ΙΕΡΕΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Δος μου κι εμένα άνεση, Παναγιά μου,
πριν ν’ απέλθω και πλέον δεν θα υπάρχω.(Αλεξ. Παπαδ.)

Πέμπτη, Ιανουαρίου 30, 2020

«ΤΟΥΣ ΑΚΡΑΙΦΝΕΣΤΑΤΟΥΣ ΘΕΟΛΟΓΟΥΣ...»


Έχουμε ανάγκη στη ζωή μας μορφές όπως αυτές των Τριών Ιεραρχών;
Στην υμνολογία της εορτής τους στις 30 Ιανουαρίου τους αποκαλούμε, μεταξύ άλλων, «ακραιφνεστάτους θεολόγους», γνήσιους, αυθεντικούς, ακέραιους θεολόγους. Θεολόγος σημαίνει όχι απλώς αυτός που κάνει λόγο για τον Θεό, αλλά αυτός που ζει τον Θεό. Είναι όποιος ελεύθερα διάλεξε να είναι ο Θεός η πρώτη προτεραιότητα της καρδιάς και της ζωής του και Τον άφησε να διαμορφώσει την πορεία μέσα στον χρόνο.
Τι έκαναν ο Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος ο θεολόγος και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος; Έζησαν τον Θεό και το έδειξαν με μία σειρά πράξεων που τους κατέστησαν αληθινά φαινόμενα τόσο για τον κόσμο όσο και για την Εκκλησία. Μορφώθηκαν και την κατά κόσμον και την κατά Θεόν μόρφωση. Δεν υπήρχε γνώση του καιρού τους που να μην κατέχουν σε όλες τις επιστήμες, θεωρητικές και πρακτικές, ανθρωπιστικές και θετικές. Ακόμη και την ιατρική κατείχαν, ιδίως ο Μέγας Βασίλειος, ο οποίος την άσκησε στην πράξη περιθάλποντας συνανθρώπους απόβλητους, όπως οι λεπροί.
Η γνώση όμως την οποία έλαβαν και αυτή την οποία προσέθεσαν στην πορεία τους δεν τους έκανε υπερήφανους στην σκέψη, διανοούμενους που θεωρητικά μπορούν να λύσουν κάθε ανθρώπινο πρόβλημα, αλλά τους οδήγησε να
αφιερωθούν στον Θεό, αρχικά να ασκητέψουν στην έρημο και στη συνέχεια να γίνουν ιερείς και επίσκοποι της Εκκλησίας με σκοπό να μοιραστούν ό,τι προσέλαβαν. Διότι αληθινό είναι ό,τι μοιραζόμαστε και όχι ό,τι κρατάμε για τον εαυτό μας, και διά της αληθείας ο άνθρωπος παλεύει όχι απλώς να βελτιώσει τον κόσμο, αλλά να τον μεταμορφώσει. Η πραγματική όμως μεταμόρφωση έρχεται όταν στον κόσμο επέρχεται το θέλημα του Θεού, που είναι η αγάπη!
Και προσέφεραν λόγο, μόρφωση, τροφή, στέγη, περίθαλψη, ενδυμασία, κυρίως όμως αλήθεια και αγάπη και ελπίδα ουρανού και αιωνιότητας, τουτέστιν Χριστό στους ανθρώπους. Τελούσαν οι ίδιοι αδιαλείπτως την Θεία Λειτουργία, που σημαίνει ότι εναπέθεταν τα πάντα στον Θεό και έδιναν τον Χριστό ως τροφή και ζωή στους άλλους. Και με το ήθος τους που ήταν δυναμικό, μαρτυρικό, καθαρό, χωρίς περιττές διπλωματίες, έλεγαν τι χρειάζεται αληθινά ο άνθρωπος: Θεό, αγάπη, ελευθερία! Και όταν χρειάστηκε, υπερασπίστηκαν την πίστη και το ήθος τους με παρρησία, με αυταπάρνηση, χωρίς να νοιαστούν για θέσεις και αξιώματα, χωρίς να φοβηθούν ακόμη και όσους εντός της Εκκλησίας επέλεγαν εύκολους δρόμους: της ταύτισης με την εκκοσμίκευση των καιρών, την πρόταξη της εξουσίας χωρίς αλήθεια, την σύνδεση με τους ισχυρούς που ελέγχονταν και γι’ αυτό αντιδρούσαν από την αυθεντικότητα των Τριών Ιεραρχών.
Οι μεγάλοι αυτοί Πατέρες προσέφεραν παιδεία με τον λόγο, τα έργα τους, το ήθος τους. Μ’ αυτό δηλαδή που ήταν! Διότι όλη η ύπαρξή τους μιλούσε γι’ αυτό που έδιναν και ουσιαστικά καλούσαν τους συνανθρώπους τους να ζήσουν. Σε μία εποχή στην οποία παιδεία είναι μόνο η γνώση και η επαφή με τον πολιτισμό των καιρών μας, συχνά διανοητικά και ελάχιστα καρδιακά, οι άγιοι που άλλαξαν τον κόσμο της εποχής τους και μας άφησαν αυθεντικότητα χάρις στην κοινωνία με τον Θεό, μας ωθούν να ξαναδούμε την πορεία μας.
Μεγαλύτεροι και νεώτεροι, γονείς, εκπαιδευτικοί, εκκλησιαστικοί ταγοί, καθημερινοί άνθρωποι, πολιτικοί και επιστήμονες, άνδρες και γυναίκες έχουμε ανάγκη να διδαχτούμε, να επικαλεστούμε, να προβληματιστούμε. Τουλάχιστον, ας τους τιμήσουμε!
[π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»
Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2020]

Τετάρτη, Ιανουαρίου 29, 2020

AΝ ΘΕΛΕΙΣ να συνετίσεις έναν υπερήφανο άνθρωπο


AΝ ΘΕΛΕΙΣ να συνετίσεις έναν υπερήφανο άνθρωπο, μη μεταχειριστείς πολλά λόγια. Θύμισέ του μόνο την ανθρώπινη φύση του και τη ρήση του σοφού Σειράχ: «Γιατί έχει τόση αλαζονεία το χώμα και η στάχτη;» (10:9). Κι αν εκείνος σου πει, ότι χώμα και στάχτη θα γίνει μετά το θάνατό του, δώσ’ του να καταλάβει ότι και τώρα, που ζει, δεν είναι τίποτα περισσότερο. Ας μην ξεγελιέται, βλέποντας την ομορφιά του, έχοντας την υγεία του, νιώθοντας τη δύναμή του, απολαμβάνοντας τις χαρές της σύντομης επίγειας ζωής. Χώμα και στάχτη είναι, «αφού, και όσο ακόμα ζει, αρχίζει η φθορά του» (Σοφ. Σειρ. 10:9). Ας παρατηρήσει ο καθένας μας, πόσο ασήμαντη είναι η ύπαρξή μας. Ας μην περιμένει τη μέρα του θανάτου του, για να συνειδητοποιήσει τη μηδαμινότητά του. Ας την αντιληφθεί από τώρα, στρέφοντας φιλοσοφημένα τη σκέψη του μέσα του και γύρω του, στον εαυτό του και στους άλλους. Ας μη χάσει, όμως, το θάρρος του, διαπιστώνοντας την ανθρώπινη φθαρτότητα. Ο Θεός δεν έκανε έτσι τα πράγματα επειδή μας μισεί, αλλ’ απεναντίας επειδή μας αγαπά και νοιάζεται για μας. Μ’ αυτό τον τρόπο μας παρέχει πολλές αφορμές, για να γινόμαστε ταπεινοί. Αλήθεια, αν ο άνθρωπος, παρόλο που είναι πλασμένος από το χώμα της γης, τόλμησε να πει, «Θ’ ανέβω στον ουρανό» (Ησ. 14:13), πού θα έφθανε με το λογισμό του, αν δεν τον συγκρατούσε σαν χαλινάρι η αδύναμη φύση του;
Όταν, λοιπόν, δεις κάποιον να φουσκώνει από υπερηφάνεια, να τεντώνει το λαιμό του, ν’ ανασηκώνει τα φρύδια του, να κυκλοφορεί με ακριβά αμάξια, να απειλεί, να κάνει κακό στους συνανθρώπους του, πες του «Γιατί έχει τόση αλαζονεία το χώμα και η στάχτη, αφού, και όσο ακόμα ζει, αρχίζει η φθορά του;» (Σοφ. Σερ. 10:9).
Αυτό ισχύει όχι μόνο για τον κοινό άνθρωπο, αλλά και γι’ αυτόν που κάθεται σε βασιλικό θρόνο. Μην κοιτάς τη βασιλική πορφύρα, το στέμμα, τα χρυσοκέ­ντητα ενδύματα. Κοίτα και στοχάσου την ανθρώπινη φύση του βασιλιά. Τότε θ’ αναφωνήσεις κι εσύ μαζί με τον προφήτη: «Κάθε άνθρωπος είναι σαν το χορτάρι κι η δόξα του όλη φευγαλέα σαν το αγριολούλουδο» (Ησ. 40:6).
Γιατί, λοιπόν, υπερηφανεύεσαι, άνθρωπέ μου; Κατέβα από τα ύψη της ανόητης αλαζονείας σου και εξέτασε την ευτέλειά σου. Χώμα και στάχτη είσαι, καπνός και χορτάρι και σκιά, χορτάρι κι αγριολούλουδο. Τι πιο γελοίο από το να καμαρώνεις; Εξουσιάζεις μήπως πολλούς ανθρώπους; Και τι ωφελείσαι, όταν εξουσιάζεις ανθρώπους και εξουσιάζεσαι από τα πάθη σου; Είσαι σαν κι εκείνον που στο σπίτι του δέρνεται από τους υπηρέτες του και στην αγορά εμφανίζεται καμαρωτός επειδή έχει άλλους κάτω από την εξουσία του. Μακάρι να ήσουνα εξουσιαστής των παθών σου και όμοιος μ’ όσους συναντάς στην αγορά. Αν, λοιπόν, είναι αξιοκατάκριτος όποιος υπερηφανεύεται για τις πραγματικές αρετές του, δεν είναι στ’ αλήθεια γελοίος όποιος υπερηφανεύεται για πράγματα ολότελα τιποτένια;
Ταλαίπωρε άνθρωπε! Η ψυχή σου λιώνει από την πιο φοβερή αρρώστια, την αρρώστια της αμαρτίας, κι εσύ καμαρώνεις για τα πολλά σου χρήματα και κτήματα; Μα όλα τούτα δεν είναι δικά σου. Κι αν δεν πιστεύεις στα λόγια μου, κοίτα τι έγινε μ’ εκείνους που έζησαν πριν από σένα. Αν, πάλι, είσαι τόσο μεθυσμένος από τα πλούτη ή τη δόξα και δεν διδάσκεσαι από τα παθήματα των άλλων, περίμενε λίγο, και θα γνωρίσεις από το δικό σου πάθημα τη ματαιότητα των επίγειων αποκτημάτων και απολαύσεων. Όταν θα φεύγεις από τον πρόσκαιρο αυτό κόσμο και δεν θα έχεις πια στην εξουσία σου ούτε μιαν ώρα, όλα όσα διαθέτεις, χωρίς να το θέλεις, θα τ’ αφήνεις σε άλλους, ίσως μάλιστα σ’ εκείνους που πρωτύτερα δεν ήθελες καν ν’ αντικρίσεις.
AΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

Δευτέρα, Ιανουαρίου 27, 2020

Ατένιζα τα σπαθιά, και τον ουρανό συλλογιζό­μουν.


Όταν καταφεύγεις στην Εκκλησία, δεν κατα­φεύγεις σε τόπο. Γιατί η Εκκλησία δεν είναι οι τοίχοι και η σκεπή, αλλά η πίστη και ο βίος, το δόγμα και το ήθος. Τίποτα δεν είναι ίσο με την Εκκλησία. Μη μου αναφέρεις όπλα και τείχη. Γιατί τα τείχη με τον και­ρό παλιώνουν, ενώ η Εκκλησία ποτέ δεν γερνάει. Τα τείχη τα γκρεμίζουν οι βάρβαροι, την Εκκλησία ωστόσο ούτε οι δαίμονες δεν τη νικούν. Και ότι δεν είναι κούφια κομπορρημοσύνη τα λό­για μου, το μαρτυρούν τα πράγματα. Πόσοι και πόσοι δεν πολέμησαν την Εκκλησία! Όλοι τους χά­θηκαν, αυτή όμως υψώθηκε πάνω από τους ουρανούς! Τέτοιο μέγεθος και τέτοιαν ιδιότητα έχει η Εκκλησία: Όταν πολεμείται, νικά· όταν υπονομεύεται, δυναμώνει· όταν συκοφαντείται, γίνεται λα­μπρότερη. Δέχεται τραύματα, μα δεν πέφτει κάτω από τις πληγές· κλυδωνίζεται, μα δεν καταποντίζεται· χειμάζεται, μα δεν ναυαγεί· παλεύει, μα δεν καταβάλλεται· πυγμαχεί, μα δεν νικιέται. Γιατί παραχωρήθηκε ο πόλεμος; Για να παρου­σιαστεί εξαίσιο το τρόπαιο! Ήσασταν παρόντες εκείνη την ημέρα και βλέπατε πόσα όπλα κραδαίνονταν. Η εξαλλοσύνη των στρατιωτικών είχε φουντώσει σαν φωτιά, κι εμείς τρέχαμε στη βασι­λική αυλή. Αλλά τί έγινε; Με τη χάρη του Θεού, τίποτα δεν μας έκανε να δειλιάσουμε. Τα λέω τούτα, για να μεταγγίσω και σ’ εσάς τόλμη και θάρρος. Πώς εμείς δεν δειλιάσαμε; Απλούστατα, γιατί δεν φοβηθήκαμε κανένα από τα τότε δεινά. Αλλωστε τί είναι δεινό; Ο θάνατος; Κά­θε άλλο, αφού γρήγορα καταπλέουμε στο ακύμαντο λιμάνι τ’ ουρανού. Οι δημεύσεις; «Γυμνός βγήκα απ’ την κοιλιά της μάνας μου, γυμνός και θα γυρί­σω πίσω στη μάνα γη» (Ιώβ 1:21). Οι εξορίες; «Στον Κύριο ανήκει η γη και ό,τι τη γεμίζει» (Ψαλμ. 23:1). Οι συκοφαντίες; «Να αισθάνεσθε χαρά και αγαλλίαση, όταν σας κακολογήσουν με κάθε ψεύ­τικη κατηγορία, γιατί θ’ ανταμειφθείτε με το παραπάνω στους ουρανούς» (πρβλ. Ματθ. 5:11-12). Ατένιζα τα σπαθιά, και τον ουρανό συλλογιζό­μουν. Περίμενα τον θάνατο, και την ανάσταση σκε­φτόμουν. Έβλεπα τα επίγεια παθήματα, και αριθμούσα τα επουράνια βραβεία. Αντίκρυζα τις επιβουλές, και είχα στο νου μου το αμαράντινο στε­φάνι. Γιατί ο σκοπός τού αγώνα μου ήταν αρκετός να με παρηγορήσει. Πρόστρεχα στις αρχές, αλλ’ αυτό δεν ήταν για μένα προσβολή και ξεπεσμός. Ξεπεσμός ένα μόνο είναι: η αμαρτία! Κι αν ακόμα όλος ο κόσμος σε προσβάλει, εφόσον εσύ δεν προσβάλεις τον εαυτό σου, δεν έχεις προσβληθεί. Μια και μόνη προδοσία υπάρχει: η προδοσία της συνειδήσεως! Μην προδώσεις εσύ τη συνείδησή σου, και κανείς δεν θα σε προδώσει.
Πέρασε η νύχτα και φάνηκε η μέρα. Ελέγχθηκε η σκιά και παρουσιάστηκε η αλήθεια. Διδαχή ήταν τα γεγονότα. Και έλεγα ενδόμυχα: “Αραγε θα μεί­νουν σωφρονισμένοι, ή θα περάσουν δυο εικοσιτε­τράωρα και θα ξεχάσουν τα πάντα;”. Πάλι τα ίδια και τα ίδια να λέω; Ποιό το κέρδος; Μα ναι! Πολύ κέρδος! Κι αν δεν με ακούσουν όλοι, θα με ακούσουν οι μισοί· κι αν όχι οι μισοί, το ένα τρίτο· ή έστω το τέταρτο· ή έστω δέκα· ή έστω πέντε· ή έστω ένας. Κι αν ούτ’ ένας, εγώ τον μισθό μου τον έχω!
Μη στέκεσαι μακριά από την Εκκλη­σία! Τίποτα δεν είναι ισχυρότερο από την Εκκλη­σία! Η ελπίδα σου η Εκκλησία, η σωτηρία σου η Εκκλησία, το καταφύγιό σου η Εκκλησία! Είναι υψηλότερη από τον ουρανό, είναι πλατύτερη από τη γη! Ποτέ δεν γερνάει, πάντοτε ακμάζει. Η Γραφή την αποκαλεί βουνό, για να δηλώσει την ασάλευτη στερρότητά της· παρθένο, για την αφθορία της· βασίλισσα, για τη μεγαλοπρέπειά της· θυγατέρα, για τη συγγένεια με τον Θεό· στεί­ρα που γέννησε εφτά, για την πολυτεκνία της… Μύριες ονομασίες, για να παραστήσει την ευγένειά της, όπως ακριβώς και ο Κύριός της έχει πολλά ονόματα. Για όλα τούτα ας ευχαριστήσουμε τον Θεό, για­τί σ’ Αυτόν αποκλειστικά ανήκει η δόξα στους αι­ώνες των αιώνων. Αμήν!
Λόγος Β΄Εις Ευτρόπιον

Κυριακή, Ιανουαρίου 26, 2020


Ἡ πρώτη ἀναγγελία τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς γίνεται τὴν Κυριακὴ ποὺ διαβάζουμε τὴν Εὐαγγελικὴ περικοπὴ γιὰ τὸ Ζακχαῖο (Λουκ. 19, 1-10). Εἶναι ἡ ἱστορία ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ἦταν πολὺ κοντὸς στὸ ἀνάστημα καὶ δὲν μποροῦσε νὰ δεῖ τὸν Ἰησοῦ, ἀλλὰ παρ’ ὅλα αὐτὰ εἶχε τόσο διακαὴ ἐπιθυμία νὰ Τὸν δεῖ ποὺ σκαρφάλωσε σ’ ἕνα δέντρο. Ὁ Ἰησοῦς ἀπάντησε στὴν ἐπιθυμία του καὶ πῆγε στὸ σπίτι του. Ἔτσι τὸ θέμα αὐτῆς τῆς πρώτης προαγγελίας εἶναι ἡ ἐπιθυμία. Ὁ ἄνθρωπος ἀκολουθεῖ τὶς ἐπιθυμίες του. Μπορεῖ ἀκόμη νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὅλος μιὰ ἐπιθυμία καὶ αὐτὴ τὴ βασικὴ ψυχολογικὴ ἀλήθεια γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση τὴν ἀναγνωρίζει τὸ Εὐαγγέλιο: «ὅπου γὰρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν» λέει ὁ Χριστός. Μιὰ ἀσίγαστη ἐπιθυμία ξεπερνάει τοὺς φυσικοὺς περιορισμοὺς τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν παθιασμένα ἐπιθυμεῖ κάτι, κάνει πράγματα ποὺ κάτω ἀπὸ «ὁμαλὲς» συνθῆκες θὰ ἦταν ἀδύνατο νὰ τὰ κάνει. Ἂν καὶ «κοντὸς» ὑπερβαίνει τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Τὸ μόνο πρόβλημα, λοιπόν, εἶναι κατὰ πόσο ἐπιθυμοῦμε πράγματα σωστά, κατὰ πόσο ἡ δύναμη τῆς ἐπιθυμίας μέσα μας σκοπεύει σὲ σωστὸ τέρμα ἢ κατὰ πόσο – ὅπως λέει ὁ ὑπαρξιστὴς ἄθεος Jean Paul Sartre – ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα «ἄχρηστο πάθος». Ὁ Ζακχαῖος ἐπιθυμοῦσε τὸ «σωστό», ἤθελε νὰ δεῖ καὶ νὰ πλησιάσει τὸ Χριστό. Ὁ Ζακχαῖος εἶναι τὸ πρῶτο σύμβολο μετάνοιας, γιατὶ ἡ μετάνοια ἀρχίζει σὰν μιὰ ἀνακάλυψη τῆς βαθιᾶς φύσης ὅλης τῆς ἐπιθυμίας: τῆς ἐπιθυμίας γιὰ τὸ Θεὸ καὶ τὴ δικαιοσύνη Του, γιὰ τὴν ἀληθινὴ ζωή. Ὁ Ζακχαῖος εἶναι «κοντός», ἀσήμαντος, ἁμαρτωλός, μὲ περιορισμένη αἴσθηση εὐθύνης, ἀλλὰ ἡ σφοδρὴ ἐπιθυμία του τὰ ξεπερνάει ὅλα αὐτά. Κατὰ κάποιο τρόπο «ἐκβιάζει» τὸ Χριστὸ νὰ τὸν προσέξει· φέρνει τὸ Χριστὸ στὸ σπίτι του. Ἀκριβῶς αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη ἀγγελία, ἡ πρώτη πρόσκληση· δική μας ὑπόθεση εἶναι τὸ νὰ ἐπιθυμήσουμε αὐτὸ ποὺ εἶναι βαθύτερο καὶ πιὸ ἀληθινὸ μέσα στὸν ἑαυτό μας, νὰ ἀναγνωρίσουμε τὴν πείνα καὶ τὴ δίψα γιὰ τὸ Ἀπόλυτο ποὺ βρίσκεται μέσα μας, εἴτε τὸ ξέρουμε εἴτε ὄχι, καὶ ποὺ ὅταν ξεκλίνουμε καὶ ἀπομακρύνουμε τὶς ἐπιθυμίες μας ἀπ’ αὐτό, τότε γινόμαστε, πραγματικά, ἕνα «ἄχρηστο πάθος». Ἂν ὅμως ἐπιθυμοῦμε βαθιά, ἐπιθυμοῦμε εἰλικρινά, τότε ὁ Χριστὸς ἀνταποκρίνεται.
+π.Αλεξ.Σμέμαν

Σάββατο, Ιανουαρίου 25, 2020

Κυριακή ΙΕ΄Λουκά:“Ὁμιλία εἰς τὸν Ζακχαῖον τὸν Τελώνην”


Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
Ὅσοι ἐπιθυμοῦν τὰ καλά, δέ διαφέρουν ἀπὸ τοὺς διψασμένους, ἀγαπητοί. Ὅσο δὲ βρίσκουν αὐτὸ ποὺ ζητοῦνε, τόσο ἀνάβει ἡ δίψα τους γιὰ ὅ,τι ποθοῦν. Καὶ τὴ νύχτα ὀνειρεύονται σὰ διψασμένοι τίς πηγές τῶν πόθων τους. Κι ὅταν ξημερώση πηγαίνοντας ἀπό τόπο σέ τόπο, μέ ἀεικίνητα μάτια βλέποντας γύρω, ἀναζητοῦν αὐτά πού ποθεῖ ἡ καρδιά τους.
Κι ὅπως ὁδοιπόροι, πού σέ ὥρα μεσημεριοῦ διασχίζουν ἄνυδρο τόπο, ἀναγκασμένοι ἀπὸ τὴ δίψα βλέπουν γύρω τους πηγές· καὶ πολλὲς φορὲς θὰ τοὺς δῆς ν’ ἀνεβαίνουν καὶ βουνὰ ὅπου ὑπάρχει πηγή· κι ὅταν ἀπό μακριὰ τὴ δοῦν, χαίρονται καὶ συνεχίζουν τὴν πορεία τους πρὸς αὐτὴ μέ βιάση· ἔπειτα φθάνουν στὴν πηγὴ καὶ σβήνουν μὲ τὸ νερὸ τὴ δίψα τους· τέτοιοι εἶναι κι οἱ φίλοι τοῦ Χριστοῦ. Τὴν ἡμέρα ἀναζητοῦν τὸν ποθητό τους Χριστὸ μὲ καλά ἔργα καὶ τὴ νύχτα εἶναι κοντά του μὲ τὴν προσευχή κι ὅταν κοιμοῦνται βλέπουν στὸ ὄνειρό τους ὅτι περπατοῦν μαζί του.
Ὅταν στὰ ὁράματά τους τὸν ἰδοῦν ἀπὸ μακριά χαίρονται κι ἀναγαλλιάζουν καθὼς οἱ διψασμένοι, ὅταν βροῦν τὶς πηγὲς ποὺ ποθοῦν. Κι ὅταν ξυπνήσουν θέλουν νά ξανακοιμηθοῦν, γιὰ ν’ ἀντικρύσουν στὸν ὕπνο τους τὴν ἴδια πάλι ὁπτασία.
Τέτοιος καὶ ὁ Ζακχαῖος ποὺ διαβάσαμε πρὶν ἀπὸ λίγο στὸ Εὐαγγέλιο. Δῆτε τον ποὺ τρέχει καὶ ὁ θεῖος πόθος τὸν πυρπολεῖ· σκαρφαλώνει στὸ δένδρο καὶ ψάχνει γύρω τὸν Ἰησοῦ, γιὰ νὰ δῆ τὴ ζωοδότρα πηγή.
Κι ὅταν ὁ Ζακχαῖος ἀντίκρυσε τὸν Κύριο, ξεκούρασε τὴν ὅραση του, περισσότερο ὅμως ἀναρρίπισε τὸν πόθο στὴν καρδιά του· «Μπῆκε λοιπόν ὁ Ἰησοῦς στὴν Ἱεριχὼ καὶ περιπατοῦσε στὸν δρόμο. Βρῆκε κάποιον λεγόμενο Ζακχαῖο. Ἦταν ἀρχιτελώνης καὶ πολὺ πλούσιος. Ἤθελε πολὺ νὰ ἰδῆ τὸν Ἰησοῦ ποὺ ἦταν νὰ περάση ἀπὸ κεῖ».
Πρόσεξε, ἀγαπητέ μου, τόν πόθο τῆς ψυχῆς του. Δέν μποροῦσε ὅμως νὰ δῆ ἀπὸ τὸ πλῆθος, γιατὶ ἦταν μικρὸ τὸ ἀνάστημά του. Τρέχει λοιπὸν μπροστά κι ἀνεβαίνει σὲ μιὰ μουριὰ γιὰ νὰ δῆ τὸν Ἰησοῦ, ποὺ ἦταν νὰ περάση ἀπὸ κεῖ. Ὁ Ζακχαῖος μὲ τὸ μικρὸ ἀνάστημα καὶ τὴν πολλὴ γνώση ζητοῦσε νὰ δῆ τὸν Χριστὸ, ἐπιθυμοῦσε νὰ δῆ τὸ θεὸ μέσα στοὺς ἀνθρώπους πού χάριζε τὸν οὐρανό, ἤθελε νὰ δῆ τὸ δημιουργὸ τῶν ἀγγέλων, νὰ δῆ νὰ βαδίζη μὲ βήματα ἀνθρώπου ὁ φωτοδότης τοῦ οὐρανοῦ, ὑπέργειου φωτός.
Ζητοῦσε νὰ δῆ πῶς ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης καθισμένος στὸ νέφος πλημμύρισε μὲ φῶς τῶν πιστῶν τὰ ψυχικὰ μάτια. Ζητοῦσε νὰ δῆ τὸ θεὸ Ἰησοῦ, τὸν ὡραῖο, τὸν ποθητὸ, τὸ γλυκύ, ποὺ μὲ τὄνομά του δηλώνει καὶ τὴν πράξη. Νὰ δῆ τὸ πορφυρόμαλλο πρόβατο, ποὺ τὸ αἶμα του ἔγινε τὸ τίμημα τῆς οἰκουμένης καὶ τὸ μαλλί του ἔντυσε τοὺς γυμνοὺς ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ ὡς τὸ τέλος. Ἐπιθυμοῦσε νὰ δῆ ὁ αἰχμάλωτος στρατιώτης τὸ βασιλιά του, τὸ πρόβατο τὸ βοσκό του, ὁ παραπλανημένος τὸ δρόμο του, ὁ σκοτισμένος τὸ φῶς. Ἐπιθυμοῦσε νὰ δῆ τὸν κήρυκα τῆς εὐσεβείας, αὐτὸς ποὺ δὲν εἶχε γευτῆ τὴ γλυκύτητα τῆς θεογνωσίας.
Ζητοῦσε νὰ δῆ ὁ ἄρρωστος τὴν ὑγεία του, ὁ πεινασμένος τὴν οὐράνια τροφή, ὁ διψασμένος τὴν ζωοδότρα πηγή. Ἐπιθυμοῦσε νὰ δῆ τὸν ἐμψυχωτὴ τῶν ἱερέων καὶ τὸν ξυπνητὴ τοῦ Λαζάρου. Ὤ, τὸ θεϊκὸ ἔρωτα! Ὤ, τὴν ἐπιθυμία! Ὤ, τὸ χρυσόφτερο ἔρωτα, ἤ καλύτερα τὸν ἔρωτα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀνεβάζει στὸν οὐρανὸ τὴν ψυχὴ ποὺ τὸν ἔχει. Ὁ θεϊκὸς ἔρωτας ποὺ τὸν ἐσήκωσε ἀπὸ τὴ γῆ, τὸν ἔκαμε κιόλα ν’ ἀνεβῆ στὸ δένδρο.
Δὲν τὸν ἄφησε νὰ ἐξακολουθήση νὰ βλέπη τὰ πράγματα τῆς γῆς, οὔτε καὶ νὰ συναστρέφεται τοὺς ἀνθρώπους. Ἀλλὰ τὴ θεία ἀγάπη ποθῶντας σρέφει τὸ βλέμμα στὰ οὐράνια ἀγαθά. Ἀπὸ τὰ γήινα τρέχει πρὸς τὰ οὐράνια, ποὺ προκαλοῦσαν τὴν προθυμία του κι ἀφοῦ σκαρφάλωσε στὸ δέντρο ἔψαχνε γύρω ἀπὸ τὸ Χριστὸ καὶ μὲ φαντασία βρισκόταν στὸν οὐρανό. Κι ὅταν εἶδε ὁ Ζακχαῖος τὸ Χριστὸ τοῦ μίλησε ταιριαστά. 
Σ’ ἐσένα σήκωσα τὰ μάτια μου ποὺ κατοικεῖς στὸν οὐρανό. Εἶδε τὸν Κύριο ὁ Ζακχαῖος καὶ δυνάμωσε ἡ ἐπιθυμία του περισσότερο. Τὸν ἄγγιξε στὴν ψυχή κι ἔγινε διαφορετικὸς ἄνθρωπος· ἀπὸ τελώνης ζηλωτής, ἀπὸ ἄπιστος πιστός, ἀπὸ λύκος πρόβατο σφραγισμένο γιὰ τὴ σφαγή. Ποιός νιώθει τέτοια ἐπιθυμία γιὰ τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα του, ποιός ἀγάπησε τὴ γυναίκα ἤ τὰ παιδιὰ του, ὅπως ὁ Ζαχκαῖος τὸν Κύριο, ὅπως φανερώνουν τὰ ἴδια τὰ πράγματα; Μοίρασε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς φτωχοὺς καὶ τετραπλάσια ἔδωσε σ’ ὅποιους ἐσυκοφάντησε. Συμπεριφορὰ ἄριστη μαθητοῦ, καὶ δασκάλου ἐπιείκεια καὶ δύναμη θεϊκή· ἀπὸ τὴ θέα του μόνο ὁ Ἰησοῦς ὁδηγεῖ στὴν πράξη. 
Κανένα διδακτικό λόγο δὲν εἶχε πεῖ ὁ Κύριος στὸ Ζακχαῖο, παρουσιάστηκε μόνο σ’ αὐτὸν ποὺ τὸν ποθοῦσε καὶ ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς του τραβιόταν ἐπάνω ἡ δύναμη τῆς πίστεως. Παρόμοιο ἔγινε καὶ στὴν αἱμορροοῦσα· ἦρθε κοντὰ στὸν Κύριο καὶ ζητοῦσε νὰ τὴ θεραπεύση, μὰ δὲ δεχόταν νὰ τοῦ ἀγγίξη τὸ χέρι. Κι ἐκείνη τοῦ ἀγγίζει κρυφά τὴν ἄκρη ἀπ’ τά ροῦχα του. Καὶ τῆς θεραπείας τὴ δύναμη σὰ σφουγγάρι μὲ τὸ ἄγγιγμά της τὴν τράβηξε. Κι ὁ Ζαχκαῖος ἐνεργοῦσε ἀσυναίσθητα, κινημένος ἀπὸ βία θεϊκὴ καὶ ἀπὸ πνευματικὸν ἔρωτα ἀναμμένος ἀνέβαινε στὴ μουριὰ.
Ὁ Κύριος ὅμως ἀνακαλύπτοντας κάποιο μυστικὸ τοῦ λέει, κατέβα. Γνώρισα τὴν ψυχή σου, γνώρισα τὸν ἱερὸ ἔρωτά σου· Κατέβα. Θυμήσου ὅτι κι ὁ Ἀδὰμ ὅτνα ἔνιωσε τὴ γυμνότητά του, κρύφτηκε πίσω ἀπὸ τὴ συκιά. Καὶ σὺ ποὺ θέλεις νὰ σωθῆς, μὴν τρέχῃς πάνω στὴ μουριά. Πρέπει νὰ τὴν ξηράνω αὐτὴ τὴ μουριὰ καὶ νὰ φυτέψω ἄλλη, τὸ σταυρό. Ἐκεῖνος εἶναι τὸ εὐλογημένο δέντρο καὶ σ’ αὐτὸ νὰ ὁδηγῆς τὰ βήματα τῆς ψυχῆς σου. Ἀπὸ αὐτὸ ἀκοντίζεσαι ἀμέσως στὸν οὐρανό.
Ἐνῶ στῆς μουριᾶς τὰ φύλλα καὶ τὸ φίδι περιπλέκεται, καὶ σ’ αὐτὴ κρύβεται καὶ σ’ αὐτὴν ἐκλώσσησε τὰ μικρά του. Κατέβα γρήγορα, προτοῦ ἀρχίση νὰ ψιθυρίζη στὴν ψυχή σου, ὅπως καὶ στὴν Εὔα ποὺ τὴν ἔπεισε νὰ δοκιμάση τὴ γλυκειὰ ἡδονή. Κατέβα γρήγορα. Ὅσο στέκομαι ἐγώ, κατέβα ἀπ’ αὐτή· ὅταν τὸ βλέπω ἐγώ, ἐκεῖνο φιμώνεται. Κατέβα γρήγορα, δὲ θέλω νὰ σ’ ἀφήσω πάνω στὴ μουριά, δὲ θέλω νὰ χαθῇς. 
Δικὸ μου πρόβατο εἶσαι, σ’ ἐμένα ἔτρεξες. Κατέβα γρήγορα καὶ περίμενέ με στὸ σπίτι σου. Πρέπει νὰ ξεκουραστῶ ἐκεῖ. Ὅπου ὑπάρχει πίστη, ἐκεῖ ξεκουράζομαι. Ὅπου ὑπάρχει ἀγάπη, ἐκεῖ πηγαίνω. Ξαίρω τί θὰ κάμης σὲ λιγο· ξαίρω ὅτι θὰ δώσης ὅλα τὰ ὑπάρχοντά σου στοὺς φτωχοὺς καὶ πρῶτα ὅτι θὰ ἐπιστρέψης τὸ τετραπλάσιο σ’ ὅσους ἐσυκοφάντησες. 
Σὲ τέτοιους ἀνθρώπους μ’ εὐχαρίστηση φιλοξενοῦμε. Κι ὁ Ζακχαῖος κατέβηκε βιαστικός, πῆγε στὸ σπίτι του κι ὑποδέχτηκε τὸν Ἰησοῦ. Καὶ γεμᾶτος χαρά, εἶπε ἀφοῦ στάθηκε –οὔτε περπατῶντας, οὔτε καθισμένος ἀλλὰ ἀλλὰ ἀφοῦ στάθηκε, γιὰ νὰ δείξη τὴν ἀμετάθετη ἀπόφασή του- καὶ ἀφοῦ στάθηκε μίλησε, ὅταν μὲ θερμὴ ψυχὴ κι ἀμεταμέλητη ἀπόφαση ἀποδυόταν στὸν ἀγῶνα. Ἤξαιρε ποῦ σπέρνει καὶ ποῦ ἦταν νὰ θερίση καὶ εἶπε· Δίνω στοὺς φτωχοὺς τὰ μισὰ ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά μου καὶ γυρίζω τὸ τετραπλάσιο σ’ ὅσους ἐσυκοφάντησα.
Ὤ ἄδολη ἐξομολόγηση, ποὺ βγαίνει ἀπὸ καρδιὰ καθαρή. Ἐξομολόγηση ἀθάμπτωτη –μπροστὰ στὴν ἀθάμπωτη δόξα τοῦ θεοῦ- πού εἶναι ἡ πίστη ἡ πνοή της κι ἡ δικαιοσύνη τὸ ἄνθος της. Αὐτῆς τῆς δικαιοσύνης ἄς μᾶς κάμη ἄξιους ὁ Θεὸς τῶν ὅλων μὲ τὴ χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ’ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


Παρασκευή, Ιανουαρίου 24, 2020

Ηράσθης της όντως σοφίας Θεού και των λόγων το κάλλος ηγάπησας ...


Ένας ευαίσθητος ποιητής, ένας πληγωμένος αετός του πνεύματος, ένας υμνητικός ερωδιός της εσταυρωμένης Αγάπης, υψιπέτης και ουρανόφρων ησυχαστής που μόνο με ένα βλέμμα του σιωπηλό αναχαίτισε τους εχθρούς του… ο Γρηγόριος. Ποιος τον γνώρισε, έστω και λίγο και δε σαγηνεύτηκε, δε τον αγάπησε!
Η ευαισθησία χαρακτήριζε το είναι του και τον οδηγούσε σε αλλεπάλληλες απογοητεύσεις, σ’ ένα είδος συνεχούς φυγής από καταστάσεις… γιατί δεν μπορούσε ν’ αντέξει τις δολοπλοκίες, τις ίντριγκες. Ποιητής με ευγενική και βαθειά ψυχή. Εκ φύσεως έρρεπε προς τη σιωπή και την αποχώρηση, και πάντα ζητούσε την απομόνωση για να μπορέσει να αφιερωθεί στην προσευχή. Η μόνωση, έλεγε ο ιερός «αετός» της θεολογίας, αποτελεί «έρως του καλού της ησυχίας και της αναχωρήσεως». Σε άλλο έργο του σημειώνει ότι η απομόνωση από τον κόσμο είναι η συνεργός και η μητέρα της θείας και θεοποιού αναβάσεως. Μόνο έτσι η ψυχή θα μπορέσει να προσεγγίσει το Θεό. Η «απραξία», δηλαδή ο μοναχικό βίος που σκοπό έχει τη θεοπτία θεωρείται για το Γρηγόριο ως η μέγιστη πράξη της ζωής του.
Πίστευε ότι «μεγίστη πράξις εστιν η απραξία» (Επιστ. 49), ο θεωρητικός ή θεοπτικός βίος. Η αλλαγή του κόσμου αρχίζει από την εσωτερική μας αλλαγή: “Καθαρθήναι δεί πρώτον, είτα καθάραι∙ σοφισθήναι και ούτω σοφίσαι∙ γενέσθαι φως και φωτίσαι∙ εγγίσαι Θεώ και προσαγαγείν άλλους∙ αγιασθήναι και αγιάσαι, χειραγωγήσαι μετά χειρών, συμβουλεύσαι μετά συνέσεως”.(Λόγος 3. 71. PG 35. 480 B). Απέφευγε συστηματικά την δραστηριοποίηση του στο έργο της Εκκλησίας, αλλά τελικά και ποιμαντική φροντίδα ανέλαβε και τα μεγάλα θεολογικά προβλήματα αντιμετώπισε. 
Γράφει ο ιερός νηπτικός: «Ποιος θα μού δώσει», λέει ο θείος Δαβίδ δυσκολευόμενος από τα κατ’ αυτόν, «φτερά σαν του περιστεριού, για να πετάξω και να ηρεμήσω;» (Ψαλμ. 54.7) Προκειμένου να απομακρυνθεί από τα παρόντα κακά, επιζητεί φτερά περιστεριού• είτε επειδή είναι ελαφρύτερα και ταχύτερα, γιατί τέτοιος είναι ο κάθε δίκαιος• είτε επειδή σκιαγραφούν το Άγιον Πνεύμα, με μόνη την βοήθεια του οποίου αποφεύγουμε τα δεινά. (PG 35.965 εξ.Τίς δώσει μοι πτέρυγας ωσεὶ περιστεράς;)   Ο άγιος Γρηγόριος, ένας πληγωμένος ποιητής, ένας αποτραβηγμένος στην ερημιά πατέρας, για την ειρήνη της Εκκλησίας. Εξυμνώντας σε μια ομιλία του την ειρήνη, αναφωνεί: «Ειρήνη φίλη, το γλυκύ και πράγμα και όνομα… Ειρήνη το εμόν μελέτημα και καλλώπισμα… Ειρήνη φίλη, το παρά πάντων μεν επαινούμενον αγαθόν, υπ’ ολίγων δε φυλασσόμενον..». Σε επιστολή (20) προς τον αδελφό του Καισάριο, που πέρασε κάποια δοκιμασία, γράφει: «Κάμνουσα… ψυχή εγγίζει Θεώ». Το κέρδος του πόνου είναι ότι η ψυχή στον πόνο της προσεγγίζει το Θεό. Και αλλού γράφει: Η μόνωση, είναι η συνεργός και η μητέρα της θείας και θεοποιού αναβάσεως. Μόνο έτσι η ψυχή θα μπορέσει να προσεγγίσει το Θεό. «Εμοί δε μεγίστη πράξίς εστιν η απραξία». Απεχώρησε για να πάη να βρη “την φίλη του ησυχία”. Έγραψε στον Βοσπόριο, επίσκοπο Καισαρείας, «θα αποσυρθώ στο Θεό, που είναι ο μόνος καθαρός και χωρίς δολιότητα. Θα αποσυρθώ στον εαυτό μου. Η παροιμία λέγει ότι μόνον οι ανόητοι σκοντάφτουν δυο φορές στην ίδια πέτρα». «Είναι καλό να ακολουθείς το Χριστό, όταν εκείνος διώκεται». «Καλύτερα να προσεύχεται ο άνθρωπος και να συνομιλεί με το Θεό, παρά ν’ αναπνέει• και αν μπορεί κανείς να πει και τούτο, πως πρέπει κανείς να μην κάνει τίποτε άλλο παρά τούτο μονάχα το έργο, δηλαδή να προσεύχεται».
«Τι είναι αυτό που έπαθα, φίλοι και μύστες και συνεραστές της αλήθειας; Έτρεχα για να κατανοήσω τον Θεό και έτσι ανέβηκα στο όρος (την θεολογία) και πέρασα μέσα από τη νεφέλη και βρέθηκα μέσα… Όταν δε κοίταξα, μόλις και είδα τα οπίσθια του Θεού… και εκεί έσκυψα». (28ο λόγο). Και λέγει ο υμνωδός σε ένα τροπάριο «Τω της θεολογίας όρει προσέβης, τα θεία μυσταγωγούμενος, θεοφάντορ Γρηγόριε∙ και τον άδυτον υπελθών γνόφον, την θεοτύπωτον εδέξω νομοθεσίαν, ομοούσιον, εγγεγραμμένην Τριάδα» (Ανέβηκες στο όρος της θεολογίας, οδηγούμενος στη μύηση των θείων, θεοφάντορ Γρηγόριε. Κι αφού μπήκες μέσα στο μυστήριο του φωτός του Θεού, δέχτηκες την θεοτύπωτη νομοθεσία, γραμμένη ως ομοούσια Τριάδα). Οπως παλιά ο Μωυσής, πόθησες και αυτός να δει τον αιώνιο Θεό. Και αξιώθηκε να δει τα «οπίσθια» Αυτού.
Αποσύρθηκε για τέσσερα περίπου χρόνια στη Σελεύκεια (Ισαυρίας) στον εκεί ναό της αγίας Θέκλας, πραγματοποιώντας το παλαιό του όνειρο για μοναστική ζωή, νηπτικό βίο, ησυχία και θεωρία. Εκεί τον βρήκε ο θάνατος του αγαπημένου φίλου του Βασιλείου και η λύπη του υπήρξε άρρητη, γιατί λόγω ασθενείας δεν μπόρεσε να τον προπέμψει.

Γρηγόριος ο Θεολόγος_Святой Григорий Богослов_ St. Gregory the TheologianЦерковь Св. Николая Орфаноса в Фессалониках1_1323
Γράφει προς τον φίλο του τον ρήτορα Ευδόξιο αυτήν την εποχή: «Ερωτάς, πώς τα ημέτερα. Και λίαν πικρώς. Βασίλειον ουκ έχω, Καισάριον ουκ έχω, τον πνευματικό αδελφό και σωματικόν. «Ο πατήρ μου και μήτηρ μου εγκατέλειπόν με;» μετά του Δαβίδ φθέγγομαι. Τα του σώματος πονηρώς έχει, το γήρας υπέρ κεφαλής, φροντίδων επιπλοκαί, πραγμάτων επιδρομαί, τα των φίλων άπιστα, τα της Εκκλησίας αποίμαντα. Έρρει τα καλά, γυμνά τα κακά, ο πλους εν νυκτί, πυρσός ουδαμού, Χριστός καθεύδει. Τί χρη παθείν; Μία μοι των κακών λύσις, ο θάνατος. Και τα εκείθεν μοι φοβερά, τοις εντεύθεν τεκμαιρομένω». (Βλ. Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου συγγράμματα, ἐκδ. ΕΠΕ, 7, σ. 152). Δηλαδή,

«Ρωτάς, πώς πάνε τα δικά μου; Πολύ άσχημα! Δεν έχω τον Βασίλειο, δεν έχω τον Καισάριο, τον πνευματικό μου αδερφό, και το σωματικό. Ο πατέρας και η μητέρα μου μ’ εγκαταλείψαν, λέγω κι εγώ μαζί με το Δαυίδ. Το σώμα μου είναι σε κακή κατάσταση, το γήρας βαραίνει το κεφάλι μου, οι φροντίδες περιπλέκονται, τα ζητήματα επιτίθενται, η φιλία δεν έχει εμπιστοσύνη, η Εκκλησία χωρίς ποιμένες. Έφυγαν τα καλά, τα δεινά προκαλούν, το ταξίδι μας μέσα στη νύχτα, φάρος πουθενά, ο Χριστός κοιμάται. Τι μου μέλλεται τάχα; Μια μόνο βλέπω λύση των συμφορών, το θάνατο. Και τα εκεί όμως τα βλέπω ζοφερά, συμπεραίνοντας από τα εδώ».
Πώς να μην αγαπήσεις αυτόν τον αγιασμένο άνθρωπο της λεπτότητας, τον τρυφερό και ευαίσθητο ποιητή, τον αληθινό και στοργικό φίλο, τη βαθειά ευγενική ψυχή, που ολόκληρη είναι ένας πόνος, μια πληγή για όλους μας και για όλα!!! Αετός υψιπέτης του πνεύματος και της Θεολογίας αλλά και τόσο ανθρώπινος! 



Το 372 ο Βασίλειος, χειροτόνησε χωρίς τη θέλησή του τον Γρηγόριο επίσκοπο για την άσημη κωμόπολη Σάσιμα. Αντί όμως να μεταβεί εκεί, κατέφυγε σε ορεινό μέρος και γύρισε μόνο όταν ο πατέρας του υποσχέθηκε ότι δεν θα τον πιέσει να πάει στα Σάσιμα, τα οποία και απλώς επισκέφτηκε. Για την πρωτοβουλία αυτή ο Γρηγόριος θα παραπονείται σε όλη του την ζωή γιατί ο Βασίλειος δεν έδειξε καμιά κατανόηση για τη λαχτάρα που είχε να ζήσει με σιωπή και ειρήνη,… Μετά τον θάνατο του πατέρα του (374) επωμίστηκε προσωρινά όλη την ευθύνη της επισκοπής. Όταν όμως διαπίστωσε ότι επίτηδες οι συμπολίτες του δεν φρόντιζαν να εκλεγεί νέος επίσκοπος (για να κρατήσουν εκεί τον ίδιο τον Γρηγόριο), έφυγε «σαν ένας φυγάς» στη Σελεύκεια (Ισαυρία) κι εγκαταστάθηκε για τέσσερα περίπου χρόνια στον εκεί ναό της αγίας Θέκλας, πραγματοποιώντας το παλαιό του όνειρο για μοναστική ζωή, νηπτικό βίο, ησυχία και θεωρία. Στο τέλος του 378 αρρώστησε τόσο, που δεν μπόρεσε να ταξιδέψει στην Καισάρεια, όπου ο Βασίλειος κοιμήθηκε και κηδεύτηκε την 1.1.379. Το γεγονός συγκλόνισε την ευαίσθητη ψυχή του. Τέλος υπέκυψε στις παρακλήσεις ορθοδόξων της Κωνσταντινουπόλεως (379) και μετέβη εκεί, όπου οι ναοί όλοι ανήκαν στους αρειανούς, που κυριαρχούσαν για σαράντα χρόνια. Στήριξε τους ορθοδόξους αλλά οι αρειανοί αντέδρασαν βίαια. Του επιτέθηκαν βάναυσα πετροβολώντας τον, και οι αντίπαλοί του τον κατηγόρησαν ότι προκαλεί φιλονικείες και διαταράσσει την ειρήνη και δεν δίστασαν να επιχειρήσουν την δολοφονία του. Ευτυχώς ο δολοφόνος, μόλις βρέθηκε μπροστά στον ασκητή και θεολόγο επίσκοπο, ξέσπασε σε κλάματα και μετανόησε. Απογοητευμένος ο Γρηγόριος αποφάσισε να φύγει, αλλά οι παρακλήσεις των ορθοδόξων τον έπεισαν να μείνει . Εξελέγη επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Η Β’ Οικουμενική Σύνοδος, που συνήλθε τον Μάιο του 381, του επιφύλαξε τιμές αλλά και πικρίες, οι επίσκοποι Μακεδονίας και Αιγύπτου, που κλήθηκαν κι έφτασαν καθυστερημένα, αμφισβήτησαν την κανονικότητα του Γρηγορίου ως επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, με την πρόφαση ότι είχε μετατεθεί από τα Σάσιμα. Η ευαισθησία του Γρηγορίου είχε τρωθεί. Αδύνατος να κάμει διπλωματικούς ελιγμούς, προκάλεσε την δυσαρέσκειαν των αντιφρονούντων. Και είπε ότι εάν αυτός ήταν αίτιος της διαιρέσεως, ας ερρίπτετο στην θάλασσα όπως ο Ιωνάς, για να παύση η τρικυμία. Και απεχώρησε για να πάη να βρη “την φίλη του ησυχία”. Έγραψε στον Βοσπόριο, επίσκοπο Καισαρείας, «θα αποσυρθώ στο Θεό, που είναι ο μόνος καθαρός και χωρίς δολιότητα. Θα αποσυρθώ στον εαυτό μου. Η παροιμία λέγει ότι μόνον οι ανόητοι σκοντάφτουν δυο φορές στην ίδια πέτρα». Έφυγε αμέσως για την πατρίδα και αποσύρθηκε οριστικά στην Αριανζό. Εκεί έζησε με άσκηση και συγγραφή (ποιημάτων) τα τελευταία χρόνια του. Ταξίδεψε στα μοναστήρια της ερήμου στη Λαμίδα και σ’ άλλα μέρη. Εξασθένησε και πολλές φορές ζήτησε ανακούφιση σε λουτροθεραπείες. Κοιμήθηκε το 390.

iconandlight

Δευτέρα, Ιανουαρίου 20, 2020

Μέγας Ευθύμιος: Ο ήλιος της ερήμου

Αληθινά κράζει ο προφήτης: «Αγαλλιάσθω η έρημος και ανθήτω ως κρίνον». Με τη θρησκεία του Χριστού γεμίσανε οι ερημιές από αγίους ανθρώπους, από άνθη πνευματικά. «Και αντί της στιβής, αναβήσεται κυπάρισσος, αντί δε της κονίζης, αναβήσεται μυρσίνη». Και ο υμνωδόςγια τον καθένα απ  αὐτοὺς τους αγγελικούς κατοίκους της ερήμου, που είχανε το δάκρυ καθημερινό, αλλά όχι το δάκρυ της απελπισίας,αλλά της κατανύξεως το «χαροποιόν δάκρυον» ψέλνει παθητικά: «Ταις των δακρύων σου ροαίς, της ερήμου το άγονον εγεώργησας, και τοις εκ βάθους στεναγμοίς εις εκατόν τους πόνους εκαρποφόρησας, και γέγονας φωστήρ, τη οικουμένη λάμπων τοις θαύμασι, Ευθύμιε πατήρ ημών όσιε. Πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ σωθήναι τας ψυχάς ημών.»
megevfimii2
Ο άγιος Ευθύμιος ο Μέγας, που εορτάζει τη μνήμη του η Εκκλησία στις 20 του Ιανουαρίου, εστάθηκε ένας από τους φωστήρες της ασκητικήςπολιτείας. Γεννήθηκε στη Μελιτηνή της Αρμενίας στα 377 μ.X. Αληθινά εκ κοιλίας μητρός ήτανε αγιασμένος, γιατί αφοσιώθηκε στο Θεό απότριών χρονών παιδί. Ο Κύριλλος ο Σκυθοπολίτης, που μόνασε στο κοινόβιο του αγίου Ευθυμίου ύστερα από την κοίμηση του αγίου, γράφει πως από τα πρώτα χρόνια της ηλικίας του το στόμα του αενάως δοξολογούσε το Θεό, η χαρά του ήτανε να πηγαίνει στην εκκλησία και ναακούγει τα άγια γράμματα με φόβο και κατάνυξη. «Τον δε μεταξύ χρόνον, οίκοι εσχόλαζεν εν τε τη προσευχή και τη ψαλμωδία και ταις των θείων λόγων αναγνώσεσι, διανυκτερεύων τε και ημερεύων, ειδώς ότι ο μελετών εν νόμω Κυρίου ημέρας τε και νυκτός έσται ως και το ξύλον το πεφυτευμένον παρά τας διεξόδους των υδάτων, ο τον καρπόν αυτού δώσει εν καιρώ αυτού».
Σαν έγινε 29 χρονών, πήγε στα Ιεροσόλυμα και προσκύνησε τους αγίους Τόπους, έπειτα επισκέφθηκε τους πατέρας της ερήμου και τέλος κατοίκησε σ  ἕνα σπήλαιο της λαύρας του Φαράν, κ  ἐζοῦσε με τέλεια ακτημοσύνη, πλέκοντας ψάθες για τη συντήρησή του. Εκεί κάθισε πέντε χρόνια, μ  ἕναν άλλον ασκητή Θεόκτιστο. Μετά τα πέντε χρόνια πήγανε από το Φαράν και ήβρανε μέσα σ  ἕνα ξεροπόταμο, που το λένε τώρα Ουάντι Δαμπόρ, ένα σπήλαιο απόγκρεμνο, κ  ἐκεῖ κατοικήσανε. Με τον καιρό πληθύνανε οι αδελφοί, και στο τέλος κάνανε έναμοναστήρι κοινόβιο, το πρώτο που γίνηκε στην Παλαιστίνη, και μέσα σ  αὐτὸ οι μοναχοί ζούσανε με άκραν αυστηρότητα. Ο μέγας Ευθύμιος,ο ηγούμενός του, έλεγε: «Οφείλει είναι ο μοναχός όλος οφθαλμός, πάντοθεν εαυτόν περισκέπην ακοίμητον έχων προς την αυτού φυλακήν το της ψυχής όμμα, ως εν μέσω παγίδων διοδεύων αεί». Από την αυστηρότητα του βίου κάποιοι μοναχοί απαυδήσανε και θέλανε να φύγουνε.«Τα κελλία στενά λίαν και απαραμύθητα ήσαν, ούτως αυτά του Μεγάλου Ευθυμίου κελεύσαντος».
Χρειάζεται πολύ χαρτί και μελάνι για να γράψει κανένας καταλεπτώς την πολιτεία του αγίου Ευθυμίου, τα λόγια του που σωθήκανε στο βίο του, τα θαύματά του και την κοίμησή του. Η αγιότητά του ακούσθηκε σ  ὅλη τη χριστιανοσύνη. Ονομάσθηκε «μέγας φωστήρ και ήλιος τηςερήμου». Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 20 Ιανουαρίου του έτους 473 μ.X., ημέρα Σάββατο, σε ηλικία 97 χρονών. «Ην δε το είδος αυτού αγγελικόν,η έξις άπλαστος (αφελής, απροσποίητη), το ήθος πραΰτατον, η δε φαινομένη του σώματος αυτού όψις στρογγυλοειδής τε υπήρχε και φαιδρά και λευκή και ευόμματος. Ην δε υποκόλοβος την ηλικίαν και ολοπόλιος, έχων τον πώγωνα μέγαν, φθάνοντα έως της κοιλίας, καιασινή πάντα τα μέλη· ούτε γαρ οι οφθαλμοί αυτού η οι οδόντες η έτερον μέλος το παράπαν εβλάβη αλλά στερρός τε και πρόθυμος ων ετελειώθη».
Ένα από τα πολλά θαύματα που έκανε είναι και το ακόλουθο, που το διηγήθηκε στον Κύριλλο, ο οποίος έγραψε το βίο του αγίου Ευθυμίου,ένας φύλαρχος Σαρακηνός, Τερέβωνας λεγόμενος, για τον πάππο του που είχε το ίδιο όνομα και που τον έγιανε ο άγιος. Αυτός λοιπόν ογέρο – Τερέβωνας, τον καιρό που ήταν ακόμα παιδί παράλυσε το μισό κορμί του, το δεξιό μέρος, από το κεφάλι έως τα πόδια. Ο πατέρας του Ασπέβετος, που ήτανε κι  αὐτὸς φύλαρχος, ήτανε απαρηγόρητος, γιατί οι γιατροί δεν μπορέσανε να δώσουνε ωφέλεια στο παιδί του. Βρισκότανε στην Αραβία κ  εἴχανε στήσει τα τσαντήρια τους. Όπου, μια νύχτα, βλέπει το άρρωστο παιδί στον ύπνο του έναν καλόγερο με μακριά γενειάδα και του λέγει: «Τι ασθένεια έχεις;» Κ  ἐκεῖνο έδειξε το παράλυτο μέρος του κορμιού του. Κι  ὁ μοναχός του λέγει πάλι: «Ο,τι τάξεις στο Θεό, θα το κάνεις, αν ελευθερωθείς από την αρρώστια;» Και το παιδί είπε: «Ναι». Τότε του λέγει ο γέροντας: «Εγώ είμαιο Ευθύμιος, που κάθουμαι στην έρημο, δέκα μίλια ανατολικά της Ιερουσαλήμ, μέσα στο ξεροπόταμο που είναι νοτινά από το δρόμο που πηγαίνει στην Ιεριχώ. Αν θέλεις να θεραπευθείς, έλα σε μένα κι  ὁ Θεός θα σε γιατρέψει».
Το πρωί, είπε το όνειρο το παιδί στον πατέρα του, κ  ἐκεῖνος αμέσως πρόσταξε να σηκώσουνε τις τέντες και να τραβήξουνε κατά το μοναστήρι του αγίου Ευθυμίου, που το βρήκανε ρωτώντας. Οι μοναχοί, σαν είδανε το πλήθος των βαρβάρων, φοβηθήκανε. Μοναχά οΘεόκτιστος κατέβηκε και τους ρώτησε τι ζητάνε. Κ  ἐκεῖνοι του είπανε «τον Ευθύμιο, το δούλο του Θεού». Επειδή όμως ο άγιος Ευθύμιοςησύχαζε κ  εἶχε δώσει παραγγελία να μην τον ανησυχήσουνε ως το Σάββατο, είπε στον Ασπέβετο να περιμένουνε. Αλλά ο δυστυχής πατέρας του έδειξε το παιδί που κειτότανε ξυλιασμένο και τον παρακάλεσε να τον λυπηθεί. Τότε ο Θεόκτιστος πήγε και είπε στον άγιο τηνιστορία. Κ  ἐκεῖνος κατέβηκε, και σαν είδε το παιδί, έκανε προσευχή πολλήν ώρα, ύστερα το σταύρωσε, και παρευθύς έγινε καλά οΤερέβωνας. Βλέποντας οι Αραπάδες αυτό το θαύμα, γονατίσανε και φιλούσανε τα πόδια του αγίου, και τον παρακαλούσανε να τους βαφτίσει. Τότε ο άγιος παράγγειλε να κάνουνε μία μικρή κολυμβήθρα σε μια γωνιά της σπηλιάς, που σώζουνταν ως τον καιρό που ταέγραφε ο Κύριλλος, κι  ἀφοῦ τους κατήχησε, τους βάφτισε. Τους κράτησε στο μοναστήρι σαράντα μέρες για να τους διδάξει τα της θρησκείας, κ  ὕστερα φύγανε. Ένας μοναχά απόμεινε στο μοναστήρι, ο θείος του Τερέβωνα, Τερέβωνας κι  αὐτός, αδελφός της μητέρας του, και χειροτονήθηκε καλόγηρος, και μοίρασε όλα τα υπάρχοντά του στους φτωχούς, αφού έδωσε πολλά χρήματα για να μεγαλώσουνε το μοναστήρι. Στάθηκε τύπος και υπογραμμός στην ευσέβεια, και κοιμήθηκε εν ειρήνη.
Μια Κυριακή λειτουργούσε ο άγιος Ευθύμιος, και κατά τα συνηθισμένα κάποιος ευλαβέστατος μοναχός Δομετιανός στεκότανε στα δεξιά της αγίας Τραπέζης βαστώντας το λειτουργικό ριπίδι, κι  ὁ Μαρίνος ο Σαρακηνός στεκότανε κοντά στο θυσιαστήριο, ακουμπώντας τα χέρια του στα κάγκελα. Άξαφνα βλέπει φωτιά να κατεβαίνει από τον ουρανό και να απλώνεται απάνω στο θυσιαστήριο σαν νάτανε σεντόνι πύρινο, και σκέπασε το μέγα Ευθύμιο και το μακάριο Δομετιανό. Και έμεινε έτσι σ  ὅλο το χερουβικό. «Τούτο δε το θαύμα ουδείς είδεν ειμή οι όντες του πυρός ένδον, και Τερέβων, και ο Χρυσίππου αδελφός Γαβρήλιος ο Καππαδόκης, ευνούχος ων από γεννήσεως και δι εἰκοσιπέντε ενιαυτών τότε εις την εκκλησίαν προσελθών. Φόβω τοίνυν συσχεθείς ο Τερέβων, έφυγεν εις τα οπίσω, και από τότε ουκέτι προέθετο επιστηρίζεσθαι τω καγκέλω του ιερατείου, καθ  ἣν είχε συνήθειαν τολμηρώς και θρασέως τούτο ποιείν κατά την ώραν της θείας προσκομιδής, αλλ  ὀπίσω πλησίον της θύρας της εκκλησίας ίστατο, μετά φόβου και ευλαβείας κατά την της συνάξεως ώραν κατά την κελεύουσαν εντολήν ευλαβείς έσεσθαι τους υιούς Ισραήλ και μη καταφρονητάς».
Πηγή: Ασάλευτο Θεμέλιο, Ακρίτας 1996.

Κυριακή, Ιανουαρίου 19, 2020

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟΥ ΤΟΥ ΑΙΓΥΠΤΙΟΥ(+19 Ιανουαρίου)


Ο αββάς Πέτρος διηγήθηκε για τον άγιο Μακάριο ότι πήγε κάποτε σε κάποιον αναχωρητή και τον βρήκε άρρωστο. Τον ρώτησε τι θα ήθελε να φάει, γιατί στο κελλί του δεν υπήρχε τίποτε. Και όταν εκείνος του είπε «παστέλι», δεν δίστασε ο γενναίος να πάει στην Αλεξάνδρεια και να φέρει στον άρρωστο. Και αυτό το θαυμαστό γεγονός δεν το πήρε είδηση κανείς.
Ο αββάς Πέτρος είπε επίσης ότι, καθώς ο αββάς Μακάριος φερόταν με ακακία σε όλους τους αδελφούς, κάποιοι τον ρώτησαν: «Γιατί κάνεις έτσι;» Εκείνος αποκρίθηκε: «Δώδεκα χρόνια υπηρέτησα τον Κύριό μου, για να μου δώσει το χάρισμα αυτό, και όλοι με συμβουλεύετε να το αποβάλω;»
Έλεγαν για τον αββά Μακάριο ότι, αν ποτέ τύχαινε να βρεθεί μαζί με αδελφούς, έβαζε όρο στον εαυτό του: «Αν υπάρχει κρασί, πιες για χάρη των αδελφών. Και για κάθε ένα ποτήρι κρασί μία μέρα να μην πιεις νερό». Οι αδελφοί λοιπόν του έδιναν, για να τον ευχαριστήσουν, και ο γέροντας το έπαιρνε με χαρά, για να βασανίσει τον εαυτό του. Ο μαθητής του όμως, που ήξερε τι συμβαίνει, έλεγε στους αδελφούς: «Για το όνομα του Κυρίου, μην του δώσετε· διαφορετικά, στο κελλί θα βασανίζει τον εαυτό του». Όταν οι αδελφοί το έμαθαν, έπαψαν να του δίνουν.
Ήταν κάποιος στην Αίγυπτο που είχε γιο παράλυτο και τον έφερε στο κελλί του αββά Μακαρίου, όπου τον άφησε μπροστά στην πόρτα να κλαίει και έφυγε μακριά. Σκύβοντας λοιπόν ο γέροντας έξω, είδε το παιδί και το ρώτησε: «Ποιος σε έφερε εδώ;» «Ο πατέρας μου με έριξε εδώ και έφυγε», απάντησε εκείνο, και ο γέροντας του είπε: «Σήκω να τον προλάβεις». Και αμέσως έγινε καλά και σηκώθηκε και έφτασε τον πατέρα του, και έτσι πήγαν στο σπίτι τους.
Κάποτε ἐκεῖ ποὺ περπατοῦσε συνάντησε δύο νέους διαφορετικοῦ φύλου νὰ περιπτύσσονται καὶ νὰ ἀσπάζονται περιπαθῶς ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Ὁ ὅσιος ἀντὶ νὰ τοὺς κατακρίνη, ἐλεεινολόγησε τὸν ἑαυτὸ τοῦ λέγοντας: «Ἐσὺ ἄθλιε ἔχεις τόση ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστὸ ὅσην ἔχουν αὐτὰ τὰ παιδιὰ μεταξύ τους;». Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ταπεινώθηκε, ἀλλὰ καὶ τὴν κατάκριση ἀπέφυγε.
Ὁ Ὅσιος Παλλάδιος διηγεῖται γιὰ τὸν Ἅγιο Μακάριο, ὅτι τότε κάποιος κολασμένος ζήτησε σὲ σατανικὸ ἔρωτα κάποια σώφρονα κοπέλα καὶ ἐπειδὴ ἐκείνη δὲν δέχθηκε, τὴν ἔκαμε μὲ διαβολικὰ μάγια νὰ φαίνεται στοὺς ἀνθρώπους σὰν φοράδα. Οἱ γονεῖς τοῦ κοριτσιοῦ αὐτοῦ ἦλθαν στὸν Ἅγιο Μακάριο καὶ τοῦ εἶπαν.
— Αὐτὴ ἡ φοράδα ποῦ φέραμε ἐδῶ καὶ Βλέπεις ἦταν κόρη μας, ἀλλὰ ἀπὸ τὰ μάγια κάποιου ἀνθρώπου, μεταμορφώθηκε σ’ αὐτὴ τὴ μορφή. Σὲ παρακαλοῦμε λοιπὸν νὰ παρακαλέσεις
τὸν Κύριο καὶ νὰ τὴν μετατρέψεις στὴν προηγούμενη μορφή.
Ὁ δὲ Ὅσιος ἀπάντησε:
— Ὅσο γιὰ μένα, ἐγὼ τὴν βλέπω γυναίκα καὶ ὅτι φοράδα, ὅπως μου λέτε. Αὐτὴ δὲ ἡ μορφὴ ποὺ βλέπετε δὲν εἶναι στὸ σῶμα της, ἀλλὰ μόνον στοὺς ὀφθαλμούς σας ἀπὸ τὴ συνεργεία τοῦ δαίμονα.
Ἀφοῦ τοὺς εἶπε αὐτά, πῆρε τὴν κόρη τους στὸ κελί του καὶ ἀφοῦ προσευχήθηκε, τὴν ἔχρισε μὲ ἅγιο ἔλαιον, καὶ ἀπὸ ἐκείνην τὴν στιγμὴ ἐφαίνετο πάλι σ’ ὅσους τὴν ἔβλεπαν σαν
γυναίκα, ἐπειδὴ μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ Ἁγίου Μακαρίου ἐξηφανίσθη ἡ μαγεία. Μετὰ ἀφοῦ ἔγινε καλὰ ἡ κοπέλα ὁ Ἅγιος της ἔδωσε τὴν ἕξης συμβουλή:
— Παιδί μου, μὴ λείπεις ἀπὸ τὴν Κοινωνία τῶν Μυστηρίων τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ νὰ κοινωνεῖς συνετῶς, διότι αὐτὴ ἡ διαβολικὴ ἐνέργειά σου συνέβη, ἐπειδὴ δὲν μετέλαβες γιὰ πέντε
συνεχεῖς ἑβδομάδες καὶ ὡς ἐκ τούτου βρῆκε εὐκαιρία ὁ διάβολος καὶ σὲ πείραξε.
Κάποιοι ρώτησαν τον αββά Μακάριο: «Πώς πρέπει να προσευχόμαστε;» Ο γέροντας τούς αποκρίθηκε: «Δεν χρειάζεται να φλυαρούμε, αλλά να υψώνουμε τα χέρια και να λέμε· “Κύριε, όπως θέλεις και όπως γνωρίζεις, ελέησέ με”. Αν πάλι περιμένουμε πόλεμο –δηλαδή πειρασμό–, να λέμε· “Κύριε, βοήθησέ με”. Και αυτός γνωρίζει αυτά που μας συμφέρουν και θα μας ελεήσει».
Έλεγαν για τον αββά Μακάριο ότι, αν πήγαινε σε αυτόν κάποιος αδελφός με δέος, σαν σε άγιο και μεγάλο γέροντα, δεν του έλεγε τίποτε. Αν όμως κανείς από τους αδελφούς τού έλεγε, σαν να ήθελε να τον προσβάλει: «Αββά, τότε που ήσουν καμηλιέρης και έκλεβες νίτρο και το πουλούσες, δεν σε έδερναν οι φύλακες;», αν λοιπόν του έλεγε τέτοια, ο γέροντας τού μιλούσε με χαρά επάνω σε ό,τι τον ρωτούσε.
Έλεγαν για τον αββά Μακάριο τον Αιγύπτιο ότι κάποτε ανέβαινε από τη Σκήτη στο όρος της Νιτρίας, και όταν πλησίασε στον τόπο, είπε στον μαθητή του: «Προχώρησε λίγο». Καθώς ο αδελφός προχώρησε, συνάντησε κάποιον ιερέα των ειδωλολατρών και άρχισε να του φωνάζει: «Ε, ε, δαίμονα, πού τρέχεις;» Εκείνος γύρισε, του έδωσε δυνατά χτυπήματα και, αφήνοντάς τον μισοπεθαμένο, πήρε το ραβδί και έφυγε τρέχοντας.
Λίγο παρακάτω τον συνάντησε ο αββάς Μακάριος να τρέχει και του είπε: «Είθε να σωθείς· είθε να σωθείς, ταλαίπωρε!» Έκπληκτος εκείνος, τον πλησίασε και είπε: «Τι καλό είδες σ’ εμένα και με χαιρέτησες;» Ο γέροντας του αποκρίθηκε: «Σε είδα που κουράζεσαι, και δεν ξέρεις ότι στα χαμένα κοπιάζεις». Εκείνος συνέχισε: «Εγώ συγκινήθηκα που με χαιρέτησες και κατάλαβα ότι είσαι άνθρωπος του Θεού. Ένας άλλος όμως κακός μοναχός που με συνάντησε, με έβρισε, και εγώ τον χτύπησα μέχρι θανάτου». Ο γέροντας κατάλαβε ότι εννοεί τον μαθητή του. Στη συνέχεια ο ιερέας έπεσε στα πόδια του γέροντα και είπε: «Δεν θα σε αφήσω, αν δεν με κάνεις μοναχό». Πήγαν έπειτα στο σημείο όπου ήταν πεσμένος ο μοναχός, τον σήκωσαν και τον έφεραν στην εκκλησία του όρους. Όταν οι αδελφοί είδαν τον ιερέα μαζί του, έμειναν κατάπληκτοι· στη συνέχεια τον έκαναν μοναχό, και πολλοί ειδωλολάτρες έγιναν εξαιτίας του χριστιανοί.
Έλεγε λοιπόν ο αββάς Μακάριος ότι ο λόγος ο κακός και τους καλούς τους κάνει κακούς, ενώ ο καλός λόγος και τους κακούς τους κάνει καλούς.
Έλεγαν για τον αββά Μακάριο ότι κατά την απουσία του μπήκε ληστής στο κελλί του. Επιστρέφοντας αυτός στο κελλί, βρήκε τον ληστή να φορτώνει στην καμήλα τα πράγματά του. Μπήκε λοιπόν και αυτός στο κελλί και άρχισε να παίρνει πράγματα και να τα φορτώνει στην καμήλα μαζί μ’ εκείνον. Όταν πια τη φόρτωσαν, άρχισε ο ληστής να χτυπά την καμήλα για να σηκωθεί, αυτή όμως δεν σηκωνόταν. Βλέποντας ο αββάς Μακάριος ότι η καμήλα δεν σηκώνεται, μπήκε στο κελλί, βρήκε ένα μικρό σκαλιστήρι, το πήρε και το έβαλε και αυτό επάνω της λέγοντας: «Αδελφέ, αυτό γυρεύει η καμήλα». Και χτυπώντας την με το πόδι ο γέροντας είπε: «Σήκω!» Η καμήλα αμέσως σηκώθηκε, περπάτησε λίγο, για τον λόγο του γέροντα, και κάθισε πάλι. Και δεν ξανασηκώθηκε, μέχρι που ξεφόρτωσαν όλα τα πράγματα, και τότε έφυγε.
Ο αββάς Μακάριος διηγήθηκε: «Μια φορά, όταν ήμουν νέος, ένιωσα ακηδία στο κελλί μου και βγήκα στην έρημο, λέγοντας στον λογισμό μου· “Όποιον συναντήσεις, ρώτησέ τον, για να ωφεληθείς”. Βρήκα ένα παιδί που έβοσκε βόδια και το ρώτησα· “Τι να κάνω, παιδάκι μου, που πεινώ;” Εκείνο μου αποκρίθηκε· “Να φας”. “Έφαγα και πάλι πεινώ”, είπα. Το παιδί μού απάντησε· “Πάλι να φας”. Εγώ συνέχισα· “Πολλές φορές έφαγα, και πάλι πεινώ”. Τότε μου είπε· “Μήπως είσαι γάιδαρος, αββά, και όλο θέλεις να τρως;” Ωφελήθηκα από την απάντηση και έφυγα».
Ὁ ἅγιος Μακάριος, βαδίζοντας στὴν ἔρημο, ξέθαψε κατὰ λάθος μὲ τὸ ραβδὶ τοῦ ἕνα κρανίο. Ἔσκυψε λοιπόν, τὸ ἔθαψε μὲ σεβασμὸ καὶ προσευχήθηκε γιὰ τὸν ἄνθρωπο, στὸν ὁποῖο ἀνῆκε. Τότε τοῦ ἐμφανίστηκε ἡ ψυχὴ καὶ τὸν πληροφόρησε ὅτι, ὅταν ζοῦσε, ἦταν λάτρης τῶν δαιμόνων (ἱερέας τῆς Ἴσιδος) καὶ τώρα βρισκόταν στὴν κόλαση. «Καὶ πῶς εἶναι ἐκεῖ;» ρώτησε ὁ ἅγιος. «Τὰ πάντα βρίσκονται μέσα στὴ φωτιὰ» ἀπάντησε ἡ ψυχή. «Κι ἐμεῖς εἴμαστε δεμένοι πλάτη μὲ πλάτη. Ὅμως, ὅταν ἐσὺ προσεύχεσαι γιὰ μᾶς, βλέπουμε λίγο ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, ὅση ὥρα διαρκεῖ ἡ προσευχή».
Ξέρουμε ἀπὸ τοὺς ἁγίους χριστιανοὺς διδασκάλους ὅτι ἡ φωτιά, ποὺ ἀνέφερε ἡ ψυχή, εἶναι τὸ Φῶς τοῦ Θεοῦ, στὸ ὁποῖο λούζονται τὰ πάντα στὸν ἄλλο κόσμο. Ἡ αἴσθηση ποὺ βιώνουν ἀπὸ Αὐτὸ τὸ Φῶς ἐκεῖνοι ποὺ τὸ βλέπουν μέσα ἀπὸ τὴν παραμόρφωση τοῦ ἐγωισμοῦ εἶναι αὐτὸ ποὺ περιγράφεται ὡς «πῦρ τῆς κολάσεως».
Ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος ἦταν τόσο καλός, ὥστε, ὅταν μιὰ νέα γυναίκα ποὺ εἶχε μείνει ἔγκυος ἀπὸ κάποιον κρυφὸ ἐραστή, τὸν συκοφάντησε ὅτι τὸ παιδὶ ἦταν δικό του, ἐκεῖνος τὸ δέχτηκε, ὑπέμεινε κάθε εἴδους προσβολὲς ἀπὸ τὸν πληθυσμὸ ἐκείνου τοῦ τόπου καὶ ἄρχισε νὰ δουλεύει διπλάσια, γιὰ νὰ συντηρήσει καὶ τὴ γυναίκα μὲ τὸ παιδί της. Καί, ὅταν ἀργότερα ἀποκαλύφθηκε ἡ συκοφαντία, ἔφυγε κρυφὰ καὶ δὲ ζήτησε ποτὲ τὸ δίκιο του.
[Απάνθισμα από το Διαδίκτυο].

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ(+19 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ)


Ἡ μεγάλη καὶ ὑπεράνθρωπη ἄσκησή του τὸν ἔκαμε ἀπαθῆ ἀλλὰ καὶ ἀγαπητὸ στὸ Θεὸ ποὺ τοῦ ἔδωσε πολλὰ χαρίσματα. καὶ τὴ δύναμη τῆς θαυματουργίας νὰ διώχνει τοὺς δαίμονες ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Γιὰ τοῦτο μιὰ μέρα τὸ πνεῦμα τῆς κενοδοξίας, γιὰ νὰ τὸν βγάλει ἀπὸ κελί του καὶ νὰ τὸν ρίξει, τοῦ ἔβαλε τὸ λογισμὸ νὰ πάει στὴ Ρώμη νὰ θεραπεύσει τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ὑπέφεραν ἀπὸ διάφορες ἀσθένειες. Ἔτσι μέρα νύχτα τὸν ἐβίαζεν ἀσταμάτητα ὁ δαίμονας διὰ τοῦ λογισμοῦ, ἀλλὰ ὁ ἅγιος ἐναντιονώταν καὶ δὲν ἤθελε νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ κελί του. Ξάπλωσε κάτω στὴ γῆ κοντὰ στὴ θύρα καὶ ἅπλωσε τὰ πόδια του πρὸς αὐτὴ λέγοντας: σύρετέ με δαίμονες, γιατί ἐγὼ δὲ βγαίνω νὰ πάω σὲ ἄλλο μέρος προτιμῶ νὰ εἶμαι ἐδῶ ξαπλωμένος παρὰ νὰ σᾶς ἀκολουθήσω. Κατὰ τὸ βράδυ σηκώθηκε, ἀλλὰ πάλιν ὁ λογισμὸς τὸν ἐνοχλοῦσε.
Τότε γέμισε ἕνα ζεμπίλι δυὸ μόδια ἄμμο καὶ φορτώνοντάς το στὴ ράχη του γύριζε μέσα στὴν ἔρημο γιὰ νὰ περνᾶ ὁ λογισμός. Σ’ αὐτὴ τὴ κατάσταση τὸν συνάντησε ὁ Εὐσέβιος ὁ Ἀντιοχέας, ὁ λεγόμενος κοσμήτωρ καὶ τὸν ρώτησε. τί σηκώνεις, Ἀββᾶ, ἄφησε νὰ πάρω ἐγὼ τὸ φορτίο, δὲν κάνει γιὰ σένα νὰ βασανίζεσαι. Καὶ ὁ Ὅσιος ἀπάντησε. Ἐγὼ βασανίζω ἐκεῖνον ποὺ μὲ βασανίζει, γιατί ἂν μείνω ἥσυχος θὰ μὲ δουλώσει σὲ δρόμους ξενιτειᾶς. ΄Ἔτσι μὲ τὸν τρόπο αὐτό, τοῦ βασανισμοῦ τοῦ σώματος, καταπαυσε τὸ λογισμὸ τῆς ἀναxώρησης.
Μιὰ ἄλλη φορά ὁ Ἀββᾶς αὐτὸς πεθύμησε νὰ φάει σταφύλια φρέσκα. τὴν ὥρα ἐκείνη κάποιος ἀδελφὸς ἔτυχε νὰ τοῦ στείλει ὡραία καὶ φρέσκα σταφύλια. ΄Ὅμως γιὰ νὰ βασανίσει τὴν ὄρεξή του τὰ πῆρε καὶ τὰ ἔδωσε σὲ ἄλλο ἀδελφὸ ποὺ ἦταν ἄρρωστος στὸ στρῶμα καὶ εἶχε καὶ αὐτὸς τὴ ἐπιθυμία νὰ φάει σταφύλια, ὁ ὁποῖος ὅταν τὰ εἶδε χάρηκε πολὺ ἀλλά, χωρὶς καθόλου νὰ τὰ ἀγγίσει διάταξε καὶ τὰ ἔδωσαν σὲ ἄλλο ἀδελφό, προσποιούμενος πὼς δὲν τὰ ἐπιθυμοῦσε. Ἄλλα καὶ ὁ ἄλλος ἀδελφός, παρ’ ὅλο ποὺ ἦταν στερημένος ἀπὸ φροῦτα τὰ ἔστειλε σ’ ἄλλον ἀδελφό. Ἔτσι τὰ σταφύλια αὐτὰ ἔκαμαν τὸ γύρο σὲ πολλοὺς ἀδελφοὺς καὶ κανένας δὲν τὰ ἔφαγε καὶ γύρισαν πάλιν στὸ Μακάριο ποὺ ἦταν τὰ εἶδε δόξασε τὸ Θεὸ γιὰ τὴ ἐγκράτεια τῶν ἀδελφῶν, χωρὶς καὶ αὐτὸς νὰ τὰ δεχτεῖ γιὰ τελείαν ταπείvωση τοῦ διαβόλου.

Ὁ Παφνούτιος ὁ μαθητὴς τοῦ ἁγίου Μακαρίoυ μᾶς διηγήθηκε καὶ τὸ ἑξῆς: «Μιὰ μέρα ἐνῶ προσευχόταν στὸ προαύλιο τοῦ κελιοῦ του ἔφθασε μιὰ λύκαινα μὲ τὸ μικρό της ποὺ ἦταν τυφλό. Μὲ τὸ κεφάλι της κτύπησε τὴ θύρα τοῦ κελιοῦ, ἄνοιξε καὶ μπῆκε μέσα ρίχνοντας τὸ μικρό της στὰ πόδια τοῦ ἁγίου. Ὁ δὲ Μακάριος πῆρε τὸ μικρὸ στὰ χέρια του καὶ ἔφτυσε χάμω καὶ μὲ τὸν πηλὸ ἔχρισε τὰ μάτια τοῦ κουταβιοῦ κάνοντας εὐχή. Ἀμέσως ἄνοιξαν τὰ μάτια τοῦ ζώου, τὸ πῆρε ἡ λύκαινα καὶ ἔφυγε. Τὴν ἄλλη μέρα, γύρισε ἡ λύκαινα φέρνοντας στὸ Μακάριο ἕνα μεγάλο δέρμα προβάτου. Τότε ὁ Μακάριος ρώτησε τὴ λύκαινα μήπως ἔφαγε τὸ ζῶο κανενὸς φτωχοῦ καὶ ἔκαμε ἀδικία· ἐγώ, τῆς λέει, δὲν τὸ δέχομαι. Τὸ ζῶο ἔσκυβε τὸ κεφάλι καὶ γονάτισε ρίχνοντας τὸ δέρμα στὰ πόδια τοῦ ἁγίου. Ἔγινε ἀρκετὸς διάλογος Μακαρίου καὶ λύκαινας μέχρι ποὺ ἡ λύκαινα ἔπεισε τὸ Μακάριο ὅτι δὲν ἔκαμε καμιὰ ἀδικία καὶ μόνο τότε τὸ δέχτηκε.
Γιὰ τὸ δέρμα ἐκεῖνο, ἔλεγε ἡ Ὁσία Μελανή, ὅτι τὸ πῆρε ἀπὸ τὸ Μακάριο καὶ τὸ ὀνόμασε «δῶρο τῆς λύκαινας». Καὶ δὲν εἶναι παράδοξο γιὰ ἕνα δοῦλο τοῦ Θεοῦ, ποὺ σταύρωσε τὸν ἑαυτό του γιὰ τὸν κόσμο καὶ ἔγινε οὐράνιος, νὰ εὐεργετηθεῖ ἀπὸ ἕνα ἄγριο ζῶο. Ἐκεῖνος ποὺ ἔδωκε διαταγὴ στὰ λιοντάρια νὰ φυλάξουν σῶο το Δανιήλ, ἔδωσε καὶ τὴ σύνεση στὴ λύκαινα νὰ καταφύγει στὸν ἅγιο Μακάριο.
Πρέπει, νομίζω, πρὶν τελειώσω νὰ περιγράψω καὶ τὸ εἶδος τοῦ ἁγίου καθὼς τὸν εἶδα ὁ ἴδιος μὲ τὰ μάτια μου. Ἦταν λίγο κυρτὸς καὶ μὲ πολὺ λίγο γένι, γιατί ἀπὸ τὴ μεγάλη ἄσκηση δὲ φύτρωναν οἱ τρίχες.
Μιὰ μέρα ἀνάφερα στὸν Ὅσιο ὅτι βρίσκoμαι σὲ μεγάλη ἀμέλεια καὶ μὲ συγχύζουν οἱ λογισμοί μου καὶ μοῦ λέγουν ὅτι ἐσὺ ἐδῶ δὲν κατορθώνεις τίποτα, τί κάθεσαι; Φεῦγε ἀπὸ τὸν τόπον αὐτό. Καὶ μοῦ ἀπάντησε. Ὅταν σοῦ ἔρχονται τέτοιοι λογισμοὶ γιὰ φυγή, λέγε σ’ αὐτοὺς ὅτι ἐγὼ γιὰ τὸ Χριστὸ μένω καὶ φυλάγω τοὺς τοίχους τούτους.



Από το Λαυσαϊκόν

Σάββατο, Ιανουαρίου 18, 2020

Κατά Ειδώλων( απόσπασμα)


Αυτόν που προσκυνούμε και κηρύσσουμε, αυτός είναι
ο μόνος αληθινός Θεός· είναι ο Κύριος όλου του σύμπαντος και
δημιουργός κάθε πλάσματος.
Ποιός άλλος λοιπόν είναι αυτός παρά ο πανάγιος και υπερβατικός, πέρα
από κάθε δημιουργημένη φύση, ο Πατέρας δηλαδή του Χριστού; Αυτός,
σαν άριστος κυβερνήτης, με τη σοφία του και τον Υιό και Λόγο του Κύριό
μας Ιησού Χριστό, όλα τα εξουσιάζει και προνοεί
για τη σωτηρία τους· ενεργεί όπως Αυτός θεωρεί ότι είναι καλά.
Και είναι όλα καλά, όπως δημιουργήθηκαν και δημιουργούνται, επειδή
Εκείνος αυτό θέλει. Αυτό κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει. Διότι, αν
η κτίση κινούνταν όχι με λογική βούληση κι όλα ήταν τυχαία,
καλά θα έκανε κάποιος ν' αμφισβητούσε αυτά που λέμε. Αφού όμως όλα έχουν
συσταθεί και διακοσμηθεί με λογική, σοφία και γνώση, υποχρεωτικά αυτός
που στέκεται από πάνω τους και τα προνοεί δεν είναι άλλος παρά ο Υιός
και Λόγος του Θεού.
Λόγο ονομάζω όχι αυτόν που είναι συνυφασμένος και σύμφυτος με κάθε
δημιούργημα, τον οποίο συνήθως ορισμένοι ονομάζουν σπερματικό· αυτός
είναι άψυχος, χωρίς λογική και νόηση· ενεργεί με τη δύναμη της τέχνης που
έρχεται απέξω και με τη σοφία εκείνου που τον εξουσιάζει. Ούτε είναι σαν
το λόγο που έχουν οι λογικοί άνθρωποι και αποτελείται από συλλαβές και
μεταδίδεται με τον αέρα.
Ονομάζω Λόγο τον ζωντανό και ενεργή Θεό, τον αίτιο της υπάρξεώς του,
το Λόγο του αγαθού Θεού· Αυτός διαφέρει από κάθε δημιούργημα και
κτιστό· είναι ο μόνος όμοιος Λόγος του αγαθού Πατέρα του· Αυτός
στόλισε το σύμπαν και το φωτίζει με την πρόνοιά του. Επειδή είναι του
καλού Πατέρα ο καλός Λόγος, αυτός διαρρύθμισε την τάξη όλων·
προσάρμοσε τα αντίθετα μεταξύ τους κι έτσι προέκυψε μία όμορφη αρμονία.
Αυτός είναι η δύναμη και η σοφία του Θεού· περιστρέφει τον ουρανό,
κρέμασε τη γη και, ενώ δεν στηρίζεται πουθενά, με το νεύμα του τη
στερέωσε. Απ' Αυτόν παίρνει φως ο ήλιος και φωτίζει την οικουμένη,
ενώ δίνει λιγοστό φως και στη σελήνη. Αυτός κρεμά το νερό στα σύννεφα
και οι βροχές κατακλύζουν τη γη· η θάλασσα περιορίζεται ενώ η γη
φυτρώνει κάθε είδους φυτά και βλαστάνει χόρτο.
Αν κάποιος άπιστος, μετά απ' όσα είπαμε, ζητεί να μάθει αν υπάρχει ο
Υιός και Λόγος του Θεού, αυτός δεν είναι καλά που αμφιβάλλει! Έχει τις
αποδείξεις απ' όσα βλέπει· όλα δημιουργήθηκαν από το Λόγο και τη
Σοφία του Θεού. Δεν θα στεκόταν κανένα δημιούργημα, αν δεν το έκανε
ο Λόγος, ο Υιός και Λόγος του Θεού, όπως είπαμε.
Είναι Λόγος, όπως είπα, χωρίς να έχει σχέση και ομοιότητα με τον
ανθρώπινο λόγο που συνίσταται από συλλαβές· αλλά είναι καθ' όλα όμοια
εικόνα του Θεού Πατέρα. Διότι οι άνθρωποι, επειδή αποτελούνται από
διάφορα μέρη και προήλθαν από το μηδέν, έχουν σύνθετο λόγο που διαλύεται.
Ο Θεός όμως είναι ο πάντοτε υπάρχων και δεν είναι σύνθετος·
γι' αυτό και ο Λόγος του υφίσταται πάντα και δεν είναι σύνθετος.
Ο Λόγος είναι ο ένας και μονογενής Υιός Θεός του Θεού Πατέρα· προήλθε
από τον Πατέρα σαν από αγαθή πηγή· προνοεί και συγκρατεί τα πάντα.
Η αιτία πάλι για την οποία ο Λόγος του Θεού ήλθε στα δημιουργήματα,
είναι όντως αξιοθαύμαστη· μας πληροφορεί ότι μόνο έτσι, όπως συνέβη,
έπρεπε να γίνει και όχι αλλιώς.
Διότι, η φύση των δημιουργημάτων, επειδή προήλθε από την ανυπαρξία,
είναι επιρρεπής, αδύναμη και θνητή, όπως το πιστοποιεί η εξέτασή της.
Ο Θεός όμως των δημιουργημάτων είναι αγαθός και πάνω από καλός στη
φύση του· γι' αυτό και αγαπά τους ανθρώπους, επειδή στον αγαθό δεν
υπάρχει φθόνος για τίποτε. Δεν φθονεί την ύπαρξη των άλλων, αλλά θέλει όλοι να υπάρχουν, για να μπορεί να τους ευεργετεί.
Ο Θεός, λοιπόν, βλέπει ότι κάθε δημιούργημα μόνο με τις δικές του λογικές
δυνάμεις είναι θνητό και διαλύεται· και για να μην πάθει πάλι το ίδιο και χαθεί στην ανυπαρξία το σύμπαν, που το έπλασε με τον αιώνιο Λόγο του
και το έδωσε ουσία, δεν άφησε πλέον τα δημιουργήματά του να
παρασύρονται και ταλαιπωρούνται από τη θνητή φύση τους· έτσι ώστε
να μην κινδυνεύουν να έλθουν πάλι στην ανυπαρξία.
Αλλά ο Θεός, ως αγαθός που είναι, με το Λόγο του, που είναι κι αυτός Θεός,
κυβερνά και φροντίζει όλο τον κόσμο· με την εξουσία, την πρόνοια και τη
φροντίδα του Λόγου φωτίζει τη κτίση να μένει σταθερή στη ζωή· διότι
μετέχει στον αίτιο της ύπαρξης, το Λόγο του Πατέρα, που τη βοηθεί να
παραμένει κι αυτή στην ύπαρξη. Έτσι δεν παθαίνει εκείνο που θα πάθαινε,
αν δεν την συγκρατούσε ο Λόγος, δηλαδή να οδηγηθεί στην ανυπαρξία·
διότι, «Αυτός είναι εικόνα του αόρατου Θεού, ο πρώτος άνθρωπος απ' όλη
τη δημιουργία για τη Βασιλεία του Θεού· Αυτός και χάρη σ' αυτόν
δημιουργήθηκαν και συντηρούνται όλα, ορατά και αόρατα· Αυτός
αποτελεί τον αρχηγό της Εκκλησίας», όπως μας το λένε στις Άγιες Γραφές
οι Πατέρες που διδάσκουν την αλήθεια.
Αυτός, λοιπόν, ο παντοδύναμος και τέλειος σε όλα Λόγος του Πατέρα στάθηκε πάνω απ' όλα και τα σκέπασε παντού με τη δύναμή του·
έδωσε φως σε όλα, τα ορατά και αόρατα. Έτσι, όλα τα δίνει σύσταση και τα συγκρατεί· από κανένα δεν στερεί την ευεργετική του δύναμη.
Όλα και με όλα, το καθένα χωριστά και όλα μαζί, τα ζωοποιεί και τα προστατεύει.

Αγίου Αθανασίου του Μεγάλου, Κατά Ειδώλων