της θα χαρίσουν το σχήμα της στην επόμενη μέρα, γιατί ό,τι κάναμε μια φορά απομένει παντοτινά.
Όμως η εσπερινή ακολουθία (=τελετουργία) δεν αρχίζει ως θρησκευτικός «επίλογος» της μέρας, ως προσευχή προσθετή σε όλες τις άλλες εμπειρίες της μέρας. Αρχίζει στην Αρχή και αυτό σημαίνει στην «ξανά ανακάλυψη», με τη λατρεία και την ευχαριστία, πως ο κόσμος είναι δημιούργημα του Θεού. Η Εκκλησία μάς πηγαίνει, σα να πούμε, στο πρώτο εκείνο βράδυ όπου ο άνθρωπος, προσταγμένος από το Θεό, άνοιξε τα μάτια του και αντίκρισε αυτά που ο Θεός του έδωσε με την αγάπη Του, αντίκρισε όλη την ομορφάδα, όλη τη δόξα του ναού μέσα στον οποίο στεκόταν (=της πλάσης), και ο άνθρωπος ανάπεμψε ευχαριστία στο Θεό. Και με την ευχαριστία αυτή έγινε ο εαυτός του.
Ευλόγει η ψυχή μου τον Κύριον, Ευλογητός εί Κύριε…
Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου Κύριε. Πάντα εν σοφία εποίησας.
Επληρώθη η γη της κτίσεώς σου.
Άσω τω Κυρίω εν τη ζωή μου
Ψαλώ το Θεώ μου έως υπάρχω (Ψαλμός 104)*
*Στα δικά μας βιβλία: 103 (σημ. του μεταφραστή).
Και έτσι πρέπει να είναι. Πρέπει να υπάρχει κάποιος σε αυτό τον κόσμο – τον κόσμο που απαρνήθηκε το Θεό και που με την απάρνηση αυτή, με τη βλαστήμια αυτή, γίνηκε ένα σκοτιδιασμένο χάος – πρέπει να υπάρχει κάποιος που να σταθεί στο κέντρο του κόσμου και να τον ξεχωρίσει, να τον δει και πάλι να είναι φορτωμένος από το θεϊκό πλούτος, να είναι η ομορφιά και η σοφία, και να ευχαριστήσει το Θεό για τον κόσμο. Αυτός ο «κάποιος» είναι ο Χριστός, ο νέος Αδάμ που έρχεται να αποκαταστήσει αυτή την «ευχαριστιακή ζωή», την οποία εγώ, ο παλαιός Αδάμ, απαρνήθηκα και απώλεσα, που με κάνει πάλι αυτό που είμαι, και έρχεται να μου αποκαταστήσει τον κόσμο. Και αν η Εκκλησία είναι εν Χριστώ, η αρχική πράξη της είναι πάντα η πράξη αυτή της ευχαριστίας, της απόδοσης του κόσμου πίσω στο Θεό.
Σε αντίθεση με την ομορφιά και με το θαύμα της δημιουργίας, ανακαλύψαμε ωστόσο τη σκοτεινάδα και την αποτυχία του κόσμου, το δεύτερο μεγάλο θέμα του εσπερινού. Αν ο Ψαλμός 104 (103) λέει την αλήθεια, ο κόσμος όπως τον ξέρομε είναι – σε αντίθεση – ένας βραχνάς. Επειδή πρώτα είδαμε την ομορφάδα του κόσμου, μπορούμε τώρα να δούμε την ασχημάδα του, να καταλάβομε τι χάσαμε, να νιώσομε το γιατί ολάκερη η ζωή μας (και όχι μονάχα μερικές «παραβάσεις») έγινε Αμαρτία, και μπορούμε να μετανιώσομε για αυτό.
Τα φώτα τώρα σβήστηκαν. Η «Ωραία πύλη» του ιερού κλείστηκε. Ο ιερουργός έβγαλε τα άμφιά του· είναι ο γυμνός και πονεμένος άνθρωπος, που θρηνεί έξω από τον Παράδεισο, και έχοντας νιώσει καλά την εξορία του, την προδοσία του, τη σκοτεινιά του, λέει στο Θεό: Εκ βαθέων εκέκραξά Σοι, Κύριε. Αντίκρυ στη δόξα της δημιουργίας ανάγκη να υπάρχει μια φοβερή θλίψη. Ο Θεός μας χάρισε άλλη μια μέρα, και μπορούμε να δούμε πώς ακριβώς χαλάσαμε αυτό το δώρο Του. Δεν είμαστε οι «καλοί» Χριστιανοί που χωρίστηκαν από τον απαίσιο κόσμο. Αν δε σταθούμε ακριβώς σα να είμαστε αντιπρόσωποι αυτού του κόσμου, σαν αληθινά να είμαστε αυτός ο κόσμος, αν δε σηκώσομε ολάκερο το βάρος της μέρας τούτης, μπορεί η «ευσέβειά» μας να είναι ευσέβεια· δεν είναι χριστιανική.
Έρχεται τώρα το τρίτο θέμα του εσπερινού: η Λύτρωση. Στον κόσμο τούτο της αμαρτίας και της σκοτεινιάς ήρθε φως: φως ιλαρόν αγίας δόξης αθανάτου Πατρός, ουρανίου, αγίου, μάκαρος, Ιησού Χριστέ. Ο κόσμος βρίσκεται στο βράδιασμά του επειδή έχει έρθει ο Ένας που φέρνει στον κόσμο το τελικό νόημά του· μέσα στη σκοτεινιά αυτού του κόσμου, το φως του Χριστού φανερώνει ξανά την αληθινή φύση των πραγμάτων.
Τούτος δεν είναι ο κόσμος που ήταν προτού έρθει ο Χριστός: ο ερχομός Του ανήκει τώρα στον κόσμο. Το αποφασιστικό γεγονός του σύμπαντος κόσμου συντελέστηκε. Τώρα γνωρίζομε πως ο Χριστός θα μεταμορφώσει καθετί που έχει να κάνει με τη ζωή μας. Μονάχα εξαιτίας του Χριστού μπορούμε να δοξάζομε τη δημιουργία στην αρχή του εσπερινού, μονάχα επειδή Εκείνος μας έδωσε μάτια ιδείν, καθώς λέει ο Μέγας Βασίλειος, την φιλάνθρωπον χείραν της Σης παντοδυναμίας εν πάσι τοις έργοις Σου.
Την ώρα που μπορούμε να ευχαριστήσομε το Θεό για το Χριστό, αρχίζομε να καταλαβαίνομε πως στο Χριστό όλα έχουν μεταμορφωθεί σε αληθινό θαύμα. Στο αχτιδοβόλο φως Του ο κόσμος δεν είναι κοινοτοπικός. Το ίδιο το έδαφος όπου στεκόμαστε είναι μια θαυματουργική δίνη από άτομα που βουίζουν μέσα στο διάστημα. Το σκοτάδι της αμαρτίας ξεκαθαρίζει, και υπάρχουν τώρα πλάτες για να σηκώσουν το βάρος της. Ο θάνατος στερήθηκε από τον τελικό σκοπό του, πατήθηκε χάμω με το θάνατο του Χριστού. Σε έναν κόσμο όπου όλα όσα φαίνονται παρόντα γίνονται την ίδια στιγμή περασμένα, όλα μπορούν να μοιραστούν μέσα στο Χριστό το αιώνιο παρόν του Θεού. Η ίδια η εσπέρα είναι ο πραγματικός καιρός της ζωής μας.
Και φτάνομε στο τελευταίο θέμα του εσπερινού: το θέμα του Τέλους. Το αναγγέλνει το ψάλσιμο του Νυν Απολύεις (Nunc Dimittis). Το Ευαγγέλιο βάζει τα λόγια στο στόμα του γέρο Συμεών που ανάλωσε τη ζωή του καρτερώντας αδιάκοπα τον ερχομό του Μεσσία επειδή του ειπώθηκε μέσα σε όραμα πως δε θα πέθαινε προτού δει τον επαγγελμένο του Ισραήλ. Όταν η Μαρία και ο Ιωσήφ έφεραν τον Ιησού βρέφος για να τον παρουσιάσουν στο ναό του Θεού, ο άνθρωπος ήταν εκεί και Τον παρέλαβε στην αγκαλιά του, και το Ευαγγέλιο μνημονεύει πως είπε:
Νυν απολύεις τον δούλον σου, δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη, ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου, ό ητοίμασας κατά πρόσωπον πάντων των λαών. φως εις αποκάλυψιν εθνών και δόξαν λαού σου Ισραήλ (Λουκ. 2, 29-32).
Ο Συμεών καρτερούσε μια ζωή ολόκληρη και στο τέλος ο Χριστός Βρέφος του παραδόθηκε: κράτησε τη Ζωή του κόσμου στην αγκαλιά του. Στην απαντοχή και στη νοσταλγία του συμβόλιζε τον κόσμο και τα λόγια που χρησιμοποίησε για να εκφράσει την ευχαριστία του έγιναν λόγια δικά μας. Μπόρεσε να αναγνωρίσει τον Κύριο επειδή Τον περίμενε. Τον πήρε στην αγκαλιά του γιατί είναι φυσικό να αγκαλιάσεις κάποιον που αγαπάς· και τότε πληρώθηκε (=ολοκληρώθηκε) μια ζωή ολόκληρη απαντοχής. Ο Συμεών αντίκρισε τον Ένα που νοσταλγούσε. Ολοκλήρωσε το σκοπό της ζωής του και βρέθηκε έτοιμος για το θάνατο.
Ο θάνατος για τον Συμεών δεν ήταν καταστροφή. Ήταν μονάχα μια φυσική έκφραση του πληρώματος της απαντοχής του. Δεν έκλεινε τα μάτια του στο φως που τελικά το είδε· ο θάνατός του ήταν μονάχα η αρχή για ένα εσωτερικότερο όραμα αυτού του φωτός. Κατά τον ίδιο τρόπο ο εσπερινός είναι η αναγνώριση πως ήρθε το βράδιασμα αυτού του κόσμου, που αναγγέλνει εκείνη την ανέσπερη Μέρα (δηλ. τη Δευτέρα Παρουσία και την αιώνια ζωή στη Βασιλεία του Θεού). Σε τούτο τον κόσμο κάθε μέρα αντικρίζει τη νύχτα· ο ίδιος ο κόσμος αντικρίζει τη νύχτα. Ο κόσμος δεν μπορεί να βαστάξει παντοτινά. Ωστόσο η Εκκλησία βεβαιώνει πως ένα βράδυ δεν είναι μονάχα ένα τέλος, αλλά είναι και μια αρχή μιας άλλης μέρας. Στο Χριστό και μέσα από το Χριστό μπορεί ένα βράδυ να γίνει η απαρχή μιας καινούργιας ζωής, της ανέσπερης Μέρας, γιατί τα μάτια μας είδαν τη σωτηρία και ένα φως που ποτέ δε θα λείψει. Και για τούτο το λόγο ο χρόνος του κόσμου αυτού βρίσκεται τώρα γεμάτος από καινούργια ζωή.
Παρουσιαζόμαστε στο Χριστό για να Του προσφέρουμε τον καιρό μας, ανοίγομε την αγκάλη μας για να Τον δεχτούμε. Και Εκείνος γεμίζει αυτό τον καιρό με τον εαυτό Του, τον γιατρεύει και τον κάνει – πάλι και πάλι – καιρό της σωτηρίας.
***
Εσπέρας και πρωί… Μόλις ανοίξομε τα μάτια μας, η πρώτη αίσθηση που λαβαίνομε είναι της νυχτιάς, όχι του φωτός· βρισκόμαστε στην πιο αδύνατη, στην πιο αβοήθητη στιγμή μας. Είναι σαν ένας άνθρωπος που πρώτη φορά δοκιμάζει πραγματικά τη ζωή σε όλη την ασυναρτησία και τη μοναξιά της (πρωτύτερα δεν τις έβλεπε, προφυλαγμένος μέσα στη θαλπωρή της οικογένειας).
Κάθε πρωί, μέσα στο ασχημάτιστο σκοτάδι, ανακαλύπτομε την αδράνεια της ζωής. Και έτσι το πρώτο θέμα του όρθρου είναι πάλι ο ερχομός του φωτός στα σκοτεινά. Αρχινάει, όχι με τη Δημιουργία καθώς ο εσπερινός, αλλά με την Πτώση. Μέσα ωστόσο σε αυτή την αδυναμία και τον απελπισμό, κρύβεται μια προσμονή, μια πείνα και δίψα. Και μέσα στο σκηνικό αυτό η Εκκλησία δηλώνει τη χαρά της, όχι μονάχα αντίθετα στο ρεύμα της φυσικής ζωής, αλλά πληρώνοντάς την (by fulfilling it). Η Εκκλησία αναγγέλνει κάθε πρωί πως ο Θεός είναι ο Κύριος και αρχίζει να οργανώνει τη ζωή γύρω από το Θεό.
Στην εκκλησιά τα πρώτα φώτα του όρθρου είναι κεριά, πρόγευση του ήλιου. Αργότερα βγαίνει ο ήλιος, διώχνοντας τα σκοτάδια του κόσμου και η Εκκλησία βλέπει σε τούτο την ανατολή του αληθινού Φωτός του κόσμου, τον Υιό του Θεού. Γνωρίζομε πως ο Λυτρωτής μας ζει, και πως καταμεσίς στην ασυναρτησία της ζωής Εκείνος θα μας αποκαλυφθεί και πάλι. Με όλο που μας «κυκλώνουν» οι ζάλες του βίου, κάθε πρωί μπορούμε να αναγγείλομε ωστόσο με τον ήλιο που βγαίνει τον ερχομό του πολυκαρτερεμένου Μεσσία. Άσχετα με όλα αύτη είναι η ημέρα ην εποίησεν ο Κύριος – αγαλλιασώμεθα και ευφρανθώμεν εν αυτή. Ευλογημένος ο Ερχόμενος εν Ονόματι Κυρίου (Ψαλμός 117, 24).
Καθώς πληθαίνει ο φως, η ακολουθία (=τελετουργία) σχετίζει το καινούργιο πρωινό με τον καινούργιο καιρό (=χρόνο). Όπως ο εσπερινός σχέτιζε το βράδιασμα με ολόκληρη τη χριστιανική εμπειρία του κόσμου ως «βραδιάσματος» – έτσι και ο όρθρος σχετίζει το πρωινό με τη χριστιανική εμπειρία της Εκκλησίας ως «πρωινού» και ως απαρχής.
Αυτές οι δυο συμπληρωματικές, ωστόσο απόλυτα ουσιαστικές, διαστάσεις του καιρού χαρίζουν σχήμα στην καιρική ζωή μας και, δίνοντας στο χρόνο καινούργιο νόημα, τον μεταμορφώνουν σε χριστιανικό χρόνο. Η διπλή αυτή εμπειρία αληθινά εφαρμόζεται σε όλα όσα έχομε να κάνομε. Βρισκόμαστε πάντα ανάμεσα πρωί και βράδυ, ανάμεσα Κυριακή και Κυριακή, ανάμεσα Πάσχα και Πάσχα, ανάμεσα στους δυο ερχομούς του Χριστού. Η εμπειρία του καιρού ως τέλους χαρίζει απόλυτη σπουδαιότητα σε οτιδήποτε καταπιανόμαστε τώρα· το κάνει τελικό, αποφασιστικό. Η εμπειρία του καιρού ως απαρχής γεμίζει όλο το χρόνο μας με χαρά, γιατί του προσθέτει το «συντελεστή» της αιωνιότητας. Ουκ αποθανούμαι, αλλά ζήσομαι και διηγήσομαι τα έργα Κυρίου (Ψαλμός 117, 17).
Δουλεύομε στον κόσμο και η δουλειά αυτή – πραγματικά οποιαδήποτε δουλειά – αν αναλυθεί καθαρά από την άποψη του κόσμου, χάνει το νόημά της, γίνεται άσκοπη, ξεκάρφωτη. Σε κάθε πολιτεία του κόσμου υπάρχει κάθε πρωί ένα κύμα από καθαρούς και ξυρισμένους ανθρώπους που πηγαίνουν στη δουλειά τους. Και κάθε βράδυ υπάρχει ένα κύμα από τους ίδιους ανθρώπους, αποσταμένους και βρωμισμένους, που πηγαίνουν τώρα στην αντίθετη κατεύθυνση. Όμως εδώ και πολλά πολλά χρόνια ένας σοφός άνθρωπος παρακολούθησε το κύμα αυτό (οι μορφές αλλάζουν, το άσκοπο δεν αλλάζει) και είπε:
Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης.
Τίς περισσεία τω ανθρώπω εν παντί μόχθω αυτού, ώ μοχθεί υπό τον ήλιον;
Γενεά πορεύεται και γενεά έρχεται,
και η γη εις τον αιώνα έστηκε.
Ου πλησθήσεται οφθαλμός του οράν, και ου πληρωθήσεται ούς από ακροάσεως.
Και ουκ έστι παν πρόσφατον υπό τον ήλιον...
(Εκκλησιαστής, 1, 2-4,8,9)
Και αυτό αληθεύει για τον πεσμένο κόσμο. Μα εμείς οι Χριστιανοί λησμονήσαμε πολλές φορές πως ο Θεός λύτρωσε τον κόσμο. Για αιώνες κηρύξαμε στους βιαστικούς ανθρώπους: η καθημερινή βιασύνη σας δεν έχει νόημα, δεχτείτε την ωστόσο – και θα λάβετε για ανταμοιβή σας την αιώνια ανάπαυση σε έναν άλλο κόσμο. Όμως ο Θεός μας αποκάλυψε και μας προσφέρει αιώνια Ζωή, όχι αιώνια ανάπαυση. Και ο Θεός αποκάλυψε αυτή την αιώνια Ζωή καταμεσίς του καιρού – και της βιασύνης του – ως κρυμμένο νόημα και ως σκοπό του καιρού. Και έτσι έκανε τον καιρό, και τη δουλειά μας μέσα στον καιρό, μυστήριο του ερχόμενου κόσμου, μια λειτουργία πλήρωσης (=ολοκλήρωσης, τελειοποίησης) και ανεβάσματος.
Όταν φτάσομε στο τέρμα της αυτάρκειας του κόσμου, τότε ο κόσμος ξαναρχίζει για μας από την αρχή ως υλικό ή ως συστατικό του μυστηρίου που έχομε να πληρώσομε (to fulfill) στο Χριστό.
Και ουκ έστιν παν πρόσφατον υπό τον ήλιον. Ωστόσο κάθε μέρα, κάθε στιγμή αντηχάει τώρα η νικηφόρα βεβαίωση: Ιδού καινά ποιώ πάντα. Εγώ ειμί το Άλφα και το Ωμέγα, η αρχή και το τέλος… (Αποκάλυψις, 21, 5-6).

Από ΝΕΚΡΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΤΟΜΟ
ΕΥΧΗ

Κυριακή, Ιουλίου 28, 2019

Κυριακή ΣΤ΄ Ματθαίου: Κατά Θεόν Λύπη


Όσοι αμαρτήσαμε έχουμε ανάγκη πάλι από τη λύπη και τον πόνο της μετάνοιας για τα αμαρτήματα που έχουμε διαπράξει. Πρέπει να μετανοήσουμε και να πέσουμε στα γόνατα, για να ακούσει καθένας μας μυστικά μέσα στην καρ­διά του, όπως ο Παράλυτος του Ευαγγελίου, «έχε θάρρος, τέκνο». Και έτσι, αφού πληροφορηθεί η καρδιά μας ότι έχουμε λάβει τη συγχώρηση, να με­ταστρέψουμε τη λύπη σε χαρά. Διότι αυτή είναι η λύπη, το μέλι το πνευματικό, που θηλάζουμε εμείς από τη στερεά πέτρα, σύμφωνα με το αποστολικό ρητό: «ΕΘήλασαν μελί από πέτρα» (Δευτ. 32, 13) «η δε πέτρα είναι ο Χριστός» (Α’ Κορ. 10, 4). Να μη σας κάνει όμως εντύπωση που απο­κάλεσα τη λύπη «μέλι». Γιατί αυτή είναι η λύπη για την οποία ο απόστολος Παύλος λέει: «Η κατά Θεόν λύπη προκαλεί αμεταμέλητη μετάνοια για τη σωτηρία» (Β’ Κορ. 7, 10). Όπως δηλαδή σ’ αυτόν που έχει τραυματισμένη γλώσσα το μέλι θα του φανεί πικρό -αλλά όταν θα θεραπευθεί θα αλλάξει γνώμη,- έτσι και ο φόβος του Θεού προκαλεί λύπη στις ψυχές που είναι δεκτικές του Ευαγγελικού κηρύγματος. Όσο καιρό οι ψυχές αυτές έχουν ανοικτά τα τραύματα των αμαρτιών τους, αισθάνονται λύπη. Όταν όμως ελευθερωθούν απ’ αυτά δια της μετανοίας, νιώθουν εκείνη τη χαρά, την οποία εννοεί ο Κύριος όταν λέει: «η λύπη σας θα μεταβληθεί σε χαρά» (Ιωάν. 16, 20). Ποιά λύπη; Ασφαλώς εκείνη που αισθάνονταν οι Μαθητές στο άκουσμα ότι θα στερούνταν τον Κύριο και Διδά­σκαλό τους. Τη λύπη εκείνη που αισθάνθηκε ο Πέτρος όταν Τον αρνήθηκε. Δηλαδή τη λύπη που αισθάνεται ο κάθε πιστός όταν μετανοεί για τις αμαρτίες, για τις ελλείψεις του στην αρετή, πράγμα που οφείλεται στη ραθυμία του.

Και εμείς λοιπόν, όταν πέφτουμε σε τέτοιου είδους αμαρτίες, να λυπούμαστε και να κατηγορούμε τους εαυτούς μας και όχι κάποιον άλλο. Άλλωστε, ούτε τον Αδάμ, όταν αθέτησε την εντολή του Θεού, τον ωφέλησε η μετάθεση της ευθύνης προς την Εύα, αλλά ούτε και την Εύα τη βοήθησε το ότι επέρριψε την ευθύνη στον αρχέκακο όφι. Κι αυτό, γιατί εμείς έχουμε πλασθεί από τον Θεό ως αυτεξούσιοι· και έχουμε λάβει το ηγεμονικό της ψυχής ως εξουσιαστική δύναμη κατά των παθών. Δεν έχουμε λοιπόν κανέναν που να κυριαρχεί επάνω μας και να μας αναγκάζει σε υποταγή.

Αυτό θεωρείται κατά Θεόν σωτήρια λύπη: Το να κατηγορούμε τους εαυτούς μας, και όχι κάποιον άλλο, για όσα πλημμελήματα διαπράττουμε.Να λυ­πούμαστε για τον εαυτό μας και να ειρηνεύουμε με τον Θεό με την κατάνυξη και την εξομολόγηση. Αυτή την αυτομεμψία και κατάνυξη επέδειξε ο Λάμεχ, ο οποίος εξομολογήθηκε ενώπιον όλων την αμαρ­τία του, κατέκρινε τον εαυτό του και τον θεώρησε περισσότερο ένοχο από τον Κάιν, σύμφωνα με την Αγία Γραφή που λέει: «Για τον Κάιν προβλεπόταν τιμωρία επτά φορές, και για τον Λάμεχ εβδομή­ντα επτά» (Γεν. 4, 24). Έτσι, αφού πένθησε τον εαυτό του ως ένοχο, με την βαθιά του κατάνυξη και την ομο­λογία της αμαρτίας του, διέφυγε από την καταδίκη του Νόμου, όπως είπε αργότερα και ο Προφήτης: «Ομολόγησε εσύ πρώτος τις αμαρτίες σου για να δικαιωθείς» (Ησ. 43, 26). Αυτό επιβεβαίωσε αργότερα και ο Απόστολος, λέγοντας: «Αν εμείς κρίναμε τουςεαυτούς μας, δεν θα κρινόμαστε» (Α’ Κορ. 11, 31). 
*

Πρώτος λοιπόν ο Λάμεχ αναφέρεται ότι απέ­φυγε την καταδίκη του Νόμου, διότι μετανόησε και λυπήθηκε για την αμαρτία του. Έπειτα από αυτόν, συμπεριφέρθηκαν, κατά τον ίδιο τρόπο, και οι Νινευίτες, λαός πολύς και πόλη μεγάλη. Αυτοί μάλιστα είχαν τη βεβαιότητα ότι θα ξεπεράσουν την καταδίκη τους με τη λύπη και τη μετάνοια, όχι μόνο όταν συνειδητοποίησαν την αμαρτία τους, αλλά και όταν άκουσαν από τον προφήτη Ιωνά την απόφαση του Θεού που έλεγε: «Ακόμα τρεις ημέρες και η Νινευί θα καταστραφεί» (Ιωνά 3, 4). Ακουσαν λοιπόν οι Νινευίτες και πίστευσαν. Δεν έπεσαν στο πονηρό και δαιμο­νικό βάραθρο της απογνώσεως, ούτε φόρτωσαν στις καρδιές τους το λίθο της πωρώσεως. Αλλά είπε ο ένας στον άλλο: «Ποιός ξέρει, μπορεί να αλλάξει απόφαση ο Θεός και να μας ελεήσει, ώστε να μην καταστραφούμε» (Ιωνά 3, 9). Έτσι εγκατέλειψαν την πονηρία και τις αμαρτωλές συνήθειές τουςΚήρυξαν γενική νηστεία, φόρεσαν μικροί και μεγάλοι, ακόμα και ο βασιλιάς τους, σάκκους, έριξαν πάνω τους στάχτη. Έμειναν ακόμα και τα βρέφη χωρίς τροφή, γιατί, όπως φαίνεται, λησμόνησαν από τη λύπη τους οι μητέρες να τα θηλάσουν, σύμφωνα μ’ αυτό που λέει και ο Ψαλμωδός: «Από τη φωνή του στεναγμού μου λησμόνησα να φάω τον άρτο μου» (Ψαλμ. 101,5 και εξ.). Και όχι μόνο οι άνθρωποι, αλλά ακόμα και τα ζώα τα άφησαν, εξαιτίας του πένθους τους, νηστικά και απότιστα, κλεισμένα στα μαντριά τους. Έτσι, ζώντας όλοι στην ατμόσφαιρα της σωτήριας λύπης και του πένθους, απέφυγαν τις ολέθριες συνέπειες της αμαρτίας τους και βρήκαν συγχώρηση και έλεος από τον Θεό.

Επειδή λοιπόν, αδελφοί μου, και η δική μας ζωή περνάει σχεδόν ολόκληρη μέσα στην αμαρτία, οφείλουμε κι εμείς να λειτουργήσουμε τη σωτήρια αυτή λύπη που γεννιέται από τη μετάνοια. Γιατί αν δεν κάνουμε αυτό, τότε, καθώς λέει ο Κύριος, «οι Νινευίτες θα μας κατακρίνουν κατά την ημέρα της κοινής αναστάσεως» (Ματθ. 12, 41). Κι αυτό, γιατί εκείνοι μετανόησαν με το κήρυγμα του Ιωνά, ενώ εμείς δεν μετανοούμε με το λόγο του Κυρίου μας Ιησού Χρι­στού, ο Οποίος είναι και ο Θεός του Ιωνά.

Ο Ιωνάς, επίσης, δεν κήρυττε μόνο μετάνοια, αλλά μιλούσε και για τις βαριές συνέπειες της αμαρ­τίας τους, δηλαδή για καταδίκη και για θάνατο. Ο Χριστός όμως ήλθε για να έχουμε ζωή και κάτι περισσότερο ακόμα: Για να απολαύσουμε τη Θεία Υιοθεσία και την Ουράνια Βασιλεία.

Ο Ιωνάς, με το κήρυγμά του, δεν υποσχόταν Βασιλεία Ουρανών. Ο Χριστός όμως, κηρύττοντας μετάνοια, μας υπόσχεται Βασιλεία Ουράνια. Ταυτό­χρονα, μας προλέγει τη μέλλουσα συντέλεια του κόσμου, λέγοντας: «Όπως οι άνθρωποι της εποχής του Νώε απολάμβαναν τα σωματικά αγαθά με άνεση και χωρίς φόβο, και ξαφνικά ήλθε ο κατακλυσμός και τους αφάνισε όλους, έτσι θα συμβεί και στη συντέλεια, γιατί παρέρχεται το σχήμα αυτού του κόσμου» (Α’ Κορ. 7, 31).

Ο Ιωνάς απειλούσε τότε τους Νινευίτες με καταστροφή φθαρτών πραγμάτων, αλλά δεν τους μίλησε για φοβερό βήμα και αδέκαστη Κρίση ούτε βέβαια για το πυρ το άσβεστο ούτε για ακοίμητο σκώληκα ούτε για σκότος εξώτερο ούτε τριγμό των οδόντων ούτε πένθος απαράκλητοΟ Κύριος όμως, παράλληλα με αυτά, είπε ότι όσοι δεν λυπηθούν για τις αμαρτίες τους εδώ και δεν κλαύσουν, αυτές τις συνέπειες θα τις γευθούν μετά τη συντέλεια του κόσμου, η οποία δεν θα λάβει χώρα σε τρεις ημέρες, όπως κήρυττε τότε ο Ιωνάς, αλλά μετά από πολύ χρόνο. Και αυτό θα γίνει από την απέραντη μακροθυμία του Χριστού.

Η μακροθυμία λοιπόν του Θεού σε οδηγεί, αδελφέ μου, σε μετάνοια και λύπη. Πρόσεχε όμως, μήπως, από τη σκληρότητά σου και την ανάλγητη καρδιά σου, «θησαυρίσεις για τον εαυτό σου οργή κατά την ημέρα της συντέλειας και της δικαιοκρισίας του Θεού» (Ρωμ. 2, 5). Διότι ο Κύριος θα αποδώσει στον καθένα κατά τα έργα του.

Σ’ εκείνους που ζητούν, με τη ζωή της μετά­νοιας και της υπομονής, με την οδύνη και συντριβή της καρδιάς, την άφεση των αμαρτιών τους, θα δώ­σει ο Κύριος χαρά και ανάπαυση, ζωή αιώνια και βασιλεία άρρητη. Σε όσους όμως παρέμειναν στην ζωή ανάλγητοι και αμετανόητοι, θα έλθει θλίψη και στενοχώρια αφόρητη και επιπλέον, ατελεύτητη κό­λαση.
 
*

Ο προφήτης Δαυίδ επίσης αναδείχθηκε στήλη «της κατά Θεόν λύπης». Και μάλιστα, στήλη που ζει και διακηρύττει την αξία της σωτήριας λύπης και της κατανύξεως. Διότι αυτός κατέγραψε και την αμαρτία που διέπραξε, αλλά και το πένθος προς τον Θεό και τη μετάνοια που ο ίδιος επέδειξε, καθώς και το έλεος που δέχθηκε από τον Θεό. Αυτός λέει στον Ψαλμό: «Είπα, θα εξομολογηθώ ενώπιον του Κυρίου την ανομία μου, και Συ συγχώρεσες την ασέβεια της καρδιάς μου» (Ψαλμ. 31, 5). Εννοούσε βέβαια ως ασέβεια τη ρίζα της κακίας, το ένοικο πάθος και ως ανομία την έμπρακτη αμαρτία. Γι’ αυτήν, αφού την έκανε σε όλους γνωστή, θρήνησε και πένθησε. Έτσι βρήκε όχι μόνο την άφεση, αλλά δέχθηκε στην ψυχή του και τη θεραπεία.

Πώς όμως πενθούσε; Ας ακούσουμε πάλι τον ίδιο να μας λέει: «Με μαστίγωναν οι θλίψεις και οι αδικίες όλη την ημέρα και ήλεγχα τον εαυτό μου συνεχώς μήπως και έχω πέσει σε κάποια αμαρτία» (Ψαλμ. 72, 14) και «όλη την ημέρα πενθούσα και σκυθρώπαζα και ταπείνωνα τον εαυτό μου» (Ψαλμ. 34, 14)…

Εμπρός λοιπόν, αδελφοί μου, ας προσκυνή­σουμε και ας προσπέσουμε και ας κλαύσουμε, -όπως ο ίδιος Προφήτης μας προτρέπει- ενώπιον του Κυ­ρίουπου μας έπλασε και μας κάλεσε σε μετάνοια και σ’ αυτή τη σωτήρια λύπη, το πένθος και την κατάνυξη. Κι αυτό, γιατί εκείνος που δεν έχει λύπη, δεν έχει υπακούσει σ’ Εκείνον που έχει κάνει την κλήση, δεν έχει συναριθμηθεί με τους προσκαλεσμέ­νους Αγίους του Θεού, ούτε, ασφαλώς, θα αξιωθεί να λάβει την παρηγοριά εκείνη που έχει υποσχεθεί ο Κύριος στο Ευαγγέλιο. Γιατί Εκείνος λέει: «Είναι μακάριοι εκείνοι που πενθούν, διότι αυτοί θα βρουν παρηγοριά» (Ματθ. 5, 4). 
*

Υπάρχει κανένας που μπορεί να ισχυρισθεί ότι δεν έχει αμαρτίες και γι’ αυτό δεν χρειάζεται το πένθος; Αλλά και αν ακόμα λέγαμε κάτι τέτοιο -πράγμα σχεδόν αδύνατον, αφού και μόνο το να έχει φθάσει κανείς στη μετριοπάθεια είναι μεγάλο κατόρθωμα- όμως στην αρχή του λόγου μας αναφέ­ραμε και μια ακόμα αιτία πένθους. Οι μαθητές του Χριστού λυπούνταν επειδή δεν θα έβλεπαν πλέον τον Μόνο και Αληθινό Αγαθό, Τον Διδάσκαλο και Σωτήρα τους. Εκείνου και εμείς τώρα τη θέα στερού­μαστε. Και όχι μόνο Εκείνον αλλά και την τρυφή του Παραδείσου. Διότι ξεπέσαμε από αυτή και ανταλ­λάξαμε τον απαθή εκείνο τόπο με τον εμπαθή και επίπονο τούτο χώρο που τώρα ζούμε. Στερηθήκαμε την πρόσωπο με Πρόσωπο συνομιλία μας με τον Θεό, την συναναστροφή με τους Αγγέλους Του και την ατελεύτητη ζωή.

Ποιός λοιπόν, γνωρίζοντας το τι έχουμε στερη­θεί, δεν θα πονέσει και δεν θα πενθήσει γι’ αυτό; Αν υπάρχει κάποιος που το γνωρίζει και δεν το κάνει, τότε, σίγουρα, αυτός δεν είναι πιστός.

Επομένως, εμείς τώρα που γνωρίζουμε, με τη θεόπνευστη διδασκαλία της Αγίας Γραφής, τι έχει συμβεί, ας πενθήσουμε τους εαυτούς μας, αδελφοί, και ας καθαρίσουμε τους μολυσμούς που έχουμε υποστεί από τις αμαρτίες που έχουμε διαπράξει, με το σωτήριο πένθος. Έτσι και το έλεος του Θεού θα βρούμε και τον Παράδεισο θα ανακτήσουμε και την αιώνια παρηγοριά και ανάπαυση θα απολαύσουμε.
 
*

Αυτή τη ζωή, μακάρι όλοι να την αποκτήσουμε, με τη Χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον Οποίο πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση, μαζί με τον Αναρχο Πατέρα και το Πανάγιο και Αγαθό και Ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Από την ΚΘ’ ομιλία του Αγ. Γρηγορίου (P.G. 151, 364-376) στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου της ΣΤ’ Κυριακής για την «κατά Θεόν λύπη»
το πήρα από εδώ

Πέμπτη, Ιουλίου 25, 2019

Η Αγία Ολυμπιάδα η διακόνισσα (+25 Ιουλίου) και η απενοχοποίηση των καταθλιπτικών.


Του π. Ανανία Κουστένη
Κατάθλιψη είναι η αξόδευτη αγάπη.

Η Αγία Ολυμπιάδα που η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουλίου, έπασχε από κατάθλιψη.
Μα θα απορήσει κανείς, καταθλιπτική και Αγία γίνεται; Και όμως!
Το ότι έπασχε από κατάθλιψη το φανερώνουν οι Επιστολές του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου που της έστελνε για να την στηρίζει όταν εκείνος είχε εξοριστεί. Το αναφέρει στα γραπτά του και ο μακαριστός Γέροντας Επιφάνειος Θεοδωρόπουλος, στα οποία εξηγούσε την χρησιμότητα της Ψυχιατρικής, ως Ιατρικής Επιστήμης και τις διαφορές της από την ψυχοθεραπεία/ψυχολογία. Η κατάθλιψη έχει απτά αποτελέσματα στην βιοχημεία του εγκεφάλου, όπως μπορούμε να δούμε και από σχετική εικόνα, που δείχνει εγκέφαλο καταθλιπτικού και υγιούς:
Πέρα από την ενδεχόμενη ευαισθησία που είχε στην νευροχημεία του εγκεφάλου της, (νευροδιαβιβαστές που ρυθμίζουν την διάθεση σεροτονίνη, νοραδρεναλίνη κ.α.), πιθανόν να ήταν τρία τα σημαντικά γεγονότα που οδήγησαν στην κατάθλιψη:
α) Εξόρισαν τον Αγ. Ιωάννη Χρυσόστομο, Πνευματικό της Πατέρα.
β) Έμεινε χήρα δυο χρόνια μετά το γάμο της.
γ) Έμεινε ορφανή, πολύ μικρή.
Ο άνθρωπος πέρα από το πνευματικό κομμάτι έχει και βιολογικό του μέρος, το σώμα. Όταν πάσχει σωματικά, δεν εκδηλώνονται σωστά και οι ψυχικές λειτουργίες. Έναν ολοκληρωμένο ορισμό για την ψυχή μας δίνει ο όσιος Νικήτας Στηθάτος. Γράφει: «Ουσία δε ψυχής εστίν, ως και άλλοις πεφιλοσόφηται κάλλιστα, απλή, ασώματος, ζώσα, αθάνατος, αόρατος, σωματικοίς οφθαλμοίς μηδαμώς θεωρουμένη, λογική τε και νοερά, ασχημάτιστος, οργανικώ κεχρημένη σώματι και παρεκτική τούτω ζωής κινήσεως, αυξήσεως, αισθήσεως και γεννήσεως, νουν έχουσα μέρος αυτής το καθαρώτατον, πατέρα και προβολέα του λόγου, αυτεξούσιος φύσει, θελητική τε και ενεργητική και τρεπτή ήτοι εθελότρεπτος, ότι και κτιστή». (Νικήτα Στηθάτου: Μυστικά συγγράμματα, εκδ. Παν. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1957, σελ. 98).
Τι σημαίνουν τα παραπάνω; Πώς μπορούμε να τα ερμηνεύσουμε εμείς;
Δεν στεναχωριόταν ο Άγιος Ιωάννης που τον έστειλαν εξορία, αλλά η Αγία Ολυμπιάδα. Ο Χρυσόστομος της έλεγε ξανά και ξανά «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν» και «Τον εαυτόν μη αδικούντα ουδείς παραβλάψαι δύναται» ενώ η Αγία Ολυμπιάδα έκανε συνέχεια καταθλιπτικές σκέψεις.
Διαβάζοντας τον βίο της ας δούμε πόσο αγία ήταν και πόσο είχε εμπεδώσει όλες τις Xριστιανικές αρετές. Η Κατάθλιψη της Αγίας δεν οφείλεται (μόνο) σε αμαρτίες (το «από των πολλών μου αμαρτιών ασθενεί το σώμα, ασθενεί μου και η ψυχή» ισχύει για όλους, όλοι έχουμε αρκετές αμαρτίες είτε καταθλιπτικοί είτε όχι, ακόμα και οι Άγιοι) αλλά και σε παθολογικά αίτια (εγκεφαλική νευροχημεία) τα οποία σε συνδυασμό με γεγονότα ζωής, τα οποία είναι φυσικό να προκαλούν θλίψη. Η κατάθλιψη δεν φαίνεται να αποτελεί εμπόδιο στην Αγιότητα. Μπορεί ίσως να δυσκολέψει την πορεία, είναι ένας ακόμα Σταυρός που καλείται ο Άγιος να ξεπεράσει. Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό πως Αγιότητα και Κατάθλιψη μπορεί να συνυπάρχει. Άποψη με την οποία συμφωνεί και ο Γερ. Επιφάνειος Θεοδωρόπουλος.
Άρα, μπορεί να έχεις Αγίους Πνευματικούς που να σε συμβουλεύουν πνευματικά όπως είχε η Αγία Ολυμπιάδα (Γρηγόριο Θεολόγο, Ιωάννη Χρυσόστομο) αλλά εντούτοις να πάσχεις από κατάθλιψη, ακόμα και αν είσαι ο ίδιος Άγιος.
Όταν ο Άγιος Πορφύριος λέει “Η κατάθλιψη οφείλεται στον εγωϊσμό”, δεν λέει ψέματα μεν, ούτε κάνει λάθος δε, αλλά δεν σημαίνει πως οι καταθλιπτικοί είναι πάντα εγωϊστές. Μια κατηγορία καταθλιπτικών ενδεχομένως. Άλλοι, με προβληματική βιοχημεία, χρειάζονται, ίσως, διαφορετικού είδους αντιμετώπιση. Άλλωστε ποιος δεν είναι εγωϊστής; Όλοι μας. Επίσης, ο Άγιος Πορφύριος έλεγε πως και ορισμένες καθαρά σωματικές παθήσεις οφείλονται στον εγωϊσμό. Ανέφερε συγκεκριμένα, πως κάποιος τυφλώθηκε, επειδή ήταν εγωϊστής και δεν εμπιστευόταν τον Κύριο και στεναχωριόταν. Και η στεναχώρια τον οδήγησε και σε σωματικά προβλήματα. Τυφλώθηκε. Δεν είδαμε κάποιον να λέει “τι εγωϊστές που είναι οι τυφλοί!” και να τους κατηγορεί γι' αυτό. Ο Άγιος μιλάει κατά καιρούς για θεραπεία παθών και εξηγεί αίτια και θεραπείες, τα οποία όμως διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο, από περίπτωση σε περίπτωση. Ορισμένοι παίρνουν τα λόγια των Αγίων που είναι θεραπευτικά και προσπαθούν να τα μετατρέψουν σε ΟΠΛΑ με τα οποία να δείξουν πόσο ανώτεροι είναι εκείνοι και πόσο κατώτεροι όλοι οι άλλοι. Κάτι τέτοιο αποτελεί κακοποίηση της θέσης του Αγίου. Και δείγμα πολύ μεγαλύτεροι εγωϊσμού, από αυτόν που κατηγορούν. Ο Άγιος δίδασκε για να βοηθήσει και να ενισχύσει. Σε ανθρώπους που ζητούσαν τις συμβουλές του, για να απαλλαγούν από την κατάθλιψη, τους συνιστούσε να ασχοληθούν με κάτι ενδιαφέρον και δημιουργικό: «Η εργασία, το ενδιαφέρον για τη ζωή. Η τέχνη, ο κήπος, τα λουλούδια… πολύ σπουδαία πράγματα. Η μελέτη τής Αγίας Γραφής, το ενδιαφέρον προς τη θρησκεία, προς την αγάπη τού Θεού».
Η Αγία Ολυμπιάδα είναι παράδειγμά μας γιατί δεν άφησε το πρόβλημα της, να σταματήσει την πορεία προς την Αγιότητα. Όσοι σήμερα πάσχουν από κατάθλιψη μπορούν να ζητούν από εκείνη να πρεσβεύει στον Κύριο για την θεραπεία τους. Γιατί όταν έρθει ο Χριστός, ΟΛΑ μπορούν να διορθωθούν.
Αγία του Θεού πρέσβευε υπέρ ημών!
Από το σχετικό άρθρο της οοδε

Η αγία Παρασκευή


Ἡ ἁγία Παρασκευὴ ἦτο δώδεκα χρονῶν κόρη ἀπὸ γένος εὐγενικόν. Μείνασα ὀρφανὴ ἐμοίρασεν ὅλην της τὴν περιουσίαν εἰς τοὺς πτωχούς, καὶ μὲ αὐτὰ ἠγόρασεν τὸν παράδεισον. Καὶ μετεχειρίζετο ὡς φτιασίδια τὰ δάκρυα, ἐνθυμουμένη τὰς ἁμαρτίας της. Ὡς σκουλαρίκια εἶχε τὰ ὦτα της ἀνοικτὰ διὰ ν᾿ ἀκούη τὰς Ἁγίας Γραφάς. Ὡς κορδόνι εἶχε τὰς πολλὰς νηστείας, ὁποὺ ἔκαμνον τὸν λαιμόν της καὶ ἔλαμπεν ὡς ἥλιος. Ὡς δακτυλίδια τοὺς κόμβους τῶν δακτύλων της ἀπὸ τὰς πολλὰς μετανοίας ὁποὺ ἔκαμνεν. Ὡς χρυσοῦν ζωνάριον τὴν παρθενίαν ὁποὺ ἐφύλαξεν εἰς ὅλην της τὴν ζωήν. Ὡς φόρεμα τὴν ἐντροπὴν ὁποὺ εἶχε εἰς τὸν ἑαυτόν της καὶ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ ὁποὺ τὴν ἐσκέπαζεν. Ἔτσι ἐστολίζετο ἡ Ἁγία. Ἀνίσως καὶ εἶνε κανένα κορίτσι καὶ θέλη νὰ στολίζεται, ἂς στοχασθῆ τί ἔκαμνεν ἡ Ἁγία, νὰ κάμνη καὶ ἐκείνη, ἂν θέλη νὰ σωθῆ.Ἔτσι, ἀδελφοί μου, ἡ ἁγία Παρασκευὴ ἔμαθε γράμματα καὶ ἔγινε σοφώτατη. Καὶ διὰ τὴν καθαρότητά της τὴν ἠξίωσεν ὁ Θεὸς καὶ ἔκαμνε καὶ θαύματα. Ἰατρευε τυφλούς, κωφούς· ἀνέστηνε νεκρούς. Δυὸ Ἑβραῖοι, τέκνα τοῦ διαβόλου, βλέποντες τὴν Ἁγίαν νὰ κάμνη θαύματα, τὴν ἐφθόνησαν καὶ τὴν διέβαλον εἰς τὸν βασιλέα Ἀντωνίνον ὡς χριστιανήν. Τὴν κράζει λοιπὸν ὁ βασιλεὺς καὶ τῆς λέγει ν᾿ ἀρνηθῆ τὸν Χριστὸν καὶ νὰ προσκυνήση τοὺς θεούς, νὰ τὴν κάμνη βασίλισσαν. Λέγει του ἡ Ἁγία: Ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀνόητη ὡσὰν ἐσένα, νὰ ἀρνηθῶ τὸν Χριστόν μου καὶ νὰ ὑπάγω εἰς τὸν διάβολον· ν᾿ ἀφήσω τὴν ζωὴν καὶ νὰ ὑπάγω εἰς τὸν θάνατον. Ἄμποτε νὰ ἄφηνες καὶ σὺ τὸ σκότος καὶ νὰ ἤρχεσο εἰς τὸ φῶς. Ἀκούετε, ἀδελφοί μου, ἕνα κορίτσι νὰ ὁμιλῆ μὲ τοιαύτην παρρησίαν ἐμπρὸς εἰς ἕνα βασιλέα; Ὅστις ἔχει τὸν Χριστὸν μέσα εἰς τὴν καρδίαν του, δὲν φοβεῖται ὅλον τὸν κόσμον. Ἀνίσως θέλωμεν καὶ ἡμεῖς νὰ μὴ φοβούμεθα μήτε ἀνθρώπους μήτε δαίμονας, νὰ ἔχωμεν τὸν Θεὸν εἰς τὴν καρδίαν μας. Λέγει ὁ βασιλεὺς τῆς Ἁγίας: Σοῦ δίδω τρεῖς ἡμέρες διορίαν· ἂν δὲν μοῦ ὑπακούσῃς, θὰ σὲ θανατώσω. Λέγει του ἡ ἁγία: Βασιλεῦ, ἐκεῖνο ὁποὺ θέλεις νὰ κάμης εἰς τρεῖς ἡμέρας, κᾶμε τὸ τώρα, διότι ἐγὼ δὲν ἀρνοῦμαι τὸν Χριστόν μου. Τότε προστάζει ὁ βασιλεὺς καὶ ἄναψαν μίαν μεγάλην πυρκαϊὰν καὶ βάνουν ἕνα καζάνι γεμάτο πίσσαν καὶ θειάφι καὶ βράζει καλά. Βλέπουσα ἡ Ἁγία τὸ καζάνι ἐχαίρετο, ὅτι ἔμελλε ν᾿ ἀναχωρήσῃ ἀπὸ τοῦτον τὸν ψεύτικον κόσμον καὶ νὰ ὑπάγη εἰς ἐκεῖνον τὸν ἀληθινὸν καὶ αἰώνιον. Προστάζει ὁ βασιλεὺς νὰ βάλουν τὴν ἁγίαν εἰς τὸ καζάνι διὰ νὰ καῆ. Ἡ Ἁγία ἔκαμε τὸν σταυρόν της καὶ ἐμβαίνει μέσα. Περιμένει δυὸ - τρεῖς ὥρας ὁ βασιλεὺς καὶ βλέπων ὁποὺ δὲν καίεται ἡ Ἁγία της λέγει: Παρασκευὴ διατὶ δὲν καίεσαι; Λέγει του ἡ Ἁγία: Διότι ὁ Χριστὸς ἐδρόσισε τὸ νερὸ καὶ δὲν καίομαι. Λέγει της ὁ βασιλεύς: Ραντισόν με καὶ ἐμὲ διὰ νὰ ἴδω, καίει; Ἐπῆρεν ἡ Ἁγία μὲ τὰς δυό της χείρας καὶ τοῦ ρίπτει εἰς τὸ πρόσωπον καὶ εὐθύς, ὢ τοῦ θαύματος! ἐτυφλώθη καὶ ἐγδάρθη τὸ πρόσωπόν του. Φωνάζει ὁ βασιλεύς: Μέγας ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν καὶ εἰς αὐτὸν πιστεύω καὶ ἐγώ· καὶ ἔβγα νὰ μὲ βαπτίσῃς. Ἐβγῆκεν ἡ Ἁγία καὶ τὸν ἐβάπτισε μὲ ὅλον του τὸ βασίλειον. Ἔπειτα τὴν ἀπεκεφάλισεν ἄλλος βασιλεὺς καὶ ὑπῆγεν εἰς τὸν παράδεισον νὰ χαίρεται πάντοτε.

άγιος κοσμάς ο αιτωλός, διδαχή β΄

Τρίτη, Ιουλίου 23, 2019

Ο Άδης της αγάπης Του οδυνηρότερος όλων.


Ένα από τα ερωτήματα που με απασχολούσαν ήταν το πώς είναι ποτέ δυνατόν να ζήσεις “αναμάρτητα” μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο. Γιατί όλες μας οι πράξεις είναι τόσο ασήμαντες, σε σχέση με όσα απαιτεί από εμάς το πνεύμα του Ευαγγελίου, το οποίο, στο τέλος φαίνεται να είναι απλώς αδύνατο και ουτοπικό.
»Και κατά τη διαμονή μου στον Άθωνα, όπως συνέβαινε και πριν να γίνω μοναχός, κάποιες φορές η προσευχή μου διακοπτόταν από “θεομάχους” λογισμούς.
»Θυμάμαι πόσο φοβερά βασανίστηκα κάποτε από αυτό το γεγονός, από το ότι δηλαδή δεν κατάφερα ούτε να μην κατακρίνω με τις σκέψεις ούτε να μην υπερηφανεύομαι ούτε να μην αισθάνομαι αντιπάθειες κλπ. Και, αφού όλα αυτά δεν τα κατάφερα, άρχισα με τον Θεό ένα είδος “διαμάχης” της τάξεως που θα λεχθεί παρακάτω.
»Έτσι, σε μια στιγμή από τη μαρτυρική μου παράσταση μπροστά στο κριτήριο του Λόγου του Θεού, παρά τις προσπάθειές μου, αισθάνθηκα την άκρα αδυναμία μου να παραμείνω στο πνεύμα των Εντολών Του. Και θυμάμαι που πρόφερα τότε αυτούς τους άφρονες λόγους:
—“Μιλάς, λοιπόν, Εσύ για την έσχατη και φοβερή Κρίση! Αλλά πώς άραγε θα κρίνεις Εσύ εμένα; Ποιό είναι το δικό Σου το Είναι; Ποιές είναι οι δικές Σου δυνατότητες και ποιές οι δικές μου; Εγώ είμαι άνθρωπος· Αν δεν κοιμηθώ, αν δεν φάω κλπ., θα πεθάνω! Κι αν κάποιος ή κάτι με χτυπήσει, πάλι μπορώ να πεθάνω! Και Εσύ, λοιπόν, θα κρίνεις εμένα;! Μα, Εσύ δεν έχεις καν το δικαίωμα να με κρίνεις! Για να είσαι δικός μου Κριτής, σύμφωνα με κάθε έννοια δικαιοσύνης, οφείλεις πρώτα Εσύ ο Ίδιος να βρεθείς σε όμοιες με μένα συνθήκες. Εσύ, όμως, είσαι Άπειρος με τη δύναμη του άναρχου Είναι Σου. Ενώ εγώ, μέσα στη φθαρτότητά μου, είμαι όμοιος με το σκουλήκι!...”.
»Η προσευχή μου απευθυνόταν “γενικά” προς τον Θεό. Και, αφού παρέμεινα αρκετά σε αυτή τη “διαμάχη”, ξαφνικά, μου έγιναν κατανοητά μέσα μου τα λόγια του Χριστού. Έλαβα μέσα στην καρδιά μου την εξής απάντηση:
—“Ο Πατέρας δεν κρίνει και δεν καταδικάζει κανέναν, αλλά όλη την εξουσία της Κρίσης την έχει δώσει στον Υιό Του, γιατί Αυτός έγινε και είναι Υιός Ανθρώπου” (βλ. Ιωάν. 5, 22 και 27).
»Και στη “διαμάχη” αυτή με τον Θεό, βγήκα τελικά νικημένος: Εμένα θα με κρίνει ο Άνθρωπος–Χριστός· Αυτός, που εκπλήρωσε τον Νόμο, Εκείνος που δημιούργησε όλα αυτά.
»Μέχρι εκείνη τη στιγμή πολλές φορές είχα διαβάσει αυτούς τους λόγους, αλλά ποτέ μου δεν τους κατανόησα με αυτή την έννοια.
»Ένιωσα ντροπή. Μεγάλη ήταν και η συστολή μου: Πάντοτε ζούσα σε συνθήκες που ήταν πολύ ευκολότερες από εκείνες που πέρασε όλη η επίγεια ζωή του Χριστού.
»Στ’ αλήθεια! Αυτός έχει το απόλυτο δικαίωμα να κρίνει όλον τον κόσμο. Κανένας δεν Τον ξεπέρασε ποτέ κατά τα παθήματά Του. Εξωτερικά, πολλοί μεν είναι εκείνοι που υπέμειναν και υπομένουν ακόμη και τώρα φρικτά βασανιστήρια μέσα στους θαλάμους των σύγχρονων φυλακών, αλλά ποιοτικά ο δικός Του άδης –ένας “άδης αγάπης”!– είναι (και θα είναι!) οδυνηρότερος όλων των άλλων ανθρώπων.
+ Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ

Δευτέρα, Ιουλίου 22, 2019

Μη μου άπτου



Στο κατά Ιωάννην ευαγγέλιο διαβάζουμε ότι ο αναστάς Χριστός δεν επέτρεψε στη Μαρία τη Μαγδαληνή να τον αγγίξει («μη μου άπτου», Ιω. 20,17). Μια εβδομάδα όμως αργότερα, καλεί ο ίδιος τον Θωμά να βάλει το δάκτυλό του στον τύπο των ήλων (Ιω. 20,24-29). Πώς συμβιβάζονται τα δύο αυτά γεγονότα;
Η φράση του Αναστάντος «μη μου άπτου· ούπω γαρ αναβέβηκα προς τον Πατέρα μου», αποτελεί μία από τις πλέον αμφιλεγόμενες και δυσερμήνευτες φράσεις της Καινής Διαθήκης. Όπως σωστά επισημαίνεται στην ερώτηση που δίνει αφορμή για την εξέταση αυτού του χωρίου, φαίνεται να αποτελεί αντίφαση το ότι ο Χριστός από τη μία πλευρά δεν επιτρέπει στη Μαρία τη Μαγδαληνή να τον ακουμπήσει, διότι ακόμη δεν έχει ανέβει προς τον Πατέρα του, και από την άλλη, στο τέλος του ιδίου κεφαλαίου του κατά Ιωάννην ευαγγελίου, και πάλι πριν ακόμη αναληφθεί προς τον Πατέρα του, λέγει στο Θωμά: «Φέρε τον δάκτυλόν σου ώδε και ίδε τας χείρας μου, και φέρε την χείρα σου και βάλε εις την πλευράν μου, και μη γίνου άπιστος, αλλά πιστός».
Εκ πρώτης όψεως η περίπτωση της Μαγδαληνής φαίνεται ασύμβατη και με άλλες διηγήσεις της Καινής Διαθήκης, που υπογραμμίζουν την υλική και σωματική διάσταση στην επικοινωνία του Αναστάντος με τους μαθητές του. Έτσι, στο ίδιο το κατά Ιωάννην ευαγγέλιο ο αναστάς Κύριος μοιράζει στους μαθητές με τα χέρια του άρτο και ψάρια. Στο κατά Ματθαίον ευαγγέλιο εξάλλου οι μυροφόρες, κατά τη συνάντησή τους με τον Αναστάντα, «εκράτησαν αυτού τους πόδας και προσεκύνησαν αυτώ». Στο κατά Λουκάν ευαγγέλιο ο αναστάς Κύριος πιάνει το ψωμί, το ευλογεί, το κόβει και το μοιράζει στους δύο μαθητές με τους οποίους καταλύει καθ’ οδόν προς Εμμαούς, ενώ σε άλλη σκηνή του ίδιου ευαγγελίου τρώει ένα κομμάτι από ψητό ψάρι. Τέλος, και η έκφραση «συναλιζόμενος», που αναφέρεται συνολικά στην τεσσαρακονθήμερη επικοινωνία του Αναστάντος με τους μαθητές του στο βιβλίο των Πράξεων , δηλώνει σαφώς ότι ο Κύριος μετά την ανάσταση και μέχρι την ανάληψη συνέτρωγε με τους μαθητές και γενικώς είχε πολύ στενή και συχνή επαφή μαζί τους. Ως προς το περιστατικό της ψηλαφήσεως του Χριστού από τον Θωμά παρατηρούμε ότι το κείμενο αφήνει στην πραγματικότητα ανοικτό το αν όντως τελικά πραγματοποιήθηκε ή όχι αυτή η ψηλάφηση. Πράγματι ο Χριστός καλεί τον Θωμά να τον ψηλαφήσει, όμως εκείνος προχωρεί αμέσως στην ομολογία «ο Κύριός μου και ο Θεός μου», χωρίς να αναφέρεται ότι όντως έψαυσε τον Κύριο. Στο σημείο αυτό αρκετοί ερμηνευτές διατυπώνουν την άποψη ότι ο Θωμάς, έχοντας πλέον πιστέψει, δεν τολμά από δέος να ακουμπήσει τον Κύριο και Θεό του και περιορίζεται στην προαναφερθείσα ομολογία πίστεως. Σύμφωνα με αυτή την -ομολογουμένως όχι ιδιαίτερα πειστική- άποψη δεν υπάρχει κατ’ ανάγκην αντίφαση μεταξύ του «μη μου άπτου» και του «βάλε την χείρα σου εις την πλευράν μου», αφού ο Θωμάς δεν ανταποκρίθηκε στην τελευταία αυτή εντολή. Άλλοι ερμηνευτές θεωρούν ότι δεν υπάρχει κατ’ ανάγκην αντίφαση μεταξύ του «μη μου άπτου» και του γεγονότος ότι ο Χριστός παρουσιάζεται ορισμένες φορές να συντρώγει με τους μαθητές του και να τους μοιράζει άρτο και ψάρι, διότι αυτό δεν προϋποθέτει οπωσδήποτε και σωματική επαφή του μαζί τους. Ωστόσο, ακόμη και έτσι, παραμένει ανεξήγητο γιατί ο αναστάς Χριστός να μπορεί να έλθει σε επαφή με υλικά αντικείμενα, αλλά όχι με ανθρώπους.  Ακόμη μεγαλύτερη δυσκολία παρουσιάζει η αντιπαραβολή του «μη μου άπτου» προς την εικόνα, σύμφωνα με την οποία οι μυροφόρες κρατούν τα πόδια του Αναστάντος. Αυτό που στο ευαγγέλιο του Ιωάννη αρνείται ο Χριστός στη Μαγδαληνή Μαρία, το προσφέρει κατά τον Ματθαίο σε όλες τις μυροφόρες, συμπεριλαμβανομένης και της Μαρίας. Βέβαια, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι οι δύο διηγήσεις αλληλοσυμπληρώνονται ως εξής: Δεν επετράπη μεν στη Μαρία τη Μαγδαληνή να ακουμπήσει τον Κύριο κατ’ ιδίαν, αλλά στη συνέχεια, όταν απομακρύνθηκε με τις άλλες μυροφόρες από τον τάφο, επετράπη σε όλες μαζί να τον προσκυνήσουν ακουμπώντας τα πόδια του.
Όμως δεν είναι τόσο ο εναρμονισμός των δύο διηγήσεων που ενδιαφέρει εδώ, όσο κυρίως το ότι σύμφωνα με τη σαφή και ομόθυμη μαρτυρία των αναστάσιμων διηγήσεων, ο αναστάς Κύριος έχει υλικό σώμα. Μπορεί μεν να εμφανίζεται σε κλειστούς χώρους, χωρίς να χρειαστεί να ανοίξει κάποια θύρα  και να εξαφανίζεται με τον ίδιο τρόπο, αλλά η αναστημένη ανθρώπινη φύση του δεν στερείται της σωματικής διαστάσεως. Μπορεί, με άλλα λόγια, το σώμα του να μην έχει τις ιδιότητες της ύλης που διαθέτουν τα δικά μας σώματα, τα οποία γεννήθηκαν και ζουν στον πεπτωκότα κόσμο και υπόκεινται στη φθορά και στο θάνατο· όμως το σώμα του Αναστάντος έχει την ποιότητα της υλικότητας που θα έχουν και τα δικά μας σώματα κατά την τελική ανάσταση των νεκρών. Δεν είναι οπτασία ή φάντασμα, αλλά ένα σώμα «εν αφθαρσία», «εν δόξη», «εν δυνάμει», ένα «σώμα πνευματικόν», για να χρησιμοποιήσουμε τις σχετικές εκφράσεις του αποστόλου Παύλου.
Εάν ο Χριστός δεν ανίστατο με το υλικό σώμα του, τότε το μνημείο δεν θα βρισκόταν κενό, ο ίδιος δεν θα συνέτρωγε με τους μαθητές του μοιράζοντάς τους ψωμί και ψάρι, και βέβαια κανείς δεν θα μπορούσε να τον αγγίξει. Γιατί λοιπόν το μοναδικό σε ολόκληρη την ευαγγελική παράδοση «μη μου άπτου» του Κυρίου προς τη Μαρία τη Μαγδαληνή;
Από την εξέταση της συνάφειας στην οποία εντάσσεται ο στίχος μας φαίνεται ότι η Μαρία η Μαγδαληνή βρίσκεται σε κατάσταση ταραχής και συγχύσεως. Αυτή είναι η πρώτη που διαπιστώνει ότι ο λίθος έχει αρθεί από την είσοδο του τάφου του Χριστού. Εν συνεχεία τρέχει και ανακοινώνει στον Πέτρο και στον Ιωάννη ότι πήραν τον Κύριο και είναι άγνωστο πού τον τοποθέτησαν. Οι δύο μαθητές σπεύδουν στο μνημείο, και μάλιστα ο αγαπημένος μαθητής πιστεύει βλέποντας τον τάφο κενό. Η Μαρία όμως εξακολουθεί να βρίσκεται σε σύγχυση, διότι εξαφανίσθηκε το νεκρό σώμα του αγαπημένου της διδασκάλου. Η σύγχυση και η έντονη συναισθηματική της φόρτιση φαίνονται από το ότι παραμένει πέρα από κάθε λογική έξω από το κενό μνημείο και κλαίει. Την ώρα εκείνη βλέπει μπροστά της δύο αγγέλους, αλλά δεν βρίσκεται σε κατάσταση να κατανοήσει την ταυτότητά τους. Έτσι απαντά στην ερώτησή τους γιατί κλαίει, λέγοντας για άλλη μια φορά ότι πήραν τον Κύριο της και δεν γνωρίζει πού τον τοποθέτησαν. Μόνη της στη συνέχεια γυρίζει προς τα πίσω και βλέπει τον Ιησού, τον οποίο όμως επίσης δεν αναγνωρίζει. Ο Ιησούς της απευθύνει την ίδια ερώτηση με τους αγγέλους και εκείνη, νομίζοντας πως είναι ο κηπουρός, τον παρακαλεί να της πει αν πήρε και πού έβαλε το σώμα του Κυρίου της, ώστε να μπορέσει να το πάρει πίσω.
Μόνο, όταν ο Αναστάς την προσφωνεί με το όνομά της, εκείνη συνέρχεται από τη σύγχυση στην οποία βρίσκεται, τον αναγνωρίζει και σπεύδει να τον αγγίξει ονομάζοντάς τον, όπως το συνήθιζαν οι μαθητές του, διδάσκαλο («ραββουνί» στα εβραϊκά). Ο Χριστός, όμως, με το «μη μου άπτου» που απευθύνει στη Μαρία δημιουργεί απόσταση και δεν επιτρέπει την εκδήλωση οικειότητας. Δεν το κάνει αυτό, επειδή αμφισβητεί την αγαθή της προαίρεση ή τη βαθιά αγάπη της, Το κάνει, για να της καταστήσει σαφές ότι δεν έχει μπροστά της απλώς ένα «ραββουνί», ένα σοφό διδάσκαλο, αλλά τον σαρκωθέντα και αναστάντα εκ νεκρών Υιό και Λόγο του Θεού.
Ακόμη και στην επίγεια ζωή του ο Χριστός δημιούργησε μερικές φορές με λόγους ή ενέργειές του απόσταση από αγαπητά του πρόσωπα, ώστε να γίνει κατανοητό ότι ως Θεός δεν μπορεί να καθοδηγηθεί από ανθρώπινες ανάγκες και επιθυμίες, αλλά έχει τον πλήρη έλεγχο των καταστάσεων και ενεργεί όταν και όπως ο ίδιος θέλει.
Ο Χριστός μάλιστα δικαιολογεί το «μη μου άπτου» με την προσθήκη της φράσεως «ούπω γαρ αναβέβηκα προς τον Πατέρα μου». Εδώ βέβαια ανακύπτει νέο πρόβλημα: Αν τώρα είναι απρόσιτος ο Χριστός, που δεν έχει ανεβεί ακόμη όταν Πατέρα του, πόσο μάλλον θα ισχύει αυτό, όταν θα έχει πλέον απομακρυνθεί οριστικά από τον κόσμο; Όμως το πρόβλημα αυτό μπορεί να λυθεί, αν διεισδύσουμε στο βάθος της θεολογίας που κρύβει αυτή η φράση.
Η Μαρία η Μαγδαληνή, όπως και η συντριπτική πλειονότητα αυτών που ακολουθούσαν πιστά τον Χριστό, δεν είχε μπορέσει να εισχωρήσει στο μυστήριο της θεότητάς του. Διαφορετικά δεν θα λυπόταν βλέποντας τον κενό τάφο, αλλά θα χαιρόταν καταλαβαίνοντας ότι ο Ιησούς αναστήθηκε, όπως το είχε προείπει. Τώρα λοιπόν που βλέπει μπροστά της τον Αναστάντα, τον προσεγγίζει εκ νέου ως τον διδάσκαλό της, που γι’ αυτήν δεν παύει να είναι ένας απλός άνθρωπος. Η αιτία της παρανοήσεως αυτής δεν βρίσκεται ασφαλώς στην ίδια, αλλά στο γεγονός ότι ακόμη δεν έχει λάβει το Άγιο Πνεύμα, που θα καταστήσει δυνατή την κατανόηση του προσώπου, του έργου και της διδασκαλίας του Κυρίου, που θα διανοίξει τον νου της και θα της δώσει τη δυνατότητα να τον κατανοήσει πραγματικά. Η αγάπη της Μαρίας για τον Χριστό δεν είναι αρκετή. Χρειάζεται και η ορθή γνώση γι’ αυτόν, την οποία θα της χορηγήσει το Άγιο Πνεύμα δίνοντας
Επομένως, η Μαρία η Μαγδαληνή δεν πρέπει να περιμένει ότι θα μπορέσει να «αγγίξει» το Χριστό, διότι ο Πατέρας του ακόμη δεν έχει στείλει το Άγιο Πνεύμα που θα ανοίξει το νου της και θα της δώσει τη δυνατότητα να έχει πρόσβαση στο πρόσωπο του αγαπημένου Κυρίου της. Αυτό το Άγιο Πνεύμα χορήγησε ο Αναστάς, ειδικά στους μαθητές του, ήδη προ της αναλήψεως και της πεντηκοστής. Τη δωρεά αυτή έλαβε και ο Θωμάς, παρά το γεγονός ότι έλειπε από τη σύναξη των μαθητών τη στιγμή της πνευματοδοσίας. Ο Θωμάς, εκπροσωπώντας και τους λοιπούς μαθητές, αναγνωρίζει και ομολογεί ότι ο Ιησούς είναι ο «Κύριος και ο Θεός» και βάσει αυτής της ομολογίας μπορεί πλέον να αγγίξει τον αναστάντα Χριστό, όχι απλώς ως τον αγαπημένο διδάσκαλο, αλλά ως τον σαρκωθέντα Λόγο του Θεού.
(Χρήστος Κ. Καρακόλης, «Ερμηνευτικές προσεγγίσεις»)

Κυριακή, Ιουλίου 21, 2019

Ο εκπληκτικός βίος του Αγ.Ιωάννη του ασκητή και του Αγ.Συμεών του δια Χριστόν σαλού

 Στην εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού του έτους 518 πήγαν στα Ιεροσόλυμα να προσκυνήσουν και δυο νέοι, φίλοι αχώριστοι, από την Έδεσσα της Συρίας.
 Μετά την προσκύνηση του Σταυρού του Χριστού είπαν να επισκεφτούν μοναστήρια και ασκητήρια για να πάρουν ευχές και νουθεσίες από τους ασκητές. Χάρηκαν τόσο πολύ από την περιήγηση αυτή και την επαφή τους με τους μοναχούς, που ήθελαν να μείνουν εκεί. Σ’ ένα μοναστήρι λοιπόν έγιναν μοναχοί κι από ‘κει αναχώρησαν μόνοι για την έρημο. Κοντά στη Νεκρά θάλασσα βρήκαν σπήλαια και κατοίκησαν. Εκεί ζούσαν ασκητικά, προσευχόμενοι και διαβάζοντας τις Γραφές καθημερινά. Καθάριζαν το νου και την καρδιά τους από κάθε επιθυμία κοσμική, ώσπου έφτασαν σε κατάσταση απάθειας, δηλαδή, δεν επιθυμούσαν πια τίποτε κακό ούτε μπορούσαν να σκεφθούν κάτι αντίθετο από το θέλημα του Θεού. Πέρασαν εκεί είκοσι εννέα χρόνια.

Μια μέρα λέει ο Συμεών στον Ιωάννη: «Έχω μία εσωτερική πληροφορία, που μου λέει να πάω στον κόσμο. Ίσως εκεί βοηθήσω και κάποιους άλλους να βρουν το δρόμο του Θεού». Μα ο Ιωάννης δεν ένοιωθε πως ήταν έτοιμος ή ικανός για κάτι τέτοιο. Μάλιστα προσπαθούσε να μεταπείσει το συνασκητή του ν’ αλλάξει γνώμη. Ο Συμεών όμως είχε μία εσωτερική σιγουριά για την απόφαση αυτή. Έτσι μια μέρα αποχαιρέτησε το φίλο του κι έφυγε για τον κόσμο. «Πάω να περιπαίζω τον κόσμο» του είπε.
Αποτέλεσμα εικόνας για СИМЕОН ПАЛЕСТИНСКИЙ, ЕМЕССКИЙ, ПРП., ХРИСТА РАДИ ЮРОДИВЫЙ
Πήγε πρώτα στα Ιεροσόλυμα. Εκεί προσκύνησε τους Αγίους Τόπους και μετά έφυγε για την πατρίδα του, την Έδεσσα. Κατά την επαφή του με τον κόσμο, συνέχεια γίνονταν θαύματα με την προσευχή του και το άγγιγμα των χεριών του. Όμως παρακάλεσε το Θεό να τον προστατεύσει, να μην γνωρίσουν οι άνθρωποι ποιος ήταν. Γι’ αυτό και ο ίδιος προσποιείτο πως ήταν σαλός, δηλαδή τρελός. Άρχισε τις τρέλες του με την είσοδό του στην πόλη. Βρήκε έναν ψόφιο σκύλο, τον έδεσε με το ζωνάρι του και σέρνοντάς τον μπήκε στην πόλη. Εκεί κοντά ήταν ένα σχολείο. Μόλις τον είδαν τα παιδιά, τον πήραν για τρελό, έτρεχαν ξωπίσω του και τον γιουχάιζαν.

Σαν ήρθε στη αγορά τον βρήκε κάποιος εστιάτορας και τον προσέλαβε να πουλά ξηρές τροφές. Αυτός μόλις ανάλαβε καθήκοντα πωλητή άρχισε να τρώει, (είχε μία βδομάδα να φάει). Όταν χόρτασε, άρχισε να διαμοιράζει τις υπόλοιπες τροφές στους ζητιάνους. Σαν τον πήρε είδηση ο ιδιοκτήτης, τον έδιωξε βρίζοντας και κλωτσοκοπώντας τον. Ο Όσιος Συμεών έφυγε, μα επέστρεψε πάλι το απόγευμα. Μπήκε στο εστιατόριο με αναμμένα κάρβουνα στη χούφτα του και λιβάνι. Θύμιαζε το μαγαζί και τους παρευρισκόμενους. Όταν είδε αυτό το θαύμα η γυναίκα του εστιάτορα, ευλαβήθηκε πολύ τον Άγιο και ολόκληρη η οικογένεια επέστρεψε στην Ορθοδοξία, γιατί ήσαν αιρετικοί.
Σχετική εικόνα

Μετά απ’ αυτό όλοι τον σέβονταν. Άρχισε, λοιπόν, να τρώει κρέας μπροστά τους. Για κάθε κομμάτι κρέας, που έτρωγε φανερά, νήστευε στα κρυφά για μια βδομάδα όλα τα φαγητά. Επειδή και πάλι τον τιμούσαν και ιδίως η γυναίκα του εστιάτορα, σκέφτηκε κάτι άλλο να κάνει. Ανέβηκε ένα βράδυ στο δωμάτιο όπου κοιμόταν η γυναίκα μόνη της κι έκανε πως ήθελε να την αγκαλιάσει. Αυτή μόλις το αντιλήφθηκε, έβαλε τις φωνές και με κλωτσιές τον έβγαλαν έξω.

Κάποιος διάκος, ονόματι Ιωάννης, έγινε φίλος με τον Άγιο Συμεών. Τον συμπονούσε για την κακοπάθεια και τη σκληραγωγία του. Προσφέρθηκε μια μέρα να τον πάει στα κοινά λουτρά, να τον λούσει. Ο Όσιος αντί να τον ακολουθήσει στο αντρικό λουτρό όρμησε στο γυναικείο. Οι γυναίκες που λούζονταν ξαφνιάστηκαν, τον άρπαξαν και αφού τον έδειραν, τον έριξαν έξω. Αργότερα τον βρήκε ο Ιωάννης, ο διάκος, και τον ρώτησε: «Πώς αισθάνθηκες, αλήθεια, ανάμεσα σε τόσες γυμνές γυναίκες;». Κι αυτός του απάντησε: «Τίποτε δεν αισθάνθηκα, ήμουν σαν ξύλο ανάμεσα στα ξύλα».

Ο διάκος Ιωάννης είχε ένα γιο, ο οποίος επισκεπτόταν κρυφά μια παντρεμένη γυναίκα. Όταν τον βρήκε ο Όσιος στην αγορά, του ‘δωσε ένα σκαμπίλι και του είπε: «Πάψε να κάνεις αυτά που κάνεις, γιατί θα σε πάρει ο δαίμονας και θα σε σηκώσει». Και ο δαιμονίστηκε πάραυτα! Έπεσε χαμαί κι’ άφριζε. Είδε τότε τον Άγιο να βγάζει από πάνω του ένα μαύρο ζώο και να το διώκει με ξύλινο σταυρό. Αμέσως ο νέος θεραπεύτηκε και σωφρονίστηκε, Δεν μπορούσε όμως να πει τίποτε απ’ όσα είδε κι έπαθε, παρά μόνο μετά το θάνατο του Αγίου.

Ο Άγιος Συμεών συνήθως έκανε παρέα με φτωχούς, ζητιάνους και δούλους. Συχνά πήγαινε στα σπίτια των πλουσίων κι έκανε παρέα με τις υπηρέτριες, χαριεντιζόταν μαζί τους και προσποιείτο ότι τις φιλούσε. Μια φορά κάποια υπηρέτρια έμεινε έγκυος και είπε στην κυρία της ότι ο πατέρας του παιδιού είναι ο σαλός. Ο Όσιος δεν το αρνήθηκε, μάλιστα φρόντιζε κάθε τόσο να παίρνει κρέας και ψάρια στην υποτιθέμενη γυναίκα του. Όταν ήρθε η ώρα να γεννήσει, τρία μερόνυκτα κοιλοπονούσε χωρίς αποτέλεσμα. Ήρθε τότε ο Συμεών κι όλοι του έλεγαν: «Κάνε προσευχή, σαλέ, για τη γυναίκα και το παιδί σου». Αυτός κτυπούσε παλαμάκια κι έλεγε: «Αν δεν ομολογήσει τον πατέρα του παιδιού, δεν γεννιέται παιδί». Αυτή ομολόγησε την αλήθεια και παρευθύς γέννησε.
Αποτέλεσμα εικόνας για Αγ.Ιωάννη του ασκητή και του Αγ.Συμεών του δια Χριστόν σαλού
Ένας παντοπώλης Εβραίος έτυχε να δει τον Όσιο να συνομιλεί με δυο αγγέλους την ώρα που πλενόταν και ήθελε να το πει. Ο Όσιος πήγε στον ύπνο του και του είπε: «Μην πεις σε κανένα αυτό που είδες». Όταν ξημέρωσε όμως και πήγε στο παντοπωλείο του, ήθελε να το πει στους πελάτες του. Τότε πέρασε ο Άγιος, τον άγγιξε στα χείλη και βουβάθηκε. Ο Εβραίος έπεσε στα πόδια του και τον παρακαλούσε με νεύματα να τον θεραπεύσει. 
Αυτός δεν του απάντησε, μόνο φάνηκε πάλι στον ύπνο του και του είπε: «Αν πιστέψεις και βαπτιστείς, θεραπεύεσαι, αλλιώς θα πεθάνεις άλαλος ».
Ο Εβραίος δεν αποφάσισε να βαπτιστεί παρά μόνο μετά το θάνατο του Αγίου. Και πραγματικά, μόλις βγήκε από την κολυμβήθρα, ήρθε η λαλιά του. Και είχε τόση ευλάβεια προς αυτόν, ώστε αυτός πρώτος τον τίμησε ως Άγιο και γιόρταζε κάθε χρόνο τη μνήμη του.

Μια μέρα πέρασε από μια συγκέντρωση, όπου χόρευαν πολλές κοπέλες. Αυτές μόλις τον είδαν, άρχισαν να τον περιπαίζουν τραγουδώντας αισχρά τραγούδια. Ενώ τραγουδούσαν διαπίστωσαν ότι τυφλώθηκαν όλες στο ένα τους μάτι. Τότε κλαίγοντας τον πήραν ξωπίσω και τον παρακαλούσαν να τις συγχωρέσει και να τις θεραπεύσει. Στάθηκε αυτός και είπε: «Όποια δεχθεί να την φιλήσω στο μάτι θα θεραπευθεί». Μερικές δέχθηκαν και θεραπεύθηκαν. Οι άλλες έμειναν μονόφθαλμες. Αργότερα κι αυτές τον έτρεχαν κατόπι φωνάζοντας: «Φίλησέ μας, φίλησέ μας». Αυτός όμως δεν δέχθηκε πια.
 Όταν αργότερα ο διάκος φίλος του τον ρώτησε γιατί δε θεράπευσε κι αυτές, είπε: «Εάν αυτές θεραπευθούν θα γίνουν οι πιο αμαρτωλές γυναίκες στη Συρία. Μονόφθαλμες σώζονται».

Κάποτε κάποιος έμπορος από την Έδεσσα πήγε στα Ιεροσόλυμα να προσκυνήσει και να γιορτάσει την Ανάσταση. Μετά τη γιορτή επισκεπτόταν σπήλαια και ασκητήρια της ερήμου δίνοντας ελεημοσύνη στους μοναχούς και ζητώντας την ευχή τους. Έτυχε τότε να συναντήσει και τον Άγιο Ιωάννη, το φίλο και συνασκητή του Αγίου Συμεών. «Πόθεν είσαι»; τον ερωτά. «Από την Έδεσσα» του απαντά. «Έχεις τον Αββά Συμεών, το σαλό, στη γειτονιά σου και ήρθες εδώ ζητώντας ευχή από μένα; Εγώ και όλος ο κόσμος χρειαζόμαστε την ευχή του. Να του πεις να μην ξεχνά να προσεύχεται και για τον αδελφό του τον Ιωάννη, τον ασκητή». Ο έμπορας πήρε τα χαιρετίσματα στον Άγιο Συμεών, αλλά μόνο μετά το θάνατό του μπόρεσε να πει το γεγονός.

Κάποτε κάποιο κακοποιοί σκότωσαν κάποιον και τον έριξαν κρυφά στο σπίτι του διάκου Ιωάννη. Όταν βρήκαν το νεκρό, κατηγόρησαν το διάκο για φόνο και επρόκειτο να τον οδηγήσουν στην αγχόνη. Αυτός συνέχεια φώναζε: «Ο Θεός του σαλού, βοήθησέ με». Ο Συμεών ήταν στο καλυβάκι του και προσευχόταν γι’ αυτόν. Τη τελευταία στιγμή συνέλαβαν τους πραγματικούς δολοφόνους κι άφησαν ελεύθερο τον διάκο. Αυτός κλαίγοντας πήγε να ευχαριστήσει τον φίλο του. Ο Άγιος Συμεών του είπε: «Ξέρεις γιατί τα έπαθες όλα αυτά; Χθες δυο φτωχοί σου ζήτησαν ελεημοσύνη και ενώ είχες δεν έδωσες, Μήπως νομίζεις ότι είναι δικά σου εκείνα που δίνεις; Λοιπόν, εάν πιστεύεις στο Θεό, δίνε όσο μπορείς. Εάν δε δίνεις είναι φανερό πως είσαι άπιστος».
Αποτέλεσμα εικόνας για Αγ.Ιωάννη του ασκητή και του Αγ.Συμεών του δια Χριστόν σαλού
Ένα πρωί ο Συμεών κρατούσε σινάπι τριμμένο στο αριστερό του χέρι και στο δεξί ψωμί. Το άρτυζε με σινάπι κι έτρωγε. Όποιος τον πείραζε του έτριβε το σινάπι στο στόμα. Τον πλησίασε και κάποιος, που είχε ασθένεια στα μάτια. Του ‘χρισε τα μάτια με το σινάπι και του είπε: «Πήγαινε, νίψου με σκορδόξυδο και θα γιάνεις, κουτέ». (Όλους συνήθιζε να τους αποκαλεί κουτούς ή κάτι παρόμοιο). Εκείνος δεν εμπιστεύθηκε τον Όσιο και πήγε σε γιατρούς, όπου και χειροτέρεψε. Μια μέρα αγανακτισμένος είπε: «Θα κάμω ό,τι μου πει ο σαλός κι ας βγουν και τα δύο μου μάτια». Και πλύθηκε με σκορδόξυδο κι έγιναν τα μάτια του σα μικρού παιδιού. Όταν τον συνάντησε στο δρόμο ο Όσιος, του είπε: «Βλέπεις πως έγινες καλά, κουφιοκέφαλε; Να μην ξανακλέψεις κατσίκες από το μαντρί του γείτονά σου».

Ο δούλος κάποιου πλούσιου του ΄κλεψε πεντακόσια χρυσά νομίσματα. Μη μπορώντας να βρει ούτε τον κλέφτη, ούτε τα λεφτά, πήγε στο Συμεών και του λέγει: «Μπορείς, τρελέ, να μου βρεις τα νομίσματα, που ‘χασα, να σου δώσω και σένα δέκα;». Του λέει ο Όσιος: «Δώσε μου υπόσχεση ότι δε θα ξαναδείρεις πια κανένα δούλο σου». Αυτός ορκίστηκε και ο Άγιος του υπέδειξε πού είναι τα χρυσά νομίσματα και τα βρήκε. Μετά από καιρό πήγε να δείρει ένα δούλο κι άρχισε να τρέμει το χέρι του. Κατάλαβε τότε πως είναι δουλειά του σαλού. Πήγε και του λέει: «Λύσε με από τον όρκο, τρελέ». Ο Άγιος δεν του απάντησε. Πήγε όμως στον ύπνο του και του είπε: «Αν λύσω τον όρκο, θα σκορπίσω όλα τα αργύρια κι όλο το βιός σου. Δε φοβάσαι και δεν ντρέπεσαι να δέρνεις αυτούς που κατευθείαν πηγαίνουν στην αιώνια ζωή, εσύ που αδίκαστος πας στην κόλαση;».

Μια γυναίκα έκανε φυλακτά για το μάτι και διάφορα άλλα μαγικά. Ο Άγιος την αγαπούσε και της έδινε φαγητά και ρούχα που του χάριζαν. Μια μέρα της λέει: «Να σου κάνω κι εγώ ένα φυλακτό να μη σε βλάπτει ποτέ κανένα μάτι». Και της έγραψε ένα φυλακτό στη συριακή διάλεκτο που αυτή δεν μπορούσε να διαβάσει. Έγραφε «Ο Θεός να σ’ ελεήσει και να σε καταργήσει, να μη σ’ αφήνει να απομακρύνεσαι απ’ Αυτόν, ούτε τους άλλους ν’ απομακρύνεις». Αυτό το σημείωμα πάνω της η γυναίκα σα φυλακτό και δεν μπορούσε πια να κάνει καμιά μαγεία.

Μια μέρα καθόταν στο φούρνο ενός Εβραίου, που έψηνε γυάλινα σκεύη και παρακολουθούσε μ’ ένα τσούρμο φτωχούς. Σε κάποια στιγμή λέει στους ζητιάνους: «θέλετε να σας κάνω να γελάσετε; Προσέξτε!» Πλησίασε, σταύρωσε από πάνω τα αγγεία κι έσπασαν επτά. Οι ζητιάνοι έσκασαν στα γέλια ενώ ο Εβραίος έγινε έξω φρενών και κτύπησε τον Άγιο. Αυτός του είπε: «Στ’ αλήθεια, ντενεκέ, αν δεν κάνεις το σημείο του σταυρού στο μέτωπό σου, θα σπάσουν όλα τ’ αγγεία σου». Και πριν τελειώσει το λόγο, έσπασαν άλλα δεκατρία. Ο Εβραίος κατανύχθηκε, έκανε σταυρό στο μέτωπό του και δεν έσπασαν άλλα αγγεία. Έτσι πίστεψε στον Χριστό και βαπτίστηκε μ’ όλη την οικογένειά του.
Ο Άγιος Συμεών κάθε Μεγάλη Σαρακοστή δεν έτρωγε τίποτα μέχρι τη Μεγάλη Πέμπτη. Τότε πήγαινε στον αρτοποιό, άρπαζε ένα ψωμί κι έτρωγε λαίμαργα μπροστά στον κόσμο. Όλοι οι άνθρωποι σκανδαλίζονταν κι έλεγαν: «Αυτός ο καλόγερος ούτε τη Μεγάλη Πέμπτη δεν μπορεί να νηστέψει».
Είχε για διαμονή του μια ξύλινη καλύβα και ξάπλωνε σ’ ένα δεμάτι κληματίδες. Συχνά ξαγρυπνούσε προσευχόμενος. Όταν έβγαινε το πρωί να γυρίσει την πόλη, έκοβε κλάδους ελιάς ή άλλων φυτών κι έκανε στεφάνι, που το φορούσε στη κεφαλή. Κρατούσε κι ένα κλαδί στο χέρι και συχνά φώναζε: «Νίκα το βασιλιά και την πόλη». Πόλη εννοούσε την ψυχή και βασιλιά το νου. Δηλαδή να νικάς και να υποτάσσεις νου και ψυχή στο θέλημα του Θεού.

Ο Άγιος Συμεών έκαμνε όλες τις διδασκαλίες, τις ευεργεσίες και τα θαύματα με σαλότητα. Γι’ αυτό κανείς δεν τον εκτιμούσε για πολύ. Μόνο το διάκο Ιωάννη εμπιστευόταν και κάποτε του έλεγε την αλήθεια.
Δυο μέρες πριν το θάνατό του φώναξε το φίλο του και του είπε: «Ήθελα να σου πω, φίλε Ιωάννη, πως σήμερα πήγα και είδα τον αδελφό μου Ιωάννη τον ασκητή, στην έρημο και ευχαριστήθηκα πάρα πολύ. Τον είδα να φορά τίμιο στεφάνι που έγραφε γύρω-γύρω: 
»Στεφάνι υπομονής της ερήμου». 
Εκείνος μου είπε πως είδε τον Κύριό μας να με πλησιάζει και να μου λέγει:
 «Έλα, σαλέ, να πάρεις τα στεφάνια των ψυχών που μου έφερες». Όσο για σένα, θέλω να σε παρακαλέσω, φίλε Ιωάννη, να επιμελείσαι κάθε άπορο πλάσμα, να ελεείς κατά τη δύναμή σου. Διότι αυτή η αρετή βοηθά από τις άλλες περισσότερο. Όλοι αυτοί οι ταπεινοί και περιφρονημένοι θα σε πάρουν στη βασιλεία του Θεού. Ακόμα κάτι, να μη πλησιάζεις την Αγία Τράπεζα αν έχεις στην καρδιά σου κάτι εναντίον κάποιου. Λοιπόν, την Τρίτη μέρα από σήμερα, ο Κύριος θα παραλάβει το σαλό Συμεών. Την ίδια ώρα θα παραλάβει και τον αδελφό μου τον Ιωάννη, τον ασκητή».

Πραγματικά, την τρίτη μέρα ο Θεός πήρε την ψυχή του. Οι πτωχοί και οι ζητιάνοι φίλοι του τον αναζήτησαν και τον βρήκαν ολομόναχο, νεκρό στην καλύβα του. Τον σήκωσαν με σκοπό να τον ενταφιάσουν στο νεκροταφείο των ξένων. Όταν περνούσαν έξω από το σπίτι του Ιουδαίου υαλοποιού, αυτός άκουσε υπερκόσμιες μελωδίες. Άνοιξε το παράθυρο και είδε τη νεκρώσιμη πομπή. ταυτόχρονα είδε πλήθος αγγέλων ν’ ακολουθούν και να ψάλλουν την νεκρώσιμη ακολουθία. Δάκρυσε τότε, ο Εβραίος, και είπε: 
«Μακάριος είσαι συ, σαλέ Συμεών, δεν έχεις ανθρώπους να σ’ ενταφιάσουν, αλλ’ έχεις τάξεις θείων Αγγέλων και Αρχαγγέλων να σε συνοδεύουν». Και πήγε κι αυτός με την οικογένειά του στον ενταφιασμό.
Ο διάκος Ιωάννης άργησε να πάει κι όταν έμαθε πως ήδη τον έθαψαν, κλαίγοντας πήγε στο μνήμα. Ήθελε να τον ξεθάψει για να του κάμει κανονική κηδεία, μα προς έκπληξή του δεν βρήκε το σώμα. Είχε μετατεθεί με θεία δύναμη κι είχε θαφτεί στην έρημο, κοντά στον αγαπημένο του φίλο Ιωάννη, τον ασκητή, που κι αυτός κοιμήθηκε την ίδια μέρα. Από τότε τιμάται η μνήμη τους κάθε χρόνο από την Εκκλησία μας στις 21 Ιουλίου. Ας έχουμε την ευχή και τη βοήθειά τους.

Από το βιβλίο «Για την Αγάπη του Χριστού» του Χαράλαμπου Επαμεινώνδα.
Μεταφέρθηκε στο διαδίκτυο από NOCTOC

εγώ από προσκυνητής