Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ
Ἐάν τό δένδρο ἀναγνωρίζεται ἀπό τόν καρπό, καί τό καλό δένδρο παράγει ἐπίσης καλόν καρπό (Ματθ. 7, 16. Λουκ. 6, 44), ἡ μητέρα τῆς αὐτοαγαθότητος, ἡ γεννήτρια τῆς ἀΐδιας καλλονῆς, πῶς δέν θά ὑπερεῖχε ἀσυγκρίτως κατά τήν καλοκαγαθία ἀπό κάθε ἀγαθό ἐγκόσμιο καί ὑπερκόσμιο; Διότι ἡ δύναμις πού ἐκαλλιέργησε τά πάντα, ἡ συναΐδια καί ἀπαράλλακτη εἰκών τῆς ἀγαθότητος, ὁ προαιώνιος καί ὑπερούσιος καί ὑπεράγαθος Λόγος, ἀπό ἀνέκφραστη φιλανθρωπία κι᾽ εὐσπλαγχνία γιά χάρι μας ἠθέλησε νά περιβληθῆ τήν ἰδική μας εἰκόνα, γιά νά ἀνακαλέση τήν φύσι πού εἶχε συρθῆ κάτω στούς μυχούς τοῦ ἅδη καί νά τήν ἀνακαινίση, διότι εἶχε παλαιωθῆ, καί νά τήν ἀναβιβάση πρός τό ὑπερουράνιο ὕψος τῆς βασιλείας καί θεότητός του.
Γιά νά ἑνωθῆ λοιπόν μέ αὐτήν καθ᾽ ὑπόσταση, ἐπειδή ἐχρειαζόταν σαρκικό πρόσλημα καί σάρκα νέα συγχρόνως καί ἰδική μας, ὥστε νά μᾶς ἀνανεώση ἀπό ἐμᾶς τούς ἴδιους, ἐπί πλέον δέ ἐχρειαζόταν καί κυοφορία καί γέννα σάν τή δική μας, τροφή μετά τή γέννα καί κατάλληλη ἀγωγή, γινόμενος πρός χάριν μας καθ᾽ ὅλα σάν ἐμᾶς, εὑρίσκει γιά ὅλα πρέπουσα ὑπηρέτρια καί χορηγό ἀμόλυντης φύσεως ἀπό τόν ἑαυτό της αὐτήν τήν ἀειπάρθενη, ἡ ὁποία ὑμνεῖται ἀπό μᾶς καί τῆς ὁποίας σήμερα ἑορτάζομε τήν παράδοξη εἴσοδο στά ἅγια τῶν ἁγίων.
Διότι αὐτήν προορίζει πρίν ἀπό τούς αἰῶνες ὁ Θεός γιά τή σωτηρία καί ἀποκατάσταση τοῦ γένους, καί τήν ἐκλέγει ἀνάμεσα ἀπό ὅλους, ὄχι ἁπλῶς τούς πολλούς, ἀλλά τούς ἀπό τούς αἰῶνες ἐκλεγμένους καί θαυμαστούς καί περιβοήτους γιά τήν εὐσέβεια καί σύνεσι, καθώς καί γιά τά κοινωφελῆ καί θεοφιλῆ συγχρόνως ἤθη καί λόγια καί ἔργα.
2. Διότι στήν ἀρχή ἐσηκώθηκε ἐναντίον μας ὁ νοητός καί ἀρχέκακος ὄφις καί μᾶς κατέρριψε στά βάραθρα τοῦ ἅδη. Κι᾽ ὑπάρχουν πολλοί λόγοι, γιά τούς ὁποίους ἐσηκώθηκε ἐναντίον μας καί ὑπεδούλωσε τή φύσι μας· φθόνος καί ζηλοτυπία καί μῖσος, ἀδικία καί δόλος καί σοφιστεία, καί μαζί μέ τά τέτοια, ἡ θανατηφόρος δύναμις πού ἔχει μέσα του, τήν ὁποία πρῶτος ἐγέννησε καί μόνος του, ἀφοῦ πρῶτος αὐτός ἀποστάτησε ἀπό τήν ἀληθινή ζωή. Πραγματικά στήν ἀρχή ἐφθόνησε τόν Ἀδάμ, ὅταν τόν εἶδε νά ζῆ στόν τόπο τῆς ἄφθαρτης τρυφῆς καί νά περιλάμπεται μέ θεοειδῆ δόξα καί νά ὁδηγῆται ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό, ἀπό ὅπου αὐτός ἀπερρίφθηκε δικαίως καί ἀπό φθόνο ἐξεμάνη ἐναντίον του μέ τή χειρότερη μανία, ὥστε νά θελήση καί νά τόν θανατώση ἀκόμη.
Ὁ φθόνος εἶναι πατέρας ὄχι τοῦ μίσους μόνο ἀλλά καί τοῦ φόνου, τόν ὁποῖο ἐπέφερε σ᾽ ἐμᾶς ἀναμιγνύοντάς τον μέ δόλο ὁ δολερός καί ἀληθινά μισάνθρωπος ὄφις. Διότι καταλήφθηκε ἀπό ἔρωτα πρός τήν τυραννία σέ βάρος του ἐντελῶς ἄδικα, γιά καταστροφή τοῦ πλασθέντος κατ᾽ εἰκόνα καί ὁμοίωσι Θεοῦ· ἐπειδή ὅμως δέν ἐτόλμησε νά ἐπιτεθῆ κατά πρόσωπο, ἐχρησιμοποίησε τόν δόλο καί τήν πονηρία. Ἀφοῦ ἐπλησίασε διά τοῦ αἰσθητοῦ ὄφεως ὡς φίλος καί καλός σύμβουλος ὁ φοβερός καί πραγματικά ἐχθρός καί ἐπίβουλος, κατορθώνει, φεῦ!, κρυφά νά ἐπιτύχη καί μέ τή ἀντίθεη συμβουλή χύνει σάν δηλητήριο στό ἄνθρωπο τήν θανατηφόρα δύναμί του.
3. Ἐάν λοιπόν ὁ Ἀδάμ, κρατώντας δυνατά τότε τήν θεία ἐντολή, ἀπέρριπτε τήν ἐχθρική πονηρά συμβουλή, θά ἐφαινόταν νικητής κατά τοῦ ἀντιπάλου καί ἀνώτερος τῆς θανατηφόρας φθορᾶς, καταντροπιάζοντας τόν μανιακό καί δόλιο προσβολέα. Ἐπειδή ὅμως ἐκεῖνος ὑποκύπτοντας ἑκούσιως, πού δέν ἔπρεπε ποτέ νά τό κάμη, ἐνικήθηκε καί ἀχρειώθηκε, κι᾽ ἔτσι, ἀφοῦ ἦταν ρίζα τοῦ γένους, μᾶς ἀνέδειξε καταλλήλους θνητούς βλαστούς, ἐχρειαζόταν ὁπωσδήποτε, ἄν ἔπρεπε νά ἀνταποδώσωμε τήν ἧττα, νά κερδίσωμε τή νίκη, ν᾽ ἀπορρίψωμε μέ ψυχή καί σῶμα τό θανατηφόρο δηλητήριο καί ν᾽ ἀπολαύσωμε ζωή, καί μάλιστα ζωή αἰώνια καί ἀπαθῆ.
Ἐχρειαζόταν λοιπόν τό γένος μας νέα ρίζα, δηλαδή νέο Ἀδάμ, ὄχι μόνο ἀναμάρτητο, ἀλλά κι᾽ ἐντελῶς ἀνεξαπάτητο καί ἀήττητο, πού ἐπί πλέον μπορεῖ καί νά συγχωρῆ τίς ἁμαρτίες καί νά καθιστᾶ ἀθώους τούς ἐνόχους, πού ὄχι μόνο ζῆ ἀλλά καί ζωοποιεῖ, ὥστε νά μεταδίδη ζωή καί ἄφεσι ἁμαρτιῶν καί στούς προσκολλωμένους σ᾽ αὐτόν καί συγγενεῖς κατά τό γένος, ἀναζωογονώντας ὄχι μόνο τούς μεταγενεστέρους, ἀλλά καί τούς πρίν ἀπό αὐτόν ἀποθανόντας.
4. Γι᾽ αὐτό ὁ Παῦλος, ἡ μεγάλη σάλπιγγα τοῦ Πνεύματος, βοᾶ λέγοντας, «ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἔγινε ὡς ζωντανή ψυχή, ὁ δεύτερος ἄνθρωπος ἔγινε ὡς πνεῦμα ζωοποιό» (Α´ Κορ. 15, 45). Ἀναμάρτητος δέ καί ζωοποιός καί ἱκανός νά συγχωρῆ ἁμαρτίες δέν εἶναι κανείς πλήν τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως ὁ νέος Ἀδάμ ἦταν ἀναγκαῖο νά εἶναι ὄχι μόνο ἄνθρωπος ἀλλά καί Θεός, νά εἶναι κυριολεκτικῶς ζωή καί σοφία, δικαιοσύνη καί ἀγάπη, εὐσπλαγχνία καί κάθε ἄλλο ἀγαθό, ὥστε νά διενεργήση τήν ἀνακαίνισι καί ἀναζώωσι τοῦ παλαιοῦ Ἀδάμ μέ ἔλεος καί σοφία καί δικαιοσύνη. Ὁ νοητός καί ἀρχέκακος ὄφις, χρησιμοποιώντας τά ἀντίθετα ἀπό αὐτά προεκάλεσε σ᾽ ἐμᾶς τήν παλαίωσι καί τή νέκρωσι.
5. Ὅπως λοιπόν στήν ἀρχή ὁ ἀνθρωποκτόνος ἀπό φθόνο καί μῖσος ξεσηκώθηκε ἐναντίον μας, ἔτσι ὁ ἀρχηγός τῆς ζωῆς ἐκινήθηκε ὑπέρ ἡμῶν ἀπό ὑπερβολή φιλανθρωπίας καί ἀγαθότητος. Διότι ἀγάπησε δικαίως τή σωτηρία τοῦ πλάσματός του, πού ἦταν νά τό φέρη πάλι στήν ἐξουσία καί νά τό ξανασώση, ὅπως ἐκεῖνος ὁ ἀρχέκακος ἀδίκως ἀγάπησε τήν ἀπώλεια τοῦ πλάσματος τοῦ Θεοῦ, πού ἦταν νά τό ὑποτάξη στόν ἑαυτό του καί νά τοῦ ἐπιβάλλεται τυραννικῶς. Ὅπως δέ αὐτός διέπραξε τή νίκη του καί τήν πτῶσι τοῦ ἀνθρώπου μέ ἀδικία καί δόλο, μέ ἀπάτη καί σοφιστεία, ἔτσι ὁ ἐλευθερωτής μέ δικαιοσύνη καί σοφία καί ἀλήθεια ἐπραγματοποίησε τήν τελική ἧττα τοῦ ἀρχεκάκου καί τήν ἀνακαίνισι τοῦ πλάσματός του. Ἀλλά ἡ ἀνάπτυξις τοῦ θέματος περί τῆς σοφίας πού ὑπάρχει σ᾽ αὐτήν τή θεία οἰκονομία δέν εἶναι τοῦ παρόντος καιροῦ.
6. Ἦταν δέ θέμα ἀκριβοῦς δικαιοσύνης καί ἡ ἴδια ἡ ἡττηθεῖσα καί ὑποδουλωθεῖσα ἑκουσίως φύσις νά ξαναπαλαίση γιά τή νίκη καί ν᾽ ἀπωθήση τή δουλεία ἑκουσίως. Γι᾽ αὐτό ὁ Θεός εὐδόκησε ν᾽ ἀναλάβη ἀπό ἐμᾶς τή φύσι μας ἑνούμενος μέ αὐτήν παραδόξως καθ᾽ ὑπόστασι. Ἦταν δέ ἀδύνατο ἡ ὑψίστη ἐκείνη καί ὑπεράνω τοῦ νοῦ καθαρότης νά ἑνωθῆ μέ μολυσμένη φύσι διότι ἕνα μόνο πρᾶγμα εἶναι ἀδύνατο στόν Θεό τό νά συνέλθη σέ ἕνωσι μέ ἀκάθαρτο, πρίν τοῦτο καθαρισθῆ.
Γι᾽ αὐτό καί ἐχρειαζόταν κατ᾽ ἀνάγκη μιά τελείως ἀμόλυντη καί καθαρωτάτη παρθένος γιά κυοφορία καί γέννησι ἐκείνου πού εἶναι καί ἐραστής της καί δοτήρ τῆς καθαρότητος ἡ ὁποία καί προωρίσθηκε καί ἀποτελέσθηκε κι᾽ ἐφανερώθηκε, καί τό σχετικό μέ αὐτήν μυστήριο ἐτελέσθηκε, μέ πολλά παράδοξα γεγονότα πού κατά καιρούς συνῆλθαν σέ ἕνα.
7. Γι᾽ αὐτό καί τά γεγονότα πού συνετέλεσαν σ᾽ αὐτό ἑορτάζονται ἀπό ἐμᾶς σήμερα, ἀφοῦ ἀπό τό ἀποτέλεσμα ἀντιληφθήκαμε κυρίως τό μεγαλεῖο τῶν γεγονότων πού ὡδήγησαν πρός τό τόσο μεγάλο τέλος. Διότι αὐτός πού εἶναι ἐκ Θεοῦ καί πρός τόν Θεόν καί Θεός, καί Λόγος καί Υἱός τοῦ ὑψίστου Πατρός, συνάναρχος καί συναΐδιος, γίνεται υἱός ἀνθρώπου, αὐτῆς τῆς Ἀειπάρθενης. «Ὁ Ἰησοῦς Χριστός χθές καί σήμερα εἶναι ὁ ἴδιος, καθώς καί στούς αἰῶνες» (Ἑβρ. 13, 8), ἄτρεπτος κατά τήν θεότητα, ἄμεμπτος κατά τήν ἀνθρωπότητα. «Αὐτός μόνος», ὅπως ἤδη προεμαρτύρησε ὁ Ἠσαΐας (Ἠσ. 53, 9), «δέν διέπραξε ἁμαρτία καί δέν εὑρέθηκε δόλος στό στόμα του». Καί ὄχι μόνο τοῦτο, ἀλλά καί αὐτός μόνος δέν συνελήφθηκε μέ ἀνομίες, οὔτε ἐγεννήθηκε μέ ἁμαρτίες, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ Δαβίδ στούς ψαλμούς γιά τόν ἑαυτό του καί γιά κάθε ἄνθρωπο ὥστε νά εἶναι καί κατά τό πρόσλημμα τελείως καθαρός καί ἀμόλυντος καί νά μή χρειάζεται οὔτε κατ᾽ αὐτό καθάρσια μέσα γιά τόν ἑαυτό του· γιά νά εἶναι ἔτσι δυνατό, διαβιβάζοντας σ᾽ ἐμᾶς γιά χάρι μας δικαίως μαζί καί πανσόφως τόσο τήν κάθαρσι ὅσο καί τό πάθος, νά δεχθῆ καί τόν θάνατο καί τήν ἀνάστασι.
Πραγματικά ἡ κατά τήν σάρκα ὁρμή πρός γένεσι, πού εἶναι ἀκουσία καί ἀπειθής στόν νόμο τοῦ νοός, ἄν καί ἀπό μερικούς δουλαγωγεῖται βιαίως, ἀπό μερικούς δέ σωφρόνως ἀφήνεται μόνο γιά παιδοποιΐα, πάντως φέρει τά σύμβολα τῆς ἀπό τήν ἀρχή καταδίκης, καθώς εἶναι καί λέγεται φθορά καί ὁπωσδήποτε γιά τήν φθορά γεννᾶ, καί εἶναι ἐμπαθής κίνησις τοῦ ἀνθρώπου πού δέν ἐκράτησε τήν τιμή, τήν ὁποία ἡ φύσις μας ἐπῆρε ἀπό τόν Θεό, ἀλλά ὡμοιώθηκε μέ τά κτήνη.
8. Γι᾽ αὐτό ὄχι μόνο ἦλθε ὁ Θεός ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους ἀλλά καί ἦλθε ἀπό παρθένο ἁγνή καί ἁγία, μᾶλλον δέ πανυπέραγνη καί ὑπεραγία, ἀφοῦ εἶναι παρθένος ὄχι μόνο ὑπερτέρα μολυσμοῦ σαρκός, ἀλλά καί ἀνωτέρα ἀπό μολυσμένους σαρκικούς λογισμούς. Τήν σύλληψί της ἐπέφερε ἐπέλευσι παναγίου Πνεύματος, ὄχι ὀρέξεως σαρκός, προεκάλεσε εὐαγγελισμός καί πίστις στήν ἐνανθρώπησι τοῦ Θεοῦ πού νικᾶ κάθε λόγο ὡς ἐξαίσια καί ὑπέρ λόγο, ἀλλά δέν προέλαβε συγκατάθεσις καί πεῖρα ἐμπαθοῦς. Διότι συνέλαβε κι᾽ ἐγέννησε, ἐνῶ εἶχε ἐντελῶς ἀπομακρυσμένη τέτοια ἐπιθυμία μέ τήν προσευχή καί τήν πνευματική θυμηδία (διότι εἶπε ἡ παρθένος πρός τόν εὐαγγελιστή ἄγγελο, «ἰδού ἡ δούλη τοῦ Κυρίου ἄς γίνη σ᾽ ἐμένα σύμφωνα μέ τά λόγια σου» (Λουκ. 1, 38). Γιά νά εὑρεθῆ λοιπόν παρθένος ἱκανή γι᾽ αὐτό, ὁ Θεός προορίζει πρό αἰώνων καί ἐκλέγει ἀνάμεσα στούς ἐκλεγμένους ἀπό αἰῶνες αὐτήν τήν ὑμνουμένη τώρα ἀπό ἐμᾶς ἀειπάρθενη κόρη.
9. Καί βλέπετε ἀπό ποῦ ἄρχισε ἡ ἐκλογή. Ἀνάμεσα στά παιδιά τοῦ Ἀδάμ ἐξελέγη ἀπό τόν Θεό ὁ θαυμάσιος Σήθ, πού μέ τήν εὐκοσμία τῶν ἠθῶν, τήν εὐταξία τῶν αἰσθήσεων καί τήν εὐπρέπεια τῶν ἀρετῶν ἐδείκνυε τόν ἑαυτό του ἔμψυχο οὐρανό κι᾽ ἐπέτυχε γι᾽ αὐτό τήν ἐκλογή, ἀπό τήν ὁποία ἐπρόκειτο νά βλαστήση αὐτή ἡ παρθένος ὡς θεοπρεπές ὄχημα τοῦ ὑπερουρανίου Θεοῦ καί ν᾽ ἀνακαλέση τούς ἀνθρώπους πρός οὐράνια υἱοθεσία.
10. Γι᾽ αὐτό ὅλοι οἱ ἀπό τοῦ Σήθ (Γεν. 4, 26) ὠνομάζονταν υἱοί Θεοῦ, διότι ἀπό αὐτήν τήν γενεά ἐπρόκειτο ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ νά γίνη υἱός ἀνθρώπου, ἐφ᾽ ὅσον ἄλλωστε καί ὁ Σήθ γλωσσικῶς σημαίνει ἀνάστασις, μᾶλλον δέ ἐξανάστασις, ἡ ὁποία εἶναι κυρίως ὁ Κύριος πού ἐπαγγέλεται καί χαρίζει ἀθάνατη ζωή στούς πιστεύοντας σ᾽ αὐτόν. Καί πόσο ταιριαστός εἶναι ὁ τύπος! «Ὁ μέν Σήθ ἔγινε γιά τήν Εὔα, ὅπως λέγει αὐτή, στή θέσι τοῦ Ἄβελ», τόν ὁποῖο ἐφόνευσε ἀπό φθόνο ὁ Καϊν (Γεν. 4, 25)· ὁ δέ τόκος τῆς παρθένου Χριστός ἔγινε στή φύσι ἀντί γιά τόν Ἀδάμ, τόν ὁποῖο ἐθανάτωσε ἀπό φθόνο ὁ ἀρχηγός καί προστάτης τῆς κακίας. Ἀλλά ὁ μέν Σήθ δέν ἀνέστησε τόν Ἄβελ, ἀφοῦ ἦταν ἁπλῶς τύπος τῆς ἀναστάσεως· ὁ δέ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ἀνέστησε τόν Ἀδάμ, διότι αὐτός εἶναι ἡ ἀληθινή τῶν ἀνθρώπων ζωή καί ἀνάστασις, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας καί οἱ ἀπόγονοι τοῦ Σήθ ἀξιώθηκαν τήν θεία υἱοθεσία κατά τήν ἐλπίδα τους, ὀνομαζόμενοι υἱοί τοῦ Θεοῦ. Ὅτι δέ ὠνομάζονταν υἱοί τοῦ Θεοῦ ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἐλπίδος εἶναι φανερό ἀπό τόν πρῶτο ὀνομασθέντα πού διαδέχθηκε τήν ἐκλογή. Ἦταν δέ αὐτός ὁ Ἐνώς τοῦ Σήθ, ὁ ὁποῖος κατά τό γεγραμμένο ἀπό τόν Μωυσῆ «πρῶτος ἤλπισε νά καλῆται μέ τό ὄνομα τοῦ Κυρίου τοῦ Θεοῦ» (Γεν. 4, 26). Βλέπετε σαφῶς ὅτι ἐπέτυχε τό θεῖο ὄνομα σύμφωνα μέ τήν ἐλπίδα;
11. Ἀφοῦ λοιπόν ἄρχισε ἀπό τά ἴδια τά παιδιά τοῦ Ἀδάμ ἡ ἐκλογή γι᾽ αὐτήν πού κατά τήν πρόγνωσί του θά ἐγινόταν μητέρα τοῦ Θεοῦ καί ἐπετελεῖτο διά μέσου τῶν κατά καιρούς γενεῶν, κατέβηκε μέχρι τοῦ βασιλέως καί προφήτου Δαβίδ καί τῶν διαδόχων τοῦ θρόνου καί τοῦ γένους του. Ἐπειδή δέ ὁ καιρός ἐκαλοῦσε τώρα τήν ἀποτελείωσι τῆς θείας αὐτῆς ἐκλογῆς, ἐξελέγησαν ἀπό τόν Θεό ὁ Ἰωακείμ καί ἡ Ἄννα ἀπό τόν οἶκο καί τή γενεά τοῦ Δαβίδ, πού ἦσαν μέν ἄτεκνοι, συνεζοῦσαν δέ σωφρόνως καί ἦσαν ἀνώτεροι στήν ἀρετή ἀπό ὅλους ὅσοι ἀνάγουν στό Δαβίδ τήν εὐγένεια τοῦ γένους καί τοῦ ἤθους. Αὐτό τό ζεῦγος ἐζητοῦσε διά τῆς ἀσκήσεως καί προσευχῆς τήν λῆξι τῆς ἀτεκνίας των ἀπό τόν Θεό, καί ὑποσχόταν νά ἀναθέσουν σ᾽ αὐτόν ἀπό βρέφος αὐτό πού θά ἐγεννοῦσαν.
Τότε παρέχεται ἡ ὑπόσχεσις καί δίδεται παιδί, ἡ τωρινή Θεομήτωρ, ὥστε ἡ πανάρετη κόρη νά γεννηθῆ ἀπό πολυαρέτους γονεῖς καί ἡ πάναγνη ἀπό ἐξαιρετικά σώφρονες, καί νά λάβη ὡς καρπό ἡ σωφροσύνη, συνερχομένη μέ τήν προσευχή καί τήν ἄσκησι, τό νά γίνη γεννήτρια τῆς παρθενίας, καί μάλιστα παρθενίας πού προβάλλει ἀφθόρως κατά τήν σάρκα τόν προαιωνίως γεννημένον ἀπό παρθένον Πατέρα κατά τήν θεότητα. Τί πτερά ἐκείνης τῆς προσευχῆς! Τί παρρησία, πού εὑρῆκε ἑνώπιον τοῦ Κυρίου!
12. Ἀλλά ἐπειδή βέβαια ἐκεῖνοι ἐπέτυχαν ἔτσι τά ζητούμενα μέ τήν προσευχή τους καί εἶδαν τήν πρός αὐτούς θεία ἐπαγγελία νά ἐκπληρώνεται ἐμπράκτως, σπεύδοντας καί αὐτοί νά ἐκπληρώσουν τήν πρός τό Θεό ὑπόσχεσι ὡς φιλαλήθεις καί θεοφιλεῖς καί φιλόθεοι συγχρόνως, εὐθύς μετά τόν ἀπογαλακτισμό ὁδηγοῦν τήν ἀληθινά ἱερά καί θεόπαιδα καί τώρα θεομήτορα παρθένο στό ἱερό τοῦ Θεοῦ καί στόν ἱεράρχη πού εὑρισκόταν σ᾽ αὐτό.
Αὐτή δέ, γεμάτη θεία χάρι καί τέλειο νοῦ ἀκόμη καί σ᾽ αὐτή τήν ἡλικία, ἀντιλαμβανόταν ἀπό τότε, καί μάλιστα καλύτερα ἀπό τούς ἄλλους τά τελούμενα σ᾽ αὐτήν, καί ἔδειξε μέ ὅποιον τρόπο μποροῦσε ὅτι δέν ὁδηγεῖται, ἀλλά αὐτή μόνη της μέ ἐλεύθερη γνώμη προσέρχεται στό Θεό, σάν νά εἶναι ἀπό ἑαυτοῦ της πτερωμένη πρός τόν ἱερό καί θεῖο ἔρωτα και νά θεωρῆ ἀγαπητή καί νά ἀναγνωρίζη ὡς ἀξία της τήν εἴσοδο καί κατοικία στά ἅγια τῶν ἁγίων.
13. Γι᾽ αὐτό καί ὁ ἀρχιερεύς τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἀντιλήφθηκε τότε ὅτι ἡ κόρη εἶχε ἔνοικη τήν θεοειδῆ χάρι παραπάνω ἀπό ὅλους, ἔπρεπε νά τήν ἀξιώση τό ἀνώτερο ἀπό ὅλους, νά τήν εἰσαγάγη στά ἅγια τῶν ἁγίων καί νά πείση αὐτό πού γινόταν ὅλους τούς τότε ἀνθρώπους ν᾽ ἀγαποῦν, μέ τήν σύμπραξι καί ἀπόφασι τοῦ Θεοῦ μαζί, πού ἔστελλε ἀπό ἄνω δι᾽ ἀγγέλου ἀπόρρητη τροφή στήν παρθένο ἐκεῖ.
Μέ αὐτήν τήν τροφή ἐδυνάμωνε καλύτερα τή φύσι της καί συντηροῦσε καί τελειοποιοῦσε τόν ἑαυτό της κατά τό σῶμα καθαρώτερα καί ἀνώτερα ἀπό τίς ἀσώματες δυνάμεις, ἔχοντας ὡς ὑπηρέτες τούς οὐρανίους νόες, διότι δέν εἰσήχθηκε ἁπλῶς καί μόνο στά ἅγια τῶν ἁγίων, ἀλλά καί κατά κάποιον τρόπο παραλήφθηκε ἀπό τόν Θεό σέ συνοίκησι μέ αὐτόν γιά ὄχι ὀλίγα ἔτη• ὥστε ἔτσι στόν κατάλληλο καιρό ν᾽ ἀνοιχθοῦν οἱ οὐράνιες μονές καί νά δοθοῦν γιά ἀΐδια κατοίκια σέ ὅσους πιστεύουν στήν παράδοξη γέννα της.
14. Ἔτσι λοιπόν καί γι᾽ αὐτούς τούς λόγους ἀπετέθη δικαίως σήμερα στά ἅγια ἄδυτα σάν θησαυρός τοῦ Θεοῦ ἡ κόρη πού ἐξελέγη ἀνάμεσα στούς ἐκλεκτούς ἀπό αἰῶνες, πού ἀναδείχθηκε ἁγία τῶν ἁγίων, πού ἔχει τό σῶμα καθαρώτερο καί θειότερο ἀκόμη καί ἀπό τά διά τῆς ἀρετῆς κεκαθαρμένα πνεύματα, ὥστε νά μή εἶναι δεκτικό μόνο τοῦ τύπου τῶν θείων λόγων, ἀλλά καί τοῦ ἰδίου τοῦ ἐνυποστάτου καί μονογενοῦς Λόγου τοῦ προανάρχου Πατρός· σάν θησαυρός πού ὁ Λόγος θά τόν χρησιμοποιοῦσε στόν καιρό του, ὅπως καί ἔγινε, γιά πλουτισμό καί ὑπερκόσμιο καί συγχρόνως παγκόσμιο κόσμημα.
Κι᾽ ἔτσι καί γι᾽ αὐτόν τόν λόγο δοξάζει τή μητέρα του καί πρίν ἀπό τή γέννησι καί μετά τή γέννησι. Ἐμεῖς δέ, κατανοώντας τή σημασία τῆς σωτηρίας πού μᾶς ἑτοιμάσθηκε δι᾽ αὐτῆς ἀποδίδουμε μέ ὅλη τή δύναμί μας τήν εὐχαριστία καί τόν ὕμνο. Πραγματικά, ἄν ἡ εὐγνώμων γυναῖκα πού ἀναφέρεται στό εὐαγγέλιο, μόλις ἄκουσε γιά λίγο τούς σωτηριώδεις λόγους τοῦ Κυρίου, ἀπέδωσε τόν μακαρισμό καί τήν εὐχαριστία στή μητέρα τούτου, ὑψώνοντας τή φωνή της ἀπό τόν ὄχλο καί λέγοντας πρός τόν Χριστό, «καλότυχη εἶναι ἡ κοιλία πού σ᾽ ἐβάστασε καί οἱ μαστοί πού ἐθήλασες» (Λουκ. 11, 27) ἐμεῖς πού ἔχουμε κοντά μας γραμμένα ὅλα τά λόγια τῆς αἰώνιας ζωῆς, καί ὄχι μόνο τά λόγια, ἀλλά καί τά θαύματα καί τά παθήματα καί τήν δι᾽ αὐτῶν ἔγερσι τῆς φύσεως μας ἀπό τούς νεκρούς καί ἀνάληψί της ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό, καί τήν δι᾽ αὐτῶν ἐπηγγελμένη σ᾽ ἐμᾶς ἀθάνατη ζωή καί ἀμετάτρεπτη σωτηρία, πῶς δέν θ᾽ ἀνυμνήσωμε καί μακαρίσωμε ἀδιαλείπτως τήν μητέρα τοῦ χορηγοῦ τῆς σωτηρίας, τοῦ δοτῆρος τῆς ζωῆς, ἑορτάζοντας τώρα καί τήν σύλληψι αὐτῆς καί τήν γέννησι καί τήν μετοίκησι στά ἅγια τῶν ἁγίων;
15. Ἀλλά ἄς μετοικίσωμε κι᾽ ἐμεῖς τούς ἑαυτούς μας, ἀδελφοί, ἀπό τή γῆ στά ἄνω· ἄς μεταφερθοῦμε ἀπό τήν σάρκα ἐπάνω στό πνεῦμα· ἄς μεταθέσωμε τόν πόθο ἀπό τά πρόσκαιρα στά μόνιμα· ἄς καταφρονήσωμε τίς σαρκικές ἡδονές, πού ἔχουν εὑρεθῆ ὡς δέλεαρ κατά τῆς ψυχῆς καί παρέρχονται γρήγορα· ἄς ἐπιθυμήσωμε τά πνευματικά χαρίσματα πού μένουν ἄφθαρτα· ἄς ὑψώσωμε ἀπό τήν κάτω τύρβη τή στάσι καί τήν διάνοιά μας· ἄς τήν ἀνεβάσωμε στά οὐράνια ἄδυτα, ἐκεῖνα τά ἅγια τῶν ἁγίων, ὅπου τώρα κατοικεῖ ἡ Θεοτόκος.
16. Διότι ἔτσι θά εἰσέλθουν σ᾽ αὐτήν ἐπωφελῶς γιά μᾶς μέ θεάρεστη παρρησία καί τά ἄσματά μας καί οἱ δεήσεις μας πρός αὐτήν κι ἔτσι ἐκτός ἀπό τά παρόντα μέ τή μεσιτεία της θά γίνωμε κληρονόμοι καί τῶν μελλόντων καί μενόντων ἀγαθῶν, μέ τή χάρι καί φιλανθρωπία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας πού ἐγεννήθηκε ἀπό αὐτήν γιά μᾶς, στόν ὁποῖο πρέπει δόξα, τιμή καί προσκύνησις, μαζί μέ τόν ἄναρχο Πατέρα του καί τό συναΐδιο καί ζωοποιό Πνεῦμα, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.