ΙΕΡΕΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Δος μου κι εμένα άνεση, Παναγιά μου,
πριν ν’ απέλθω και πλέον δεν θα υπάρχω.(Αλεξ. Παπαδ.)

Κυριακή, Ιανουαρίου 30, 2011

Οι Τρεις Ιεράρχες «στα αζήτητα» μιας γιορτής ...


Οι Τρεις Ιεράρχες «στα αζήτητα» (;) μιας γιορτής (;) για την Παιδεία
Του Χριστόφορου Γ. Παπασωτηρόπουλου*

Έπρεπε να μιλήσω για τους Τρεις Ιεράρχες, όμως είχα κουραστεί ν’ ακούω μεγάλες κουβέντες και να μιλώ για ανθρώπους άγιους, πανάκριβους, ανεκτίμητους σαν να διαφημίζω ένα προϊόν στο ραδιόφωνο. Είναι κι η εποχή που πάσχει από πολυλογία, κι έτσι βάλθηκα να περπατώ στα σοκάκια της σημερινής ελληνικής κοινωνίας, με προσοχή να μη χαθώ και με σκοπό να φτάσω στην πλατεία, στο ξέφωτο της παρουσίας των Αγίων, που και σήμερα τιμά η παιδεία μας - Του Μεγάλου Βασιλείου, του Ιερού Χρυσοστόμου, του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου - και να ψηλαφίσω τη σχέση τους με τον σημερινό μας βίο.

Προχώρησα κι είδα ένα λαό να έχει κάνει την πίστη του στο Θεό ζήτημα προσωπικού γούστου. Μια θάλασσα από άγνοια, ημιμάθεια ή αδιαφορία, μια που ο λόγος της Εκκλησίας φαίνεται να μην προκαλεί πια κανένα ενδιαφέρον. Φταίει άραγε μόνον η Εκκλησία ή κι η δική μας τρυφηλότητα;

Προχώρησα κι είδα ανθρώπους να τρέχουν να προλάβουν τη ζωή τους, να τυραννιούνται από το κυνήγι του χρόνου για να είναι «εντάξει». Και θυμήθηκα τον Ελύτη: «Δώσε δωρεάν το χρόνο σου αν θέλεις να σου μείνει λίγη αξιοπρέπεια».

Είδα τους άρχοντες, εκκλησιαστικούς και μη, να μας μαλώνουν, να μας κουνάνε το δάχτυλο επιτακτικά στο πρόσωπο μπροστά μας, γιατί δεν είμαστε αρκετά υπάκουοι, δεν είμαστε όσο θα έπρεπε υποτακτικοί, γιατί δεν τους σεβόμαστε όσο θα έπρεπε και θυμήθηκα ένα παλιό σύνθημα γραμμένο στον τοίχο: «Αγάπη που’ ναι η εκκλησιά σου; Βαρέθηκα πια στα μετόχια».

Είδα ανθρώπους σκυφτούς να κλαίνε, να πεινούν, ν’ απελπίζονται, να μαζεύονται φοβισμένοι, να βράζουν από θυμό και πόνο και να περιμένουν πότε ο πόνος θα γίνει δημιουργία.

Είδα παιδιά να με κοιτούν καχύποπτα, σαν προδομένα από εμάς τους μεγαλύτερους, που τους παραδίνουμε αυτόν τον κόσμο , θυμωμένα, που σκοτώνουμε «κατά λάθος» παιδιά στα Εξάρχεια, που σιχαινόμαστε τους «λαθραίους» ανθρώπους που ζητούν καταφύγιο στη χώρα μας κυνηγημένοι, που ξεπουλήσαμε χωρίς καλά καλά να το καταλάβουμε τις αξίες μας για μια περίοπτη θέση σε μια εταιρία, για ένα τζιπ, για μια βίλλα παραπάνω.

Είδα δασκάλους να κάνουν αυτό που «πρέπει», να είναι αρκούντως υπηρεσιακοί - με καθαρά, μεν αλλά άδεια χέρια! - να τρέχουν να προλάβουν την ύλη τους, να οδηγούν με ταχείς ρυθμούς τους μαθητές τους στην κρεατομηχανή της επιτυχίας, στις εξετάσεις. Με την ψυχή αφυδατωμένη, τσακισμένη και την αγάπη και το μεράκι καλά κρυμμένο βαθιά μέσα τους, μη τύχει και κατασπαταληθεί τσάμπα, μια που η καρδιά και το συναίσθημα χρειάζεται κι έξω από τη δουλειά. Και σκέφτηκα τον Μίλτο Κουντουρά: «όποιος αγωνίζεται για τα παιδιά, αγωνίζεται για την ανθρωπότητα».

Κι είδα γονείς πιο κάτω, στραμένους στα παιδιά τους να τους μιλούν με φόβο κι αγωνία για το αύριο που έρχεται σαν καταιγίδα καταπάνω τους. Κι όταν αυτά ζητούσαν «μια ιδέα στεγανή που να μη μπάζει κρύο», μια ελπίδα για να παλέψουν, ο πατέρας δάκρυζε κι η μάνα σιωπηλή αγκάλιαζε. Η κραυγή της σιωπής σκέφτηκα…

Κι είδα γονείς να ορμούν στους καθηγητές των παιδιών τους - με θάρρος ή με θράσος; - γιατί δε δίνουν όσα θα ήθελαν κι όχι γνώσεις μόνο μα κι αγωγή και κοινωνικοποίηση κι ιδέες κι ελπίδες και οράματα κι αξίες … κι όλα αυτά που οι ίδιοι δεν πρόλαβαν να δώσουν. Και βρήκαν κι έβαζαν στο στόμα τους τους τεμπέληδες που δουλεύουν λίγο, που δεν ελέγχει κανείς τη δουλειά τους, που ρουφάνε άδειες και διακοπές για να βολεύονται και σκέφτηκα και πάλι τον Ελύτη: «Ιδιώτευε μες στο Ανερυθρίαστο».

Κι είδα την Εκκλησία να ταπεινώνεται, να απαξιώνεται μες στις κραυγές του ορθού λόγου και της συλλογικής λήθης και να πληρώνει σκληρά το τίμημα χρόνιων παθογενειών, ακέραιων καρκινωμάτων στο σώμα της που άλλες φορές η αγάπη της κι άλλες φορές η αδυναμία της, τα σκέπαζε για να μη φαίνονται. Κι έτσι βαυκαλιζόταν πως δεν υπήρχαν…

Κι είδα πιο κάτω ένα φως αχνό, μάλλον σα φωτοστέφανο, αλλά δεν ήμουν σίγουρος-λες κι έχω δει φωτοστέφανο για να ξέρω;-…

Ένας παπάς μοίραζε τη νύχτα φαγητό και κουβέρτες στους άστεγους που είχαν κάνει τα παγκάκια σπίτια τους, ένας άλλος τραβούσε από μια τρύπια βάρκα μια γυναίκα μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά της που έφτασαν από απέναντι, πεθαμένοι σχεδόν από το φόβο κι από τα παγωμένα μαύρα νερά του Αιγαίου, κι ένας άλλος μέχρι αργά τη νύχτα φόρτωνε στο πετραχήλι του καημούς κι απελπισία από πρεζόνια κι αλαφιασμένους απόκληρους. Και σκέφτηκα τη μωρία του σταυρού, τη σαλότητα των αγίων, την πίστη στην Ανάσταση, όταν όλα μυρίζουν θάνατο…

Κι έκανα «ένα βήμα πιο γρήγορο απ’ τη φθορά». Κι είδα στο ξέφωτο τρεις δεσποτάδες, χωρίς πλουμιστά άμφια και μίτρες χρυσοκέντητες, μα με ράσα φθαρμένα αλλά καθαρά και μια μαγκούρα ξύλινη ο καθένας για να ακουμπάει. Κοιτούσαν σιωπηλοί κι ολόμονοι, κρυμμένοι θαρρείς, κουρασμένοι, μα μ’ ένα πεισματάρικο χαμόγελο, αυτό που έχουν οι άνθρωποι που αγάπησαν κι αγαπήθηκαν.

Εκεί πλησίασα, γονάτισα κι αφέθηκα στην παραμυθία τους:

Μου ψιθύρισε ο άγιος Γρηγόριος, για το Θεό που κρύβεται - «Θεέ μου, πόσο μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε!» - στα μικρά ασήμαντα πράγματα, στους ανθρώπους που προσπερνάμε, στο σπόρο που φυτεύουμε περιμένοντας ν’ ανθίσει.

Μου είπε για τις δικαιολογίες των ανθρώπων που δεν απλώνουν το χέρι τους να μοιραστούν.

Για την απελπισία της φτώχιας, της ορφάνιας, της ερήμωσης.

Κι ο Μέγας Βασίλειος, μου θύμισε για τους ψευτο-ευλαβείς που αρκούνται στην ελεημοσύνη - άλλοθι της αδικίας και για τους πλούσιους που χαρίζουν για να βολέψουν τη συνείδησή τους.

Κι ο ιερός Χρυσόστομος, αργά και σταθερά μου διηγήθηκε ιστορίες για την Εκκλησία, που πάντα στους κόλπους της μέσα είχε κι ανθρώπους που της τρώγανε τις σάρκες και για το Χριστό που πάντα μεταμόρφωνε το σώμα της με την πεισματάρικη αγάπη του.

Μου είπαν για τους ανθρώπους τους αμόρφωτους, - όχι αυτούς που δεν ξέρουν γράμματα - τους άλλους, που ξέρουν ότι έχουν πάντα δίκιο και κρίνουν με άνεση κάθε στραβό ανθρώπινο σα να μη είδαν ποτέ τις δικές τους συμφορές, γερασμένοι δικαστές μιας ζωής τσιγγούνικης…

Μου είπαν για τις ελπίδες και τα όνειρα του κόσμου, τις ουτοπίες που δεν έχουν ακόμη τόπο. Για τον Καινούργιο Κόσμο του Θεού που αγκαλιάζει όλους, κι αυτούς που θέλουμε κι αυτούς που θ’ αποφεύγαμε ακόμη και καλημέρα να τους πούμε, για το σταυρό και τη θυσία αυτού που αγωνίζεται όχι για να κερδίσει, αλλά από έρωτα, γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσε να ζήσει.

Για το σταυρό που παραλάβαμε όχι για να τον κάνουμε κόσμημα, μα για να προκαλέσουμε την ανάσταση εδώ και τώρα.

Για τις ελπίδες που δε χάθηκαν κι ούτε ποτέ θα χαθούν όσο οι άνθρωποι παλεύουν, αγωνίζονται, αγαπούν.

Με παρηγόρησαν, όλες οι εποχές μοιάζουν, μου είπαν, μη σκιάζεσαι γιατί ο θάνατος είναι πάντα προσωρινός, φαίνεται δυνατός μα είναι σκόνη μπροστά στη χάρη του Θεού!

Και μου ψιθύρισαν κι ένα στιχάκι για τους δασκάλους που πάντα παλεύουν μαζί με τους μαθητές τους, σ’ αυτά τα σχολεία, μ’ αυτές τις συνθήκες, μ’ αυτές τις ανημποριές:

«και τι δεν κάνατε για να με θάψετε, όμως ξεχάσατε πως ήμουν σπόρος…».

Σηκώθηκα να φύγω, μου δώσαν την ευχή τους κι ένα χαρτί τυλιγμένο να το διαβάζω κάθε φορά που θα φοβόμουν και θα δείλιαζα. Απομακρύνθηκα, το άνοιξα με λαχτάρα και το διάβασα. Ήταν δυο στίχοι του Μπέρτολτ Μπρεχτ (!):

«Κι όταν θα έχετε καλυτερέψει τον κόσμο,
Να συνεχίσετε να τον καλυτερεύετε αυτόν τον καλύτερο κόσμο.
Κι αν καλυτερεύοντας τον κόσμο, συμπληρώσετε την αλήθεια
λοιπόν, συμπληρώστε κι άλλο τη συμπληρωμένη αλήθεια.
Κι αν συμπληρώνοντας την αλήθεια, αλλάξατε την ανθρωπότητα,
Λοιπόν, αλλάξτε κι άλλο την αλλαγμένη ανθρωπότητα.»

Πάτρα, Ιανουάριος 2011

σημείωση: ευτυχώς που για να γραφτούν αυτές οι λιγοστές αράδες εκτός από τους Τρεις Ιεράρχες, τα όσα είπαν και κυρίως τα όσα έκαναν και μας άφησαν κληρονομιά, βοήθησαν και ο Οδυσσέας Ελύτης (Μαρία Νεφέλη), ο Μίλτος Κουντουράς (Κλείστε τα σχολειά), ο Γιώργος Σεφέρης (Fog), ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο Μπέρτολτ Μπρεχτ και ο Παύλος Σιδηρόπουλος (εν Κατακλείδι).

* Ο Χριστόφορος Γ. Παπασωτηρόπουλος είναι εκπαιδευτικός θεολόγος.

Πηγή : Αποικία ορεινών μανιταριών
 

Σάββατο, Ιανουαρίου 29, 2011

Ο ΛΚΑ Παΐσιος για τους 3 Ιεράρχες








«Φωστήρες υπέρλαμπροι της Εκκλησίας Χριστού, τον  κόσμον εφωτήσατε ταις διδαχαίς υμών, Πατέρες Θεόσοφοι...» (Α΄ Κάθισμα  του Όρθρου της εορτής των Αγίων)






Αγαπητοί αδελφοί,
Η επί γης  στρατευομένη του Χριστού Εκκλησία από περάτων έως περάτων της  Οικουμένης με ύμνους και ωδές πνευματικές τιμά και γεραίρει εορτίως  σήμερα τα πυξία του Πνεύματος, τα άνθη τα εύοσμα του παραδείσου τα  κάλλιστα, τους Τρείς Μεγίστους Φωστήρας της Τρισηλίου Θεότητος.
Και  ψάλλει «τους μελιρρύτους ποταμούς της σοφίας, τους την κτίσιν πάσαν  θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας. Βασίλειον τον μέγα και τον Θεολόγον  Γρηγόριον, σύν τω κλεινώ Ιωάννη, τω τη γλώτταν  χρυσορρήμονι».
Η  ημέρα αυτή είναι ημέρα μνήμης και εορτής της παιδείας και των Ελληνικών  Γραμμάτων, και τούτο γιατί οι τρείς πεφωτισμένοι αυτοί άγιοι με την χάρη  του Παναγίου Πνεύματος κατενόησαν και ανέπτυξαν την μεγίστη  σπουδαιότητα της Ελληνικής παιδείας δια την μόρφωση  και  διαπαιδαγώγηση   των ανθρώπων.
Και πράγματι, οι Πανάγιοι της  οικουμένης διδάσκαλοι κατενόησαν συνεδύασαν και συνέδεσαν σε μία εύοσμο  ανθοδέσμη αρμονικά τον Ελληνισμό μετά του ζωογόνου και θεοδωρήτου  Χριστιανισμού.
Ελληνισμός και Χριστιανισμός είναι  εκείνες  οι δυο  πτέρυγες δια των οποίων οι κοινωνίες και τα έθνη ανέρχονται στο ύψος  των υψηλών αρχών και οραματισμών και δημιουργείται αληθινή και ωραία  ηθική διδασκαλία και αληθινός πολιτισμός.
Η Ελληνική παιδεία δια  της θύραθεν παιδείας και επιστήμης  αναπτύσσει  την διάνοια και οξύνει  και μορφώνει τον άνθρωπο, η δε χριστιανική θρησκεία ζωογονεί την καρδιά,  καθαρίζει την ψυχή, και μάλιστα  παρέχει την χάρη και τη δύναμη να   πράττει ο άνθρωπος  το αγαθό, το ωραίο και  το ευάρεστο  στον Θεό.
Ο  Ελληνισμός προσπαθούσε δια της  θύραθεν παιδείας  και του  ανθρωπίνου  πνεύματος να ανυψώσει τον άνθρωπο μέχρι του Θεού, η δε χριστιανική  θρησκεία δια του ενανθρωπήσαντος Υιού και Λόγου  του Θεού αγίασε,  ανύψωσε και  έσωσε  τον άνθρωπο.
Δια τον σωτήριο δια τον άνθρωπο  αυτό συνδυασμό, αγωνίστηκαν μέχρι θανάτου, εν λόγοις και έργοις, οι  σοφοί της Εκκλησίας διδάσκαλοι, οι πρόμαχοι της Οικουμένης, Βασίλειος ο  Μέγας, Γρηγόριος ο Θεολόγος και  Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
Και  επέτυχαν, οι μελίρρυτοι ποταμοί της σοφίας, οι του λόγου εραστές, και  έγιναν οι μέγιστοι μεταλαμπαδευτές και οι μέγιστοι διδάσκαλοι του  Χριστιανικού Ελληνισμού και οι μεγάλοι ευεργέτες του Έθνους και της  Οικουμένης.
Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι Ξενοφών, Πλάτων Αριστοτέλης  και άλλοι - δια τους οποίους καυχόμαστε σαν Έλληνες - μας παρέδωσαν τα  Γράμματα και τις τέχνες και όλως ιδιαιτέρως την σοφία τους, η οποία  θεωρείτο μέγιστο αγαθό, «Έλληνες σοφία  ζητούσιν» λέγει ο Απόστολος  Παύλος (Α΄προς Κορινθίους επιστολή Κεφ. α,22). Βεβαίως στους αρχαίους  χρόνους οι άνθρωποι ευρισκόταν το σκοτάδι  της άγνοιας και το  σπουδαιότερο είχαν απομακρυνθεί από τον αληθινό Θεό. «Παντού μεν είδωλα,  θεοί δε εν αυτοίς ουδαμού» λέγει ο Βασίλειος  Σελευκείας.
Οι  Έλληνες φιλόσοφοι ζητούντες την αλήθεια, κατενόησαν το ψεύδος και την  ολέθρια επίδρασή του επί των κοινωνιών και προσπάθησαν, δια του  σπερματικού λόγου, να διδάξουν την αλήθεια. Παρά ταύτα, όμως, δεν  μπορούσαν να οικοδομήσουν νέο, στερεό οικοδόμημα, όμως  έθεσαν τις   βάσεις και  έγινε η αρχή.
Δυστυχώς όμως  η ειδωλολατρία και η   ειδωλομανία  κατέστρεφαν  ό,τι το ωραίο, ό,τι το ευγενές. Πολλοί σοφοί,  ως άσοφοι, με τις ανθρώπινες  θεωρίες και διδασκαλίες τους δίδασκαν τα   αντίθετα. Η σοφία τους ομοίαζε ωσάν ένα καλάμι, το οποίο με την  ελαχίστη  πνοή  του ανέμου σπούσε.
Δια  τούτο, ο Φιλόσοφος  Πλάτωνας ζητούσε «βεβαιότερό τι όχημα, ή λόγο τινά θείο», όπως με  μεγαλύτερη ασφάλεια, και μάλλον χωρίς κίνδυνο, να  περάσει κάποιος την  ζωή του (Πλάτ, Φαίδ.& 25).
Βεβαίως, στους Ιουδαίους ήταν  γνωστός ο Θεός, ως και ο Μωσαϊκός θείος νόμος, αλλά όμως  ήταν σκιά «των  μελλόντων σωθήναι». Ο Μωσαϊκός νόμος δεν ήταν τέλειος, και ως  εκ  τούτου δεν μπορούσε να υψώσει τον άνθρωπο και να τον σώσει, και τούτο  διότι έλειπε η χάρις και η δύναμις δια την ανακαίνιση του πεσόντος  ανθρώπου.
Ο νόμος, όμως,  του Μωϋσέως,  ως  και η φιλοσοφία των  αρχαίων Ελλήνων, έγιναν παιδαγωγοί εις Χριστόν, ο Οποίος Χριστός  επρόκειτο να σώσει την εν σκότει και σκιά θανάτου καθήμενη ανθρωπότητα  από την αμαρτία και να την επαναφέρει στην αρχαία  μακαριότητα.
Και  «ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου» φως ανέτειλε εξ ουρανού στον κόσμο δια  του σαρκωθέντος Υιού και Λόγου του Θεού. Το φως, η χάρη και η αλήθεια  δια Ιησού Χριστού επεσκίασε ολόκληρο την ανθρωπότητα.
Η σοφία, η  γνώση και η δύναμη κατά Χριστόν αποκαλύπτονται τοις ανθρώποις, εν Χριστώ  Ιησού, «εν ω εισί πάντες οι θησαυροί της σοφίας και της γνώσεως  απόκρυφοι», και ο Οποίος Ιησούς Χριστός και τον Μωσαϊκό νόμο  συνεπλήρωσε, αλλά και το οικοδόμημα της Ελληνικής σοφίας ανύψωσε.
Η  θεία πρόνοια, λοιπόν, προετοίμασε τα έθνη σε κατανόηση και αποδοχή της  εξ αποκαλύψεως χριστιανικής θρησκείας και αλήθειας και μεταχειρίστηκε  την Ελληνική θύραθεν παιδεία και την Ελληνική γλώσσα ως όργανα μετάδοσης  των θείων και σωτηρίων δια τον άνθρωπο αληθειών.
Δια της  Ελληνικής γλώσσας μεταδόθηκε στους απανταχού της γης διασκορπισμένους  υιούς του Αδάμ η γνώση του – γνωστού στην Ιουδαία  και αγνώστου στο  κλεινόν της παλλάδος Αθηνάς άστυ – Θεού, Πατρός των Φώτων.
Η  χριστιανική, άρα, θρησκεία και ο Ελληνισμός δεν αντιτίθενται, ως θέλουν  να ειπούν  «οι βραδείς και ανόητοι και μωροί τη καρδία», αλλά απεναντίας  συμφωνούν και είναι στενά συνδεδεμένα και συμπορεύονται σε έναν κοινό  σκοπό, πού είναι η πνευματική και ηθική ανύψωση του  ανθρώπου  και η  ένωσή του με τον Θεό.
Και το «ελήλυθεν η ώρα ίνα δοξασθή ο Υιός  του ανθρώπου» που είπεν ο Κύριος πρό του πάθους, γίνεται πραγματικότητα.
Ο  Απόστολος των Εθνών Παύλος στην Αθήνα - από το βήμα του Αρείου Πάγου  και μπροστά στον βωμό του αγνώστου Θεού - κήρυξε τον Χριστιανισμό, «την  Καινήν Διδαχήν» και ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, πρώτος των  Ελλήνων  φιλοσόφων και αρχόντων πίστεψε στον αληθινό Θεό, και «γυνή ονόματι  Δάμαρις και έτεροι σύν αυτοίς».
Ο σπόρος του ευαγγελίου, ο σπόρος  της σωτηρίας φυτρώνει κατά πρώτο στις ψυχές των Ελλήνων και καρποφορεί  και αυξάνει  προς δόξαν Θεού και σωτηρία του ανθρωπίνου γένους.
Ούτω  οι Θεοφόροι και Θεοκίνητοι Πατέρες της Εκκλησίας του Ναζωραίου Χριστού  και δη και μάλιστα οι τρείς μεγάλοι φωστήρες της Οικουμένης και των  Αποστόλων ομότροποι - Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος ο Θεολόγος και  Ιωάννης ο Χρυσόστομος - μη φειδόμενοι κόπων και θυσιών, αγωνίστηκαν  κραταιά και δυνατά, εν λόγοις και έργοις, και συνένωσαν ισχυρά και  ανέπτυξαν πλουσίως την στενή και αδιάρρηκτο σχέση του Ελληνισμού και του  Χριστιανισμού προς ωφέλεια  ολοκλήρου της ανθρωπότητας.
Αγαπητά  μου παιδιά, νέοι και νέες,
Περισσότερο  από ποτέ άλλοτε σήμερα οι  φωνές – οι σοφοί λόγοι, οι διδαχές αλλά και οι διαμαρτυρίες κατά των  τότε ισχυρών της γης, των σοφών της Ελληνικής παιδείας και της Εκκλησίας  μας Μεγάλων  Πατέρων Διδασκάλων – πρέπει να ηχούν  στις καρδιές  των  διδασκόντων και διδασκομένων. Ο Μέγας Βασίλειος, ο Θεολόγος Γρηγόριος   και ο χρυσούς την γλώσσα  Ιωάννης ας γίνουν φάροι τηλαυγείς να φωτίζουν  διδάσκοντας και διδασκομένους, ούτως ώστε η Ελληνική παιδεία,  δια την  οποίαν  μόχθησαν, να είναι  πάντοτε πρωτοπόρα.
Αγαπητοί μου  νέοι  και νέες,
Σε μία εποχή που τα πάντα ρέουν προς την αβεβαιότητα και  το μέλλον σας είναι αβέβαιο, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές σας πρέπει,  ως τα διψασμένα ελάφια, να προσφεύγετε στις καθαρές και ζωογόνες πηγές  της αληθινής  σοφίας  και αρετής.
Πρέπει και εσείς, όπως οι ναύτες  του Οδυσσέα έκλεισαν τα αυτιά τους σε εκείνες  τις σειρήνες, να  κλείνετε και εσείς τα αυτιά σας στις σειρήνες των νέων και μωρών  διδασκαλιών και θεωριών του κόσμου τούτου.
Ας μη  διαφεύγει  της  προσοχής σας, αγαπητοί νέοι και νέες, ότι, βάση της ορθής παιδείας και  αγωγής της νεότητας και της προόδου του λαού είναι η αμώμητή μας πίστη, η  οποία είναι μητέρα πάσης αρετής.
Δεύτε, λοιπόν, μαθητιώσα και  σπουδάζουσα νεολαία, με πρότυπα τους τρείς Ιεράρχες συνεχίστε τις  σπουδές Σας εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου προς ευόδωση των οραματισμών  σας, και πάντες ημείς, Εκκλησία  και ευσεβής λαός, «τους πανταχού θερμώς  προφθάνοντας, θείους Αρχιεράρχας εγκωμιάζοντας, ούτως είπομεν, Φωστήρες  υπέρλαμπροι της Εκκλησίας Χριστού, τον κόσμον εφωτήσατε, ταις διδαχαίς  υμών, Πατέρες Θεόσοφοι». ΑΜΗΝ.



Ο Λ.Κ.Α.Π.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 21, 2011

Ω αθάνατοι Πατέρες !! ΓΛΩΣΣΑΝ ΕΚΤΕΜΝΟΥΣΙΝ ΧΕΙΡΑΣ ΕΚΚΟΠΤΟΥΣΙΝ





Το 645 ή 646 πήγε στη Ρώμη. Το 647 ο αυτοκράτορας Κώνστας εξέδωσε τον Τύπο, με τον οποίο απαγορευόταν οι συζητήσεις περί μιας ή δύο θελήσεων και ενεργειών. Η σύνοδος του Λατερανού (649), της οποίας κύριο πρόσωπο ήταν ο άγιος Μάξιμος, καταδίκασε το Μονοθελητισμό.

Συνελήφθη από τον έξαρχο της Ιταλίας Θεοδόσιο, οδηγήθηκε στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τους δύο Αναστασίους, τον μαθητή του και τον αποκρισάριο του Πάπα. Είχε ήδη οδηγηθεί εκεί και ο Πάπας Μαρτίνος και είχε εξορισθεί στη Χερσώνα για δήθεν πολιτική συνωμοσία (653). Το ίδιο έγκλημα, χωρίς αποδείξεις, αποδόθηκε και στον Μάξιμο. Αφού κατάλαβαν ότι δεν πρόκειται να υποχωρήση τον εξορίζουν μαζί με τους άλλους δυο στην Βιζύη της Θράκης (655).

Τους ανακαλούν στην Κωνσταντινούπολη, για νέα ανάκριση και μετά την άρνησή τους να υπογράψουν τον Τύπο τους στέλνουν εξορία στα Πέρβερα (656). Μετά έξη χρόνια τους καλούν πάλι στη Κωνσταντινούπολη για μια τρίτη προσπάθεια να τους πάρουν με το μέρους τους.
Αφού και οι τρεις αρνήθηκαν να υποκύψουν, αναθεματίσθηκαν, κακοποιήθηκαν και διαπομπεύθηκαν, “γλώσσαν ένδον από του φάρυγγος και της παραψαυούσης επιγλωττίδος παρανόμως εκτέμνουσιν” και “σμίλη και σφύρα την δεξιάν των χειρών εκκόπτουσιν”. "Λέγεται δε, μετά την εκτομήν, αυθις υπό Θεού παραδόξως αποκαταστήναι την γλώτταν και τρανώς φθέγγεσθαι, μέχρις αν εν βίω υπήρχε"(ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ αγίου Νικοδήμου).

Μετά από αυτά οδηγήθηκαν και οι τρεις σε τόπους εξορίας στην Αλανία του Καυκάσου, ο καθένας χωριστά. Ο άγιος Μάξιμος κλείσθηκε μόνος στο φρούριο Σχίμαρις, όπου υπέκειψε στις ταλαιπωρίες και τα γηρατειά δύο μήνες αργότερα, τον Αύγουστο του 662. Η μνήμη του εορτάζεται στις 13 Αυγούστου και στις 21 Ιανουαρίου.

Αν και απλός μοναχός για εικοσιπέντε τουλάχιστον χρόνια ήταν ο κύριος εκφραστής της Ορθόδοξης Πίστης.
O μεγάλος αυτός άγιος της Εκκλησίας φέρει τον τίτλο του Ομολογητή γιατί όταν ομολογούσε τις δύο θελήσεις του Χριστού δεν υπήρχε κανείς επί της γής για να "εκφράσει την πίστη του όμου μετ’ αυτού" και έτσι αναγκάστηκε να ομολογήσει με τους πεθαμένους, τους νεκρούς, τους όντως ζώντες εν Χριστώ αγίους της Εκκλησίας.

Τον καιρό της αντίστασης, στη φυλακή και στην εξορία, "η τύχη της Χριστολογίας εξαρτήθηκε από την άκαμπτη σταθερότητα ενός ανθρώπου μονάχα". ((H. U. VON BALTAHASAR, op. C. σ. 32) Από την Εισαγωγή του π. Δ. Στανιλοάε στη ΜΥΣΤΑΓΩΓΙΑ).

Ήχος δ’. Ως γενναίον εν Μάρτυσιν.
Οξυγράφου ως κάλαμος,
τεθηγμένη τω Πνεύματι,
η αγία γέγονε Πάτερ γλώσσα σου,
καλλιγραφούσα εν χάριτι,
πλαξί καρδιών ημών,
τόμον θείων αρετών,
και δογμάτων ακρίβειαν,
και την σάρκωσιν,
του εν δύω ουσίαις τοις ανθρώποις,
και μιά τη υποστάσει,
εμφανισθήναι θελήσαντος.
Από τα στιχηρά προσόμια του εσπερινού της 21ης Ιανουαρίου.

Πέμπτη, Ιανουαρίου 20, 2011

Δυό ποιήματα για τον κυρ Αλέξανδρο

Γιῶργος Κοτζιούλας
Στροφὲς γιὰ τὸν ἀσύγκριτο

-----------------------------------------------------------------------------


Ὁ Ἀλέξαντρος Παπαδιαμάντης, ἡ μεγάλη
ψυχή, δὲν εἶχε, λὲν ὅσοι εἶδαν, νὰ φορέσει
λουρί, γι᾿ αὐτὸ κι ἐκεῖνος ἔδενε τὴ μέση
μ᾿ ἕνα σκοινί, σὰ διακονιάρης. Ὅταν πάλι
τοῦ ῾διναν τσάι εὐρωπαϊκὸ σὲ σπίτι ξένο,
δὲν τό ῾παιρνε, γιατὶ δὲν τό ῾χε μαθημένο.Φεύγοντας ὕστερη φορὰ γιὰ τ᾿ ἀκρογιάλι
(πενήντα περασμένα κι εἶχε καταπέσει)
τὸν πῆρε τὸ παράπονο, ἔκλαιε, πῶς νὰ μὴ μπορέσει
τ᾿ ἀγόρι τ᾿ ἀδερφοῦ του κάπου νὰ τὸ βάλει.
«Ἄχ, ὅπως ἦρθα στὴν πατρίδα μου πηγαίνω»
κρυφοτρεμούλιαζε τ᾿ ἀχείλι πικραμένο.
Τίποτε δὲν τοὺς λείπει αὐτῶν ποὺ γράφουν τώρα·
κι ὅμως τὴ χάρη ποιὸς τὴν ἔφτασε ἐκεινοῦ;
Κανένας ἄλλος, ὅση καὶ νὰ πάρει φόρα,
δὲ σώνει τὸ χαλκᾶ νὰ πιάσῃ τ᾿ οὐρανοῦ.

Λάμπρος Πορφύρας - Δέηση γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ Παπαδιαμάντη


Χριστέ μου, δόστου τὴ χαρά, τὴ μόνη ποὺ μποροῦσε
νὰ σοῦ ζητήσῃ ἀπάνω ἐκεῖ νοσταλγικὰ ἡ ψυχή του.
κάνε τὸ θάμμα κι ἄσε τον νὰ ζήσῃ ὅπως ἐζοῦσε
σὲ μία μεριὰ πού, τάχατες, νὰ μοιάζῃ τὸ νησί του.
Νἆναι τὰ βράχια στὸ γκρεμὸ βαθιὰ κουφαλιασμένα,
νἄχῃ σωριάσει ἡ θάλασσα στὴν ἀμμουδιὰ τὰ φύκια,
κι ἀράδα-ἀράδα στὸ γιαλὸ δεμένα, ἀποσταμένα,
νὰ σιγοτρίζουν τὰ φτωχὰ σκιαθίτικα καΐκια.
Νἆναι οἱ νησιώτισσες οἱ γριές, κ᾿ οἱ νιές, οἱ πεθαμένες
αὐτὲς ποὺ τὶς θλιμμένες τους μᾶς ἔλεγε ἱστορίες -
νὰ γνέθουν τὸ λινάρι οἱ γριὲς στὴν πόρτα καθισμένες,
καὶ δίπλα στὰ παράθυρα ν᾿ ἀνθίζουν οἱ γαζίες.
Κ᾿ ὕστερα ἀκόμα νἆναι ἐλιές, καὶ νἄναι κυπαρίσσια,
σκυμμένα νἆναι καὶ τὸ φῶς τ᾿ ἀχνὸ νὰ προσκυνᾶνε,
νὰ τόνε περιμένουνε στὸν κάμπο τὰ ξωκκλήσια
Καὶ τὴν καμπάνα τους μακρυὰ οἱ ἀγγέλοι νὰ χτυπᾶνε.
Δόστου, Χριστέ μου, τὴ στερνὴ χαρὰ νὰ ἰδῇ καὶ πάλι
τὴ γνώριμή του τὴ ζωὴ κοντὰ στ᾿ ἀκροθαλάσσι !
Ἄχ, ἔτσι ἀθῴα, κ᾿ ἔτσι ἁπλὰ κι ἁγνὰ τὴν εἶχε ψάλει,
ποὺ τῆς ἀξίζει ἐκεῖ ψηλὰ μαζὶ μ᾿ αὐτὸν ν᾿ ἁγιάσει.

ΓΙΑΤΙ ΤΟΝ ΑΓΑΠΑΜΕ ΑΚΟΜΗ ΤΟΝ ΚΥΡ - ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ



Το αφιέρωμα στον κυρ Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη που επιμελήθηκε ο Σπύρος Γιανναράς στο φύλλο της περασμένης Κυριακής της εφημερίδας Η Καθημερινή, ήταν εξαιρετικό: Γιατί τον αγαπάμε ακόμη - Εκατό χρόνια χωρίς τον Αλ. Παπαδιαμάντη.
Εξηγεί ο Σπύρος Γιανναράς: "Ζητήσαμε λοιπόν από διαφορετικούς σε ηλικία και επάγγελμα, αναγνώστες του να μας εξηγήσουν γιατί τον διαβάζουν σήμερα. Από τις απαντήσεις προκύπτει ότι ο Παπαδιαμάντης εξακολουθεί να λάμπει παρά τη θέλησή μας, λειτουργώντας ως μεσάζων στην ανακάλυψη ενός βαθύτερου εαυτού μας από τον οποίο δεν έχουμε αποκοπεί πλήρως".


- Για τον Παντελή Μπουκάλα ο Παπαδιαμάντης είναι "ποιητής πάνω απ' όλα".
- Ο επιμελητής των Απάντων του Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος μας συγκινεί για άλλη μια φορά "με τις ανταύγειες του υψιδρόμου σέλαος". Παραθέτω ολόκληρο το μικρό κείμενο του:
Σε μια απαρατήρητη αλλά οξυδερκέστατη υποσημείωσή του ο Σεφέρης γράφει ότι το δόγμα του Παπαδιαμάντη έγινε «φύσις», τόσο που να τον μειώνει καίρια κανείς όταν το παραβλέπει (το δόγμα). Την επανέλαβε με ολόκληρο δοκίμιο εδώ και 50 χρόνια ο Λορεντζάτος, ωστόσο οι μειώσεις είναι αναρίθμητες. Δεν είναι άσχετες με την «φύσιν» του αυτές οι αράδες του Παπαδιαμάντη : «Ω, αι ώραι του λυκαυγούς!... Ιδού «αυτόμαται ήξαν πύλαι» ας έχον ώραι, πλην ας αφήσωμεν τους παλαιούς, και ας ψάλωμεν μετά του Κοσμά του θεσπεσίου: «Προσενωπίω σοι ώραι, υπεκλίθησαν, φως γαρ και προ ποδών υψίδρομον σέλας, Χριστέ...»» (226. 23-26). Παρέλκει εδώ η ερμηνεία της διάβασης από τον Ομηρο στον Κοσμά. Θέλω να πω μόνο ότι διαβάζω τον Παπαδιαμάντη αχώριστο από την «φύσιν» του, με όσες ανταύγειες του υψιδρόμου σέλαος αξιώνομαι και πάντοτε με σκηνικό την παπαδιαμαντική θάλασσα της Λίμνης Ευβοίας, απείκασμα του «άνω βυθού».

- Ο Νίκος Γ. Ξυδάκης μας λέει για το πώς επιστρέφει συχνά στη ζωή σαν ηθογραφία του Σκιαθίτη: Με τον καιρό, βυθίστηκα στην πρόζα του, τη μουρμουριστή και εμμελή, ακολούθησα το βλέμμα του πάνω στους ανθρώπους, το βλέμμα του που χαϊδεύει εταστικά λοφίσκους και γραΐδια, τον τρόπο με τον οποίο ιχνογραφεί απαλά το κοινό και το κύριο, εισέπνευσα το ψυχικό άρωμα της ακατακρισίας, της συμπόνιας, της συχώρεσης, της αγάπης. Με τον καιρό, άρχισα να σκέφτομαι ότι ο Παπαδιαμάντης μάς έμαθε να βλέπουμε τον τόπο που ζούμε, τον τρόπο που ζούμε, ανθρώπους αντινομικούς, παλαιούς, παράφορους, αλλοπρόσαλλους, δαιμονισμένους και άγιους, σοφούς, ανθρώπους που ζουν τη ζωή σαν ηθογραφία διάστικτη από ποταπότητα και μεγαλείο.

- Ο νομικός Σπύρος Παπαδόπουλος βλέπει τον Παπαδιαμάντη σαν συχωριανό του.

- Ο ποιητής και μεταφραστής Κώστας Κουτσουρέλης μας λέει απερίφραστα πώς "ο Παπαδιαμάντης είναι ένας από τους νοηματοδότες της νεότερής μας ταυτότητας, ένας από τους στυλοβάτες της συλλογικής μας αυτοκατανόησης. Το έργο του μας συναρπάζει επειδή εικονογραφεί όσο λίγα τη σταθερότερη απ' τις σταθερές του νεοελληνικού βίου, τη μόνιμη διελκυστίνδα ανάμεσα στη Δύση και στη δική μας, καθ' ημάς, Ανατολή. Και ό,τι αυτή συνεπάγεται".

- Ο ζωγράφος Χρήστος Μποκόρος μας προτρέπει ολόψυχα "Να ονειρευόμαστε την ουτοπία της κοινότητας. Μια ουτοπία που είναι πιο κοντά μας κι από την ίδια την πραγματικότητα. Μια ουτοπία που βρίσκεται γύρω μας, αν τη δούμε και την αγαπήσουμε εντός μας. Αυτή την κατ' εξοχήν αλήθεια ανέδειξε το χάρισμα του Παπαδιαμάντη κι αυτήν μας κατέλειπε η αγάπη του, ζωή ολοζώντανη, στο έργο του".

- Τέλος, ο μουσικός Μάνος Αχαλινωτόπουλος μας μιλάει για τον δικό του κυρ Αλέξανδρο που "είναι ο μάγος του ξεπεσμένου δερβίση, είναι εκείνος που μίλησε με τον πιο ποιητικό, μεταφυσικό και εν τέλει γιορταστικό τρόπο για τον ήχο, τη μουσική και την πνοή".

πηγη

Δευτέρα, Ιανουαρίου 17, 2011

Ζητείται Μέγας!


Κατά σειράν διαβάζω τους εορτάζοντες πατέρες στο ημερολόγιο: 

Μέγας Βασίλειος υπέρμαχος της ορθοδοξίας,  προστάτης των φτωχών και της κατά Χριστόν παιδείας
Μέγας Αντώνιος, ενισχυτής στους διωγμούς και την αρειανική θύελλα και πατήρ πατέρων
Μέγας Αθανάσιος: ο κορυφαίος υπέρμαχος και στύλος της Αληθείας(ever), 
Μέγας Μακάριος, καθηγητής της ερήμου
Μέγας Ευθύμιος, φωστήρας του μοναχισμού, ιεραπόστολος, πολέμιος του μονοφυσιτισμού
Ιερός Χρυσόστομος, η εκκλησία τον αδίκησε πού του στέρησε το προσωνύμιο, ας τον πούμε μέγιστο, έτσι σαν αποκατάσταση...

 και σκέφτομαι...

.... 18-1-2011:  Η Ορθοδοξία- Εκκλησία και η Ορθοδοξία-Πίστη σε Κρίση, βαλλόμενη πανταχόθεν...
Και η πιστότητα  μας ως ορθοδόξων  ; 
Ειλικρινά : Υπό αμφισβήτηση...

 ... και κατά λογική και μόνον συνέπεια (επιταγή της εποχής γαρ η λογική...)



Ζητείται Μέγας...


Έστω και Ένας! Μόνον! Ένας...!

Ο Μέγας Αντώνιος καί ο ταπεινός μπαλωματής


Πέρασε κάποτε από το λογισμό του Μεγάλου Αντωνίου σε τίνος τάχα αγίου μέτρα να είχε φτάσει. Ο Θεός όμως, που ήθελε να του ταπεινώσει το λογισμό, του φανέρωσε μια νύχτα στ’ όνειρό του πως καλύτερος του ήταν ο μπαλωματής, που είχε ένα μικρομάγαζο σ’ ένα παράμερο δρόμο της Αλεξανδρείας...
Μόλις ξημέρωσε, ο Όσιος πήρε το ραβδάκι του και ξεκίνησε για την πόλη. Ήθελε να γνωρίσει από κοντά τον περίφημο μπαλωματή και να ιδεί τις αρετές του. Με πολλή δυσκολία ανακάλυψε το μαγαζάκι του, μπήκε μέσα, κάθισε πλάι του στον πάγκο κι’ άρχισε να τον ρωτά για τη ζωή του.
Ο απλοϊκός άνθρωπος, που δε του πήγαινε ο νους ποιος μπορούσε να ήταν εκείνος ο γερο-καλόγερος που ήλθε τόσο ξαφνικά να τον εξετάσει, χωρίς να πάρει τα μάτια του από το παπούτσι που μπάλωνε, του αποκρίθηκε αργά-αργά με ηρεμία:
— Δεν ξέρω, Αββά μου, να έχω κάνει ποτέ κανένα καλό. Κάθε πρωί σηκώνομαι, κάνω την προσευχή μου κι’ αρχίζω τη δουλειά μου. Λέω όμως πρώτα στο λογισμό μου, πως όλοι οι άνθρωποι σ’ αυτή την πόλη, από τον πιο μικρό ως τον πιο μεγάλο, θα σωθούν καί μόνο εγώ θα καταδικαστώ για τις πολλές μου αμαρτίες. Κι' όταν το βράδυ πάω να πλαγιάσω, πάλι το ίδιο συλλογίζομαι.
Ο Όσιος σηκώθηκε με θαυμασμό, τον αγκάλιασε, τον φίλησε, και του είπε με συγκίνηση:
— Συ, αδελφέ μου, σαν καλός έμπορος, κέρδισες τον πολύτιμο μαργαρίτη άκοπα. Εγώ γέρασα στην έρημο, ίδρωσα καί κόπιασα, μα δεν έφτασα την ταπεινοσύνη σου.

(Από το ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ)

Σάββατο, Ιανουαρίου 15, 2011

Τί τίτλο να βάλει κανείς εδώ;




Υπάρχουν κάποιοι , αξιόλογοι κατά τ'αλλα αδελφοί, πού ντρέπονται να ομολογήσουν δημόσια πώς είναι χριστιανοί. Ιδία μπροστά σε διανοητές του συρμού ή ψευδοφιλοσόφους πού θεωρούν την ύπαρξη κάθε παραδοσιακής αξίας-ίδε και θρησκεία στην κάθε μορφή- πράγμα όχι απλά παρωχημένο, αλλά και επικίνδυνο για τα σχέδια τους. Και τα σχέδια τους; Η διατήρηση της πόζας- αντικαταβολή στην όποια τους ύπαρξη στο κοινωνικό στερέωμα. Μια πόζα πού όπως όλες οι πόζες κρύβουν  τεράστια κενά, πράγματα δηλαδή κωμικώς υπερτιμημένα,ασήμαντα στην πλατειά ιστορία των ανθρώπων.Τέτοιων παλιάτσων λάτρεις και τιμητές υπάρχουν αυτοί οι φοβισμένοι. Γράφουν και ψελλίζουν  εγκώμια στην Παναγιά και τους αγίους, στον υπέροχο Χριστό, με την απαραίτητη επισήμανση στην προμετωπίδα-σαν λάβαρο αυτό διά τας περιστάσεις- “ δεν πιστεύω καν”  ή “  παραμένω ουδέτερος θαυμαστής Του”. Προδίδουν καταφανή γεγονότα και απλανείς πίστεις για κωμικοτραγικά ανταλλάγματα.Και αυτό θεωρείται κοσμική σοφία και γενναιότητα.


Τους φαντάζομαι άλλοτε δεισιδαίμονες, στην παραθρησκευτική τους κρυφή ανασφάλεια να χαιδεύουν κάποιο αρχαίο χαϊμαλί της γιαγιάς τους-έτσι για γούρι - και άλλοτε σε μια κρίσης μετανοϊκής αυτοσυνειδησίας, να προσπαθούν να διακρίνουν τα σπαράγματα της χαμένης τους παιδικότητας σε μια εικόνα ψηλά-πάντα ψηλά- στο εικονοστάσι. Πολλές φορές χωρίς να μπορούν να διακρίνουν τίποτα, ώσπου νά'ρθει ο πειρασμός του φόβου, η παραίτηση, η αναισθησία. Την ίδια στιγμή βέβαια  εξουθενώνουν την στιγμιαία εκείνη κρίση της συνείδησης τους , ντύνοντας τον εαυτό τους με τα λαμπρά ονόματα του  “ τραγικού προσώπου”  και  του
“  τάλανος νοσταλγού”  και  βαφτίζουν τις τύψεις   “ανόητες εμμονές και φοβίες, πέραν κάθε παραδεκτής λογικής,  ανάξια πράγματα για συνειδητοποιημένους δηλ. ανθρώπους”...!


Φεύ των ανθρώπων...!


Όταν σκέφτομαι την παράνοια αυτού του κόσμου, την λυσσαλέα ορμή του άρχοντα του απατεώνος αιώνος, προσπαθώ να κατανοήσω μια τέτοια μικροψυχία και από ανθρώπινη συναμαρτωλότητα και ξαφνική σπάνια αλληλεγγύη για το δύστροπον του χαρακτήρα μου τους βαφτίζω αυθαίρετα  “κρυπτοχριστιανούς” . Είναι σαν Πέτρος,Θωμάς και Ιούδας να αλληλοπεριχωρούνται σε ένα τρισυπόστατο δραματικό πρόσωπο, πού δεν έχει κουράγιο να ξαναμπεί σε πορεία αλήθειας και αυτό αξίζει μια συμπόνοια. Ποιός άλλωστε από μας δεν έχει μπεί κάποτε σε κάποιο βαγόνι στο τρενάκι του παρανοϊκού τρόμου;


Κάποτε, όμως ειλικρινά θυμώνω. Είναι πού μεγαλώνουν και τα παιδιά τους, και τα παιδιά των παιδιών τους σε αυτή την δειλή απάτη. Και την δειλία τους είναι δύσκολο να την χωρέσω. Όταν η δειλία γίνει καθεστώς και κληρονομημένο “προνόμιο”  δεν έχουμε το δικαίωμα να ελπίζουμε σε φωτεινότερους κόσμους. Τότε θα πάρω την τσαλακωμένη εκείνη πίστη πού την πέταξαν, επικίνδυνη και τρομερή και αχρείαστη για τα παιδαγωγικά τους πλάνα και θα την 
περιθάλψω , να την κάνω να φανεί φωτεινότερη να στραβώσω την προστυχιά μπας και γίνει έλεγχος και ξύπνημα και επιστροφή. Εγώ ο μικρός και ανάξιος.


Η μόνη αλήθεια είναι ίσως πώς ψάχνω μέσα στα βλέμματα αυτών των ανθρώπων να βρώ ίχνος αλήθειας. Και όταν δεν βρίσκω, νιώθω μισός μες στον κόσμο. Ο ένας είμαστε δεμένος με τον άλλο. Όταν ο άλλος είναι στο σκοτάδι, πώς μπορεί το έτερον ήμισυ να εγείρει δικαιώματα στο φώς;


Ελέησον με...



Προκλήσεις




Δίπλα στους ουρανοξύστες βρίσκονται και ετοιμόρροπες καλύβες.
          Την ώρα που οι μεγιστάνες του πλούτου απολαμβάνουν τα λουκούλλεια  γεύματα τους, εκατομμύρια πεινασμένοι θρηνούν τη φτώχεια τους.
          Δίπλα στους ήρωες τιμώνται και οι προδότες.
          Δίπλα στους ειλικρινείς βρίσκονται και οι εκμεταλλευτές
          Δυστυχώς από τότε που εμφανίζεται η κοινωνική ζωή οι άνθρωποι έχουν χωριστεί σε τάξεις. Τα συμφέροντα, οι σκοπιμότητες και οι εγωισμοί έκαναν τους ανθρώπους να διακρίνονται σε επίσημους και ανεπίσημους, σε δούλους και ελεύθερους. Δεν είναι νοητό λ.χ. ο εφοπλιστής να κάνει παρέα με τον μούτσο, εκτός κι’ αν ναυαγήσει και ο δεύτερος σώσει τον πρώτο. Δεν μπορεί ο βιομήχανος να κάθεται στο ίδιο τραπέζι με τον εργάτη του, εκτός κι’ αν θέλει να τον κολακεύσει για να τον εκμεταλλευτεί περισσότερο. Δεν είναι και τόσο συνηθισμένο να συνομιλεί, να συσκέπτεται, να συναναστρέφεται ο διάσημος φιλόσοφος, ποιητής, συγγραφέας, επιστήμονας με τον αμόρφωτο λαό, εκτός κι’ αν όλοι αυτοί χρειάζονται τον λαό για να τον κάνουν όργανο τους και να πετύχουν τα σχέδια τους.
          Έτσι οι διαχωρισμοί συνεχίζονται και σήμερα. Μόνο που παρουσιάζονται με καινούργια κουστούμια για να εξαπατούν ευκολότερα.
          Σήμερα οι παλιοί δουλοπάροικοι λέγονται εργάτες.
          Οι τύραννοι, προϊστάμενοι.
Οι τσιφλικάδες, εργοδότες.
Οι σκλάβοι ,υφιστάμενοι η υπάλληλοι.
Έτσι οι διακρίσεις προσφέρονται ευκολότερα.
Πολλοί νομίζουν πως είναι γεννημένοι για αφεντικά, για προϊστάμενοι, για πλούσιοι και για ανώτεροι. Δεν καταδέχονται ν’ ασχοληθούν με άλλο ρόλο στη ζωή τους. Θεωρούν τον εαυτό τους προνομιούχο και απαιτούν από τους άλλους να τους υπηρετούν.
Και φυσικά κανείς δεν πρέπει να αμφισβητεί τα προσόντα τους, όταν βέβαια τα διαθέτουν. Ούτε και τις ικανότητες τους ή το ρόλο που έπαιξαν στην ιστορία και την κοινωνία. Αυτό θα ήταν εγκληματικό.
Έχουν όμως το δικαίωμα αυτοί να κάνουν τους άλλους να νοιώθουν μειονεκτικά απέναντι τους; Δικαιούνται να προβάλλουν προκλητικά τον πλούτο, τη θέση, τη μόρφωση, την κοινωνική προβολή τους και ό,τι άλλο σημαντικό διαθέτουν;
Γιατί λ.χ. ποιος απ’ αυτούς μπορεί να μας πει, ότι ο πλούτος και η «ιδιοκτησία» κατά κανόνα, δεν είναι αδίκημα εις βάρος του λαού; Ή ποιος μπορεί να καυχηθεί για τα διάφορα ταλέντα του, ότι δεν είναι ανόητος, αφού του είναι δοσμένα από τον Θεό;
Εξ άλλου όλοι οι τιτλούχοι παίρνουν υπόσταση από το λαό και τους κατωτέρους τους. Υπάρχει στρατηγός χωρίς στρατιώτες; Άρχοντες χωρίς λαό; Προϊστάμενοι χωρίς υφισταμένους;
Γιατί λοιπόν κύριοι ανώτεροι διαχωρίζετε τους εαυτούς σας από το λαό; Γιατί καταδυναστεύετε συνειδήσεις κύριοι «πνευματικοί ηγέτες»;
Δεν βλέπετε πως πολλές φορές ένας αγράμματος μπορεί να έχει ήθος ανώτερο από το δικό σας και περισσότερη αξία απ’ ολους σας; Ας πούμε, πόσοι υψηλά ιστάμενοι θα μπορούσαν να σταθούν μπροστά στο ύψος ενός Σωκράτη ή ενός Μ. Αντωνίου, που δεν διέθεταν πλούτο ή περγαμηνές;
Καλό θα ήταν οι νομιζόμενοι «μεγάλοι και σπουδαίοι» να χαμηλώνετε λίγο, να συγκαταβαίνετε, γιατί και ο πιο «άσημος» ή «κατώτερος» άνθρωπος κρύβει μέσα του το άφθαστο κάλλος της εικόνας του Θεού. Και αν έχει καλλιεργήσει τη θεία εικόνα και το ήθος του τότε το μεγαλείο του θα είναι αιώνιο. Θα λάμψει τελικά, γιατί αυτός είναι ο σκοπός της εν Χριστώ ζωής.
Μην πλανάσθε!  Από το ότι τώρα το πρόσωπο του λαού σπαράζει κάτω από τα τραγικά προσωπεία της ιστορικής αναγκαιότητας. Θα έρθει όμως η ώρα που θ’ αποδοθεί το μεγαλείο του το οποίο δεν θα μπορέσει κανένας να το αμαυρώσει.                  
          
π.Γ.Στ. 
Σχόλιο: Αμήν πάτερ μου, αμήν.

Πέμπτη, Ιανουαρίου 13, 2011

Άγιος Μάξιμος ο σαλός καυσοκαλυβίτης




Μεγαλυνάριο

Αίγλη απροσίτω καταστραφθείς,

τη επιφανεία της Παρθένου τε και Αγνής,

ώφθης υψιβάμων μετά σαρκός πολεύων,

τα υπέρ νούν και λόγον,

όσιε Μάξιμε.





Μοναχογιός ευσεβών γονέων από την πόλη Λάμψακο. Ονομαζόταν προηγουμένως Μανουήλ και ανατράφηκε από παιδί στα θεία και σωτήρια διδάγματα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.

Το μοναχικό σχήμα το πήρε σ' ένα μοναστήρι του όρους Γάνου, όπου, κοντά σ' έναν εξαίρετο γέροντα, το Μάρκο, αναδείχθηκε ακούραστος και ακατάβλητος στη μελέτη, την προσευχή, την κυριαρχία της γλώσσας, την αγάπη και την ομόνοια.

Έπειτα πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου η αρετή του τον έφερε συνομιλητή με τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Παλαιολόγο. Κατόπιν πήγε στη Θεσσαλονίκη για να προσκυνήσει το λείψανο του αγίου Δημητρίου και από κεί τράβηξε για το Άγιον Όρος. Εκεί κατέληξε στη Μονή της Λαύρας, αλλ' αργότερα με άδεια του ηγουμένου λόγω της αρετής του, γύρισε όλο τον Άθω.

Οι μεγάλοι ασκητικοί του αγώνες συγκρίνονται με αυτούς των μεγάλων ασκητών της Αιγύπτου.Επειδή έκανε συχνές μετακινήσεις, κατόπιν έκαιγε την καλύβα του, για να ασκείται στην πλήρη ακτημοσύνη. Γι' αυτό και ονομάστηκε Καυσοκαλύβης.

Απεβίωσε ειρηνικά το 1320 σε ηλικία 95 ετών, διατηρώντας όλη τη δύναμη και τη διαύγεια του νου του.Η Εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη του στις 13 Ιανουαρίου.




Στον βίο τού Οσίου Μαξίμου τού Καυσοκαλύβη διαβάζουμε την εξής συνομιλία τού οσίου Γρηγορίου τού Σιναίτη με τον όσιο Μάξιμο,η οποία αναφέρεται στην διάκριση τής αυθεντικής πνευματικής εμπειρίας από τα κακέκτυπα της.

"Ο άγιος Γρηγόριος, θέλοντας να επιβεβαιώσει τις δικές του διδασκαλίες, ρώτησε:
- Παρόμοιες αποκαλύψεις και οράματα προκαλούνται και από τους δαίμονες;
- Άλλα είναι τα σημάδια της δαιμονικής πλάνης και άλλα της θείας χάριτος, αποκρίθηκε ο όσιος Μάξιμος. Το πονηρό πνεύμα της πλάνης, όταν πλησιάσει τον άνθρωπο, τού συγχύζει το νου και τον εξαγριώνει. Σκληραίνει την καρδιά του και τη σκοτίζει. Προξενεί δειλία και υπερηφάνεια. Τού αγριεύει την όψη, τού ταράζει το μυαλό, τού ανατριχιάζει ολόκληρο το σώμα. Τού δείχνει και φανταστικό φώς. Φώς όμως όχι λαμπρό και καθαρό, αλλά ερυθρωπό. Προκαλεί έκσταση στο νου και τον παρακινεί να λέει άπρεπα και βλάσφημα λόγια.
Αυτός που κυριεύεται από το πνεύμα της πλάνης, θυμώνει πολλές φορές και οργίζεται. Ποτέ δεν ταπεινώνεται ούτε μετανοεί ούτε θλίβεται για τις αμαρτίες του, αλλά πάντοτε καυχιέται και κενοδοξεί για τα κατορθώματά του, χωρίς ντροπή και φόβο Θεού. Στο τέλος καταλήγει στην τρέλλα και στην οριστική καταστροφή. Είθε από την πλάνη αυτή να μας λυτρώσει ο Κύριος με τις ευχές σου.


Τα σημάδια της θείας χάριτος είναι τα εξής:
Όταν επισκιάσει τον άνθρωπο η χάρη τού Αγίου Πνεύματος, τού συμμαζεύει το νου και τον κάνει προσεκτικό και ταπεινό. Τού φέρνει τη σωτήρια μνήμη τού θανάτου, των αμαρτιών, της κρίσεως και της αιωνίου κολάσεως. Έτσι δημιουργεί στην ψυχή κατάνυξη, πένθος και θρήνο. Τα μάτια ημερεύουν και δακρύζουν" .


τη 13η του μηνός Ιανουαρίου,μνήμη του οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Μαξίμου του Καυσοκαλυβίτου

Απολυτίκιο

Μητρικής εκ νηδύος, όσιε Μάξιμε, εκλογής ως δοχείον ανατεθείς τω Θεώ, του θείου γνόφου ως Μωσής κατηξίωσαι, και τα πόρρω προοράν, κατά τον μέγαν Σαμουήλ, του Άθω το θείον θαύμα, της Θεοτόκου ο μύστης, η και πρεσβεύεις Πάτερ υπέρ ημών

από το βλογ του misha

Τρίτη, Ιανουαρίου 11, 2011

Αγωνιζόμαστε, λειώνουμε, δίνουμε τον εαυτό μας..!

Αγωνιζόμαστε, λειώνουμε, δίνουμε τον εαυτό μας..!

Ευλογημένος ο φανείς Θεός ημών..

του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Προικοννήσου

κ. Ιωσήφ

από το βιβλίο του «Οσμή ζωής», εκδ. Άθως

Ποιος δεν ξέρει η δίψα τί βάσανο είναι! Την πείνα εύκολα μπορρί ην ξεγελάσει· να την ξεχάσει. Μα η δίψα ούτε φιμώνεται, μήτε ξεγελιέται, μήτε ξεχνιέται! Τα χείλη φρύγονται, η γλώσσα ξεραίνεται, το στόμα ξεροσταλιάζει…Διψώ!» (Ιωάν. 19: 28), ακούστηκε να λέει ο Σωτήρας πάνω στο Σταυρό. Ούτε «πεινώ», ούτε «πονώ», ούτε «πάσχω». «Διψώ»! Και βρέθηκε χέρι, ένα χέρι που τόχει Αυτός πλασμένο, να Τον ποτίσει στη δίψα Του «όξος μετά χολής μεμιγμένον» (Ματθ. 27: 34) …

Με διψασμένη ψυχή τρέχουμε οι ταλαίπωροι άνθρωποι στα μονοπάτια της ζωής και ζητάμε, ψάχνουμε, πασκίζουμε κάτι να βρούμε. «Ευτυχία» το λένε το ζητούμενο μερικοί. «Χαρά» καμπόσοι. «Ησυχία» κάποιοι. «Γαλήνη» άλλοι. «Ειρήνη» πολλοί. Αγωνιζόμαστε, λειώνουμε, δίνουμε τον εαυτό μας, δε σταματάμε να τρέχουμε με φρυγμένα τα χείλη! Κι όταν νομίσαμε πως το βρήκαμε το ζητούμενο, πως το ψηλαφήσαμε, το πιάσαμε, το κάμαμε δικό μας. αλλοίμονο! βρεθήκαμε γελασμένοι! Πάλι, λοιπόν, απ’ την αρχή τρέξιμο, ξανά κυνηγητό του ποθούμενου, και ξανά με αδειανά χέρια! Αλήθεια, γιατί;

Η απάντηση στο γιατί αυτό είναι απλή. Τόσο απλή, που ενώ ίσως την ξέρουμε, δεν την προσέξαμε, δεν της δώσαμε σημασία! Ματαιοπονούμε και μένουμε πάντα διψασμένοι για ευτυχία, για χαρά, για γλυκασμό, για γαλήνη, για ησυχία, για ειρήνη, γιατί εκείνο που χρειαζόμαστε και που φέρνει μαζί του όλα αυτά. Είναι το «ύδωρ το αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. 4: 14). Είναι ο Λόγος του Θεού! Ο Λόγος του Θεού με λάμδα κεφαλαίο. Ο Ιησούς Χριστός δηλαδή. Η ψυχή μας βασανίζεται από τη δίψα του Χριστού! Προσπαθούμε να τη δροσίσουμε με νερά από «φρέατα συντετριμμένα»· είτε χρήματα λέγονται αυτά, είτε δόξες κοσμικές, είτε ηδονές κ.λπ.. και το μόνο που καταφέρνουμε είναι ν’ αυγατίζουμε τη δίψα της ψυχής μας! Και τούτο, γιατί είμαστε σε λάθος δρόμο! Ψάχνουμε αυτό που μας λείπει, εκεί που δεν υπάρχει! Η ψυχή μας είναι πλασμένη για Κείνον και δεν ξεδιψά, δεν βρίσκει ανάπαυση και πλήρωση μέχρις ότου Τον βρει! Άνθρωπε, συ που ξέκαψες από τη δίψα του Θεανθρώπου, πρόσεξε τα λόγια του ύμνου: «Νάμα ζωτικόν»-νερό γάργαρο δηλαδή, νερό κρυστάλλινο, πηγαίο, καθάριο. Νερό που χαρίζει ζωή. Όχι πρόσκαιρη, μα αιώνια ζωή σου προσφέρει στον Ιορδάνη σήμερα Αυτός που για σένα έγινε άνθρωπος! Σίμωσε τα φρυγμένα σου χείλη, άνοιξε το ξεραμένο σου στόμα και πότισε τη διψασμένη σου ψυχή απ’ την πηγή του Κυρίου, την αθάνατη και φωτοπάροχη! Δέξου το Χριστό στη ζωή σου και τότε. «ποταμοί εκ της κοιλίας σου ρεύσουσιν ύδατος ζώντος» (Ιωάν. 7: 38). Αδελφέ μου, Συ που διψάς για αλήθεια, μη διστάζεις! Έλα να δροσιστούμε στην πηγή της Αλήθειας! Συ που διψάς για δικαιοσύνη, μην αμφιβάλλεις! Έλα να ξεδιψάσουμε κοντά σ’ Εκείνον που καταπέμπει στον κόσμο όμβρους(βροχή) Δικαιοσύνης! Συ που διψάς για ειρήνη, μη πολυπραγμονείς! Πρόσελθε στο Θεό της Ειρήνης και Πατέρα πάσης παρακλήσεως! Συ που διψάς για έλεος, μην έχεις ενδοιασμούς! Οδήγησε τα βήματά σου στον Κύριο του Ελέους! Συ που διψάς για κάθαρση, για συγγνώμη, για καταλλαγή, γι’ αγάπη, για χαρά, για γλυκασμό, για ευτυχία αληθινή, για ζωή, μην αμφιρρέπεις!(αμφιταλαντεύσαι). «Χριστός έφάνη εν Ιορδάνη, την πάσαν κτίσιν θέλων ανακαινίσαι»!…

Και συ που διψάς χωρίς να έχεις συνειδητοποιήσει τί ακριβώς είναι αυτό που ζητά η ψυχή σου, συ που χτίζεις βωμούς «τω αγνώστω Θεώ» (Πράξ. 17: 23), έλα και συ μ’ όλους τους προηγούμενους στα χαριτόβρυτα ρείθρα του Ιορδάνη, όπου και μείς οδηγούμε τα βήματά μας σήμερα Θεοφάνεια, κι ένωσε τη φωνή σου με τη δική μας σ’ ένα στεντόρειο και καρδιόφθεγκτο «Ευλογημένος ο φάνεις Θεός ημών, δόξα Σοι»!…

Πηγή: http://vatopaidi.wordpress.com

Δευτέρα, Ιανουαρίου 03, 2011

ΕΠΕΦΑΝΗ Η ΧΑΡΙΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ Η ΣΩΤΗΡΙΟΣ (Αναφορά στη μεγάλη εορτή των Θεοφανείων)



ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου- Καθηγητού

Τα Άγια Θεοφάνεια είναι μια από τις μεγαλύτερες εορτές της Χριστιανοσύνης. Κατ' αυτήν εορτάζεται το μεγάλο γεγονός της Βαπτίσεως του Κυρίου στα ιορδάνεια νάματα και η θαυμαστή και σπάνια φανέρωση της Τριαδικής Θεότητος στον κόσμο.
Η σπουδαιότητα της μεγάλης εορτής φαίνεται από το γεγονός ότι αυτή, μετά το Πάσχα, είναι η αρχαιότερη χριστιανική εορτή. Ιστορικές μαρτυρίες αναφέρουν ότι καθιερώθηκε νωρίτερα από το 140 μ.Χ. από την ομάδα του αιρετικού Γνωστικού Βασιλείδη στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Οι Γνωστικοί εόρταζαν τη Βάπτιση του Χριστού και ταυτόχρονα την Γέννησή του στις 6 Ιανουαρίου, διότι πίστευαν πως κατά τη βάπτιση ενώθηκε ο «αιώνας» Χριστός με τον άνθρωπο Ιησού, κακοδοξία, την οποία υιοθέτησαν αργότερα και οι αιρετικοί Νεστοριανοί. Η καθιέρωσή της δεν είναι επίσης άμοιρη με την οργιαστική ειδωλολατρική εορτή του χειμερινού ηλιοστασίου των Αιγυπτίων και των Αράβων, η οποία συνέπιπτε την ίδια ημερομηνία.
Φαίνεται πως η εορτή αυτή έτυχε μεγάλης αποδοχής τόσο από τους αιρετικούς Γνωστικούς, όσο και από πολλούς χριστιανούς, καθ' ότι η Εκκλησία δεν είχε ως τότε καθιερώσει τέτοια εορτή. Ίσος το γεγονός αυτό οδήγησε την Εκκλησία να υιοθετήσει την εορτή αυτή και να αποτρέψει τους πιστούς να συνεορτάζουν με τους αιρετικούς Γνωστικούς. Οι πηγές μας βεβαιώνουν πως η εορτή των Θεοφανίων, κατά την οποία εορτάζονταν μαζί η Γέννηση και η Βάπτιση του Κυρίου στα τέλη του 2ου αιώνα ήταν γεγονός. Ως τα τέλη του 4ου αιώνα στη Δύση εορτάζονταν μαζί η Γέννηση και η Βάπτιση, οπότε και μεταφέρθηκε η εορτή της Γεννήσεως στις 25 Δεκεμβρίου, αντικαθιστώντας την ειδωλολατρική εορτή του «Αήττητου Ηλίου». Στην Ανατολή χωρίστηκε επί ιερού Χρυσοστόμου στις αρχές του 5ου αιώνα. Στις λεγόμενες προχαλκηδόνιες εκκλησίες (Κοπτική, Αρμενική, Νεστοριανική, κλπ), κράτησαν την αρχαία παράδοση εορτάζοντας την 6η Ιανουαρίου τη Γέννηση και τη Βάπτιση μαζί.
Το γεγονός της Βαπτίσεως του Κυρίου ενέχει τεράστια θεολογική σημασία. Σύμφωνα με την βιβλική διήγηση όταν ο Χριστός έγινε τριάντα ετών και προκειμένου να βγει στο δημόσιο βίο Του πήγε στην έρημο του Ιορδάνη προκειμένου να λάβει το τυπικό βάπτισμα της μετανοίας από τον τίμιο Πρόδρομο. Στα μέρη εκείνα ο μέγας προφήτης Ιωάννης κήρυττε με αφάνταστη τόλμη και παρρησία τη μετάνοια, ώστε να υποδεχτούν οι άνθρωποι καθαρμένοι τον ερχόμενο Σωτήρα. Συνέρεαν κοντά του μεγάλα πλήθη για να ακούσουν τον διαπρύσιο και ελπιδοφόρο κήρυκα. Αυτός τους έβαζε στα νερά του Ιορδάνη, όπου εξομολογούνταν τις αμαρτίες τους. Ήταν μια καθαρά συμβολική πράξη. Όπως έτρεχε το γάργαρο νερό και καθάριζε τους σωματικούς ρύπους κατά τον ίδιο τρόπο η εξομολόγηση και μετάνοια καθάριζε την ψυχή του βαπτιζομένου.
Ο Κύριος προκειμένου να δείξει ως άνθρωπος σεβασμό στην ανθρώπινη παράδοση δέχτηκε να λάβει το τυπικό βάπτισμα του Ιωάννη, χωρίς ουσιαστικά να το έχει ανάγκη, διότι ήταν απόλυτα αναμάρτητος, «ο πάσης επέκεινα καθαρότητος». Αυτό θα τον διευκόλυνε στο μεγάλο δημόσιο απολυτρωτικό έργο που θα άρχιζε κατόπιν. Ο Ιωάννης θεωρούνταν μεγάλος προφήτης από το λαό. Η υπόδειξη του Ιησού από αυτόν ως «Αμνού του Θεού, του αίροντος την αμαρτίαν του κόσμου» (Ιωάν.1:29) ήταν απαραίτητη. Η μαρτυρία του Ιωάννη για τον Χριστό στάθηκε καθοριστική, τα πλήθη πείσθηκαν και αναγνώρισαν στο πρόσωπο του Ιησού τον αναμενόμενο Μεσσία. Χάρη σε αυτή τη μεγάλη μαρτυρία σχηματίσθηκε ο πρώτος πυρήνας των συνεργατών του Κυρίου.
Εκτός από την μαρτυρία του Ιωάννη υπήρξε και ένα άλλο συγκλονιστικό και μοναδικό γεγονός. Τη στιγμή που ο Κύριος μπήκε στα νερά του Ιορδάνη άνοιξαν οι ουρανοί και παρουσιάστηκε αυτοπροσώπως ο Τριαδικός Θεός στα παραβρισκόμενα πλήθη. Ο Ενανθρωπήσας Λόγος βρίσκονταν στα ιορδάνεια νάματα, το 'γιο Πνεύμα κατέβαινε «ωσεί περιστερά» (Ματθ.3:16) και από τον ανοιγμένο ουρανό ακούστηκε η φωνή του Πατέρα «ούτος εστιν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα» (Ματθ.3:16,17). Αυτό το συγκλονιστικό γεγονός της θεοφάνειας σημαίνει ότι το έργο της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους είναι συλλογική απόφαση του Τριαδικού Θεού. Η φανέρωσή Του κατά την στιγμή της Βαπτίσεως του Χριστού φανερώνει την επιβεβαίωση για την ξεχωριστή επιμέλεια του Θεού για τη λύτρωση του κόσμου και την επίσημη χρίση του Χριστού ως Μεσσία και Λυτρωτή της ανθρωπότητας και ολοκλήρου της κτίσεως. Αποτέλεσμα αυτής της επιβεβαίωσης είναι η κατοπινή δυναμική πορεία του Κυρίου στον κόσμο της πτώσεως και της φθοράς και η πανηγυρική νίκη Του κατά των δυνάμεων του σκότους, η οποία θα ολοκληρωθεί με την λαμπροφόρο Ανάστασή Του! Στην ευφρόσυνη εορτή ψάλλουμε σχετικά: «Βαπτίζεται Χριστός μεθ' ημών ο πάσης επέκεινα καθαρότητος, ενίησι τον αγιασμόν τω ύδατι και ψυχών τούτο καθάρσιον γίνεται΄ επίγειον το φαινόμενον, και υπέρ τους ουρανούς το νοούμενον...» (4ο τροπ. των Αίνων των Φώτων).
Το γεγονός της Βαπτίσεως του Κυρίου αποτελεί φωτεινό ορόσημο στην επί γης πορεία και δράση του Σωτήρα μας, διότι «ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα και τοις καθημένοις εν χώρα και σκιά θανάτου φως ανέτειλεν αυτοίς» (Ματθ.4:16). Η είσοδος του Χριστού στον κόσμο διέλυσε τα πνευματικά σκοτάδια του πτωτικού παρελθόντος, διότι είναι ο Ίδιος το «φως το αληθινόν, ο φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον» (Ιωάν.1:9). Κατά τα Θεοφάνια «εθεασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας» (Ιωάν.1:14). Γι' αυτό οι πιστοί ονόμασαν τη μεγάλη αυτή εορτή τα Φώτα και μάλιστα η αρχαία Εκκλησία πραγματοποιούσε την ημέρα αυτή τις βαπτίσεις των κατηχουμένων, τις οποίες ονόμαζε φωτισμούς! Ο ιερός υμνογράφος της μεγάλης εορτής μας προτρέπει: «Δεύτε λάβετε πάντες Πνεύμα σοφίας, Πνεύμα συνέσεως, Πνεύμα φόβου Θεού, του επιφανέντος Χριστού» (τροπ. Μ. Αγιασμού).
Μια άλλη σημαντική παράμετρος της εορτής των Θεοφανίων είναι ο καθαγιασμός της φύσεως. Η κάθοδος του Χριστού στα ιορδάνεια ρείθρα σημαίνει τον καθαγιασμό του υγρού στοιχείου, που είναι η βάση της ζωής σε ολόκληρη τη δημιουργία και κατ' επέκταση ο καθαγιασμός ολόκληρης της κτίσεως, η οποία εξαιτίας της ανθρώπινης αμαρτίας «συστενάζει και συνωδύνει άχρι του νυν» (Ρωμ.8:22). Οι καταπληκτική ασματική ακολουθία της εορτής είναι γεμάτη από ύμνους, αναγνώσματα και ευχές, που αναφέρονται στον εξαγιασμό της φύσεως με προεξάρχουσες τις υπέροχες ευχές του Μεγάλου Αγιασμού. Ο ίδιος ο Μεγάλος Αγιασμός, που μεταλαμβάνουμε την ημέρα αυτή, είναι η απελευθέρωση της υλικής δημιουργίας από τη φθορά της πτώσεως και η μετουσίωσή της στην προπτωτική κατάστασή της. Ο προφήτης Ησαϊας προείδε αυτή την θαυμαστή εσχατολογική μεταμόρφωση του υλικού κόσμου ως εξής: «Τα γαρ όροι και οι βουνοί εξαλούνται, προσδεχόμενοι υμάς εν χαρά, και πάντα τα ξύλα του αγρού επικροτήσει τοις κλάδοις. Και αντί της στοιβής αναβήσεται κυπάρισσος, και αντί της κονύζης αναβήσεται μυρσίνη. Και έσται Κυρίω εις όνομα, και εις σημείον αιώνιον, και ουκ εκλείψει» (Ησ.55:12). Οι λαμπρές τελετές του καθαγιασμού των υδάτων, με τη ρίψη του Τιμίου Σταυρού σε αυτά, την αγία αυτή ημέρα, σημαίνουν τον αέναο εξαγιασμό της δημιουργίας, χάρη στην καθαρτική δύναμη του Χριστού, η οποία πηγάζει από τα ιορδάνεια ρείθρα. Η Ορθόδοξη ναυτική χώρα μας, η οποία ζει και μεγαλουργεί χάρη στο απλόχερο υγρό στοιχείο που την περιβάλλει, εορτάζει με ιδιαίτερη λαμπρότητα αυτή την εορτή και συμμετέχουν οι πιστοί πάνδημα στις λαμπρές τελετές του καθαγισμού των υδάτων.
Η μεγάλη εορτή των Θεοφανίων αποτελεί την απαρχή του επί γης απολυτρωτικού έργου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. «Αδάμ τον φθαρέντα αναπλάττει ρείθροις Ιορδάνου και δρακόντων κεφαλάς εμφωλευόντων διαθλάττει ο Βασιλεύς των αιώνων Κύριος» (2ο τροπ. Α΄ ωδής, του κανόνα των Φώτων). Αυτό μας κάνει να σκιρτούμε από χαρά και να γεμίζουμε τις πληγωμένες καρδιές μας από ανείπωτη ελπίδα για τη λύτρωσή μας από τα πικρά δεσμά της αμαρτίας και του θανάτου. Το τυπικό βάπτισμα του Κυρίου στον Ιορδάνη αποτελεί για μας παράδειγμα για το ουσιαστικό μας βάπτισμα, το οποίο είναι «λουτρόν παλλιγγενεσίας» και θάνατος του παλαιού πτωτικού εαυτού μας και αναγέννηση της νέας εν Χριστώ υπάρξεώς μας. Δια του αγίου Βαπτίσματος «ο παλαιός ημών άνθρωπος συνεσταυρώθη, ίνα καταργηθή το σώμα της αμαρτίας, του μηκέτι δουλεύειν ημάς τη αμαρτία» (Ρωμ.6:5). Στην καταπληκτική ακολουθία του Μεγάλου Αγιασμού διαβάζουμε: «Σήμερον τα των ανθρώπων πταίσματα τοις ύδασι του Ιορδάνου απαλείφονται. Σήμερον ο παράδεισος ανέωκται τοις ανθρώποις και ο ήλιος της δικαιοσύνης καταυγάζει ημίν... Σήμερον του παλαιού θρνήνου απηλλάγημεν και ως νέος Ισραήλ διασώθημεν. Σήμερον του σκότους εκλυτρούμεθα και τω φωτί της θεογνωσίας καταυγαζόμεθα. Σήμερον η αχλύς του κόσμου καθαίρεται, τη επιφανεία του Θεού ημών... Σήμερον ο Δεσπότης προς το βάπτισμα επείγεται, ίνα αναβιβάση προς ύψος το ανθρώπινον» (Ευχή Μ. Αγιασμού).
Ο Θεός της πίστεώς μας δεν είναι ένα αφηρημένο λογικό και θεωρητικό σχήμα, γέννημα ανθρώπινης φαντασίας, αλλά ο ζωντανός Τριαδικός Θεός, ο Οποίος καταδέχτηκε να εισέλθει στον κόσμο και την ανθρώπινη ιστορία, για χάρη της δική μας απολυτρώσεως. Ως σημείο δε της αέναης παρουσίας Του και της φανέρωσής Του στον κόσμο, είναι το ανεπανάληπτο γεγονός των Θεοφανείων, το οποίο εορτάζουμε με κάθε λαμπρότητα αυτή τη μεγάλη μέρα.

πηγη

ΟΙΚΟΥΜ. ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ: ΕΟΡΤΗ ΕΝΑΝΤΙ “ΨΥΧΑΓΩΓΙΑΣ”


Ἀντιφώνησις τῆς Α.Θ.Παναγιότητος,
τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου
κατὰ τὴν δεξίωσιν ἐπὶ τῇ πρώτῃ τοῦ ἔτους(01.11.2011).

Ἱερώτατοι ἀδελφοί Ἀρχιερεῖς,
Ἐντιμότατε κ. Πρόξενε τῆς Ἑλλάδος,
Ἐντιμολογιώτατοι Ἄρχοντες,
Ἐλλογιμώτατοι,
Ἐντιμότατοι,
Προσφιλέστατα τέκνα ἐν Κυρίῳ,
Ἑορτάζει σήμερον ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὡς «τό πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου» (Ἐφεσ. α´, 23), τήν κατά σάρκα Περιτομήν τοῦ «πάντα δρακί περιέχοντος καί ἐν σπαργάνοις εἰληθέντος» Σωτῆρος ἡμῶν καί τήν ἱεράν μνήμην τοῦ «ἱεραρχίας στολαῖς ἠγλαϊσμένου» οὐρανοφάντορος Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, ὅστις «τῇ Ἐκκλησίᾳ δέδοται παρὰ Θεοῦ, χαράκωμα καὶ τεῖχος ὀχυρόν».
Ἑορτάζομεν ἡμεῖς, τά πιστά τέκνα τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰς τήν εὐλογημένην γῆν τῶν Πατέρων ἡμῶν, ἐν Φαναρίῳ, εἰς τό Σεπτόν Κέντρον τῆς Ὀρθοδοξίας, τήν εὐχαριστίαν τῆς πίστεως, τῆς ἐλπίδος καί τῆς ἀγάπης, αἰσθανόμενοι ὁμοθυμαδόν, ὅπως γράφει ἐπιφανής σύγχρονος θεολόγος, «σάν στό σπίτι μας», «παιδιά στό σπίτι τοῦ Πατέρα μας». Ὄντως, ὅπως προσθέτει ἄλλος σπουδαῖος μύστης τῆς ἱερᾶς ἐπιστήμης, «ἡ βαθύτερη ἐμπειρία πού ἔχουμε γιά τήν Ἐκκλησία εἶναι αὐτή τοῦ ‘οἴκου’». Εἴμεθα δεμένοι μέ τήν Ἐκκλησίαν «ἄμεσα, σωματικά, ὅπως δένεται τό παιδί μέ τή μάνα του». Εἶναι «ἡ ζωή» αὐτό πού συνδέει ἡμᾶς τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς μέ τήν Ἐκκλησίαν καί «ὄχι οἱ ἰδέες».
«Γενεά πορεύεται καί γενεά ἔρχεται» (Ἐκκλ. α´ 4) καί ὅλοι ἡμεῖς, τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά, φυλάσσομεν τόν τόπον, ὅν ἐλάβομεν εἰς κληρονομίαν, τά ὅσια καί τά ἱερά τοῦ Γένους, ἐπί τῶν ὁποίων ὁ πανδαμάτωρ χρόνος δέν φαίνεται νά ἔχῃ πραγματικήν ἐξουσίαν. Ἡ αἰωνιότης εὑρίσκεται ἐκεῖ, ὅπου ὁ χρόνος δέν ἔχει καί δέν ἠμπορεῖ νά ἔχῃ δύναμιν. Διά τοῦτο δέν ἰσχύει δι’ ἡμᾶς τό «χρόνου φείδου», ἀναφορικῶς πρός τήν διακονίαν καί τήν προθυμίαν νά φυλάσσωμεν τοῦτον τόν τόπον. Βιοῦμεν τήν ζωήν ἡμῶν ὡς «πλήρωμα χρόνου, φυλακῆς καί μαρτυρίας», ἐνδυναμούμενοι ἀπό τήν ἐπαγγελίαν τοῦ Χριστοῦ: «Καί ἰδοὺ ἐγὼ μεθ’ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. κη´ 20).
Τό «φυλάσσειν τὸν ἱερὸν τόπον», τόν ὁποῖον γνωρίζομεν, ἐπειδή ἀκριβῶς τόν ἀγαπῶμεν, καί ἀγαπῶμεν ἐπειδή τόν γνωρίζομεν, εἶναι συνυφασμένον ἀρρήκτως μέ τό «φυλάσσειν τὸν τρόπον τοῦ βίου», τήν Ὀρθοδοξίαν, τήν ὀρθήν λατρείαν καί δοξολογίαν καί τήν ὀρθοπραξίαν. Αὐτός ὁ ἐκκλησιαστικός τρόπος ζωῆς ἐβιώθη καί ὑμνήθη ἀπό ἐνθέους ἁγίους, ἀπό μάρτυρας καί ἀσκητάς, κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, ποιητάς καί μελωδούς, ἀπό ἁγιογράφους καί χαρισματικούς τεχνίτας, ἀπό εὐλογημένους χριστιανούς, διακόνους τῆς φιλανθρωπίας. Εἶναι πίστις καί δόγμα, ἀγάπη καί ἦθος, ἐλπίς εἰς Χριστόν καί ἄσβεστος πόθος τῆς αἰωνιότητος, βιωμένη ἐλευθερία, δέσιμο μέ τόν τόπον καί ἐμπειρία οἰκειότητος, ἀλληλεγγύη καί κοινωνία, αὐθυπέρβασις καί μαρτυρία ζωῆς ἐν Χριστῷ.
Ὅλα αὐτά συμπυκνώνονται καί ἀποκαλύπτονται εἰς τάς ἑορτάς, αἱ ὁποῖαι δι’ ἡμᾶς ἀποτελοῦν τόν ἄξονα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. «Ὁ πιστός ζεῖ ἀπό γιορτή σέ γιορτή», σημειώνει ὁ μακαριστός πατήρ Ἀλέξανδρος Σμέμαν. Πράγματι, ἡ ἑορτή, ἡ ὁποία εἶναι πάντοτε κάτι περισσότερον καί πολυτιμότερον ἀπό τόν «ἐλεύθερον χρόνον» καί συνδέεται οὐσιαστικῶς καί ἀναποσπάστως μέ τήν θείαν λατρείαν, εἶναι καιρός ἀποκαλύψεων. Ἡ ἑορτή φωτίζει τήν πορείαν μας, ἀπελευθερώνει τήν ζωήν ἀπό τάς ἀντιφάσεις της, διαλύει τήν ἀχλύν τῶν βιωτικῶν μεριμνῶν, πλαταίνει τόν κόσμον, ἀνοίγει τήν διάστασιν τοῦ βάθους τῶν πραγμάτων. Ἑορτή εἶναι ἡ βίωσις τῆς ζωῆς ὡς κοινωνίας καί εὐχαριστίας. Ὁ κλειστός ἄνθρωπος, ὁ ἄνθρωπος πού περιστρέφεται γύρω ἀπό τόν ἑαυτόν του, δέν ἠμπορεῖ νά ἑορτάσῃ πραγματικά ἤ ἑορτάζει μόνον τόν ἑαυτόν του. Ὁ homo clausus δέν εἶναι δυνατόν νά ζῇ ὡς homo festivus. Ὁ χρόνος τῆς ζωῆς του δαπανᾶται διά τήν ἀτομικήν του εὐδαιμονίαν, διά τό ἔχειν τοῦ ἑαυτοῦ του καί ὄχι διά τήν κοινωνίαν, τήν κοινωνίαν μετά τοῦ Θεοῦ καί μετά τῶν ἀνθρώπων. Δέν εἶναι διόλου τυχαῖον ὅτι κατά τάς λεγομένας «ἀργίας» ἤ κατά τόν «ἐλεύθερον χρόνον», ἐπιτείνεται ἡ αἴσθησις τῆς ματαιότητος καί ἡ ἀγωνία ὅτι ἡ ζωή περνᾶ χωρίς νά τήν ζήσουν οἱ ἄνθρωποι εἰς βάθος. Εἴμεθα προφανῶς ἐποχή τῆς ψυχαγωγίας καί τῶν διασκεδάσεων, ἀλλά ὄχι ἐποχή τῆς ἑορτῆς. Αἱ σύγχρονοι «ἑορταί» εἶναι καιρός τοῦ ἔχειν, παγίδες αὐτοπραγματώσεως, ἐκδιονυσιασμοῦ τῆς ζωῆς καί ἐπιδεικτικοῦ καταναλωτισμοῦ. Εἶναι χαρακτηριστικόν ὅτι τάς ἑορτάς, τό περιεχόμενον καί τήν μορφήν των διαχειρίζονται σήμερον οἱ διαφημισταί, ἡ τηλεόρασις, οἱ ταξιδιωτικοί πράκτορες καί οἱ πωλοῦντες καί ἀγοράζοντες. Καί τό ἀρχαῖον «βίος ἀνεόρταστος, μακρά ὁδός ἀπανδόκευτος», τονίζει μέν τήν ἀνάγκην καί τό νόημα τῆς ἑορτῆς διά τόν ὁδοιπόρον ἄνθρωπον, ἠμπορεῖ ὅμως νά κατανοηθῇ μέ τήν ἔννοιαν ὅτι τό πανδοχεῖον εἶναι «ὁ οἶκος» τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὑπογραμμίζουν ὅτι «Τὰ παρόντα ὁδός ἐστιν» καί ὅτι «Πανδοχεῖόν ἐστιν ὁ παρὼν βίος», τότε τοποθετοῦν τήν πατρίδα ἡμῶν εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί θεωροῦν τόν παρόντα βίον πορείαν πρός τήν ἀληθινήν ζωήν. Αὐτήν τήν ζωήν ὑπενθυμίζουν αἱ ἑορταί, καθώς καί τήν προσωρινότητα τῶν παρόντων. Ἡ ἑορτή ἔχει οὐσιαστικήν ἐσχατολογικήν ἀναφοράν. Ὄχι μόνον δέν μᾶς ἐπιτρέπει νά βλέπωμεν τό «πανδοχεῖον» ὡς «οἶκον», ἀλλά τρέφει τήν νοσταλγίαν τῆς «πατρίδος». «Οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Ἑβρ. ιγ´ 14). Αὐτήν τήν ζωήν τῶν ἐσχάτων ὑμνεῖ ὑπερεχόντως ὁ ἑορταζόμενος σήμερον Μέγας Βασίλειος, ὅστις «ἀπέρριψεν τῶν οὐκ ὄντων τὸν πόθον» καί «χαίρων ἀνεκήρυξεν τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας».
Ἱερώτατοι, τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,
Ἡ κακή ἀλλοίωσις τῶν ἑορτῶν ἤ ἀκόμη ἡ λήθη τοῦ νοήματος τοῦ ἑορτάζειν δέν εἶναι κάτι νέον. Τό παρελθόν δέν εἶναι «ὁ χαμένος παράδεισος». Ὅσον ἄτοπον εἶναι ὅμως νά πιστεύωμεν ὅτι παλαιότερα ἦσαν ὅλα καλύτερα, τόσον λανθασμένον εἶναι νά κλείνωμεν τούς ὀφθαλμούς ἔναντι ὅσων ἀρνητικῶν συμβαίνουν σήμερον. Ἐμφανέστατα ἡ ἐποχή μας ἀπολυτοποιεῖ πλεῖστα ὅσα ἀσήμαντα καί ἀπαξιώνει πολλά σημαντικά. Παραλλήλως πρός τάς ἐκπληκτικάς προόδους, ζῶμεν σήμερον τήν ἀδυσώπητον κοινωνικήν ἀδικίαν, τήν ἀλαζονίαν τῶν ἰσχυρῶν, τήν καταστροφήν τῆς φύσεως, τήν σχάσιν τῶν σχέσεων καί τόσα ἄλλα δεινά. Ζωτικαί ἀλήθειαι, αἱ ὁποῖαι ἔδιναν νόημα εἰς τήν ζωήν τῶν ἀνθρώπων, πολύτιμοι παραδόσεις αἰώνων, περιφρονοῦνται καί χλευάζονται. Ἀπεδείχθη περιτράνως ὅτι κάθε βῆμα πρός τά ἐμπρός δέν ἀποτελεῖ πρόοδον.
Ἰσχύει, ἀντιστοίχως, ὅτι κάθε στροφή εἰς τήν παράδοσιν δέν ἀποτελεῖ ὀπισθοδρόμησιν. Ἔχομεν ἡμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι μίαν παράδοσιν ἀληθείας, ἐλευθερίας καί φιλανθρωπίας, ἡ ὁποία τροφοδοτεῖ τό παρόν καί τό μέλλον μας, μίαν παρακαταθήκην πίστεως, ἡ ὁποία ἀπελευθερώνει μέσα μας ἀνεξαντλήτους δυνάμεις κατ’ ἀλήθειαν ζωῆς καί διακονίας. Δέν ἀνήκει τό μέλλον εἰς τόν αὐτάρεσκον ἀτομιστήν, εἰς τόν ἄνθρωπον «αὐτοείδωλον», ὁ ὁποῖος ζῇ ἀποκλειστικῶς διά τόν ἑαυτόν του καί ἀρνεῖται νά ἀναγνωρίσῃ εἰς τόν πλησίον τον «ἀδελφόν» τοῦ Χριστοῦ, Ἐκείνου ὅστις ἀπεκαλύφθη ὡς «Θεὸς μεθ’ ἡμῶν» καί Θεός «ὑπὲρ ἡμῶν».
Ὁ συγκαταβάς τῶν γένει τῶν ἀνθρώπων Σωτήρ ἡμῶν, ἄς χαρίζῃ εἰς ὅλους ἡμᾶς, πρεσβείαις τοῦ «ἐκ Καισαρείας καί Καππαδόκων χώρας» ἱεροφάντορος Μεγάλου Βασιλείου, ἕνα εὐλογημένον καί ἀγλαόκαρπον ἐνιαυτόν μέ ὑγείαν κατ’ ἄμφω καί ἄς κατευθύνῃ τά διαβήματα ἡμῶν εἰς τήν ὁδόν τῆς εἰρήνης, τῆς «πάντα νοῦν ὑπερεχούσης» (Φιλιππ. δ´ 7).
ΠΗΓΗ: http://www.ec-patr.org

Ορθοδοξία και Πουριτανισμός στο έργο του Παπαδιαμάντη και του Καζαντζάκη

ΙΜ Ευαγγελίστριας Σκιάθος




Toυ Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Δημοσιεύουμε απο το : http://www.parembasis.gr την ομιλία του Σεβασμιωτάτου στο Συνέδριο για τον Παπαδιαμάντη που διοργάνωσε ο Δήμος Ναυπάκτου, η Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών και το 1ο Λύκειο Ναυπάκτου την 1η Ιουνίου 2002 στην Παπαχαραλάμπειο αίθουσα.


Τό θέμα το οποίο πρόκειται να εισηγηθώ είναι πολύ μεγάλο και έχει πολλές προεκτάσεις, ήτοι θεολογικές, κοινωνικές και λογοτεχνικές, αφού άλλωστε μέσα από τα κείμενα των λογοτεχνών μας περνούν όλοι οι καϋμοί, τα οράματα και τα βιώματα του λαού μας. Ωστόσο όμως θα επιδιώξω να παρουσιάσω, με συντομία, μερικές από τις κρίσιμες απόψεις του θέματος και κυρίως θα εντοπίσω το θέμα Ορθοδοξίας και Πουριτανισμού σε δύο έργα, στο έργο του Παπαδιαμάντη "εξοχική λαμπρή" και στο έργο του Καζαντζάκη "ο Χριστός ξανασταυρώνεται". Καί πάλι τονίζω ότι δεν θα εξετάσω όλες τις πλευρές που θα μπορούσα να κάνω, αλλά μερικά από όσα νομίζω ότι είναι εκθέσιμα.
1. Ο εξευρωπαϊσμός της Ελλάδος
Πρίν προχωρήσω όμως στην καθ'; εαυτό ανάπτυξη του θέματός μου, θα ήθελα να δούμε για λίγο τον "χώρο" στον οποίο μεγάλωσε ο Παπαδιαμάντης και βέβαια και τον τρόπο ζωής που κληρονόμησε ο Καζαντζάκης.
Ο Παπαδιαμάντης γεννήθηκε σε μιά περίοδο πολύ κρίσιμη για τον ελληνισμό, ήτοι το 1851, και βέβαια μεγάλωσε σε μιά εποχή κατά την οποία γινόταν επίσημες διεργασίες για τον πολιτιστικό εκσυγχρονισμό της Ελλάδος, που ταυτίζεται με τον εξευρωπαϊσμό, και αυτός ο πολιτιστικός εκσυγχρονισμός ταυτόχρονα είναι και προδοσία έναντι όλου του πολιτιστικού πλούτου του Γένους.
Τελευταία διάβασα δύο καταπληκτικά κείμενα, ήτοι το βιβλίο της Έλλης Σκοπετέα με τίτλο "το "Πρότυπο Βασίλειο" και η Μεγάλη Ιδέα (1820-1880)", που είναι από τα εγκυρότερα επιστημονικά βιβλία πάνω στο θέμα αυτό, και ένα κείμενο της Ευθυμίας Μαυρομιχάλη με τίτλο "οι καλλιτεχνικοί σύλλογοι και οι στόχοι τους (1880-1910)". Καί τα δύο αυτά κείμενα, χωρίς να αναφέρονται στον Παπαδιαμάντη, παρουσιάζουν τα πλαίσια μέσα στα οποία έζησε και μεγάλωσε, αλλά και κοιμήθηκε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και νομίζω δείχνουν την μεγαλωσύνη αυτού του ανθρώπου.
Η Έλλη Σκοπετέα στο βιβλίο της διεξοδικά εκθέτει το γεγονός ότι μετά την Επανάσταση του 1821 παρατηρείται στον ελληνικό χώρο μιά προσπάθεια απογαλακτισμού της Ελλάδος από την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και προσάρτησή της στην Ευρώπη. Οπότε με όλες τις διεργασίες που έγιναν προσπάθησαν οι Ευρωπαίοι να αναπτύξουν μιά καινούρια ιδεολογία και μιά νέα συνείδηση στούς Έλληνες πολίτες του Ελληνικού Κράτους. Η διεξοδική ανάπτυξη της διαφοράς μεταξύ των Ελλήνων και των Ελλαδιτών, η προσπάθεια ορισμού των συνόρων του νέου Κράτους, οι διαμάχες μεταξύ των αυτοχθόνων και των ετεροχθόνων και η τελική νίκη των αυτοχθόνων, η διάκριση μεταξύ "των μέσα και έξω Ελλήνων" και η διαφορά μεταξύ Επτανησίων και Φαναριωτών δείχνει την διπολικότητα των κατοίκων που ζούσαν στο Ελληνικό Βασίλειο. Παρατηρείται μιά προσπάθεια να αποκτήσουν οι Έλληνες ευρωπαϊκή ταυτότητα μέσα από την γλώσσα, την θρησκεία και την Παιδεία, που ήταν έντονη. Μέ πολλές προσπάθειες κατασκευαζόταν ένα "πρότυπο Βασίλειο", το ελληνικό Κράτος, το οποίο ταυτιζόταν με το εθνικό Κράτος, και το οποίο "άρχιζε στην ουσία από το σημείο μηδέν". Τό κενό που άφηνε η απομάκρυνση του Τούρκου κατακτητή έπρεπε να καλυφθή. "Επείγε η ανάγκη της αυτοτελούς πλέον επεξεργασίας μιάς νέας συνείδησης, στο νέο πλαίσιο αναφοράς που ήταν το εθνικό κράτος". Μάλιστα ο Σπυρίδων Τρικούπης ως εξής καταγράφει το διπλό χαρακτηρισμό της Επανάστασης του 1821: "επανάστασις και αποστασία". Καί βέβαια "η κατεύθυνση την οποία ακολούθησε το Βασίλειο ήταν δεδομένη: εξομοίωση με την Ευρώπη" και μάλιστα την Ευρώπη του διαφωτισμού, που σαφώς απομακρυνόταν από τον ορθόδοξο φωτισμό.
Ενώ υπάρχει αυτός ο πολιτικός και πολιτιστικός σχεδιασμός εν τούτοις ταυτοχρόνως εκφραζόταν και η μεγάλη ιδέα του Γένους, το οποίο ζούσε με τις παραδόσεις της Ρωμηοσύνης που αποστρεφόταν τα ιδεολογικά και τα θρησκευτικά ρεύματα της Δύσεως και είχε αναφορά στην Κωνσταντινούπολη. Είναι χαρακτηριστικό ότι "το 1834 ο Κωλέττης προτείνει να μήν αποκτήσει η Ελλάδα επίσημη πρωτεύουσα, αφού η πραγματική πρωτεύουσα του ελληνισμού ήταν η Κωνσταντινούπολη. Στόν πρώτο εορτασμό της 25ης Μαρτίου, το 1836, κυριαρχεί το σύνθημα: "στην Πόλη"".
Η Ευθυμία Μαυρομιχάλη στο κείμενό της με τίτλο "Οι Καλλιτεχνικοί Σύλλογοι και οι στόχοι τους (1880-1910)" εκθέτει την κινητικότητα που παρατηρείται στον χώρο της Ελλάδος μετά το 1870, η οποία κινητικότητα χαρακτηρίζεται ως "συλλογομανία". Κατ'; αρχάς ιδρύεται ο καλλιτεχνικός Σύλλογος με την επωνυμία "Σύλλογος των ωραίων τεχνών" και στην συνέχεια "εμφανίζονται τρείς διαφορετικές συσσωματώσεις φιλοτέχνων με το όνομα "Εταιρεία των Φιλότεχνων"". Έπειτα εμφανίζεται και ένας σύλλογος με την επωνυμία "Ένωση Καλλιτεχνών" που τα μέλη του είναι κατ'; εξοχήν καλλιτέχνες.
Τό σημαντικό είναι ότι μέλη των συλλόγων αυτών είναι επίλεκτα μέλη της αθηναϊκής κοινωνίας, πολιτικοί, πνευματικοί άνθρωποι, οι οποίοι χαρακτηρίζουν το έργο των συλλόγων αυτών ως "εθνοφελές". Είναι παρατηρημένο ότι αυτή η μεγάλη άνθιση της νεώτερης τέχνης και της μεταδόσεώς της με εκθέσεις, διά των συλλόγων και των ενώσεων αυτών εντάσσεται μέσα στην προσπάθεια προσδιορισμού της νέας ιδεολογίας του αρτιγέννητου ελληνικού Κράτους. Οι περισσότεροι καλλιτέχνες, κυρίως ζωγράφοι και γλύπτες, έχουν σπουδάσει στην Ευρώπη και μεταφέρουν με την τέχνη τους το νέο αυτό πνεύμα διαμορφώνοντας την καινούρια αυτή συνείδηση.
Ο Παπαδιαμάντης, παρά την έντονη αυτή κινητικότητα που παρατηρείται στον ελληνικό χώρο την εποχή εκείνη που γεννήθηκε και εργάσθηκε, παρά την νέα διαμορφούμενη συνείδηση, παραμένει Ρωμηός, μαθητής ταπεινός της παραδόσεως που γνώρισε στην Σκιάθο, τούς Κολλυβάδες Πατέρες και το Άγιον Όρος και αυτήν την παράδοση εκφράζει. Παραμένει σταθερά προσηλωμένος και αντίθετος με την νέα αυτήν νοοτροπία που επικρατεί στην Ελλάδα. Όμως τον δικαίωσε η ιστορία, γιατί απέδειξε ότι η Παράδοση την οποία εκπροσωπούσε είχε διαχρονική αξία, ενώ η νέα Ευρωπαϊκή Παράδοση, που διαπνεόταν από τις αρχές του διαφωτισμού και του ρομαντισμού ήταν εκφράσεις ενός μέρους του χρόνου της ιστορίας. Τήν μεγαλωσύνη του Παπαδιαμάντη την βλέπω σε αυτήν την αντίστασή του προς την νέα εθνική συνείδηση που εκαλλιεργείτο και επιβαλλόταν την εποχή του.
Ο Καθηγητής Φώτης Δημητρακόπουλος στο βιβλίο του "Βυζάντιο και νεοελληνική διανόηση" αποδεικνύει ότι ο Παπαδιαμάντης, μαζί με όλους σχεδόν τους λογοτέχνες, εκφράζουν αυθεντικά τα λαϊκά πρότυπα και διασώζουν την ιδιαίτερη πολιτισμική παράδοση της χώρας, σε αντίθεση με την νεοελληνική λογιοσύνη που εκφράζει τον ελληνικό διαφωτισμό.
Όμως ο Καζαντζάκης, μεγάλος πεζογράφος και λογοτέχνης επηρεάσθηκε έντονα από τα ρεύματα που επικρατούσαν στον Ευρωπαϊκό χώρο. Τόν επηρέασαν βαθύτατα τα ιδεολογικά ρεύματα της Ευρώπης, του διαφωτισμού, του ρομαντισμού και του βιταλισμού-μπερξονισμού, καθώς επίσης τον επηρέασαν βαθύτατα και τα θρησκευτικά ρεύματα της Ευρώπης, όπως του Προτεσταντισμού, με όλες τις αποχρώσεις του.
2. Ορθοδοξία και Πουριτανισμός
Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η ιστορική Εκκλησία, που αποτελεί συνέχεια του πρώτου Χριστιανισμού, όπως τον διέσωσαν οι Απόστολοι, οι Αποστολικοί Πατέρες, οι μεγάλοι Πατέρες, οι μάρτυρες και ομολογητές, οι όσιοι και ασκητές. Γιά την Ορθόδοξη Εκκλησία ο άνθρωπος είναι το αντικείμενο της αγάπης του Θεού. Ο Θεός αγαπά όλους τούς ανθρώπους, δικαίους και αδίκους, με την διαφορά ότι οι άνθρωποι ανάλογα με την πνευματική τους κατάσταση εκλαμβάνουν και βιώνουν την αγάπη του Θεού κατά διαφορετικό τρόπο, είτε ως Κόλαση είτε ως Παράδεισο. Η αμαρτία εκλαμβάνεται ως ασθένεια της ανθρωπίνης φύσεως, και επομένως η εναθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού έγινε για να θεραπεύση τον άνθρωπο και να τον ελευθερώση από τα συμπτώματα της αμαρτίας που είναι ο θάνατος και η φθορά. Επίσης στην Ορθόδοξη Εκκλησία πιστεύουμε ότι η τελική κρίση θα γίνη κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, ότι ο Θεός έδωσε την κρίση στον Χριστό που θα την εξασκήση κατά την Δευτέρα Παρουσία. Έτσι η Εκκλησία δεν εκλαμβάνεται ως νομικό κατασκεύασμα, ούτε ως ιδεολογικό σωματείο για τούς καθαρούς και αγίους, αλλά ως το πνευματικό νοσοκομείο θεραπείας των αμαρτωλών και μετανοούντων. Τά κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα των μελών της Εκκλησίας είναι η αγάπη, η ταπείνωση, η μετάνοια και η αυτομεμψία.
Η Μεταρρύθμιση που παρατηρείται στην Δύση ως αντίδραση στο σκληρό πνεύμα του Παπισμού δημιούργησε μιά καινούρια επανάσταση και βέβαια είχε σχέση με την Αναγέννηση που είχε προηγηθή από αυτήν και τον Διαφωτισμό που ακολούθησε την Μεταρρύθμιση. Οι Προτεστάντες απέρριψαν ολόκληρη την παράδοση, ήτοι τα μυστήρια, τις λειτουργικές τέχνες και κράτησαν μόνον την Αγία Γραφή. Καλλιέργησαν τον ορθολογισμό και βεβαίως εξέφρασαν τον απόλυτο προορισμό, σύμφωνα με τον οποίο οι άνθρωποι είναι εκ φύσεως προορισμένοι ή για την σωτηρία ή για την καταδίκη. Μέσα στα πλαίσια αυτά αναπτύχθηκε ο ευσεβισμός, ως προσπάθεια της καθαρότητος των αισθήσεων, χωρίς άλλη προσπάθεια καθάρσεως της καρδιάς, και ο Πουριτανισμός.
Μέ τον όρο Πουριτανισμό εννοούμε τούς Καλβινιστές της Αγγλίας που παρουσιάσθηκαν εκεί όταν βασίλευε η Ελισσάβετ (1558-1603). Τήν εποχή εκείνη εισήχθησαν στην Αγγλία τα καθολικά στοιχεία και τότε οι Καλβινιστές της Αγγλίας αντέδρασαν και έτσι κατήργησαν τον επισκοπικό βαθμό, γενόμενοι "πρεσβυτεριανοί" και διαμόρφωσαν την διδασκαλία τους και την λατρεία τους κατά τα καλβινιστικά πρότυπα, απέκτησαν σιωπηλό, σκυθρωπό και πεισματώδη χαρακτήρα.
Φαίνεται στα όσα συνοπτικώς εξέθεσα πιό πάνω η διαφορά μεταξύ της Ορθοδοξίας και του Πουριτανισμού. Κυρίως θα ήθελα να επικεντρώσω αυτήν την διαφορά σε δύο σημεία, γιατί αυτό θα μάς βοηθήση στα όσα θα εκτεθούν πιό κάτω σχετικά με τον Παπαδιαμάντη και τον Καζαντζάκη. Τό ένα είναι ότι οι Προτεστάντες Πουριτανοί στηρίζονται στον Σταυρό του Χριστού, ενώ η Ορθοδοξία είναι Εκκλησία της Αναστάσεως διά του Σταυρού. Καί το δεύτερο στοιχείο είναι ότι οι Πουριτανοί χωρίζουν τούς ανθρώπους διαλεκτικώς σε καλούς και κακούς, απορρίπτοντας τούς μέν και εκθειάζοντας τούς δέ, ενώ οι Ορθόδοξοι, επειδή δεν δέχονται τον απόλυτο προορισμό, θεωρούν την αμαρτία ως ασθένεια που ενυπάρχει σε όλους τούς ανθρώπους, και ότι η Εκκλησία είναι πνευματικό νοσοκομείο μέσα στο οποίο κατά διαφόρους βαθμούς δεχόμαστε, με την ελεύθερη θέλησή μας, την θεραπεία, διά της ακτίστου Χάριτος του Θεού.
3. "Ο Χριστός ξανασταυρώνεται" και η "εξοχική λαμπρή"
Ύστερα από όσα ανέφερα προηγουμένως θα προχωρήσω να εντοπίσω τα δύο κεντρικά σημεία της διαφοράς μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και του Πουριτανισμού στούς δύο αυτούς συγγραφείς, δηλαδή στον Καζαντζάκη και τον Παπαδιαμάντη, και μάλιστα στα δύο συγκεκριμένα έργα τους "ο Χριστός ξανασταυρώνεται" και "η εξοχική λαμπρή". Θά μπορούσα να επεκτείνω το θέμα σε άλλα σημαντικά κείμενά τους, αλλά χάριν οικονομίας χρόνου θα περιορισθώ σε αυτά.
Κατ'; αρχάς ο τίτλος των δύο διηγημάτων προσδιορίζει την διαφορά.
Ο Καζαντζάκης αρχίζει το έργο του με αναφορά στην αναπαράσταση της σταυρώσεως του Χριστού και συνεχίζει να περιγράφη τον σταυρό που σήκωνε ο λαός της συγκεκριμένης εκείνης εποχής που πεινούσε, σε σχέση με την άρχουσα τάξη της εποχής τους. Ο σταυρός είναι το κεντρικό σημείο της διδασκαλίας του και τον βλέπει χωρίς την ανάσταση. Αυτό το βλέπουμε και στο βιβλίο του "ο φτωχούλης του Θεού", όπου παρουσιάζεται ο άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης, εκφραστής του δυτικού Χριστιανισμού, να ανέρχεται στον υψηλότερο βαθμό της πνευματικής ζωής όταν "ο φτερωτός Σταυρωμένος" τον άγγιξε σάν μιά αστραπή. Ο Φραγκίσκος φώναζε: "Ακόμα! Ακόμα! Θέλω ακόμα! Κι η θεία φωνή από πάνω του: Μή ζητάς παραπέρα'; εδώ σταματάει ο ανήφορος του ανθρώπου, στην Σταύρωση". Καί όταν ο Φραγκίσκος κραύγαζε απελπισμένα: "Θέλω παραπέρα, την Ανάσταση", η φωνή του Χριστού του αποκρινόταν: "Αγαπημένε Φραγκίσκο, άνοιξε τα μάτια, κοίταξε: Σταύρωση κι Ανάσταση είναι ένα". Καί όταν έφυγε ο φτερωτός σταυρωμένος Χριστός, τότε έτρεχε το αίμα από τα πόδια και τα χέρια του Φραγκίσκου, "και στο πλευρό του έτρεχε μιά ανοικτή φαρδιά πληγή, θαρρείς καμωμένη από λόγχη".
Αντίθετα ο Παπαδιαμάντης στο διήγημά του "εξοχική λαμπρή" περιγράφει την ορθόδοξη ατμόσφαιρα της εορτής της Αναστάσεως, που έγινε κατά τρόπον παραδοσιακό, στα Καλύβια. Έψαλαν τον Κανόνα στην Εκκλησία και ύστερα "ήναψαν τάς λαμπάδας κ'; εξήλθον όλοι εις το ύπαιθρον ν'; ακούσωσι την Ανάστασιν. Γλυκείαν και κατανυκτικήν Ανάστασιν εν μέσω των ανθούντων δένδρων, <των> υπό ελαφράς αύρας σειομένων ευωδών θάμνων, και των λευκών ανθέων της αγραμπελιάς". Οι χωρικοί κοινώνησαν και στην συνέχεια "περί την μεσημβρίαν, μετά την Β' Ανάστασιν, οι χωρικοί το έστρωσαν υπό τάς πλατάνους παρά την δροσεράν πηγήν". Έφαγαν και ήπιαν. "Είτα ήρχισαν τα άσματα. Εν πρώτοις το Χριστός ανέστη, ύστερον τα θύραθεν. Ο μπαρμπα-Μηλιός θελήσας να ψάλη και αυτός το Χριστός ανέστη, το εγύριζε πότε εις τον αμανέ και πότε εις το κλέφτικο". Ο μπαρμπα-Κίτσος έψαλε το Χριστός ανέστη, αλλά παρά την ιδιορρυθμία της ψαλμωδίας "ουδείς ποτε έψαλεν ιερόν άσμα μετά πλείονος χριστιανικού αισθήματος και ενθουσιασμού". Καί "περί την δείλην είχεν αρχίσει ο χορός, χορός κλέφτικος".
Δηλαδή, ενώ ο Καζαντζάκης περιγράφει μιά πνευματική ζωή γεμάτη αγωνία και σταύρωση, πληγές και αίματα, όπως φαίνεται και σε άλλα κείμενά του, ήτοι στην ασκητική του, εν τούτοις ο Παπαδιαμάντης επιμένει στην Ανάσταση του Χριστού, που την πανηγυρίζει ολόκληρη η φύση, αλλά και το χαίρονται οι άνθρωποι με ιλαρότητα, φυσικότητα και πολύ ομορφιά.
Στά κείμενα αυτών των δύο μεγάλων λογοτεχνών μας παρουσιάζεται και το δεύτερο σημείο που ανέφερα πιό πάνω. Συγκεκριμένα ο Καζαντζάκης χωρίζει τούς ανθρώπους σε καλούς και κακούς, με βάση την πουριτανική ηθική, που στηρίζεται στον απόλυτο προορισμό και τον ευσεβιστικό ανθρωπισμό, ενώ ο Παπαδιαμάντης αγκαλιάζει όλους τούς ανθρώπους με στοργή και αγάπη. Δέν αμνηστεύει τα ελαττώματά τους, αλλά τα βλέπει μέσα σε όλη την προοπτική της προσωπικότητός τους, καθώς επίσης τα αφήνει στην Πρόνοια, το έλεος και την κρίση του Χριστού. Δέν αποσπά ανθρωποκεντρικά και αυτάρεσκα την κρίση από τον Χριστό.
Επίσης, και στα δύο αυτά κείμενα παρουσιάζονται και ερμηνεύονται διάφορες ενέργειες δύο ζευγών Ιερέων. Στόν Καζαντζάκη περιγράφεται ο παπα-Φώτης και ο παπα-Γρηγόρης, στον δέ Παπαδιαμάντη ο παπα-Κυριακός και ο παπα-Θοδωρής. Ο Καζαντζάκης είναι απόλυτος και τούς ερμηνεύει μέσα στο σχήμα ο καλός και ο κακός. Ο Παπαδιαμάντης δεν θέτει τέτοιες διαχωριστικές γραμμές, βλέπει τα ελαττώματα, αλλά τελικά τονίζει την μετάνοια και το ορθόδοξο ήθος.
Στόν Καζαντζάκη ο παπα-Γρηγόρης χαρακτηρίζεται "φαταούλας", "τραγογένης", "θεομπαίχτης", "ψεύτης", είναι παπάς "με την γεμάτη κοιλιά... με τα διπλά προγούλια". Γράφει έντονα απαξιωτικά και καταδικαστικά για τον παπα-Γρηγόρη. Τό ίδιο πνεύμα παρατηρείται και στούς άλλους χωριανούς, όπως τον γερο-Πατριαρχέα, τον Χατζη-Νικολή, τον γερο-Λαδά, την Κατερίνα, την χήρα κλπ. Αντίθετα ο παπα-Φώτης, για τον Καζαντζάκη, ήταν ο καλός παπάς, που δεν έχει κανένα ψεγάδι επάνω του και αγωνίζεται για το ποίμνιό του, που πεινούσε. "Μπροστάρης πήγαινε ένας παπάς ηλιομαυρισμένος, αδύναμος, με μεγάλα μαύρα μάτια που πετούσαν φωτιές κάτω από τ'; άγρια φρύδια, με αριά γκρίζα γένια σφηνωτά. Έσφιγγε στην αγκαλιά του ένα βαρύ Ευαγγέλιο ασημοδεμένο και φορούσε το πετραχήλι του". Είναι σαφής η διαλεκτική αντίθεση μεταξύ καθαρών και μή καθαρών ιερέων. Πρόκειται για έναν καθαρό πουριτανισμό και ευσεβισμό.
Στόν Παπαδιαμάντη όμως δεν παρατηρούνται τέτοιες διαλεκτικές αντιθέσεις. Όλοι οι άνθρωποι είναι αμαρτωλοί και όλοι έχουν στοιχεία και σημεία βδελυκτά ενώπιον του Θεού και αναζητούν το έλεος του Θεού. Αυτό φαίνεται στην "εξοχική λαμπρή", στις αντιδράσεις μεταξύ του παπα-Κυριακού και του παπα-Θοδωρή, ιδιαιτέρως στον τρόπο με τον οποίο αντέδρασε ο παπα-Κυριακός στην εσφαλμένη είδηση του υιού του Ζάχου. Κάνοντας ο παπα-Κυριακός την Ανάσταση στα Καλύβια, έμαθε από τον γυιό του ότι ο παπα-Θοδωρής του έκλεβε τις λειτουργιές, που λειτουργούσε στον κεντρικό Ναό, ενώ, όπως αποδείχθηκε αργότερα, δεν έκανε κάτι τέτοιο. Αναστατώνεται ο παπα-Κυριακός, ο οποίος, γνήσιος εκπρόσωπος του ελληνικού Κλήρου, "πλήν μικρού ελευθεριασμού, ήτο κατά πάντα άμεπτος". Ο παπα-Κυριακός φαινόταν ως πλεονέκτης, γιατί ήθελε να μεγαλώση τα παιδιά του, λίγο δύσπιστος αλλά "ανοικτόκαρδος". Μέ την πληροφορία που του μετέφερε ο υιός του αγανάκτησε, δεν συγκρατήθηκε, αμάρτησε, έφυγε από την Εκκλησία, για να πάη εκείνη την ώρα να συλλάβη επ'; αυτοφόρω τον συνεφημέριό του, αλλά στον δρόμο, στον νερόμυλο, αισθάνθηκε την πτώση του και "ποιήσας το σημείον του σταυρού -ήμαρτον, Κύριε, είπεν, ήμαρτον, μή με συνερισθής". Καί στην συνέχεια: "ησθάνθη δάκρυ βρέχον την παρειάν του. -Ώ, Κύριε, είπεν ολοψύχως, ήμαρτον, ήμαρτον! Σύ παρεδόθης διά τάς αμαρτίας μας, και ημείς σε σταυρώνομεν κάθε μέρα". Επέστρεψε και έτσι τελείωσε την θεία Λειτουργία, όμως "αυτός δεν εκοινώνησε, επιφυλαττόμενος να το είπη εις τον πνευματικόν, και πρόθυμος να δεχθή τον κανόνα".
Στόν Παπαδιαμάντη δεν παρατηρεί κανείς ούτε ίχνος πουριτανισμού και ευσεβισμού, δεν χωρίζει τούς Κληρικούς σε καλούς και κακούς, δεν κρίνει τον παπα-Κυριακό, αλλά και αυτήν την πτώση του την αντιμετωπίζει με συμπάθεια και την εντάσσει στο κλίμα της μετανοίας. Ο Παπαδιαμάντης εκφράζει την άποψη ότι όλοι είμαστε αμαρτωλοί και όλοι έχουμε ανάγκη του ελέους και της ευσπλαχνίας του Θεού. Μόνον ο Θεός είναι καθαρός και με την απόλυτη σημασία της λέξεως άγιος. "Είς μόνος άγιος, είς μόνος Κύριος, Ιησούς Χριστός". Αυτό το βλέπουμε σε πολλά κείμενά του, ιδίως στο "Έρωτας στα χιόνια" και "Χωρίς στεφάνι".
Ο Παπαδιαμάντης και ο Καζαντζάκης είναι δύο μεγάλοι λογοτέχνες, οι οποίοι εκφράζουν και διατυπώνουν στα κείμενά τους εκφράσεις της κοινωνίας μας. Όμως διαφορετική είναι η προοπτική μέσα από την οποία παρατηρούν την κοινωνία μας, και βεβαίως εκφράζουν δύο ερμηνευτικές παραδόσεις. Αυτό φαίνεται σε όλο το έργο τους. Ο Καζαντζάκης έχει επηρεασθή από την θρησκευτικότητα που παρατηρείται στην Δύση, είτε με την μορφή του Παπισμού, είτε με την μορφή του Προτεσταντισμού, ενώ ο Παπαδιαμάντης έχει επηρεασθή από τις παραδόσεις του λαού, τούς φιλοκαλικούς Πατέρες και το Άγιον Όρος, το πνεύμα και την ζωή της Ρωμηοσύνης.
Προσωπικά με ικανοποιεί αφάνταστα ο Παπαδιαμάντης, γιατί βλέπει τον κόσμο με φιλανθρωπία, αρχοντική αγάπη, τρυφερότητα και ευαισθησία, η οποία προέρχεται από την ορθόδοξη αυτομεμψία και νομίζω ότι αν έβαζαν τον Παπαδιαμάντη να κρίνη τον Καζαντζάκη, θα τον άφηνε στο έλεος του Θεού. Αυτό δείχνει την πνευματική αρχοντιά του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη.-