ΙΕΡΕΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Δος μου κι εμένα άνεση, Παναγιά μου,
πριν ν’ απέλθω και πλέον δεν θα υπάρχω.(Αλεξ. Παπαδ.)

Τετάρτη, Οκτωβρίου 31, 2012

Φιλάνθρωπη νομοθεσία στο «Βυζάντιο»-Οι «δυνατοί» και οι «πένητες»


Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου


Καταναλωτική κοινωνία και καπιταλισμός συνδέονται με την προσπάθεια συσσώρευσης πλούτου και υλικών αγαθών, αλλά και ατομικής ευημερίας. Όταν, όμως, μερικοί επιτυγχάνουν να συγκεντρώσουν πολλά υλικά αγαθά, αυτό σημαίνει ότι κάποιοι άλλοι τα στερούναι. Με τον τρόπο αυτόν δημιουργείται η κοινωνική αδικία, οι άνθρωποι χωρίζονται σε πλούσιους και πτωχούς. Βέβαια, το «πνεύμα του καταναλωτισμού», ως επιθυμία, επίδειξη και απόλαυση, συνδέεται με όλες τις κοινωνικές τάξεις των ανθρώπων. Θα δούμε στην συνέχεια πως η Ρωμαϊκή Χριστιανική Αυτοκρατορία (Βυζάντιο) αντιμετώπιζε τα προβλήματα που ανέκυπταν από την κοινωνική αδικία.
Η Χριστιανική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία με έδρα την Κωνσταντινούπολη, το λεγόμενο Βυζάντιο, διακρινόταν για την φιλανθρωπία της, γι’ αυτό άντεξε χίλια χρόνια και πολλοί μελετητές σπουδάζουν την ζωή και τον πολιτισμό, αλλά και την όλη εσωτερική και εξωτερική πολιτική την οποία εξασκούσαν οι Αυτοκράτορες. Όλα τα κοινωνικά θέματα και γενικότερα η πολιτική της είχαν εμποτισθή από την Χριστιανική διδασκαλία. Βέβαια, και εκεί γίνονταν διάφορα λάθη, αφού η αμαρτία δεν απουσιάζει από τους ανθρώπους και τις κοινωνίες, αλλά είχαν έναν ορθό προσανατολισμό. Αυτό φαίνεται και από το πως προσπαθούσαν οι Ρωμαίοι-Βυζαντινοί να επιλύσουν διάφορα κοινωνικά προβλήματα.
Ο Στήβεν Ράνσιμαν στο βιβλίο του «Βυζαντινός πολιτισμός» αναφέρει πολλές πληροφορίες για την ζωή των κατοίκων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε όλα τα επίπεδα και σε όλους τους τομείς. Ως προς τον τρόπο της δοίκησης γράφει ότι «τα ιδεώδη της βυζαντινής διοίκησης θα μπορούσαμε να τα ονομάσουμε σοσιαλιστικά. Όλοι έπρεπε να είναι καλοί πολίτες του κράτους». Όμως, η τάξη της αριστοκρατίας των μεγάλων γαιοκτημόνων δεν μπορούσε να προσαρμοσθή με τον τρόπο αυτόν της διοίκησης. Κυρίως από τον 9ο αιώνα παρατηρήθηκε μεγάλη αναστάτωση από διαφόρους λόγους, ώστε μεγάλωσε η τάση των αριστοκρατών να αυξήσουν την ιδιοκτησία τους και οι μικροί ελεύθεροι αγρότες εξαγοράζονταν και γίνονταν δουλαπάροικοι.
Στην βυζαντινή κοινωνία διακρίνονταν δύο τάξεις, οι «δυνατοί» και οι «πένητες». Γράφει ο Ράνσιμαν: «Η διοίκηση έκανε σαφή διάκριση ανάμεσα στους πλουσίους –τους δυνατούς- και τους φτωχούς -τους πένητες- και γενικά προσπαθούσε να περιορίσει τους αριστοκράτες σε καθήκοντα μόνο στρατιωτικά, διατηρώντας τις πολιτικές υπηρεσίες δημοκρατικές και ελεύθερες. Όλο τον 10ο αιώνα η κυριότερη ασχολία των αυτοκρατόρων ήταν να θεσπίζουν νόμους προσπαθώντας να περιορίσουν τη δυνατότητα των αρχόντων να αγοράζουν γη των φτωχών».
Πρόκειται για την ίδια νοοτροπία που παρατηρούμε σήμερα, που ανοίγει η ψαλίδα μεταξύ των πλουσίων και των μεσαίων η μεταξύ των μικρομεσαίων και των πτωχών. Στην εποχή μας παρατηρείται το φαινόμενο ότι όλο και περισσότερο διευκολύνονται οι πλούσιοι παρά ενισχύονται οι πτωχοί. Ο τρόπος, όμως, με τον οποίο ενεργούσαν οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες και στον τομέα αυτόν είναι πολύ χαρακτηριστικός και αξιοπρόσεκτος.
Μια καλή ανάλυση αυτής της προσπάθειας των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων, παρουσιάζεται ανάγλυφα από τον Ζέραρ Βάλτερ στο βιβλίο του «Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο, στον αιώνα των Κομνηνών» (1081-1180). Γράφοντας για τις προνομιούχες τάξεις, στις οποίες συγκαταλέγονταν οι ευγενείς, γράφει ότι στο Βυζάντιο οι ευγενείς ονομάζονταν Δυνατοί, οι οποίοι διακρίνονταν στους στρατιωτικούς και τους διοικητικούς υπαλλήλους. Οι διοικητικοί υπάλληλοι ήταν και γαιοκτήμονες που ασκούσαν διοίκηση στην Αυτοκρατορία και είχαν την τάση να αγοράζουν στις επαρχίες τους κομμάτια γης. Επίσης, οι πλούσιοι γαιοκτήμονες επιδίωκαν να αποκτήσουν μια διοικητική θέση ώστε να έχουν αυτόν τον τιμητικό τίτλο. Έτσι, οι διοικητικοί υπάλληλοι ήταν συγχρόνως και γαιοκτήμονες, ασκούσαν, δηλαδή, διοίκηση και ήταν κάτοχοι εκτάσεων γης. Στις αρχές του 10ου αιώνος η περιουσία των Δυνατών είχε φθάσει στο απόγειό της και οι Αυτοκράτορες προσπαθούσαν να θέσουν φραγμούς στην επέκτασή τους.
Ο Ρωμανός Α o Λεκαπηνός με Νεαρά (Νόμο) που εξέδωσε τον Απρίλιο του έτους 922 έβαλε στόχο να περιορίση την ιδιοποίηση της περιουσίας των πτωχών από τους Δυνατούς. Σύμφωνα με τον νόμο αυτόν, όποιος πτωχός ήθελε να πουλήση την περιουσία του, λόγω διαφόρων αναγκών που είχε, ώφειλε να προτείνη να την αγοράσουν πρώτα τα μέλη της οικογενείας του και έπειτα οι γείτονές του. Αν αυτοί δεν ήθελαν να αγοράσουν αυτήν την περιουσία τότε μπορούσαν να την πουλήσουν στους Δυνατούς. Αλλά δημιουργήθηκαν μεγάλες δυσκολίες στην εφαρμογή του νόμου και απεδείχθησαν οι αδυναμίες του, γιατί συγχρόνως επικρατούσε η μακροχρόνια μίσθωση, βάσει της οποίας ο Δυνατός εμίσθωνε το χωράφι του πτωχού και έπειτα παρεβίαζε τους όρους, οπότε τα δικαστήρια, στα οποία κατέφευγε ο εκμισθωτής υποστήριζαν τους Δυνατούς. Δηλαδή, εδώ παρατηρείται διαπλοκή μεταξύ πλουσίων και δικαστών. Εξ άλλου την περίοδο μεταξύ του 927-928 η αγροτική παραγωγή έπαθε μεγάλη ζημιά με αποτέλεσμα να μη μπορούν οι συγγενείς και οι γείτονες του πεινασμένου πωλητού να εκμεταλλευθούν τα πλεονεκτήματα του νόμου και έτσι οι Δυνατοί αγόρασαν την γη των πτωχών ανθρώπων σε μικρή τιμή, δίδοντάς τους τρόφιμα ως προκαταβολή.
Λίγα χρόνια μετά, το 934, ο ίδιος ο Αυτοκράτορας, επειδή απέτυχε το προηγούμενο μέτρο, εξέδωσε άλλη Νεαρά με την οποία διέταζε τους Δυνατούς να επιστρέψουν, με ορισμένους όρους, τα κτήματα στους ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι είχαν υποχρεωθή να τα πωλήσουν κάτω από την πίεση της ανάγκης. Η εισαγωγή της Νεαράς αυτής είναι συγκινητική:
«Οι άνθρωποι πρέπει να καλλιεργούν την ψυχή τους, για να μοιάσουν με τον Δημιουργό. Όσοι παραγνωρίζουν αυτό το καθήκον, είναι μοιραίο να γίνουν σκλάβοι των παθών τους. Απ’ αυτό ξεπηδούν οι απειράριθμες αδικίες, απ' αυτό η μεγάλη και αιώνια μιζέρια των φτωχών, οι ατελείωτοι βόγγοι τους, που η ηχώ τους αφυπνίζει τον Κύριο. Αν ο Θεός ξεσηκώνεται για να εκδικηθεί τους πόνους τους, πως εμείς μπορούμε να παραγνωρίζουμε τα παράπονά τους;
Όταν ενεργούμε κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν οδηγούμαστε από το μίσος η τον φθόνο εναντίον των Δυνατών, αλλά από την αγάπη μας για τους φτωχούς, από την πρόθεσή μας να τους προστατεύσουμε και από την επιθυμία μας να σώσουμε την αυτοκρατορία, γιατί αυτοί στους οποίους η Θεία Πρόνοια έδωσε δύναμη και πλούτο δεν φροντίζουν για τους φτωχούς, αλλά αντίθετα τους βλέπουν σαν λεία και δύσκολα συγκατατίθενται να μη τους αρπάξουν αμέσως τα κτήματά τους».
 

Παρατηρώντας αυτήν την εισαγωγή στον νόμο για την βελτίωση της κοινωνικής αδικίας βλέπουμε την θεολογική υποδομή του. Αναφέρεται στα πάθη που επικρατούν στους ανθρώπους, όταν απομακρύνονται από τον Θεό, και τα οποία πάθη τους παρακινούν στην αύξηση της περιουσίας τους και την αδικία των πτωχών, αλλά και στο ότι η θέσπιση νόμων για την επικράτηση της κοινωνικής αδικίας γίνεται από αγάπη και κατά την Πρόνοια του Θεού και ακόμη για την σωτηρία της Αυτοκρατορίας. Έτσι, οι Αυτοκράτορες δεν κινούνταν από κάποιο ιδεολογικοκοινωνικό μοντέλο, αλλά από την θεολογία της Εκκλησίας. Αλλά και αυτός ο νόμος δε είχε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.
Στην συνέχεια, ο Κωνσταντίνος Ζ ο Πορφυρογέννητος «εξέδωσε έναν νόμο που πρόβλεπε την άμεση και χωρίς αποζημίωση επιστροφή όλων των κτημάτων, που είχαν αγοράσει οι Δυνατοί από τους μικροϊδιοκτήτες από την έναρξη της βασιλείας του».
Όμως, είκοσι χρόνια μετά ο Αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς εξέδωσε νόμο, ο οποίος επέτρεπε στους Δυνατούς να αγοράζουν κτήματα όχι από τους πτωχούς, αλλά από τους ιδιοκτήτες της δικής τους κοινωνικής τάξεως. Με αυτόν τον τρόπο προστάτευαν τους πτωχούς από την πίεση των Δυνατών.
Ο Βασίλειος ο Β ακολούθησε την ίδια τακτική. «Κατάργησε την παραγραφή των σαράντα ετών, που ίσχυε για τις αιτήσεις επιστροφής των απαλλοτριωμένων γαιών, ύστερα από την πείνα του 927. Διέταξε, επίσης, την επιστροφή στους δυστυχισμένους πωλητές η στους απογόνους τους, όλων αυτών των κτημάτων, χωρίς οι Δυνατοί να μπορούν να χρησιμοποιήσουν ένδικα μέσα για την επιστροφή των χρημάτων που πήραν η για την είσπραξη αποζημιώσεως, αναφορικά με τις βελτιώσεις, που είχαν γίνει απ' αυτούς. Και πρόσθετε: "Δεν δικαιούνται να πάρουν τίποτε πίσω. Θάπρεπε μάλλον να τιμωρηθούν"».
Αυτά έκαναν τότε οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες για να περιορίσουν την απληστία των δυνατών-πλουσίων γαιοκτημόνων και να προστατεύσουν τους πτωχούς. Μακάρι αυτό να τεθή ως πρότυπο στους σύγχρονους ηγέτες των Κρατών, και κυρίως των λεγομένων Χριστιανικών Κρατών, ώστε να αντιμετωπίζουν τις κρίσιμες καταστάσεις που παρατηρούνται στην κοινωνία μας. Σήμερα, οι Δυνατοί είναι «οι έχοντες και κατέχοντες», όσοι διαθέτουν μεγάλη περιουσία και συνεχώς την αυξάνουν σε βάρος των αδυνάτων ανθρώπων. Γι’ αυτό και οι σύγχρονοι υπεύθυνοι για την οικονομία μας δεν πρέπει απλώς να εφαρμόζουν οικονομικά συστήματα που ισχύουν σήμερα, αλλά να παραδειγματίζονται και από τους φιλάνθρωπους τρόπους με τους οποίους αντιμετώπιζαν οι πρόγονοί μας τα θέματα αυτά. Όπως είδαμε οι Νεαρές των Αυτοκρατόρων δεν ήταν προϊόντα κάποιου κοινωνικού συστήματος και κοινωνικής ιδεολογίας, π.χ. φιλελεύθερης η σοσιαλιστικής, αλλά καρποί και έκφραση της θεολογίας. Όταν κανείς επιλύη τα κοινωνικά ζητήματα μέσα από το πρίσμα της θεολογίας, τότε η αντιμετώπιση των πραγμάτων είναι φιλάνθρωπη, αφού διατηρείται και η αγάπη και η ελευθερία.– 


Τρίτη, Οκτωβρίου 30, 2012

Φώτης Κόντογλου - Τὸ ἀληθινὸ Βυζάντιο. Ἡ ἀρχοντικὴ καὶ βασιλικὴ πολιτεία


Τί ἤτανε, ἀληθινά, ἐκεῖνο τὸ Βυζάντιο, ἐκείνη ἡ Κωνσταντινούπολη; Παραμυθένιος κόσμος! Ὄχι μοναχὰ ἡ ἀρχαία πολιτεία, μὰ κι ἡ καινούρια, ὡς τοῦ σουλτὰν-Χαμὶτ τὰ χρόνια. Εἶχα γνωρίσει ἕναν χριστιανὸ Ἀνατολίτη κοσμογυρισμένον, ποὺ ἔζησε πολλὰ χρόνια στὴν Εὐρώπη καὶ στὴν Ἀμερική, στὴ Λόντρα, στὸ Παρίσι, στὴ Ρώμη, στὴ Νέα Ὑόρκη. «Ὅλες αὐτὲς οἱ μεγάλες πολιτεῖες, μοῦ ἔλεγε, εἶναι σπουδαῖες, μὰ σὰν τὴν Κωνσταντινόπολη δὲν ὑπάρχει ἄλλη στὴν οἰκουμένη, κι οὔτε βρίσκεται στὸν ντουνιὰ τέτοια ἐπίσημη ἀρχοντικιὰ καὶ βασιλικὴ πολιτεία».

Στὰ χρόνια τῶν Βυζαντινῶν «ἡ βασιλεύουσα Πόλις» θὰ εἶχε μιὰ ἐξωτικὴ κι ἀλλόκοτη μεγαλοπρέπεια. Χίλιοι κουμπέδες (τροῦλλοι) κατάχρυσοι λαμποκοπούσανε μέσα στὴ βλογημένη αὐτὴ ἀφεντοπολιτεία. Στὴ μέση στεκότανε, σὰν ἥλιος, ἡ Ἅγια Σοφιά, καὶ γύρω της ἤτανε σκορπισμένες οἱ ἄλλες ἐκκλησίες μὲ τοὺς χρυσοὺς κουμπέδες, σφαῖρες οὐράνιες, ποὺ λὲς καὶ γυρίζανε γύρω στὸν ἥλιο. Δὲν φαινόντανε πὼς ἤτανε κτίρια κανωμένα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ σὰν νὰ κατεβήκανε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ σταθήκανε ἀπάνω στὴ γῆ. Κι ἀπὸ μέσα ἤτανε καταστολισμένες μὲ ψηφιά, μὲ χρωματιστὰ μάρμαρα, μὲ σμάλτα, μὲ ζωγραφιές, ποὺ θαρροῦσε κανένας πὼς μπαίνει σὲ οὐράνια παλάτια. Εἴχανε δίκιο οἱ παλιοὶ Κινέζοι ποὺ λέγανε πὼς αὐτὰ τὰ κτίρια ἤτανε «κάποια παλάτια μεγάλα καὶ λαμπερά, ποὺ ἀπὸ μέσα μοιάζανε σὰν τὰ χρυσὰ φτερὰ τοῦ φασιανοῦ τὴν ὥρα ποὺ πετᾶ».
Ἀνάμεσα στὶς ἀκαταμέτρητες ἐκκλησιές, στὰ παλάτια καὶ στὰ μοναστήρια, ποὺ σκεπάζανε ἀνεξερεύνητα μυστήρια, ἤτανε χτισμένα τὰ σπίτια καὶ τὰ ἀμέτρητα παζάρια ποὺ μερμήγκιαζε ὁ κόσμος, κόσμος καλοπερασμένος, τὰ χάνια, τὰ μαγαζιά, φωλιὲς γεμάτες ζωὴ καὶ κίνηση. Ἐδῶ κι ἐκεῖ πρασινίζανε κάποια περιβόλια μὲ ψηλὰ δέντρα μέσα στὴν πολιτεία, μὰ ἕνα γύρω τὴ ζώνανε, σὰν ὁλόδροσο στεφάνι, ἀνθισμένοι κῆποι, δάση μὲ πλατάνια, μὲ δρῦς, μὲ κυπαρίσσια, μὲ καβάκια (λεῦκες), ποὺ ρίχνανε τὸν πυκνὸ ν ἴσκιο τους ἀπάνω σὲ ξωτικὰ κιόσκια, σὲ βρύσες μὲ κρυσταλλένια νερά, ἐνῶ ἀπὸ παντοῦ χλιμιντρούσανε χαρούμενα τὰ λυγερὰ ἄτια (ἄλογα) τῆς Ἀνατολῆς, κι ἀκουγόντανε κάτι τραγούδια ποὺ μοιάζανε μὲ ψαλμῳδίες. Ἀνάμεσα στὰ δέντρα βοσκούσανε ζαρκάδια.

Μὰ σὰν γύριζε κανένας τὴ ματιά του κατὰ τὴ θάλασσα, εὐφραινότανε ἀκόμα πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸ θαυμαστὸ πανόραμα. Ὁ Βόσπορος, αὐτὸς ὁ ἐξαίσιος θαλασσινὸς ποταμός, δρόσιζε μὲ τὰ νερά του τὰ πόδια τῆς πολιτείας, ρεματίζοντας ἀνάμεσα σ᾿ αὐτὴ καὶ στὴν καταπράσινη Ἀνατολή, μὲ τὴ Χρυσούπολη καὶ μὲ τὰ παλάτια ποὺ παραθερίζανε οἱ Κωνσταντινουπολίτες. Ὅπου νὰ στεκότανε ἄνθρωπος ἔβλεπε μπροστά του ἕνα μαγικὸ θέαμα, τὶς ἥμερες ἀκρογιαλιὲς τοῦ μπογαζιοῦ ἀνάμεσα στὰ δέντρα ποὺ βουΐζανε ἀπὸ τὸ γλυκὸ φύσημα τ᾿ ἀγεριοῦ. Ἀκαταμέτρητο πλῆθος ἀπὸ καράβια λογιῶν λογιῶν, ἀπὸ βάρκες, ἀπὸ μαοῦνες, ἀπὸ καΐκια, ἀπὸ μπιαντάδες, ἀρμενιζανε παντοῦ, ἀλλὰ μὲ πανιὰ κι ἀλλὰ μὲ κουπιά. Τὰ λιμάνια ἤτανε γεμάτα ἀπὸ καράβια ἀραγμένα στοὺς μόλους ἢ φουνταρισμένα ἀνοιχτά. Κάστρα θεόρατα, τρίδιπλα κι ἀκατάλυτα, ζώνανε τὴν ἀξετίμητη πολιτεία, ἀπὸ στεριὰ κι ἀπὸ θάλασσα, μὲ χίλιες καστρόπορτες, μ᾿ ἀμέτρητες τάμπιες καὶ πύργους, ὅλα ἀρματωμένα καλὰ μὲ στρατό, μὲ βάρδιες ποὺ ξαγρυπνούσανε.

Τὸ Σαββατόβραδο, κατὰ τὸ δειλινό, ἡ ἀτμόσφαιρα γέμιζε ἀπὸ τὴ γλυκειὰ βουὴ ποὺ κάνανε χιλιάδες καμπάνες καὶ ποὺ ἀνέβαινε σὰν ψαλμωδία ἀπάνω ἀπὸ τὴν ἁγιασμένη πολιτεία, ἀπὸ τὴ Νέα Σιών, «ἦχος καθαρὸς ἑορταζόντων». Πανηγυρικὴ μεγαλοπρέπεια! Μοναχὰ τὸ Βυζάντιο κατέβασε στὴ γῆ τὴν οὐράνια ἁρμονία.
Γιὰ τοὺς Βυζαντινούς, ἡ πατρίδα τοὺς ἤτανε ἡ Κιβωτὸς τῆς ἀληθινῆς θρησκείας, καὶ εἴχανε πόθο νὰ τραβήξουνε μέσα σ᾿ αὐτὴ ὅλα τὰ ἔθνη τῆς γῆς, καὶ νὰ τὰ σώσουνε φωτισμένα ἀπὸ τὸ ἀνέσπερο φῶς τοῦ Εὐαγγελίου. Γι᾿ αὐτό, ἕνας αὐτοκράτορας μιλώντας στοὺς στρατηγούς του ποὺ πηγαίνανε νὰ πολεμήσουνε καταπάνω σὲ βάρβαρους λαούς, τοὺς παράγγελνε νὰ φέρνονται μὲ εὐσπλαγχνία στοὺς νικημένους καὶ νὰ μὴν τοὺς βιάζουνε νὰ πληρώνουνε φόρους. «Ἐμεῖς, ἔλεγε, δὲν θέλουμε νὰ σκλαβώσουμε τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ ἡ δόξα μας κι ἡ τιμή μας εἶναι νὰ γίνουνε εὐτυχισμένοι κι ἐλεύθεροι μαζί μας». Ὅσοι ἀλλόθρησκοι πηγαίνανε στὴν Πόλη ἀπὸ ξένες χῶρες ἀπορούσανε πὼς γινότανε οἱ χριστιανοί, ποὺ εἴχανε τέτοια πλούσια καὶ μεγαλόπρεπη πολιτεία, νὰ λατρεύουνε γιὰ θεό τους ἕναν ταπεινόν, τυραννισμένον, καρφωμένον ἀπάνω σ᾿ ἕνα ξύλο, ἐνῷ περιμένανε νὰ δοῦνε νὰ προσκυνᾶνε κάποιο εἴδωλο χρυσοντυμένο, μὲ περήφανη ὄψη, μὲ κορμὶ γίγαντα.

Στὸ Βυζάντιο ἡ θρησκεία βασίλευε ἀπάνω σὲ ὅλα. Μὲ ὅλη τὴ ζωηρὴ δραστηριότητα ποὺ εἴχανε οἱ Βυζαντινοὶ στὰ ἐγκόσμια, ἡ σκέψη τους κι ἡ καρδιά τους ἤτανε πάντα γυρισμένη στὴν ἄλλη ζωή, στὴν αἰώνια ζωή. Στὸ νοῦ τους εἴχανε μέρα νύχτα τὰ λόγια του Παύλου: «Οὐ γὰρ .εχομεν ὦδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν». Τούτη ἡ ἀφοσίωση στὴ μέλλουσα ζωή, στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἔκανε ὥστε καὶ τὸ σύστημα τῆς ἐπίγειας ζωῆς τους νὰ πάρει κάποιον χαρακτῆρα αἰωνιότητας, σὰν μιὰ ἀτελὴς προεικόνιση «ἐκείνου τοῦ καινοῦ αἰῶνος, τοῦ θαυμαστοῦ». Ὄχι μοναχὰ τὰ θρησκευτικὰ αἰσθήματά τους, μὰ καὶ τὰ κοσμικά, εἴχανε χαρακτῆρα λειτουργικόν. Γιὰ ὅποιον εἶναι σὲ θέση νὰ νοιώσει καλὰ τί εἶναι αὐτὸ τὸ «λειτουργικό», ποτὲς ἄλλη φορὰ ἡ ὁμαδικὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων δὲν ἔφταξε σ᾿ ἕνα τέτοιο πνευματικὸ ὕψος. Ὅσοι θελήσανε καὶ θέλουνε νὰ κρίνουνε τὸ Βυζάντιο μὲ τὸν συνηθισμένον χονδροειδῆ ἀντιπνευματικὸν τρόπο καὶ μὲ τὶς γνωστὲς ἀνόητες εὐφυολογίες, καὶ νὰ τὸ γελοιοποιηθοῦνε σὲ βαθμὸ ποὺ νὰ ὀνομάζουνε «βυζαντινισμὸ» κάθε ἀφηρημένη συζήτηση καὶ οὐτοπία, αὐτοὶ φανερώνουνε μ᾿ αὐτὸ πόσο ἀνίδεοι εἶναι ἀπὸ ἀληθινὴ πνευματικότητα, μὲ ὅλους τοὺς ψεύτικους τίτλους τῆς σοφίας καὶ τῆς ἐπιστήμης ποὺ εἶναι στολισμένοι.

Τὸ Βυζάντιο εἶναι πολὺ λεπτὸ πρᾶγμα γιὰ νὰ μπορέσουνε νὰ τὸ πιάσουνε τὰ χοντροκανωμένα ἐργαλεῖα τους. Τὸ Βυζάντιο εἶναι ἡ ἀληθινὴ χριστιανικὴ θρησκεία, ἀνάμεσα στὰ ψεύτικα καὶ ἐλεεινὰ παραμορφωμένα ὁμοιώματά της, ποὺ τὰ φτιάξανε λαοὶ βάρβαροι καὶ ὑλιστές, ἀνίκανοι νὰ τὴν καταλάβουνε καὶ νὰ τὴν αἰσθανθοῦνε. Γιὰ τοῦτο, τὸ Βυζάντιο κρίνεται ἀπὸ τοὺς λεγόμενους σοφοὺς τοῦ κόσμου ὅπως κρίνεται τὸ Εὐαγγέλιο, δηλ. σὰν μωρία, μπροστὰ στὴ δική τους γνώση, κι ἡ γνώμη τους ἴσια-ἴσια, πὼς τὸ Βυζάντιο εἶναι «μωρία», πιστοποιεῖ πὼς ἀληθινὰ στάθηκε ἡ Νέα Σιών, ἡ ἔμψυχος κιβωτός, ποὺ μέσα σ᾿ αὐτὴ φυλάχθηκε ἡ ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους πὼς θὰ γίνουνε τέκνα του, καὶ «ἡ μακαρία ἐλπὶς τῆς αἰωνίου ζωῆς». Ὅσο νοιώσανε οἱ ὑλικοὶ ἄνθρωποι τί λέγει ὁ Παῦλος γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ γιὰ τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ, ἄλλο τόσο νοιώσανε κι οἱ ἱστορικοὶ κι οἱ ἐπιστήμονες τῆς κοσμικῆς γνώσης, «οἱ συζητηταὶ τοῦ αἰῶνος τούτου» ὅπως λέγει ὁ Παῦλος, τί εἶναι τὸ Βυζάντιο.
Νά, τί λέγει ὁ Παῦλος γιὰ τὴν ψεύτικη σοφία τους καὶ γιὰ τὴν ἀληθινή του Θεοῦ: «Οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ Θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου; Ἐπειδὴ γὰρ ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας τὸν Θεόν, εὐδόκησεν ὁ Θεὸς διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τοὺς πιστεύοντας. Ἐπειδὴ καὶ Ἰουδαῖοι σημεῖον αἰτοῦσι, καὶ Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν, ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρίαν, αὐτοῖς δὲ τοῖς κλητοῖς, Ἰουδαίοις τε καὶ Ἕλλησι, Χριστὸν Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν». «Τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα τοὺς σοφοὺς καταισχύνῃ, καὶ τὰ ἀσθενῆ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα καταισχύνῃ τὰ ἰσχυρά, καὶ τὰ ἀγενῆ τοῦ κόσμου καὶ τὰ ἐξουθενωμένα ἐξελέξατο ὁ Θεὸς καὶ τὰ μὴ ὄντα (τὶς οὐτοπίες καὶ τὶς θρησκοληψίες), ἵνα τὰ ὄντα (τὶς θετικὲς ἐπιστῆμες, τὸν ὀρθολογισμό, καὶ τὴν ἐμπειρικὴ γνώση) καταργήσῃ». «Σοφίαν δὲ λαλοῦμεν ἐν τοῖς τελείοις, σοφίαν δὲ οὐ τοῦ αἰῶνος τούτου, οὐδὲ τὸν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου, τῶν καταργουμένων. Ἀλλὰ λαλοῦμεν σοφίαν τοῦ θεοῦ ἐν μυστηρίῳ, τὴν ἀποκεκρυμμένην, ἣν προώρισεν ὁ Θεὸς πρὸ τῶν αἰώνων εἰς δόξαν ἡμῶν, ἣν οὐδεὶς τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου ἔγνωκεν». (Νομίζει κανεὶς πὼς αὐτὰ τὰ λόγια τὰ λέγει τὸ Βυζάντιο). «Μηδεὶς ἑαυτὸν ἐξαπατάτω. Εἴ τις δοκεῖ σοφὸς εἶναι, μωρὸς γενέσθω, ἵνα γένηται σοφός. Ἡ γὰρ σοφία τοῦ κόσμου τούτου, μωρία παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν». «Ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ. Ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί. Ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι».
Ἀπάνω στὸ Βυζάντιο ἤτανε γραμμένος ὁ λόγος τοῦ Παύλου: «ὁ καυχώμενος, ἐν Κυρίω καυχάσθω». Ὅλες οἱ καρδιές, ἀπὸ τὸν βασιλιᾶ ὡς τὸν πιὸ φτωχὸν καντηλανάφτη ἡ βαρκάρη, ἡ στρατιώτη ἢ ξωχάρη, αὐτὰ τὰ λόγια εἴχανε μέσα. Ἡ προσευχὴ ἤτανε ἡ ζωή τους. Κι ἡ τυπικὴ ἀκόμα εὐσέβεια σὲ κάποιους αὐτοκράτορες ἢ ἄρχοντες, δείχνει πὼς ὑποταζόντανε στὸν πνευματικὸ νόμο τῆς θρησκείας κι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἤτανε σὲ θέση νὰ τὸν νοιώσουνε καὶ νὰ εὐφρανθοῦνε ἀπὸ τὴ γλυκύτητα «τοῦ ζῶντος ὕδατος τοῦ ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον». Ἀκόμα κι ἐκεῖνοι ποὺ δὲ μπορούσανε νὰ νικήσουνε τὴ φυσικὴ κακία τους, ἤτανε εὐλαβεῖς, ἕνα πρᾶγμα παράδοξο.
 
Ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς ἔκανε κάθε μέρα τὴν προσευχή του, καὶ στὸν πόλεμο φοροῦσε ἀπὸ μέσα, κάτω ἀπὸ τὸν θώρακά του ἕνα παλιόρασο τοῦ θείου του ἀσκητῆ Γεωργίου τοῦ ἐν τῷ Μαλεῷ ποὺ εἶχε ἁγιάσει, γιὰ νὰ τὸν φυλάγει. Ὁ Ἀλέξιος Κομνηνὸς ὅποτε ἤτανε νὰ πάγει σὲ καμμιὰ ἐκστρατεία, ἔβαζε τὰ πολεμικὰ σχέδιά του κάτω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα, κι ὅλη τὴ νύχτα προσευχότανε γονατιστὸς ἀπάνω στὰ σκαλοπάτια τοῦ ἱεροῦ, καὶ τὸ πρωὶ ἔπαιρνε τὸ σχέδιο ποὺ ἔβγαινε κάτω ἀπὸ τὸ σκέπασμα τῆς ἁγίας Τράπεζας, γιατὶ πίστευε πὼς τοῦ τὸ ἔδινε ὁ ἀρχάγγελος Μιχαήλ. Ὁ Ἰωάννης Τσιμισκὴς γονάτιζε σὰν παιδὶ μπροστὰ στὴν ἁγία Τράπεζα τῆς Ἁγίας Σοφίας παρακαλώντας μὲ δάκρυα νὰ τοῦ δώσει ὁ θεὸς ἕναν ἄγγελο φύλακα ποὺ νὰ τὸν φωτίζει κατὰ τὸν πόλεμο.
Ὅσο σφίγγεται τὸ Βυζάντιο ἀπὸ τοὺς βαρβάρους, κι ὅσο ἡ ψυχὴ ὑποφέρνει καὶ πονᾷ, τόσο γυρίζει τὰ μάτια του κατὰ τὸν οὐρανό. Ὁ βασιλιὰς Θεόδωρος Δούκας ὁ Λάσκαρις σύνθεσε τὸν Μέγαν Παρακλητικὸν Κανόνα στὴν Παναγία, ποὺ εἶναι γεμάτος ἀπὸ συντριβή, ταπείνωση καὶ πίστη. Ὁ Λέων ὁ Σοφὸς ἐποίησε τὰ ἐξαίσια Ἑωθινὰ ποὺ τὰ ψέλνουνε στὸν Ὄρθρο κάθε Κυριακὴ κι ὁ γυιός του Κωνσταντῖνος φιλοτέχνησε τὰ Ἐξαποστειλαρια. Κι ἄλλοι πολλοὶ βασιλιάδες ψέλνανε ἢ ὑμνογραφούσανε. Ἄλλα κι οἱ ὁμιλίες ποὺ κάνανε στοὺς στρατιῶτες καὶ στὸν λαό, εἴχανε κι ἐκεῖνες ὕφος θρησκευτικὸ κι ἤτανε γεμάτες εὐλάβεια καὶ πίστη. Ὁ πικραμένος λόγος ποὺ ἔβγαλε ὁ τελευταῖος βασιλιὰς τοῦ Βυζαντίου, Κωνσταντῖνος ὁ Παλαιολόγος, ἤτανε σὰν νεκρώσιμο τροπάρι. Τὸ Βυζάντιο εἶναι ἡ προεικόνιση ἀπάνω στὴ γῆ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ὅσο ἤτανε δυνατὸ νὰ πραγματοποιηθεῖ ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἀτέλεια μέσα στὸν κόσμο τῆς φθορᾶς.
Σὰν μπήκανε οἱ Σταυροφόροι σ᾿ αὐτὴ τὴν πολιτεία τοῦ Χριστοῦ, δὲν καταλάβανε τίποτα ἀπὸ τὸν μυστικὸν πλοῦτο ποὺ ἔκλεινε μέσα της, μ᾿ ὅλο ποὺ λεγόντανε Χριστιανοί. Αὐτοὶ θαμπωθήκανε ἀπὸ «τὸ ἔξωθεν τοῦ ποτηριοῦ καὶ τῆς παροψίδος», ἀπὸ τὰ κτίρια, ἀπὸ τὰ πλούτη της, ἀπὸ τὰ ὑλικὰ πράγματα ποὺ κρύβανε ἀπὸ κάτω τους τὰ πνευματικὰ μυστήρια, ὅπως ἡ στολὴ τοῦ ἀρχιερέως συμβολίζει, μὲ τὸ χρυσάφι καὶ τὶς πολύτιμες πέτρες, τὴν πνευματικὴ μεγαλοπρέπεια τῆς λατρείας. Ἐκεῖνοι οἱ βάναυσοι τυχοδιῶκτες κυττάζανε μὲ λαιμαργία τὰ ἀκριβὰ στολίσματα τῆς Πόλης, καὶ θέλανε νὰ τ᾿ ἁρπάξουνε γιὰ νὰ τὰ φᾶνε.
Ποῦ νὰ καταλάβουνε πὼς ἐκείνη ἡ μεγάλη ἐκκλησιὰ ἤτανε ἐκκλησιὰ τῆς Σοφίας τοῦ Θεοῦ. Κανωμένη κατὰ τὸν ναὸ τοῦ Σολομῶντος, ποὺ τὸν στόλισε μὲ ὅ,τι ἀκριβὸ καὶ θαυμαστὸ εἶχε ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ τιμήσει τὸν Θεό. Ποῦ νὰ καταλάβουνε ἐκείνη τὴν ἀρχιτεκτονική, ἐκείνη τὴν ἁγιογραφία, τὰ σκεύη, τὴν ψαλμῳδία, τὴν ὑμνῳδία, ποὺ ὅλα ἤτανε ἦχοι ποὺ βγαίνανε ἀπὸ σάλπιγγες πνευματικές. Αὐτοὶ ἅρπαξανε τὰ μαλάματα, τὰ δισκοπότηρα, τ᾿ ἀρτοφόρια, τὰ ἄμφια, τὰ καπάκια ἀπὸ τὰ Εὐαγγέλια, ἀκόμα καὶ τὰ χρυσὰ ψηφιὰ ἀπὸ τοὺς τοὺς τοίχους. Τὰ βιβλία, ποὺ εἶχε μυριάδες, τὰ κυττάζανε μὲ ἀπορία, σὲ τί θὰ μπορούσανε νὰ χρειασθοῦνε, καὶ τὰ πετούσανε. Τὸ ἴδιο καὶ τὰ ἐξαίσια εἰκονίσματα, ἔργα ἀξετίμητα, τὰ καίγανε ἀπὸ φανατισμό, ἢ λιανίζανε κρέας ἀπάνω τους. Τέτοιος εἶχε καταντήσει ὁ Χριστιανισμὸς σ᾿ αὐτοὺς τοὺς ὑλόφρονες βαρβάρους, ποὺ καταβρωμίζανε τὴν πηγὴ ἀπ᾿ ὅπου τὸν πήρανε.
Γστερα ἀπὸ αἰῶνες οἱ ἀπόγονοί τους ἡμερέψανε, χτίσανε μεγάλες πολιτεῖες, ἀνοίξανε πανεπιστήμια, κάνανε βιβλιοθῆκες, μουσεῖα, ἀκαδημίες. Μὰ μὲ ὅλα αὐτά, δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ νοιώσουνε πάλι τί εἶναι τὸ Βυζάντιο, ὄχι στὴν ἐξωτερική του δψῆ, ἀλλὰ στὴ βαθειὰ οὐσία του, τὴν πνευματική. Γι᾿ αὐτοὺς εἶναι κεκλεισμένη ἡ Πύλη ἡ κατὰ Ἀνατολάς. Γιατὶ ἐργάζονται «διὰ τὴν βρῶσιν τὴν ἀπολλυμένην», ἐπειδή, κατὰ τὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, «ὁ ὧν ἐκ τῆς γῆς, ἐκ τῆς γῆς ἐστι καὶ ἐκ τῆς γῆς λαλεῖ». Ἐρευνοῦν ἐξωτερικὰ μὲ «τὸν νοῦν τῆς σαρκὸς αὐτῶν», χωρὶς νὰ μποροῦνε νὰ πᾶνε πιὸ βαθειὰ ἀπ᾿ ὅ,τι νοιώθουνε οἱ σαρκικὲς αἰσθήσεις. Δὲν ἔχουνε «πνευματικὸν ὀφθαλμόν, οὔτε πνευματικὸν οὖς» καὶ «ψηλαφοῦσι τοῖχον ἐν τῷ σκότει». Οὔτε κὰν ὑποπτεύονται, μέσα στὴν ἀλαζονεία τους, πὼς ὑπάρχει τίποτα «τὸ τιμιώτατον», κάτω ἀπὸ τὴν ταφόπετρα ποὺ τὴν ψάχνουνε καὶ ποὺ τὴ μελετοῦνε μὲ τὸ ἐγκόσμιο σύστημά τους. Δὲν ἔχουνε αὐτὶ γιὰ νὰ ἀκούσουνε «τοὺς ἀλαλήτους στεναγμοὺς τοῦ Πνεύματος», ποὺ βγαίνουνε ἀπὸ τὰ νεκρὰ καὶ ξερὰ κόκκαλα ποὺ σκαλίζουνε σὰν τυμβωρῦχοι.
Ἕνας ἅγιος γράφει: «Αἰσχρόν ἐστι τοὺς φιλοσάρκους περὶ τῶν πνευματικῶν πραγμάτων ἐρευνῆσαι, ὥσπερ καὶ πόρνην περὶ σωφροσύνης λαλῆσαι. Οἱ ἔχοντες τὴν πεποίθησιν αὐτῶν ἐν τοῖς σαρκικοῖς, οἱ τοιοῦτοι ὡς ἐν νυκτομαχίᾳ διάγουσι, καὶ σκότος ψηλαφοῦσιν, ἔξωθεν ὄντες τῆς χώρας τῆς ζωῆς καὶ τοῦ φωτός. Ἐκείνη γὰρ ἡ χώρα τοῖς ἀγαθοῖς καὶ ταπεινόφροσι, καὶ τοῖς καθαρίσασι τὰς ἑαυτῶν καρδίας κεκλήρωται».
Τὸ Βυζάντιο εἶναι ὅπως «ἡ Ἱερουσαλὴμ καὶ ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ,ἡ ἐντὸς ἡμῶν κεκρυμμένη. Αὐτὴ ἡ χώρα νεφέλη ἐστὶ τῆς δόξης τοῦ θεοῦ, εἰς ἣν μόνον οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ εἰσελεύσονται τοῦ θεάσασθαι τὸ πρόσωπον τοῦ Δεσπότου καὶ καταυγασθῆναι τοὺς νόας αὐτῶν διὰ τῆς ἀκτῖνος καὶ λαμπηδόνος τοῦ φωτὸς Αὐτοῦ».


   Μυστικὰ Ἄνθη, Ἀθήνα 1992, δ´ ἔκδοση, Ἀστήρ, σελ. 93‐99



εδω

Μόνον ο Θεός γνωρίζει πόσους κρυφούς δούλους έχει!





Ανέβηκε ο αββάς Δανιήλ από τη Σκήτη, μαζί με τον μαθητή του, στην άνω Θηβαΐδα, όταν γιόρταζαν τη μνήμη του αββά Απολλώ. Εκεί έτρεξαν να τον συναντήσουν οι πατέρες που απείχαν μέχρι και εφτά μίλια και ήταν περίπου πέντε χιλιάδες. Και μπορούσε να τους δει κανείς να προσκυνούν πεσμένους πάνω στην άμμο, σαν να ήταν τάγματα αγγέλων, τα οποία με φόβο υποδέχονται τον Χριστό, γιατί άλλοι έστρωναν τα ρούχα τους μπροστά του, άλλοι τα κουκούλλια τους, και έβλεπες τα δάκρυά τους να τρέχουν σαν πηγές που ανάβλυζαν. Βγήκε ο προϊστάμενος του κοινοβίου και πριν πλησιάσει τον γέροντα τον προσκύνησε εφτά φορές και αφού ασπάστηκε ο ένας τον άλλο, κάθησαν. Τότε παρακάλεσε τον γέροντα να πει κάτι, γιατί δεν μιλούσε εύκολα στον καθένα. Καθώς λοιπόν κάθησαν έξω πάνω στην άμμο, γιατί δεν τους χωρούσε η εκκλησία, λέγει ο αββάς Δανιήλ στον μαθητή του· «Γράψε·  Αν θέλετε να σωθείτε, να επιδιώκετε την ακτημοσύνη και την σιωπή, γιατί απ’ αυτές τις δύο αρετές κρέμεται όλη η ζωή του μοναχού». Ο μαθητής του παρέδωσε αυτά που έγραψε σε κάποιον από τους αδελφούς, ο οποίος τα μετέφρασε στα αιγυπτιακά. Όταν διαβάστηκαν στους πατέρες, έκλαψαν όλοι και ξεπροβοδούσαν τον γέροντα. Κανένας δεν τολμούσε να του πει «Μείνε μαζί μας».
Όταν έφτασε στην Ερμόπολη λέγει στον μαθητή του· «Πήγαινε και χτύπα την πόρτα σ’ εκείνο το γυναικείο μοναστήρι». Υπήρχε εκεί ένα γυναικείο μοναστήρι, που ονομαζόταν του αββά Ιερεμία, και κατοικούσαν εκεί περίπου τριακόσιες μοναχές. Πήγε ο μαθητής του και χτύπησε την θύρα. Του λέγει η θυρωρός ευγενικά· «Καλώς ήλθες. Τί προστάζεις;». Απαντά· «Φώναξέ μου την μητέρα, την ηγουμένη, γιατί θέλω μ’ αυτή να μιλήσω». Αυτή απάντησε· «Δεν συναντά ποτέ κανέναν, όμως πες μου τι θέλεις και θα το διαβιβάσω». Αυτός είπε· «Πες της· “Κάποιος μοναχός θέλει να σου μιλήσει”. Η θυρωρός πήγε και το είπε αυτό και αφού ήλθε η ηγουμένη ευγενικά λέει στον αδελφό· «Η αμμάς μ’ έστειλε να σε ρωτήσω· “Τί ζητάς;”». Λέει ο αδελφός· «Να δείξετε αγάπη και να επιτρέψτε να κοιμηθούμε εδώ εγώ κι ένας γέροντας, γιατί είναι βράδυ και έξω θα μας φάνε τα θηρία». Του λέγει η αμμάς· «Ποτέ άνδρας δεν μπαίνει εδώ· συμφέρει να φαγωθείτε από τα έξω θηρία κι όχι από αυτά που βρίσκονται μέσα στην ψυχή». Της απαντά ο αδελφός· «Ο αββάς Δανιήλ είναι από τη Σκήτη». Αυτή μόλις τ’ άκουσε αυτό, άνοιξε και τις δύο θύρες και βγήκε τρέχοντας καθώς κι όλες οι άλλες μοναχές, και αφού έστρωναν τα μαφόριά τους από την είσοδο μέχρι το σημείο που βρισκόταν ο γέροντας έπεφταν στα πόδια του και φιλούσαν τα ίχνη των ποδιών του.
Όταν μπήκαμε μέσα στο μοναστήρι, έφερε η προϊσταμένη μια λεκάνη και τη γέμισε με χλιαρό νερό και βότανα και χώρισε σε δύο ομάδες τις αδελφές και έπλυναν τα πόδια του γέροντα και του μαθητή του. Αφού πήρε ένα ποτήρι έφερε τις αδελφές και έπαιρνε νερό από τη λεκάνη και το έριχνε πάνω από τα κεφάλια τους και ύστερα το έριχνε πάνω της και στο κεφάλι της. Όλες αυτές φαίνονταν σαν ακίνητες πέτρες, αμίλητες, και κάθε απάντησή τους δινόταν μ’ ένα χτύπημα κι αυτή η κίνησή τους ήταν αγγελική. Λέγει λοιπόν ο γέροντας στην ηγουμένη· «Εμάς σέβονται οι αδελφές ή έτσι είναι πάντοτε;». Αυτή είπε· «Πάντοτε έτσι είναι οι δούλες σου δέσποτα, όμως προσευχήσου γι’ αυτές». Λέει ο γέροντας· «Πες στο μαθητή μου ότι αυτή τη στιγμή αισθάνομαι άσχημα».
Μία απ’ αυτές κείτονταν κοιμισμένη στην εσωτερική αυλή, φορώντας σχισμένα παλαιά ρούχα. Λέει ο γέροντας· «Ποιά είναι αυτή που κοιμάται:». Του απαντά μία από τις αδελφές· «Είναι μέθυση και δεν ξέρουμε τι να την κάνουμε. Να την πετάξουμε έξω από το μοναστήρι φοβόμαστε το κρίμα· αν την αφήσουμε όμως σκανδαλίζει τις αδελφές». Λέει ο γέροντας στον μαθητή του· «Πάρε τη λεκάνη και άδειασέ την πάνω της». Όταν τόκανε, αμέσως αυτή σηκώθηκε σαν από μεθύσι. Του λέει η αμμάς· «Δέσποτα έτσι είναι πάντοτε».
Αφού πήρε η ηγουμένη τον γέροντα τον έφερε στην τραπεζαρία, όπου παρέθεσε δείπνο στις αδελφές λέγοντας· «Ευλόγησε τις δούλες σου, ώστε μπροστά σου να γευματίσουν». Αυτός τις ευλόγησε και η ηγουμένη μαζί με τη δεύτερη μετά απ’ αυτήν κάθησαν μαζί του. Παρέθεσαν στον γέροντα ένα πιάτο με βρεγμένα και ωμά χορταρικά, χουρμάδες και νερό, στον μαθητή του πρόσφεραν βρασμένη φακή και λίγο ψωμί και εύκρατο, ενώ στις αδελφές παρέθεσαν πολλά φαγητά, ψάρια και κρασί άφθονο.    Έφαγαν πολύ καλά και κανείς δεν μίλησε. Όταν σηκώθηκαν λέει ο γέροντας στην ηγουμένη· «Τί είναι αυτό που έκανες; Εμείς έπρεπε να φάμε καλά, αλλά τελικά εσείς φάγατε τα καλά φαγητά». Του λέει η αμμάς· «Εσύ είσαι μοναχός, γι’ αυτό τροφή μοναχού σου πρόσφερα, ο μαθητής σου είναι μαθητής μοναχού και τροφή μαθητή του πρόσφερα. Εμείς είμαστε αρχάριες και τροφή αρχαρίων φάγαμε». Της λέει ο γέροντας· «Είναι αξιομνημόνευτη η αγάπη, πράγματι ωφεληθήκαμε».
Ενώ πήγαιναν να αναπαυθούν, λέει ο άββάς Δανιήλ στον μαθητή του· «Πήγαινε και δες πού κοιμάται η μέθυση· κάπου στην εσωτερική αυλή βρισκόταν». Αυτός πηγαίνει, βλέπει και του λέει·«Είναι κοντά στα αφοδευτήρια». Λέει ο γέροντας στον μαθητή του· «Μείνε άγρυπνος αυτή τη νύχτα μαζί μου». Όταν αναπαύθηκαν όλες οι αδελφές, παίρνει ο γέροντας τον μαθητή του και πηγαίνει πίσω από ένα χώρισμα. Τότε βλέπουν τη μέθυση να σηκώνεται και να υψώνει τα χέρια της στον ουρανό, και τα δάκρυά της να τρέχουν σαν ποτάμι, να κινούνται τα χείλη της, να κάνει μετάνοιες και όταν αντιλαμβανόταν καμμιά αδελφή να πηγαίνει στα αφοδευτήρια, έπεφτε στο έδαφος ροχαλίζοντας.
Έτσι περνούσε όλες τις μέρες της. Λέει λοιπόν ο γέροντας στον μαθητή του· «Φώναξέ μου την ηγουμένη διακριτικά». Πήγε και τη φώναξε καθώς και τη δεύτερη στη σειρά και ολόκληρη τη νύχτα έβλεπαν αυτά που έκανε. Η ηγουμένη άρχισε να λέει κλαίγοντας· «Αχ, για πόσα κακά δεν την κατηγόρησα». Κι όταν ακούστηκε το εγερτήριο, διαδόθηκε γι’ αυτήν στην αδελφότητα. Αυτή κατάλαβε τι έγινε και φεύγει κρυφά και πηγαίνει εκεί που κοιμόταν ο γέροντας και κλέβει το ραβδί του και την κάπα του και ανοίγει με προσοχή τη θύρα του μοναστηριού και γράφει ένα σημείωμα, το οποίο τοποθετεί στην κλειδαριά της θύρας, λέγοντας· «Να προσεύχεσθε για μένα και να μου συγχωρήσετε για όσα σας έφταιξα» και εξαφανίστηκε.
Όταν ξημέρωσε, την αναζήτησαν, αλλά δεν την βρήκαν. Πηγαίνουν στην πύλη και βρίσκουν ανοιχτή τη θύρα και το σημείωμα εκεί και γίνεται μεγάλος θρήνος στο μοναστήρι. Και λέει ο γέροντας· «Εγώ γι’ αυτήν ήλθα εδώ, γιατί τέτοιους μεθύστακες αγαπά ο Θεός». Όλες οι μοναχές εξομολογούνταν στον γέροντα τι είχαν κάνει σε βάρος της. Και αφού ευλόγησε ο γέροντας τις αδελφές, αναχώρησε μαζί με τον μαθητή του για το κελλί τους, δοξάζοντας και ευχαριστώντας τον Θεό, ο οποίος μόνον αυτός γνωρίζει πόσους κρυφούς δούλους έχει.

(Δημ. Γ. Τσάμη, «Μητερικόν», εκδ. Αδελφ. Η Αγία Μακρίνα, Θεσ/νίκη, σ. 55-61)



εδώ

Δευτέρα, Οκτωβρίου 29, 2012

Περί της ψευδαίσθησης για την χριστιανική διδασκαλία της ισότητας

Διαβάζω συνεχώς για τον χριστιανισμό και την ισότητα πού υποτίθεται πρεσβεύει. Άλλοι μετριάζουν την σχέση αναφερόμενοι σε ισοτιμία. Ο Χριστός δεν δίδαξε την ισότητα, η οποία είναι εφεύρημα και δικαιωματική διεκδίκηση του κάθε ανθρώπου σε έναν κόσμο ανισοτήτων και διακρίσεων,ας την κρίνει ο καθένας όπως θέλει.  

Αλλά τί είπε; "Ο θέλων πρωτος είναι έστω πάντων έσχατος", τ.ε δίδαξε την αυτοεξουθένωση και την διακονία. 





Ωστόσο ενώπιον του Θεού δεν υπάρχουν διακρίσεις. Για όλους μεριμνά το ίδιο και για όλους έχει "επιφυλάξει κάποιον ρόλο". Ο Χριστιανισμός, η Εκκλησία δεν απαρνείται την ισότητα, όπως την εννοεί αγνώς ο άνθρωπος. Απλά ισότητα και ανισότητα είναι έννοιες πού δεν υπάρχουν στο εκκλησιαστικό λεξιλόγιο. Προωθείται η ίση και αδιάκριτη αγάπη και στηλιτεύετε η αδικία. Όμως αυτό δεν είναι δικαιωματικό. Είναι τόσο φυσικό και αυτονόητο πού λείπουν οι ορισμοί ως μη αναγκαίοι. 

Γι'αυτό πχ στις σχέσεις των εκκλησιαστικών μελών δεν υπάρχει θέμα ανώτερου-κατώτερου φύλου, ή ανώτερης-κατώτερης φυλής. Είναι τόσο ξεκάθαρα τα πράγματα εξ αρχής ώστε εκλίπουν και τα όρια και οι ορισμοί.

ΕΘΝΙΚΟ ΥΠΕΡΕΠΕΙΓΟΝ: ΥΠΟΓΡΑΨΤΕ ΚΑΙ ΔΙΑΔΩΣΤΕ


ΥΠΟΓΡΑΨΤΕ!!! ΚΑΙ ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΟ ΣΕ ΟΛΕΣ ΣΑΣ ΤΙΣ ΕΠΑΦΕΣ... ΕΙΝΑΙ ΤΟΣΟ ΑΠΛΟ ΑΛΛΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ.

ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΕΧΟΥΝ ΥΠΟΓΡΑΨΕΙ ΜΟΝΟΝ 166.727 ΑΤΟΜΑ... ΜΑ ΕΙΜΑΣΤΕ 10 ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ..., ΑΣ ΓΙΝΟΥΝ ΕΣΤΩ 1.000.000 ΟΙ ΥΠΟΓΡΑΦΕΣ!!!







ΕΦΤΑΣΕ Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΧΑΓΗΣ

Τον Οκτώβριο του 1940, η Ελλάδα υποχρεώθηκε να μπει στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο με την απρόκλητη εισβολή των στρατευμάτων του Μουσολίνι στην Ήπειρο. Ο Χίτλερ, για να σώσει τον Μουσολίνι από μία ταπεινωτική ήττα, εισέβαλε στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941. Η Ελλάδα λεηλατήθηκε και ερειπώθηκε από τους Γερμανούς όσο καμία άλλη χώρα κάτω από την κατοχή τους. Σύμφωνα με τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό, τουλάχιστον 300.000 Έλληνες πέθαναν από την πείνα-άμεσο αποτέλεσμα της Γερμανικής λεηλασίας. Ο Μουσολίνι παραπονέθηκε στον Υπουργό του των Εξωτερικών, Κόμη Τσιάνο, «Οι Γερμανοί έχουν αρπάξει από τους Έλληνες ακόμη και τα κορδόνια των παπουτσιών τους».

Η Γερμανία και η Ιταλία επέβαλαν στην Ελλάδα όχι μόνο υπέρογκες δαπάνες κατοχής, αλλά και ένα αναγκαστικό δάνειο (κατοχικό δάνειο) ύψους 3,5 δισεκατομμυρίων δολλαρίων.

Ο ίδιος ο Χίτλερ είχε αναγνωρίσει την υποχρέωση της Γερμανίας να πληρώσει αυτό το χρέος και είχε δώσει οδηγίες να αρχίσει η διαδικασία πληρωμής του. Μετά το τέλος του πολέμου, η Συνδιάσκεψη των Παρισίων επιδίκασε στην Ελλάδα 7,1 δισεκατομμύρια δολάρια για πολεμικές επανορθώσεις έναντι της Ελληνικής απαίτησης 14,0 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Η Ιταλία πλήρωσε στην Ελλάδα το μερίδιο της από το κατοχικό δάνειο.Η Ιταλία και η Βουλγαρία πλήρωσαν πολεμικές επανορθώσεις στην Ελλάδα, και η Γερμανία πλήρωσε πολεμικές επανορθώσεις στην Πολωνία το 1956 και στην Γιουγκοσλαβία το 1971. Η Ελλάδα απαίτησε από την Γερμανία την πληρωμή του κατοχικού δανείου το 1945, 1946, 1947, 1964, 1965, 1966, 1974, 1987, και το 1995.

Παρά ταύτα Γερμανία αρνείται συστηματικά να πληρώσει στην Ελλάδα τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από το κατοχικό δάνειο και τις πολεμικές επανορθώσεις. Το 1964, ο Γερμανός Καγκελάριος Erhard υποσχέθηκε την πληρωμή του δανείου μετά την ενοποίηση της Γερμανίας, που πραγματοποιήθηκε το 1990.

Ενδεικτικό της σημερινής αξίας των Γερμανικών υποχρεώσεων προς στην Ελλάδα είναι το ακόλουθο: εάν χρησιμοποιηθεί σαν τόκος ο μέσος τόκος των Κρατικών Ομολόγων των ΗΠΑ από το 1944 μέχρι το 2010, που είναι περίπου 6%, η σημερινή αξία του κατοχικού δανείου ανέρχεται στα 163,8 δισεκατομμύρια δολάρια και αυτή των πολεμικών επανορθώσεων στα 332 δισεκατομμύρια δολάρια.

Στις 2 Ιουλίου 2011, ο Γάλλος οικονομολόγος και σύμβουλος της Γαλλικής κυβέρνησης Jacques Delpla δήλωσε ότι οι οφειλές της Γερμανίας στην Ελλάδα για το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ανέρχονται σε 575 δισεκατομμύρια δολάρια (Les Echos, Saturday, July 2, 2011).

Ο Γερμανός ιστορικός οικονομολογίας Dr. Albrecht Ritschl συνέστησε στην Γερμανία να ακολουθήσει μία περισσότερο μετριοπαθή πολιτική στην ευρωκρίση του 2008-2011, διότι ενδέχεται να βρεθεί αντιμέτωπη δικαιολογημένων απαιτήσεων για πολεμικές επανορθώσεις του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου (Der Spiegel, June 21, 2011,guardian.co.uk, June 21, 2011).

Οι Γερμανοί δεν άρπαξαν από τούς Έλληνες μόνο «ακόμη και τα κορδόνια των παπουτσιών τους».
Στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η Ελλάδα έχασε 13% του πληθυσμού της. Ένα μέρος αυτού του πληθυσμού χάθηκε στην μάχη, αλλά το μεγαλύτερο ποσοστό χάθηκε από την πείνα και τα εγκλήματα πολέμου των Γερμανών.

Οι Γερμανοί δολοφόνησαν τούς κατοίκους 89 Ελληνικών πόλεων και χωριών, έκαψαν περισσότερα από 1700 χωριά και εκτέλεσαν πολλούς από τους κατοίκους αυτών των χωριών. Μετέτρεψαν την χώρα σε ερείπια, και λεηλάτησαν τους αρχαιολογικούς της θησαυρούς.

Ζητούμε από την Γερμανική Κυβέρνηση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της προς την Ελλάδα, πού εκκρεμούν για πολλές δεκαετίες, πληρώνοντας το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο, και πολεμικές επανορθώσεις ανάλογες των υλικών ζημιών, των εγκλημάτων και των λεηλασιών που διέπραξε η πολεμική μηχανή των Γερμανών.

Αγαπητοί φίλοι,
όπως αναφέρεται παρακάτω από το
EΘΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗΣ ΤΩΝ ΟΦΕΙΛΩΝ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ:

Αυτές τις μέρες διεξάγεται η Δίκη στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης
για τα θύματα του Ναζισμού και τις Γερμανικές αποζημιώσεις.

Παρακαλώ ζητήσετε από φίλους και γνωστούς σας να πάνε στο

http://www.greece.org/blogs/ wwii/

και να υπογράψουν το Αίτημα μας που ζητά

από την Γερμανική Κυβέρνηση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της προς την Ελλάδα,

πού εκκρεμούν για πολλές δεκαετίες,

πληρώνοντας το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο και πολεμικές επανορθώσεις ανάλογες των υλικών ζημιών,

των εγκλημάτων και των λεηλασιών, που διέπραξε η πολεμική μηχανή των Γερμανών...








ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗΣ
ΤΩΝ ΟΦΕΙΛΩΝ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
------------------------------ ------------------------------ -----------
Αυτές τις μέρες διεξάγεται η δίκη στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για τα θύματα του Ναζισμού και τις Γερμανικές αποζημιώσεις.


Η δικαίωση των Ελλήνων θυμάτων του Ναζισμού μέσω των Ιταλικών δικαστηρίων, έχει οδηγήσει την υπόθεση στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, στο οποίο προσέφυγε η Γερμανία για να ακυρώσει τις αποζημιώσεις και το οποίο ξεκίνησε τη σχετική δικαστική διαδικασία τη Δευτέρα 12/09.

Την ίδια ώρα, ήρθε και πάλι στην επικαιρότητα το μέγα θέμα του ανεξόφλητου αναγκαστικού Κατοχικού Δανείου της χώρας μας προς τη Γερμανία και των γερμανικών επανορθώσεων για τις κατοχικές καταστροφές στη χώρα μας, αφού η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα η οποία δεν έχει λάβει ως αποζημίωση ούτε ένα ευρώ.

Η μέχρι τώρα παθητική, δυστυχώς, στάση όλων των ελληνικών κυβερνήσεων, στο μέγιστο αυτό Εθνικό θέμα, ήρθε η ώρα να γίνει ενεργητική.

Είναι απόλυτη ανάγκη, από σήμερα, οι Υπουργοί Δικαιοσύνης, Εξωτερικών και Οικονομικών, τουλάχιστον, να παρακολουθήσουν αυτή την πολυσήμαντη για τα εθνικά μας συμφέροντα δίκη στη Χάγη.

Η παρουσία τους δεν θα είναι τιμή μόνο, για τα θύματα του Ναζισμού, αλλά, επιτέλους θα καταδείξει στους Δικαστές της Χάγης και στην παγκόσμια κοινή γνώμη, την αποφαστικότητα της Ελληνικής Πολιτείας να στηρίξει δυναμικά τις διεκδικήσεις των συγγενών των Ελλήνων θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας για ηθική και υλική αποζημίωση.

Αυτή η δίκη στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, στις σημερινές συνθήκες, έχει τεράστια σημασία για το παρόν και το μέλλον της Πατρίδας μας.

Για το Εθνικό Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος
Μανώλης Γλέζος

ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΟ ΠΑΝΤΟΥ!!!!!!!!!!!!!
.
  • Kάνετε κλικ στον σύνδεσμο, πατήστε εκεί πού λέει WW-II German Reparations Project , γράψτε τα στοιχεία σας και μετά sign. Διαδόστε το και υπογράψτε γιατί δεν μας παίρνει η ώρα

    έπειτα πηγαίνετε στο δηλωθέν μέιλ σας και κάντε κλικ στον σύνδεσμο, Η υπογραφή σας καταχωρήθηκε.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 26, 2012

Άντε σηκωθείτε



 Για την 28η Οκτωβρίου έχει ειπωθεί πώς είμαστε ο μόνος λαός πού εορτάζει την ημέρα έναρξης του πολέμου και όχι την ημέρα λήξης του, όπως θα ήταν φυσιολογικό. Αυτό λέει πολλά για την κουλτούρα μας και πώς ο δίκαιος αμυντικός πόλεμος ειναι γιορτή για τους απογόνους των σπαρτιατών και του ακρίτα. Βέβαια, αναρωτιέμαι αν έχει μείνει αγωνιστικό ήθος και φιλότιμο μέσα μας ή παραφραγκέψαμε και εμείς και γίναμε λαός εντός λαών. Ή μήπως όχι; Η καρδιά του καθενός το γνωρίζει....

 

Αλλά μην τρέμετε Έλληνες και μη θαρρείτε πώς είμαστε ξεφτιλισμένοι και τελειωμένοι , επειδή μερικοί απάτριδες ξεπουλήσανε την υλική πατρίδα. Η μόνη προδοσία μας είναι πού τους ανεβάσαμε στις θωκούς με την συγκατάβαση ή την ψήφο μας, αλλά και εκεί ξεγελαστήκαμε. Έτσι είναι πλασμένος αυτός ο λαός, να πιστεύει τους φανταχτερούς. Η πνευματική πατρίδα όμως δεν ξεπουλιέται.Την φέρουμε μέσα μας και καιρός να την αναστήσουμε. Να υπερασπιζόμαστε την ελληνικότητα μας στο καθ'ημέραν. Αυτός ο λαός όταν ήταν φτωχός και κατατρεγμένος μεγαλούργησε.

Ο πόνος είναι η δεύτερη φύση μας. Λοιπόν θα αφήσετε μερικούς βρυκόλακες να χαίρονται με τις κλάψες μας; 


Άντε σηκωθείτε.Και η Παναγιά μαζί μας.



Πέμπτη, Οκτωβρίου 25, 2012

Οι Άγιοι Δημήτριος και Νέστωρ δείχνουν τον δρόμο


 Απόσπασμα από: «Ἔρως Ὀρθοδοξίας», ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ελλάδος, Ἀθῆναι 1987
Ὁ μεγαλομάρτυς ἅγιος Δημήτριος γεννήθηκε στὴ Θεσσαλονίκη ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ πλουσίους, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ (296). Ὅταν μεγάλωσε ἀκολούθησε τὸ στρατιωτικὸ στάδιο, καὶ ἡ ἀνδρεία του ἡ μεγάλη καὶ ἡ σπάνια σύνεσή του τὸν ἀνέβασαν γρήγορα στὰ ἀνώτατα στρατιωτικὰ ἀξιώματα. Κι ὁ βασιλιάς, ἐκτιμώντας τὴν ἀνδρεία, τὴ φρόνηση καὶ τὴ στρατηγικὴν ἱκανότητά του, τὸν διόρισε στρατηγὸ ὅλης τῆς περιοχῆς τῆς Θεσσαλίας, στὴν ὁποίαν ἀνῆκε κ' ἡ Θεσσαλονίκη. Ὅμως ὁ στρατηγὸς Δημήτριος ἤτανε χριστιανός, κι ὁ βασιλιὰς εἰδωλολάτρης. Κι ὅταν γυρνώντας ὁ Μαξιμιανὸς ἀπ' τοὺς πολέμους στὴν Θράκη καὶ τὴν Ἀσία, πέρασε κι ἀπ' τὴ Θεσσαλονίκη, οἱ εἰδωλολάτραι, ποὺ ἒβλεπαν πόσους εἰδωλολάτρες κάθε μέρα ἔκαμνε χριστιανοὺς ὁ ἄρχοντας Δημήτριος, πῆγαν στὸν αὐτοκράτορα καὶ τοῦ εἶπαν, πὼς ὁ στρατηγὸς του ἄρχισε νὰ περιφρονεῖ καὶ νὰ βλασφημεῖ τὰ εἴδωλα καὶ νὰ κηρύχνει κρυφὰ καὶ φανερὰ τὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ, Ὁ αὐτοκράτωρ κάλεσε τὸ Δημήτριο ἀνήσυχος. Εἶδε τότε, πὼς ὅλὰ ὅσὰ τοῦ εἶπαν εἶναι ἀλήθεια.
Γιατί μ' ὅσα κι ἂν ἔταξε στὸ Δημήτριο, ἐκεῖνος ἔμενε σταθερὸς στὴν πίστη τοῦ Ἐσταυρωμένου. Ἐλπίζοντας, πὼς θ' ἀλλάξει γνώμη καὶ πίστη, διέταξε νὰ τὸν κλείσουν σὲ μιὰ φοβερὴ καὶ βρωμερὴ φυλακή, σ' ἕναν ἀπ' τοὺς ὑγροὺς καὶ λασπώδεις θαλάμους τῶν δημοσίων λουτρῶν, κοντὰ στὸ στάδιο. Κ' ὕστερα, ὁ βασιλιάς, κατὰ τὴ συνήθεια τῆς ἐποχῆς, διέταξε νὰ γίνουν οἱ ἀθλητικοὶ ἀγῶνες στὸ στάδιο. Ἐκεῖ, ἀνάμεσα στοὺς ἀθλητάς, ξεχώριζε ἕνας γίγαντας, ὀνομαζόμενος Λυαῖος, ποὺ τὸν ἔσερνε κοντά του πάντοτε ὁ βασιλιὰς καὶ τὸν εἶχε γιὰ καμάρι γιατί μὲ ὅσους πάλεψε ὅλους τοὺς εἶχε νικήσει. Αὐτὸς ὁ γιγαντόσωμος καὶ χεροδύναμος εἰδωλολάτρης ξέσκιζε τὶς σάρκες τῶν παλαιστῶν σὰ νά 'τανε ἀρνάκια. Τὸν εἶχαν φοβηθεῖ οἱ πάντες καὶ δὲν ἔβγαινε κανεὶς νὰ τὰ βάλει μαζί του. Τότε κεῖνος ἄρχισε νὰ περπατεῖ φανταχτερὰ καὶ νὰ προκαλεῖ τοὺς χριστιανούς, ποὺ ἔλεγαν πὼς «παίρνουν δύναμη ἀπ' τὸ θεό τους», νὰ παλέψουν μαζί του. Τὴν ὥρα ἐκείνη ἕνα γενναῖο παλληκαρόπουλο, με χριστιανικὴ καρδιὰ καὶ πίστη, τρέχει στὸ κελλὶ τῆς φυλακῆς τοῦ Δημητρίου. Τοῦ λέγει πὼς ὁ Λυαῖος σκοτώνει ἀνθρώπους στὸ στάδιο, καὶ τὸν παρακαλεῖ νὰ τὸν εὐλογήσει καὶ νὰ παρακαλέσει τὸ Θεὸ νὰ τὸν δυναμώσει στὴν πάλη του μὲ τὸ θεριόψυχο Λυαῖο. Ὁ Δημήτριος σφράγισε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ τὸ μέτωπο τοῦ νεαροῦ Νέστορος καὶ τοῦ λέγει: «Καὶ τὸν Λυαῖον νικήσεις καὶ ὑπὲρ Χριστοῦ μαρτυρήσεις!» Ἡ προφητικὴ αὐτὴ φράση τοῦ Ἁγίου ἐπαλήθευσε γρήγορα καὶ ἀπόλυτα. Πῆγε ὁ Νέστωρ στὴ μέση τοῦ σταδίου καὶ εἶπε, πὼς θέλει νὰ παλέψει μὲ τὸν πανύψηλο Λυαῖο. Οἱ εἰδωλολάτραι τὸν κοίταξαν μὲ μιὰ εἰρωνεία περιφρονητική. Οἱ χριστιανοὶ ἔκαναν ἀπὸ μέσα τοὺς θερμὴ προσευχὴ στὸ Θεό, νὰ δυναμώσει τὸν καινούργιο Δαβίδ, γιὰ νὰ νικήσει τὸ νέο σκληροτράχηλο Γολιάθ. Ρίχνει τὸ φτωχικὸ μανδύα του ὁ Νέστωρ καὶ φωνάζει πρὸς τὸν οὐρανό: «Ὁ Θεὸς Δημητρίου, βοήθει μοι!» Ὅρμησε τότε μὲ θάρρος πάνω στὸ γίγαντα. Γιὰ λίγο, οἱ ἀναπνοὲς τῶν θεατῶν σταμάτησαν. Κ' ὕστερα εἶδαν ὅλοι τὸν ἀνίκητον ὥς τώρα Λυαῖο, νὰ κείτεται νεκρὸς μέσα στὸ στάδιο. Οἱ εἰδωλολάτραι, κυριολεκτικὰ ἐφρύαξαν. Καὶ πιὸ πολὺ ἀπ' ὅλους, ὁ Μαξιμιανός. Δίνει ἐντολὴ τότε, νὰ βγάλουν τὸ Νέστορα ἔξω ἀπ’ τὸ στάδιο καὶ νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν. Κ' ἔτσι ἀλήθεψε ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Δημητρίου.

Ὅμως ὁ αὐτοκράτωρ, ἀπ' τὴ λύπη του ποὺ ἔχασε τὸ Λυαῖο, δὲν μποροῦσε νὰ ἱκανοποιηθεῖ ἀπ' τὸ θάνατο μόνο τοῦ Νέστορος. Ὁ θυμὸς του τὸν ἔφερε στὸ Δημήτριο. Καί, χωρὶς ἄλλη δίκη ἢ κρίση, δίνει διαταγὴ νὰ τὸν σκοτώσουν μέσα στὸ κελλὶ τῆς φυλακῆς του. Ὁ Δημήτριος εἶδε τοὺς στρατιῶτες καὶ κατάλαβε τὸ σκοπό τους. Σήκωσε τὰ χέρια του νὰ προσευχηθεῖ, καὶ τὰ κοντάρια τους τὸν βρῆκαν ἐκεῖ ἀκριβῶς, ὅπου λογχίστηκε καὶ τὸ πανάγιο σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἕνας πιστός, ποὺ ἤτανε κοντὰ στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου, πῆρε τὸ δαχτυλίδι τοῦ Ἁγίου καὶ τὸ μανδύα του, βουτηγμένο στὸ ἅγιο αἷμα του. (Μ’ αὐτὰ ὁ χριστιανὸς αὐτός, Λοῦπος ὀνομαζόμενος, σταύρωνε τοὺς δαιμονισμένους• καὶ κάθε λογῆς ἀρρώστους καὶ τοὺς ἔκανε καλά. Τὰ πολλὰ θαύματα ἔφθασαν καὶ στ’ αὐτιὰ τοῦ βασιλιᾶ καὶ τὴν ἴδια μέρα ποὺ τὸ 'μαθε, ἔδωκε διαταγὴ καὶ θανάτωσαν τὸ μάρτυρα Λοῦπο). Οἱ χριστιανοὶ πῆραν τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου Δημητρίου καὶ τὸ ἔθαψαν κρυφά. Ἀλλὰ ὁ Θεός, ποὺ θέλησε νὰ δοξάσει τὸν Ἅγιό του σ’ ὅλὸ τὸν κόσμο, οἰκονόμησε καὶ ἔβγαινε μύρο ἀπ' τὸ κορμὶ του τόσο πολύ, ποὺ ἔπαιρναν οἱ ντόπιοι καὶ οἱ ξένοι, ὅσοι ἔρχονταν νὰ γιατρευτοῦν καὶ δὲν τελείωνε ποτέ! Τὸ ἔπιναν οἱ χριστιανοί, κι ὅ,τι ἀρρώστια καὶ ἂν εἴχανε γιατρεύονταν. Ὅλοι ἔτρεχαν στὴ Θεσσαλονίκη, γιὰ νὰ τοὺς κάνει καλὰ ὁ ἅγιος Δημήτριος. Ἀλλὰ θὰ χρειαζόταν ὧρες ὁλόκληρες νὰ ὁμιλεῖ κανείς, γιὰ ν' ἀναφέρει τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου σ' ὅλο τὸν κόσμο, καὶ ἰδιαίτερα στὴ Θεσσαλονίκη, τὴν ὁποία τόσες φορὲς ἐγλύτωσε ἀπὸ πεῖνα, ἀπὸ θανατικό, ἀπὸ αἰχμαλωσία κι ἀπὸ ἄλλα δεινά. Γι' αὐτὸ καὶ τὸν τιμοῦν, καὶ στὴ Θεσσαλονίκη καὶ σ' ὅλο τὸν κόσμο, καὶ παίρνουν τ' ὄνομά του, καὶ τοῦ χτίζουν ἐκκλησίες, καὶ πανηγυρίζουν στὴ μνήμη του. Φαίνεται, πὼς ὄχι μονάχα στὴν πόλη του, μὰ καὶ σ' ἄλλες χῶρες ὑπῆρχαν ἀρχαιότερες ἐκκλησίες πρὸς τιμὴν τοῦ ἁγίου Δημητρίου. Στὴν Καππαδοκία λ.χ., σ' ἕνα χωριό, ὀνομαζόμενο Δρακοντιάνα, ἕνας γεωργὸς ξεπέτριζε ἕνα χωράφι του νὰ τὸ ἰσιώσει καὶ νὰ τὸ κάμει ἁλώνι γιὰ ν' ἁλωνίζει. Βρῆκε ὅμως σωροὺς ἀπὸ πέτρες, καὶ σκάβοντας εἶδε κάτι παμπάλαια θεμέλια, ἀπὸ χρόνια πολλὰ παραχωμένα μέσα στὴ γῆ. Ὁ γεωργὸς συνέχισε νὰ σκάβει. Ξαφνικά, βλέπει μπροστὰ του ἕνα νέο καβαλάρη καὶ τοῦ λέγει: «Γιατί, ἄνθρωπέ μου, χαλνᾶς τὸ σπίτι μου, γιὰ νὰ τὸ φκιάσεις ἁλώνι; Ἂν τὸ κάμεις αὐτὸ θὰ πάθεις μεγάλο κακό. Ἐγὼ πού σου μιλῶ εἶμαι ὁ ἅγιος Δημήτριος ἀπ' τὴ Θεσσαλονίκη...». Πῆγαν ὕστερα ὅλοι οἱ χωριανοὶ κ' ἔσκαψαν βαθιά, ὥσπου βρῆκαν.τὰ θεμέλια τοῦ ναοῦ. Ἐκεῖ μετὰ ἔχτισαν καινούργιο ναὸ καὶ ἱστόρησαν τὸν ἅγιο Δημήτριο πάνω στὸ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, λέγοντας: «ἐπειδὴ διὰ τοῦ μαρτυρίου ὁ Ἅγιος συνεσταυρώθη μὲ τὸν Χριστόν, διὰ τοῦτο εἶναι ἐζωγραφημένος ὁμοῦ ἐν μιᾷ εἰκόνι». Γι' αὐτὸ καὶ τὴν ἐκκλησία αὐτὴ τὴν ὀνόμασαν «τοῦ Ἁγίου Δημητρίου τοῦ Σταυρικοῦ». Καὶ σ' αὐτή τὴν ἐκκλησία ὁ Ἅγιος ἔκαμε πάμπολλα θαύματα, ὅπως καὶ στὴ Θεσσαλονίκη.

Τὸ βίο καὶ τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου, μπορεῖ κανεὶς νὰ τὰ βρεῖ στὰ ἐκκλησιαστικὰ βιβλία, κ ἴσως δὲν πρέπει νὰ ἐπεκταθοῦμε πιὸ πολὺ ἐμεῖς ἐδῶ. Ἐκεῖνο ποὺ πρέπει κάθε χριστιανὸς νὰ κάμει σήμερα, εἶναι νὰ μελετήσει καὶ νὰ διδαχθεῖ ἀπ' τὰ μαρτύρια τοῦ ἁγίου Δημητρίου καὶ τοῦ ἁγίου Νέστορος ὑπομονὴ καὶ γενναιότητα στὶς μεγάλες λύπες μας, στὶς στενοχώριες, στὶς ἀρρώστιες, στὶς περιστάσεις ὅπου μᾶς πνίγει ὁ σύγχρονος ἄδικος καὶ σκληροτράχηλος εἰδωλολάτρης, ποὺ λατρεύει σὰν θεὸ τὸ χρῆμα του καὶ τὴν ἐξουσία του, τὴν περιουσία του καὶ τὶς ἀδυναμίες του. Ὅταν μᾶς πιέζουν μὲ τὴν κίβδηλη καὶ βαρειὰ μεγαλοπρέπειά τους οἱ ἄνθρωποι τοῦ μαμωνᾶ, νὰ βλέπουμε τὸν μικρὸ Νέστορα καὶ τὸν Δαβίδ, καὶ νὰ μὴν φοβούμαστε τοὺς σύγχρονους Λυαίους καὶ Γολιάθ, ὅποιοι κι ἂν εἶναι. Ἐμεῖς νὰ λέμε αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Νέστωρ: «Θεὲ Δημητρίου, βοήθει μοι!» Καὶ τότε: εἴτε εἶσαι ἡ ἀδύνατη χήρα, μὲ τ' ἀνήλικα ὀρφανά• εἴτε ὁ ἄρρωστος πατέρας, μὲ μιὰ φοῦχτα ἀπροστάτευτα παιδιά• εἴτε ἡ γριούλα ἡ ἔρημη, μέσα σὲ μιὰ κρύα κάμαρη• εἴτε ὁ ρογιασμένος τσοπάνος στὸ ξεχασμένο μαντρί, ποὺ σοῦ στέλνουν μουχλιασμένο ψωμὶ καὶ μόνο μιὰ φορὰ τὴ βδομάδα• εἴτε ὁ ἐργάτης καὶ ὁ ὑπάλληλος, ποὺ σὲ ἐκμεταλλεύεται ὁ ἐργοδότης σου καὶ πλουτίζει ἐκεῖνος μὲ τὸν ἱδρῶτα σου, ἐνῶ ἐσὺ πεινᾶς καὶ ὑποφέρεις• εἴτε εἶσαι, τέλος, ἕνας ἀδύνατος σὲ γνωριμίες κοινωνικὲς κ' ἔχεις ν' ἀντιμετωπίσεις ἐχθροὺς σατανικὰ ὁπλισμένους (ἀκόμη καὶ κάτω ἀπ' τὴν ὑποκριτικὴ εὐσεβοφροσύνη τους)• — ὅποιος καὶ νὰ 'σαι, γύρισε τὰ μάτια καὶ τὰ χέρια σου στὸν οὐρανὸ καὶ «ὁ Θεὸς τοῦ Δημητρίου» θὰ σὲ βοηθήσει. Ὅσο κι ἂν φαίνεται πὼς ὁ Θεὸς ἀνέχεται καμμιὰ φορὰ τὸ ἄδικο καὶ τὸ στραβό, εἶναι δίκαιος, καὶ τὸ πληρώνει μὲ τὸν τρόπο καὶ τὴν ὥρα ποὺ ἐκεῖνος ξέρει. Ὅσο μεγάλος κι ἂν εἶναι ὁ Λυαῖος, ἂν δὲν εἶναι πάνω του ὁ φόβος καὶ ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ, θὰ πέσει. Κι ὅσο μικρὸς καὶ ἂν εἶναι ὁ Νέστωρ, ὅταν ἔχει τὸ Θεὸ μαζί του θὰ νικήσει.

Μποροῦμε, μάλιστα, νὰ παρακαλοῦμε καὶ τὸν ἅγιο Δημήτριο, νὰ μᾶς λυτρώνει μὲ τὶς πρεσβεῖες του πρὸς τὸ Θεό, ἀπὸ τοὺς κινδύνους καὶ τὶς ἐπιβουλὲς τῶν φανερῶν καὶ τῶν ἀφανῶν ἐχθρῶν μας.
Κι ἂς λέμε αὐτὸ τὸ τροπάρι ἀπὸ τοὺς αἴνους τοῦ Ἁγίου: «Δεῦρο, μάρτυς Χριστοῦ πρὸς ἡμᾶς, σοῦ δεομένους συμπαθοῦς ἐπισκέψεως». Δηλαδή: «Ἔλα, μάρτυρα τοῦ Χριστοῦ, σ' ἐμᾶς ποὺ ἔχουμε μεγάλη ἀνάγκη ἀπὸ τὴ συμπονετικιά σου τὴν ἐπίσκεψη, καὶ γλύτωσέ μας ἀπὸ τὶς τυραννικὲς φοβέρες καὶ ἀπὸ τὴ δεινὴ μανία τῆς αἱρέσεως, πού μᾶς κατατρέχει, σὰν νὰ ‘μαστε σκλάβοι, καὶ περπατοῦμε γυμνοὶ δῶθε καὶ κεῖθε, κι ἀλλάζουμε ὅλο-ἕνα τόπο μὲ τόπο, καὶ πλανιόμαστε σὰν τ' ἀγρίμια στὰ βουνὰ καὶ στὰ σπήλαια. Λυπήσου μας, πανεύφημε καὶ δός μας ἀνάπαυση, πάψε τὴ ζάλη καὶ σβύσε τὴν ἀγανάκτηση ποὺ σηκώθηκε καταπάνω μας, παρακαλώντας τὸν Θεό, ποὺ δίνει στὸν κόσμο τὸ μέγα ἔλεος» (ἀπόδοση: Φ. Κόντογλου)

Read more: http://ioannis-kapodistrias.blogspot.com/2012/10/blog-post_22.html#ixzz2A1XsdF8K

Τετάρτη, Οκτωβρίου 24, 2012

ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΑΙΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΚΛΗΡΟΥ ΣΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ‘40 Του Πρωτ. Κωνσταντίνου Δ. Βαστάκη



«Επορεύοντο χαίροντες... ότι υπέρ τού ονόματος Αυτού (τού Χριστού)
κατηξιώθησαν ατιμασθήναι» 
(Πράξ. 5, 41)




....Όσοι λοιπόν εκ των λειτουργών της συλλαμβάνονταν τότε για οποιοδήποτε αντιστασιακό λόγο κι έπεφταν στα απαί­σια χέρια τους, σπάνια διέφευγαν τις ομηρίες, τις φυλακίσεις, τους φρικτούς βασανισμούς και εξευτελισμούς προς το ιερατικόν τους σχήμα και, τέλος, και αυτόν τον μαρτυρικό θάνατο. Πάνοπλοι οι παραπά­νω εχθροί, χωρίς οίκτο, «σώριαζαν -όπως προσφυώς ελέγχθη- αλύπητα τη ζωή, σαν το πιο φτηνό και άχρηστο πράγμα...».
Η διαπίστωση αυτή μαρτυρείται: α) στα όσα συνέβαιναν στις φυλακές και στα στρατό­πεδα συγκεντρώσεων, που, μεταξύ του μαρτυρικού φυλακισμένου λαού, πρώτος στόχος των εχθρών ήσαν οι Ιερείς. Χαϊδάρι..., Νταχάου...., Άουσβιτς., κλπ., όταν ακούονται προξενούν ανατριχίλα και αισθήματα συγκινήσεως για όλους τους φυλακισμένους σ' αυτά, μεταξύ των οποί­ων δεκάδες ήσαν και οι «φιλοξενηθέντες» κληρικοί μας. «... Σε όλες τις φυλακές - γράφει ο αείμνηστος Αχιλλέας Κύρρου- ήταν αρκετοί Παπάδες και Καλόγεροι, που είχαν συλληφθεί από τους Ιταλούς, τους Γερμανούς και τους Βουλγάρους για τη συμμετοχή τους στην Εθνική Αντίσταση, σαν για να αποδείξουν μια φορά ακόμα ότι ποτέ η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είχε μείνει μακριά από τους Εθνικούς αγώνες τού Ελληνικού λαού».
Και β) στο ότι πέρα από τις κακουχίες των Κληρικών μας στις φυλακές, η Εκκλησία για την απελευθέρωση της Πα­τρίδας πρόσφερε και πολύ αίμα. «Ιερείς και Μοναχοί που εκρατούντο στις φυλα­κές ως όμηροι ή ως κατάδικοι, ή που συλλαμβάνονταν για αντίποινα σε κάποια αντιστασιακή δράση [σύμφωνα μάλιστα με το σατανικό γερμανικό εφεύρημα ‘περί συλλογικής ευθύνης’ για όλους τους κατεχόμενους υπ' αυτών λαούς], βασανίσθηκαν απάνθρωπα και μαρτύρησαν με διάφορους ανατριχιαστικούς τρόπους, όπως οι ένδο­ξοι Μάρτυρες των πρωτοχριστιανικών χρόνων και οι Νεομάρτυρες επί τουρκο­κρατίας.
Έτσι, εκ της μακράς φάλαγγας των νέ­ων τούτων Νεομαρτύρων Κληρικών που έμειναν πιστοί στο Χριστό και στην Ελλά­δα: «...άλλοι κατακρεουργήθηκαν και δια­μελίσθηκαν, άλλοι έμειναν ημέρες μετέω­ροι στην αγχόνη, άλλους τους έθαψαν ζω­ντανούς ή τους έριξαν στη φωτιά, τους κρήμνισαν σε χαράδρες και βάραθρα, τους έριξαν στη θάλασσα, τους άρπαξαν στα βουνά και πήγαν μ' άγνωστο σε μας θάνα­το, άλλους τους έσφαξαν, άλλους τους σταύρωσαν, αφού προηγουμένως τους βα­σάνισαν βάρβαρα...». Όλοι έμειναν «πι­στοί άχρι θανάτου». Όλοι «εβάστασαν τα στίγματα τού Κυρίου εν τοις σώμασιν αυτών».
Και για την αλήθεια τού λόγου, ιδού και οι αριθμοί:
Οι ηττημένοι και καταντροπιασμένοι Ιταλοί στο πόλεμο 1940-41, που αναπά­ντεχα, χάρη στις πλάτες των προστατών τους, έγιναν και «κατακτητές», χωρίς να ντρέπονται βέβαια για την άδικη θέση που πήραν, θανάτωσαν μαρτυρικά, όπως οι κακούργοι πρόγονοί τους Ρωμαίοι... σαρά­ντα (40) κληρικούς μας.
Το ίδιο και οι Γερμανοί κατακτητές... Θανάτωσαν με τους πιο φρικιαστικούς τρόπους εκατόν τριάντα (130) κληρικούς μας. Επίσης και οι Αλβανοτσάμηδες με τους Ρουμανίζοντες, άλλοτε βοηθούμενοι ή βοηθώντας τους Γερμανοϊταλούς, θανά­τωσαν κι αυτοί είκοσι εννέα (29) κληρι­κούς μας.
Ατυχώς -γράφει σύγχρονος ιστορικός, ο Ι. Αναστασάκης στο έργο του: «Η Εκκλησία στη Μάχη της Κρήτης... 1941- 45», Χανιά 1994- ποταμός αίματος των κληρικών μας έρευσε και με τους κομμουνι­στές, οι οποίοι με την γνωστή διδασκαλία τους: «Δεν θέλουμε παπάδες, δεν θέλουμε Εκκλησίες...», σκότωσαν κι αυτοί με απάν­θρωπους και οικτρούς βασανισμούς διακόσιους σαράντα δύο (242) κληρικούς... 
Με την παράθεση τού παραπάνω αποσπάσματος δεν αποβλέπω να αναξέσω οδυνηρές πληγές... Άλλωστε, και εκ μέ­ρους των αντικομμουνιστικών, δεξιών ανταρτικών ομάδων, φανατικών στρατο­δικών και από άλλες ανεξερεύνητες αιτίες της ανώμαλης τότε εποχής, βρήκαν οικτρό. ταπεινωτικό και μαρτυρικό θάνατο τριά­ντα (30) ακόμη κληρικοί μας.
Παρακάτω παραθέτω, επιλεκτικά και περιληπτικά, αναφορές από το σύγχρονο Συναξάρι που συνέταξα, Ιεροεθνομαρτύρων Κληρικών τού 40, συνδημοσιευόμενο ως Επίμετρον στο προαναφερθέν έργο μας, σελ. 94-160.
Στο μέτωπο έπεσαν: ο Αρχιμ. Χρυσό­στομος Τσοκώνας, ο επικαλούμενος «άγιος παπάς», και ο Αρχιμ. Ιερόθεος Μπαζιώτης.
Στις 9 Μαρτίου 1943, ο Ιερέας π. Δημήτριος Σταμπουλής, εφημέριος Σκοπιάς Φλωρίνης, επειδή αρνήθηκε να λειτουργή­σει στο βουλγαρικό - σλαβικό γλωσσικό ιδίωμα πιεζόμενος από τους όρχαν/τες, παραδόθηκε στους Γερμανούς, οι οποίοι τον απαγχόνισαν μαζί με άλλους πατριώτες (βλ. «Οι θυσίες των Κληρικών της Ελλάδος», έκδ. Ορθ. Ιεραποστ. Αδελ­φότητος "Ο ΣΤΑΥΡΟΣ", Αθήναι 1995, σελ. 126-127).
Επίσης στο ίδιο βιβλίο, σελ. 129-130, σημειώνεται ο σταυρικός θάνατος, έπειτα από φρικτούς βασανισμούς, τού ιερέα π. Κωνσταντίνου Τούλια, εφημερίου Σιταριάς Φλωρίνης, την 23 Απριλίου 1943, Μεγάλη Παρασκευή...
Παρόμοιο σταυρικό θάνατο υπέστη επίσης τη Μεγάλη Παρασκευή 11 Απριλί­ου 1947, ο ιερέας π. Γεώργιος Σκρέκας, εφημέριος Μεγάρχης Τρικάλων.
Ο Κων. Βοβολίνης στο γνωστό βιβλίο του: «Η Εκκλησία εις τον αγώνα της Ελευθερίας»( 1453-1953), Αθήναι 1952, σελ. 266-267, αναφέρεται σε 80τούτη Βο­ρειοηπειρώτη Ιερέα της Δερβιτσάνης, ο οποίος μετά την υποχώρηση τού Στρατού μας (Απρ. 1941) κατεσφάγη από τους Αλβανοτσάμηδες.
Στις 23 Ιουλίου 1943, ο ιερέας εφημέ­ριος τού χωριού Αγία Αναστασία Ιωαννίνων π. Γεώργιος Σιούλης εκάη ζωντανός σε αχυροκαλύβα από τους Γερμανούς, με­τά από φρικτά βασανιστήρια, χωρίς να αποτεφρωθεί το μαρτυρικό του σώμα, στο οποίο ευρέθη ανέπαφο από τη φωτιά το μι­κρό βιβλίο της Καινής Διαθήκης που έφερε μαζί του, οι δε συμμάρτυρές του απετεφρώθησαν παντελώς. Ο Ιεροεθνομάρτυρας τούτος, προ της θυσίας του, είδε να τυ­φεκίζονται: η σύζυγος - πρεσβυτέρα του, ο υιός του και οι θυγατέρες του...
Στις 3 Ιουλίου 1943, ο Αρχιμ. Ιεροκή­ρυκας της Μητροπόλεως Κοζάνης π. Iωακείμ Λιόλιας συνελήφθη από τους Γερμα­νούς, ενεκλείσθη στις φοβερές φυλακές της Θεσσαλονίκης, όπου εβασανίζετο απάνθρωπα, απαντώντας στους βασανιστές του με παρρησία: «Βαράτε, είμαι Έλληνας Παπάς. Πεθαίνω για τον Χριστό και την Πατρίδα». Τέλος, εξετελέσθη μαζί με άλλους πενήντα (50) αθώους Έλληνες πο­λίτες.
Στις 9 Ιουλίου 1944, ο Ιεροδιάκονος - Μοναχός και αδελφός της Ι. Μονής Αγί­ου Γεωργίου Φενεού της Μητροπόλεως Κορινθίας συνελήφθη, εβασανίσθη και, τέλος, εσφάγη από αντάρτες αριστερών κομ­μουνιστικών ομάδων.
Επίσης στις 7 Αυγ. 1948, ο ιερέας Γεώργιος Αρ. Νικόπουλος, εφημέριος Βουτύρου της Μητροπόλεως Καρπενησιού, κατεδικάσθη και εξετελέσθη στη Λαμία, ως θύμα φα­νατισμού στρατοδικών της εποχής.
Ακόμη, ιερό λείψανο, αποδεικτικό και αντιπροσωπευτικό της μαρτυρικής θυσίας όλων των μαρτυρησάντων ιερέων, είναι επιστήθιος σταυρός που ανήκει στην πα­τρική μου οικογένεια. Είναι λείψανο που διασώθηκε μέσα στις στάχτες, από τη μαρτυρική θυσία τού μακαριστού πατέρα μου Ιεροδιδασκάλου Οικονόμου Δημητρίου Κ. Βαστάκη, εφημερίου του Μεγάλου Χωριού της Μητροπόλεως Καρπενησιού, ο οποίος τελικά μετά από φρικτούς βασανισμούς εκάη ζωντανός από τους Ιταλούς την πα­ραμονή των Χριστουγέννων, 24-12-1942....


Τρίτη, Οκτωβρίου 23, 2012

Η λευκή και η κόκκινη κορώνα



                              

Στην ιστορική μνήμη που αποτρέπει αναβίωση νεκρών  ιδεολογικών φανατισμών. 


γράφει ο  Kώστας Ζούρδος,θεολόγος

                                                        

Ο Ρεμόν Κόλμπ γεννήθηκε στις 8 Ιανουαρίου 1894 σ’ ένα χωριό της πολωνικής επαρχίας Λοτζ, και έδειχνε από την παιδική του ηλικία ότι ήταν ένα ζωντανό και ανήσυχο πνεύμα. Σε ηλικία 13 ετών, τον Σεπτέμβριο του 1907, εισέρχεται στο ιερατικό σεμινάριο του Φραγκισκανικού τάγματος στη Λεόπολη, και τέσσερα χρόνια μετά προφέρει τις μοναχικές υποσχέσεις και λαμβάνει το όνομα Μαξιμιλιανός. Είναι τα δύσκολα εκείνα χρόνια για την πατρίδα του την Πολωνία η οποία βρίσκεται υπό τσαρική κατοχή. Τον Νοέμβριο του 1912, πηγαίνει στην Ρώμη για σπουδές Φιλοσοφίας στο Γρηγοριανό  Πανεπιστήμιο και θεολογίας στο Διεθνές Κολλέγιο των Φραγκισκανών. Στις 28 Απριλίου χειροτονείται πρεσβύτερος και στα τέλη Ιουλίου 1919 θα επιστρέψει στην Πολωνία με το διδακτορικό δίπλωμα θεολογίας. Αναλαμβάνει τη διδασκαλία της εκκλησιαστικής ιστορίας στην Κρακοβία, έχοντας μια κλονισμένη υγεία από σοβαρή πνευμονική ασθένεια. Στις αρχές του 1930 φεύγει για μια ιεραποστολική περιοδεία στην Ιαπωνία και μένει εκεί εργαζόμενος μέχρι τον Ιούλιο του 1936. Τον Σεπτέμβριο του 1939 πραγματοποιείτε η ναζιστική εισβολή στην Πολωνία και ο Μαξιμιλιανός συλλαμβάνεται από τους πρώτους στις 19 Σεπτεμβρίου. Αφού περάσει από τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως του Λαμπίνοβις, του Αμτιτς και του Οστρέζοφ, θα αφεθεί  ελεύθερος στις 8 Δεκεμβρίου 1939. Η ποιμαντική του δράση κοντά στον δοκιμαζόμενο πολωνικό λαό θα υποχρεώσει την Γκεστάπο να τον συλλάβει και να τον μεταφέρει στις 18 Μαΐου στο Άουσβιτς. Είναι ο κρατούμενος 16670.

Ο πολωνός γιατρός Ρόντλοφ Ντίεμ που εργαζόταν στο νοσοκομείο του Άουσβιτς θα μας διηγηθεί ότι:  " Πολλές φορές προσπάθησε να φέρει τον Μαξιμιλιανό στο νοσοκομείο διότι η κατάσταση της υγείας του ήταν πολύ σοβαρή, μα εκείνος κάθε φορά υπεδείκνυε άλλα  πρόσωπα που κατά την γνώμη του, είχαν μεγαλύτερη ανάγκη". Εντυπωσιασμένος από την συμπεριφορά του ο Γιατρός μια φορά θα τον ρωτήσει με επιμονή: " Μα τι είσαι εσύ, τέλος πάντων; Ένας απλός Ιερέας θα του απαντήσει".

Στα τέλη Ιουλίου 1941 ένας κρατούμενος δραπέτευσε από την πτέρυγα 14 και παρά τις έρευνες, δεν βρέθηκε πουθενά. Την επόμενη ημέρα οι Ναζί διάλεξαν στην τύχη δέκα κρατούμενους για να τους θανατώσουν ως αντίποινα. Μέσα σε αυτούς ήταν και ο Φρανσουά Γκαζοβνίτσεκ, ο οποίος είχε γυναίκα και παιδιά και έκλαιγε σκεπτόμενος ότι θα τους αποχωριστεί για πάντα. Τότε ο Μαξιμιανός θα βγει από τη σειρά του και αποφασισμένος θα κατευθυνθεί προς τον διοικητή. "Μπορώ να πεθάνω στη θέση αυτού του οικογενειάρχη;", είπε στον διοικητή και έδειξε τον Φρανσουά Γκαζοβνίτσεκ. Δεν έχω γυναίκα και παιδιά, δε χρησιμεύω πλέον σε τίποτα". Ο διοικητής δέχθηκε και ο Μαξιμιλιανός πήρε θέση ανάμεσα στους δέκα μελλοθάνατους.

 Από μία άλλη μαρτυρία η οποία και κατατέθηκε στη δίκη των Ναζί εγκληματιών στη Βαρσοβία, μετά το τέλος του Πολέμου, από τον Πολωνό Μπρούνο Μποργόβιετς, βοηθό των Γερμανών δημίων στο Άουσβιτς μαθαίνουμε: "Τον Ιούλιο του 1941 οδηγήσαμε τους δέκα μελλοθανάτους της πτέρυγας 14 σ' ένα υπόγειο κελί, χωρίς παράθυρο. Κλειδώνοντας την πόρτα οι φρουροί φώναξαν γελώντας: "θα μαραθείτε σαν τις τουλίπες". Από την ημέρα εκείνη δεν τους δόθηκε τροφή και νερό. Κάθε  πρωί οι φύλακες έβγαζαν από το κελί τα πτώματα εκείνων που είχαν υποκύψει. Ήμουν μάρτυρας του γεγονότος , διότι κατέγραφα τους κωδικούς αριθμούς των νεκρών κρατουμένων και εκτελούσα χρέη μεταφραστή. Κάθε μέρα άκουγα προσευχές από το κελί, ήταν ο π. Μαξιμιλιανός, που άλλοτε προσευχόταν μεγαλόφωνα και άλλοτε έψελνε. Κάπου- κάπου  άκουγα ένα υπόκωφο βουητό να ενώνεται με την ψαλμωδία του, ήταν οι συγκρατούμενοι του, αλλά και άλλοι, από τα διπλανά κελιά του θανάτου. Εξασθενημένες φωνές, ένας ανθρώπινος ρόγχος που υμνούσε το Θεό.  Όταν ανοίγαμε την πόρτα του κελιού, οι δυστυχείς παρακαλούσαν για λίγο νερό και ψωμί. Η απάντηση των δημίων ήταν κλοτσιές στην κοιλιά, που αποτελείωναν τους κρατουμένους. Ο π. Μαξιμιλιανός δε ζητούσε τίποτα, δεν παραπονιόταν για τίποτα. Τον βρίσκαμε άλλοτε όρθιο και άλλοτε γονατιστό να δίνει κουράγιο στους άλλους και να μας κοιτάζει με ένα βλέμμα αθώο, που ημέρα με την ημέρα γινόταν θαμπό. Κάθε φορά που κλείναμε το κελί οι φύλακες μουρμούριζαν : "Αυτός ο παπάς είναι ένας δίκαιος άνθρωπος".

 Το ίδιο βράδυ τούς έκλεισαν στα υπόγεια κελιά της 11ης πτέρυγας. Πέθανε τελευταίος, στις 14 Αυγούστου, παραμονή της Παναγιάς, και το σώμα του κάηκε την επομένη, ανήμερα της Παναγίας στο κρεματόριο.

 Η μάνα του Μαρία έλεγε πως όταν ήταν μικρός ο Μαξιμιλιανός, πολλές φορές έκλαιγε τα βράδια. Ένα βράδυ τον ρώτησε αν έχει κάποιο πρόβλημα υγείας και γι αυτό κλαίει. Εκείνος της απάντησε με συγκίνηση: Μαμά προσευχήθηκα πολύ προς την Παναγία, για να μου αποκαλύψει τι θα γίνω στην ζωή μου. Μια  μέρα στην Εκκλησιά η Παρθένος μου εμφανίστηκε κρατώντας δύο κορώνες, μία λευκή και μία κόκκινη. Με κοίταξε τρυφερά και με ρώτησε αν τις ήθελα. Η λευκή σήμαινε ότι θα έπρεπε να ζήσω στην αγνότητα και η κόκκινη ότι θα γινόμουνα μάρτυρας. Απάντησα ότι τις δέχομαι και τις δύο. Η Παναγία τότε με κοίταξε πάλι τρυφερά και εξαφανίστηκε…

Η Εκκλησία καλείται στις μέρες μας να ξαναφορέσει και την κορώνα της αγνότητας και την κορώνα του μαρτυρίου, όπως κάνουν αρκετοί άνθρωποι σήμερα και να βροντοφωνάξει πάλι:

Η Εκκλησία δε συμμετέχει στην νέα "σταυροφορία" των καθαρών και των πατριδοκάπηλων γιατί βλέπει μια νέα "εικονομαχία" του προσώπου.

Η Εκκλησία κατανοεί και αγκαλιάζει το διαφορετικό και δεν το εχθρεύεται. Δεν ξεχωρίζει τους ανθρώπους ανάλογα με το χρώμα, την πατρίδα και τη θρησκεία.

Η Εκκλησία θέλει να σώσει τον κόσμο και όχι να γίνει φορέας της κοσμικής διάσπασής του.

Η Εκκλησία δεν αποδέχεται τη συμπεριφορά των χριστιανών όταν ασκούν  "νόμιμη" βία και όταν αφήνονται στη βία της ανομίας.

Η Εκκλησία συνεχίζει να πιστεύει στις αξίες, αλληλεγγύη, ισοτιμία, δικαιοσύνη, αδελφοσύνη και δε γίνεται υπηρέτρια των αγορών.

Η Εκκλησία αρνείται την πίστη που μετατρέπεται σε μηχανισμό μεταφυσικής νομιμοποίησης της ιδεολογίας, που δίνει το δικαίωμα στους πιστούς να βανδαλίζουν με πάθος γιατί έτσι εκτονώνουν την καθαρότητά τους ως όργανα της θείας δίκης.

Η Εκκλησία δεν εμπλέκεται και ούτε δημιουργεί ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, κρατάει αποστάσεις παίρνοντας παράδειγμα από τη Γη, που για να βρίσκεται στη σωστή απόσταση από τον Ήλιο, επιτρέπει τη Ζωή ( Ελύτης ).

Η Εκκλησία αγαπάει όλους τους ανθρώπους και ο Χριστός συνεχίζει να δωρίζει το Σώμα και το Αίμα του στην Εκκλησία.

Η Εκκλησία δε βάζει φυλακή την ιστορία αλλά μας καλεί να κοιταχθούμε στον καθρέφτη της ιστορικής αλήθειας. Εξάλλου κανείς δεν μπορεί να εμποδίσει την Ανάσταση.

Και επειδή ο λύκος είναι εντός ή θέλει να μπει μέσα στο ποιμνιοστάσιο, ας θυμηθούμε ένα μικρό μύθο. " Είπε ο κόκορας στη νυχτερίδα: Περιμένω το φώς της αυγής, μιας και το φως της αυγής είναι για μένα. Αλλά εσύ; Τι ζητάς από το φώς της αυγής";