ΙΕΡΕΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Δος μου κι εμένα άνεση, Παναγιά μου,
πριν ν’ απέλθω και πλέον δεν θα υπάρχω.(Αλεξ. Παπαδ.)

Τρίτη, Αυγούστου 28, 2018

Οραματίζομαι το αγγελικό εκείνο πρόσωπο...

Ὁραματίζομαι τό ἀγγελικό ἐκεῖνο πρόσωπο πού ἔδυσαν τά μάτια του σάν δύο ἥλιοι λαμπεροί καί πού μέσα σ’ αὐτά εἶχε ἀποτυπωθεῖ ὅλη ἡ ψυχική του ὀμορφιά.
Χωρίς τήν πρόσκαιρη καί ἐπίγεια τούτη πνοή, ἀλλά γεμάτο ἀπό τήν μοσχομύριστη εὐωδιά τῆς θείας Χάρης.
Ἀσπάζομαι τά ἱερά ἐκεῖνα χέρια, πού ἁμαρτία δέν ἀγγίξανε καί πού μέ τό δάκτυλό τους ἔδειξαν στούς ἀνθρώπους τόν Χριστό, πού σήκωσε ἐπάνω Του τήν ἁμαρτία ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου.

Προσκυνῶ ἐκεῖνα τά ὡραῖα πόδια, πού εὐαγγελίστηκαν τά ἀγαθά στούς ἀνθρώπους καί μέ τά ὁποῖα προετοιμάστηκε ἡ ὁδός τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου. Φέρτε νά προσκυνήσω καί τήν τίμια ἁλυσίδα μέ τήν ὁποῖα δέθηκε ὁ πιό πολύτιμος καί ἀγγελόμορφος ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους.
Φέρτε καί τή σεβάσμια πιατέλα ὅπου τοποθετήθηκε ἡ πολυσέβαστη καί ἀπό ὅλα τά χρυσάφια ἀκριβότερη Κεφαλή. Ἀκόμα ἄν ἔβρισκα δέν θά ἄφηνα ἀπροσκύνητο τό φονικό μαχαίρι πού μπήχθηκε στόν ἱερό τράχηλο, οὔτε θά δίσταζα νά καταφιλήσω τό χῶμα ὅπου φρουρήθηκε ὁ θησαυρός, μέ τή βεβαιότητα, ὅτι καί αὐτό θά μοῦ μετέδιδε θεία Χάρη.
Μακαριστέ τάφε καί χαρμόσυνη ταφόπετρα, πού σκέπασες τό τρισμακάριστο ἐκεῖνο σκήνωμα καί τύλιξες μέσα σου τό πολυτιμώτερο ἀπό σωρούς σμαράγδια καί μαργαριτάρια σῶμα.
Ἐκεῖ λοιπόν βρισκόταν ὁρατά ἡ συντροφιά τῶν μαθητῶν καί ἀόρατα πλήθη ἀγγέλων, εὐφημώντας, δοξάζοντας, ὑψώνοντας στόν οὐρανό καί μεταφέροντας στήν ἀτελείωτη χαρά αὐτόν πού ἔζησε σάν ἔνσαρκος ἄγγελος καί προανάγγειλε τό Μεσσία. Αὐτόν πού ὑπῆρξε γνήσιος φίλος τοῦ Κυρίου, πού ὁδήγησε στόν οὐράνιο Νυμφίο τήν Ἐκκλησία, τό ἄσβηστο λυχνάρι τοῦ ἀνεκφράστου φωτός, τή ζωντανή φωνή τοῦ Θεοῦ Λόγου, τόν ἀνώτερο ἀπ’ τούς προφῆτες, τόν μεγαλύτερο ἀπ’ ὅσους γέννησε ποτέ γυναίκα.

Aπό το Εγκώμιον στην αποτομή της τιμίας κεφαλής του Προδρόμου, του οσίου πατέρα μας Θεοδωρου του Στουδίτου

Σάββατο, Αυγούστου 25, 2018

Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού Ομιλία εις την παραβολήν του Αμπελώνος και εις την ξηρανθείσαν συκήν


Με παρακινεί προς λόγον ο ενυπόστατος Λόγος του Θεού και Πατρός, ο οποίος δεν απεχωρίσθη από τους κόλπους τού Πατρός και με τρόπον ανέκφραστον εκυοφορήθη στην μήτραν της Παρθένου΄ αυτός μολονότι έγινε προς χάριν μου ωσάν εμένα, είναι απαθής ως προς την Θεότητα, και περιεβλήθη σώμα ομοιοπαθές με το ιδικόν μου΄ αυτός που επιβαίνει σε άρματα Χερουβικά και ανέβη σε πώλον όνου, ο βασιλεύς της δόξης, αυτός που επευφημείται από τα Σεραφίμ ως άγιος μαζί με τον Πατέρα και το Πνεύμα, αποδέχεται τα ψελλίσματα των παιδιών από την άκακο γλώσσα τους. Αυτός, ενώ είναι Θεός, έλαβε την μορφή του δούλου και διατηρεί αυτήν την μορφή του δούλου στο διηνεκές΄ ως Θεός είναι άϋλος και αόρατος, αλλά εδέχθη να λάβη σώμα ορατόν και ψηλαφητόν΄ ήλθεν εκουσίως προς το Πάθος, για να μας χαρίση την απάθειαν. Διότι επειδή είδε το πλάσμα των χειρών του, τον άνθρωπο, τον οποίον έπλασε κατ’ εικόνα και ομοίωσί του, να έχη δελεασθή από την απάτη του όφεως, να έχη παραβή την εντολήν του, να είναι υποδουλωμένος στην φθορά και υπεύθυνος για τον θάνατο, δεν άντεξε ο φύσει συμπαθής την στέρησι του ποθουμένου, αλλά με πολλούς τρόπους τον εκάλεσε προς επιστροφήν και μετάνοιαν. Τον επαίδευσε ως δούλον αχάριστον, ως νηπιόφρονα «πολυμερώς και πολυτρόπως» και εμηχανεύθη κάθε τρόπον, ώστε να αποτινάξη την δουλείαν τού τυράννου και να επανέλθη στον Πλαστουργόν του. Αλλ’ ήταν αδύνατον να επιστρέψη, αφού μια για πάντα είχεν υποδουλωθή πλήρως στην αμαρτία και την είχε συζευχθή με την προαίρεσί του. Γι’ αυτό ακριβώς ο υπεράγαθος Δεσπότης, αναλαμβάνει την φύσι μας, επειδή είδεν ότι είχεν εξασθενήσει.
Βλέποντας δηλαδή τον άνθρωπο να απειθή στις εντολές και τα σωτήρια προστάγματα, τί λέγει; Πρέπει να παιδαγωγήση με έργα αυτόν που ευρίσκεται σε άγνοια. Πρέπει να τον χειραγωγήση στις αρετές, ώστε να τις συνηθίση και να τις επιτελή μόνος του. Πρέπει να γίνω ορατός και έτσι να θεραπεύσω τον ασθενή. Πρέπει να επαναφέρω κοντά μου το πλανώμενον πρόβατον και να το οδηγήσω προς την αρχικήν του διαμονή στον Παράδεισο. Πώς όμως θα τον επιστρέψω αν δεν με ιδή; Πώς θα οδηγήσω αυτό που δεν παρακολουθεί τα βήματά μου;
Γι’ αυτό έγινεν άνθρωπος, για να διδάξη εμπράκτως με αυτά που έπραξε και έπαθε αυτόν που το αγνοούσε, με ποίον τρόπον να εργάζεται την αρετήν΄ ώστε βλέποντάς τον να κατεβαίνη κατ’ οικονομίαν προς χάριν μας από τις πατρικές αγκάλες στην γη, να έλθωμε και εμείς με την προαίρεσί μας από την μητέρα μας γη προς αυτόν΄ εφανέρωσε έτσι τον υπερβολικόν πλούτον της προς εμάς αγάπης του. Διότι κανείς δεν ημπορεί να δείξη μεγαλυτέραν αγάπην από αυτόν που θυσιάζει «την ψυχήν του υπέρ των φίλων αυτού». Πώς όμως θα δείξη την αγάπη του, αυτός που δεν έχει ψυχή; Γι’ αυτό αναλαμβάνει σάρκα, για να «οφθή επί γης και τοις ανθρώποις συναναστραφή». Γι’ αυτό αναλαμβάνει ψυχή, για να την θυσιάση υπέρ των φίλων του. Και φίλους εννοώ όχι αυτούς που τον αγαπούν, αλλά αυτούς που εκείνος ποθεί. Διότι εμείς τον εμισήσαμε, τον απαρνηθήκαμε και γίναμε δούλοι σε άλλον. Αυτός όμως έμεινε σταθερός, έχοντας αμετάβλητον την προς ημάς αγάπην του. Γι’ αυτό και έτρεξε κοντά μας. Ήλθε σ’ αυτούς που τον εμισούσαν. Κατεδίωξε αυτούς που απεμακρύνοντο, και όταν τους έφθασε δεν τους ήλεγξε με σκληρότητα, δεν τους επανέφερε κοντά του με μαστίγιον, αλλά έπραξε σαν ένας άριστος ιατρός που ενώ υβρίζεται, εμπτύεται και ραπίζεται από κάποιον μανιακόν, του προσφέρει τις θεραπευτικές του υπηρεσίες. Προσέφερε στην φύσι της ανθρωπότητος την πλέον αποτελεσματικήν θεραπεία, το δραστικώτερον και παντοδύναμον φάρμακο, την ιδία την θεότητά του. Αυτή ανέδειξε το ασθενικόν μας σαρκίον δυνατώτερον από τις αόρατες δυνάμεις. Όπως δηλαδή ο σίδηρος είναι απλησίαστος όταν ενωθή με την φωτιάν, έτσι και το χόρτο της ιδικής μας φύσεως επειδή ηνώθη με το πυρ της θεότητος έγινε απλησίαστον από τον διάβολο. Και επειδή «τα εναντία των εναντίων ιάματα», κάθε πάθος δηλαδή θεραπεύεται με το αντίθετό του, καθώς λέγουν οι μαθηταί των ιατρών, καταβάλλει και ο Θεός «τα ενάντια δια των εναντίων»: Την ηδονή με τις οδύνες, την υπερηφάνεια με την ταπείνωσι. Διότι όχι μόνον εταπείνωσε τον εαυτό του με το να γίνη άνθρωπος ενώ κατείχε τον πλούτον της Θεότητος, αλλά και ως άνθρωπος έζησε με ταπείνωσι.
Πράγματι: ποίος από τους ανθρώπους υπήρξε τόσον ταπεινός; Διότι «ούκ έχει πού τήν κεφαλήν κλίναι». Δεν είχεν υποζύγιον, ούτε δεύτερον υποκάμισον, ούτε άλλον χιτώνα. «Λοιδορούμενος ούκ αντελοιδόρει, πάσχων ούκ ηπείλει». «Ως αρνίον άκακον ήγετο (ωδηγείτο) του θύεσθαι, ούκ ερίζων, ουδέ κραυγάζων»΄ τον ερράπιζαν και έδιδε προθύμως την σιαγόνα σ’ αυτόν που τον εκτυπούσε΄ «ούκ απέστρεφε το πρόσωπόν του από αισχύνης εμπτυσμάτων». Ενώ τον αποκαλούσαν Σαμαρείτη και δαιμονισμένον και τον κατεδίωκαν, αυτός τα υπέμενε, ώστε να ακολουθήσωμε κι εμείς τα βήματά του. Όλα αυτά τα επιτελούσε με την ευδοκίαν τού Πατρός. Επειδή δηλαδή είναι Υιός ιδικός του μονογενής και ομοούσιος, μας εγνώρισε την αγάπην του Πατρός. Διότι τόσον πολύ μας ηγάπησεν ο Θεός και Πατήρ, ώστε έδωσε τον μονογενή Υιόν του ως λύτρον υπέρ ημών. Ω αγάπη ανυπέρβλητος! Τον Υιόν του τον μονογενή έδωσε, τον συμβασιλέα του, προς χάριν δούλων παρηκόων, προς χάριν των εχθρών που τον εβλασφημούσαν, ελάτρευαν τον νοητόν εχθρό και αυτόν ανεκήρυτταν Θεόν. Ω βάθος πλούτου της αγαθότητος του Θεού! Δεν προέβαλε αντίστασιν όμως ο μονογενής Υιός, δεν ηθέτησε την πατρικήν βουλή. Διότι αυτός ο ίδιος ήταν η βουλή και η θέλησις του Πατρός. Γι’ αυτό λοιπόν, επειδή ήταν κοινωνός και μέτοχος της φύσεως εκείνου (μία είναι η φύσις του Πατρός και του Υιού), υπηρετεί το θέλημα του Πατρός σαν ιδικό του και γίνεται άνθρωπος, και γίνεται υπήκοος στον Πατέρα μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού, θεραπεύοντας έτσι την ιδική μας παρακοήν. Επείγεται λοιπόν προς το Πάθος και βιάζεται να πιή το ποτήριον του θανάτου, το σωτήριον για όλον τον κόσμο. Έρχεται πεινασμένος για την σωτηρίαν της ανθρωπίνης φύσεως και δεν ευρίσκει σ’ αυτήν καρπόν΄ διότι αυτήν υποδηλώνει παραβολικώς το δένδρον της συκής… Σ’ αυτήν την συκήν, την φύσι της ανθρωπότητος, ήλθεν ο Σωτήρ οδηγούμενος από την πείνα του΄ και ζητούσε από αυτήν τον γλυκύτατον καρπόν, δηλαδή την γλυκυτάτη για τον Θεόν αρετήν, που είναι η προϋπόθεσις της σωτηρίας. Δεν ευρήκε όμως καρπόν, αλλά μόνον φύλλα, την τραχυτάτην και μοχθηροτάτην αμαρτίαν και τα κακά που φυτρώνουν από αυτήν. Γι’ αυτό την επιτιμά λέγοντας «ούκ έτι εκ σου καρπός ελεύσεται». Διότι η σωτηρία δεν θα προέλθη από άνθρωπον, ούτε η αρετή προέρχεται από ανθρωπίνην δύναμι. Εγώ θα πραγματοποιήσω την σωτηρίαν, χαρίζοντας δια του πάθους μου την ανάστασι΄ σας απαλλάσω δωρεάν από την τόσο σκληρά ζωήν. Πράγμα που βεβαίως έκαμε.
Έπειτα, ολοκληρώνοντας εμπράκτως την παραβολήν, εισέρχεται στον ναόν, επισκεπτόμενος τον πατρικόν οίκον, και ευρίσκει εκεί τους κακούς γεωργούς, τους αρχιερείς, οι οποίοι εκάθισαν μεν στον θρόνον του Μωϋσέως, απεδείχθησαν όμως λύκοι με ένδυμα προβάτου΄ αυτοί ομοιάζουν με την άκαρπον συκήν, επειδή δεν έχουν τον γλυκύτατον καρπόν, αλλά μόνο την τραχύτητα των φύλλων. Πρόσεχε λοιπόν την τραχύτητα της γλώσσης τους: «Εν ποία εξουσία ταύτα ποιείς; Και τις σοι έδωκε την εξουσίαν ταύτην»; Βλέπεις ακαρπίαν ψυχής και απιστίας; Αντί να ειπούν «εύγε, διδάσκαλε αγαθέ, που ανέστησες τον Λάζαρο νεκρόν τετραήμερον, που εδίδαξες τους χωλούς να βαδίζουν σωστά, που εδώρησες στους τυφλούς την δύναμη της οράσεως, που εθεράπευσες τους παραλυτικούς και μας απήλλαξες από όλες τις ασθένειες, που εξεδίωξες τους δαίμονες, που διδάσκεις την οδό τής σωτηρίας, αυτοί λέγουν «εν ποία εξουσία ταύτα ποιείς;» Ω αχάριστοι! Και αν σας ειπή θα πιστεύσετε; Αφού στον Ιωάννην, προς τον οποίον ετρέχατε σαν ρεύμα ποταμού και εξομολογούμενοι τις αμαρτίες σας εθεωρούσατε ότι ελαμβάνατε το βάπτισμα, δεν επιστεύσατε, θα πιστεύσετε τώρα αν σας ειπώ εγώ;
Ω γενεά πονηρά και άπιστος! Σεις είσθε οι πονηροί γεωργοί, οι οποίοι κατατρώγετε τον αμπελώνα του Κυρίου Σαβαώθ. Ποίον από τους Προφήτες δεν εφονεύσατε; Σας έστειλεν ο Πατήρ τους δούλους μου τους Προφήτες, για να σας ζητήσουν τον καρπόν του αμπελώνος. Εξερρίζωσα τον αμπελώνα μου από την Αίγυπτο, χρησιμοποιώντας τον Μωϋσή, και τον εφύτευσα σε γόνιμον γην, αφού εξέβαλα τα έθνη που την εκατοικούσαν και σας την εκληροδότησα, συμφώνως με τους κανόνες της κληροδοσίας. Εφύτευσα τις ρίζες του με τον νόμο και τον λόγο των Προφητών και γέμισε όλη την γη΄ τα κλήματά του έφθασαν έως την θάλασσαν και οι παραφυάδες του κατέλαβαν τους ποταμούς των εθνών. Εσείς όμως κατηδαφίσατε τον φράκτη του, την βοήθεια του νόμου, και τώρα τον τριγούν οι δαίμονες που βαδίζουν στην οδό της ζωής, αφού τον ευρίσκουν αφύλακτον΄ ο ληστής, ο αγροιόχοιρος του δάσους τον ελεηλάτησε και τον κατέφαγε το άγριο μοναχικό θηρίο.
Αυτού του καλού αμπελώνος που είχα φυτεύσει, του καρποφόρου και αληθινού, σας εζητήθη ο καρπός από τους δούλους μου, τους Προφήτες, και σεις άλλον τον ερραπίσατε, άλλον τον κατεδικάσατε σε λάκκο γεμάτο βούρκο, και άλλον τον ελιθοβολήσατε. Ιδού λοιπόν, ήλθα εγώ ο Ίδιος ο Υιός και κληρονόμος: σεβασθήτε την ιδιότητα του Υιού, εντραπήτε το αξίωμά μου, το ότι έχω μίαν και την αυτήν φύσι με τον Πατέρα. «Εγώ εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν εμοί» και όμως κατήλθα κοντά σας. Ευσπλαγχνίζομαι τον αμπελώνα μου. Αν και κατέβηκα στη γην, ωστόσο παραμένω στην αυλή του Πατρός μου. Αποδώσετέ μου τον καρπόν του αμπελώνος μου. Αλλά όντως, εσείς σαν κακοί γεωργοί θα ολοκληρώσετε το έργο των πατέρων σας. Εκείνοι έγιναν προφητοκτόνοι, σεις θα γίνετε θεοκτόνοι. Διότι στην κακίαν είσθε γενναιόδωροι. Εγώ είμαι ο κληρονόμος, ο λίθος ο ακρωγωνιαίος΄ αν και σεις θα με απορρίψετε, θα συντριβήτε, ενώ εγώ θα συνενώσω τους δύο λαούς, τα διεστώτα, τα επίγεια με τα επουράνια. Με εμένα οι άγγελοι και οι άνθρωποι θα γίνουν μία Εκκλησία, και ενώ είσθε εχθροί με τον Πατέρα μου, θα συμφιλιωθήτε μαζί του. Θα σας ειρηνεύσω και θα κάμω σπονδές ειρήνης το αίμα μου, που θα χυθή για την σωτηρίαν του κόσμου.
Ενώ υπαινίσσετο αυτά με παραβολές, δεν τους έπειθε. Διότι προετίμησαν να κλείσουν τους οφθαλμούς τους, ώστε να μη βλέπουν και τα ώτα τους, ώστε να μην ακούν. Γι’ αυτό δεν ανέτειλε γι’ αυτούς το φως του Ευαγγελίου. Ω παράλογος πώρωσις των ανιέρων ιερέων! Οι ίδιοι κατεδίκαζαν τους εαυτούς των, μη γνωρίζοντας τι λέγουν. Πράγματι οι ίδιοι υπέγραψαν την καταδίκη τους. Διότι όταν ηρωτήθησαν «τί ποιήσει τοις γεωργοίς εκείνοις», χωρίς να το θέλουν απεκρίθησαν αληθώς: «Κακούς, κακώς απολέσει αυτούς». Είναι όντως δίκαιον να πάσχη όποιος έγινε κακός με την ιδική του προαίρεσι. «Τον δε αμπελώνα εκδώσεται άλλοις γεωργοίς, οίτινες αποδώσουσι τον καρπόν εν καιρώ». Ως ιερείς που ήσαν και είχαν το αξίωμα της ιερωσύνης, προφητεύουν και χωρίς να γνωρίζουν τα αληθινά. Πράγματι ο αμπελώνας, ο λαός του Κυρίου, παρεχωρήθη στους γεωργούς εκείνους, οι οποίοι απέδωσαν στον Δεσπότην άφθονον και πλούσιον καρπόν. «Εις γαρ πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος αυτών, και εις τα πέρατα της οικουμένης τα ρήματα αυτών». «Ως ωραίοι οι πόδες των ευαγγελιζομένων τα αγαθά». Αυτοί επήγαιναν ως πρόβατα μεταξύ των λύκων και μετέβαλαν τους λύκους σε πρόβατα΄ τους εθνικούς δηλαδή οι οποίοι στην αρχή τους κατεδίωκαν, τους μετέτρεψαν σε πρόβατα Χριστού και εδημιούργησαν «τω Κυρίω λαόν περιούσιον (εκλεκτόν), ζηλωτήν καλών έργων».
Ελάτε λοιπόν, αδελφοί, όσοι ελάβαμε το όνομα της πίστεως, όσοι έχουμε αξιωθή να ονομαζώμεθα λαός του Χριστού, ας μην αθετήσωμε την κλήσι μας, ας μη καταρυπώσωμε την πίστι με άτοπα έργα. Δεν αρκεί μόνο να ονομαζώμεθα πιστοί, αλλά ας δείξωμε την πίστι μας με έργα. Ένας πατέρας είχε, λέγει, δύο υιούς, και είπε στον ένα «πορεύου, εργάζου εις τον αμπελώνα» και εκείνος υπεσχέθη μεν, αλλά δεν εξεπλήρωσε την υπόσχεσι. Έπειτα λέγει και προς τον άλλον το ίδιο. Εκείνος ηρνήθη μεν με τα λόγια, εξετέλεσε όμως την προσταγή. Και έτσι ο μεν πρώτος κατηγορείτε, ενώ ο δεύτερος επαινείται. Και εμείς λοιπόν ας ενθυμηθούμε ποίον αποτασσόμεθα και με ποίον συντασσόμεθα στο βάπτισμα. Αποταχθήκαμε τον διάβολον και τους αγγέλους αυτού και κάθε τρόπον προσκυνήσεώς του΄ ας τηρήσωμε την αποταγήν αυτήν, ας μη επιστρέψωμεν όπως ο σκύλος στον εμετόν μας. Έργα του διαβόλου είναι: μοιχείες, πορνείες, ακαθαρσίες, φθόνοι, έριδες, φιλονεικίες, υποκρίσεις, υποκρισίες, καταλαλιές, ειρωνείες, θυμοί, μνησικακίες, κατακρίσεις, βλασφημίες, επωδές, επιλαλιές. Τα σημάδια της απιστίας είναι: ασπλαγχνίες, προσκολλήσεις στα κτίσματα, φιληδονίες, φιλαργυρίες, διασκεδάσεις και μέθες. Η πομπή του διαβόλου είναι: υπερηφάνειες, κενοδοξίες, η οίησις, έπαρσις, αλαζονεία, επίδειξις, ο καλλωπισμός του σώματος. Αφού αρνηθούμε κάθε σχέσι με όλα αυτά, σύμφώνα με την υπόσχεσι που εδώσαμε στον Χριστόν, ας ποθήσωμε τις αντίθετες προς αυτά αρετές΄ την αγνείαν, την σωφροσύνην, την πτωχείαν, την υπομονήν, την ειρήνην, την αγάπην, την συμπάθειαν, την ελεημοσύνην, την προσφορά σ’ αυτούς που έχουν ανάγκην, την σεμνήν εμφάνισι, την συστολή και το κόσμιον βάδισμα, τον αληθινόν λόγον, την ταπείνωσι και επάνω απ’ όλα τον ονειδισμόν του Χριστού, ώστε γινόμενοι κοινωνοί των παθημάτων του, να συμμετάσχωμε και στην δόξαν του, προσφερόμενοι στον Θεόν και Πατέρα θυσία ζωντανή και άμωμο, στην Εκκλησίαν των πρωτοτόκων, όπου είναι η κατοικία των ευφραινομένων.

από alopsis 

Δευτέρα, Αυγούστου 20, 2018

Αλεξ. Παπαδιαμάντη: Η Πεποικιλμένη

Πλατυτέρα,παναγία κεχριά, σκιάθος


Εἶχα τάξιμο νά ὑπάγω στήν Κεχριάν, νά ψάλλω τό "Πεποικιλμένη", εἰς τά Ἐνιάμερα, τήν 23 Αὐγούστου. Ἀπό δέκα χρόνων δέν εἶχα ἐπισκεφθῆ τήν Παναγίαν τήν Κεχριάν. Δέκα χρόνια εἶχα ν' ἀσπασθῶ τήν σεβασμίαν παλαιάν Εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως, ὁπού εἶναι ζωγραφισμένοι, ἐπάνω εἰς δύο ὑπερῶα, ἔνθεν καί ἔνθεν, ὁ ἱερός Κοσμᾶς, (αὐτός ὁ θεσπέσιος ποιητής τῆς Πεποικιλμένης) ὁ θεῖος Δαμασκηνός, τείνοντες δύο τόμους κάτω πρός τήν σύνθεσιν τῆς Εἰκόνος, ἐφ' ὧν εἶναι γεγραμμένα δύο τροπάρια, τὸ "Γυναῖκά σε θνητήν, ἀλλ' ὑπερφυῶς καί Μητέρα Θεοῦ" καί τὸ "Ἀξίως ὡς ἔμψυχόν σε οὐρανόν ὑπεδέξαντο...". Καί δέν εἶχα ἀγναντέψει οὔτε μακρόθεν τόν περικαλλῆ θόλον τοῦ σεμνοῦ ναΐσκου, ὁποὺ ἀστράπτει εἰς τόν ἥλιον ὅλος πεποικιλμένος ἀπό τά ὡραῖα παλαιὰ πινάκια, τά ἐγκολλημένα εἰς τό κτήριον ὡς ὄστρακα μαργαριτοφόρα.
Καὶ παρημέλησα τὸ τάξιμόν μου, καὶ δὲν ἀποφάσιζα νὰ ὑπάγω. Ἐνύκτωσε, κι ἐκαθόμουν ἔξωθεν τοῦ μαγαζίου τοῦ ἀγαπητοῦ νεαροῦ φίλου μου, τοῦ Κωστῆ τοῦ Τσαμασφύρου, πολλὰ ρεμβάζων, καὶ οὐδὲν σκεπτόμενος. Ὁ Κωστάκης μοῦ ἔφερε ποτήριον ρακίου, νὰ μὲ κεράσῃ καὶ μοῦ εἶπε:
- Δὲν πῆγες, μπαρμπ'-Ἀλέξανδρε, στὴν Παναγία τὴν Κεχριά; Ἐγὼ θὰ πάω.
- Τώρα ποὺ νύκτωσε; Τί λές!
- Ἔχει φεγγαράκι.
Ἔπια, κι ἐπανῆλθε στὸ μαγαζί του κρατῶν τὸν δίσκον. Μόλις αὐτὸς εἰσῆλθε, καὶ πάραυτα εἰσώρμησα μέχρι τοῦ κυλικείου, ὅπου ἀπέθετε τὸν δίσκον μὲ τὰ ποτά.
- Θὰ πᾶς σίγουρα, Κωσταντή;... Πῶς σοῦ ἦρθε;... ἔχεις συντροφιά;
- Ἔχω, ἂν δὲν μὲ γελάσει.
- Ποιόν;
- Τὸν Ἀργύρη τὸν Τσαλαβούτη.
Ἔτρεξα ἔξω. Ἐπῆγα εἰς ἓν ὑποδηματοποιεῖον, δύο ἢ τρεῖς πόρτες παρέκει, διά να εὕρω τὸν μικρὸν ἀνεψιόν μου τὸν Διαμαντήν, ἐργαζόμενον ὡς κάλφαν εἰς τὴν τέχνην αὐτήν. Δυστυχῶς τὸ ὑποδηματοποιεῖον εἶχε κλείσει. Ἐπλησίαζεν ὀγδόη ὥρα, δύο ὧρες νύκτα.
Ἐπέστρεψα πρὸς τοῦ Τσαμασφύρου.
- Κωνσταντή, δὲν ηὗρα τὸν ἀνεψιό μου. Ὁ μάστορής του ἔκλεισεν ἀπὸ νωρίς. Ἤθελα νὰ τοῦ πῶ νὰ πῇ χαμπάρι στὸ σπίτι. Δὲν συμφέρει νὰ πάω ὁ ἴδιος ἐκεῖ. Θὰ φωνάζουν οἱ ἀδερφές μου. "Ποῦ θὰ πᾶς τέτοιαν ὥρα;" καὶ τὰ λοιπά. Μιζέριες γυναικῶν... Ἀκοῦς νὰ σοῦ πῶ;
- Λέγε.
- Ἀναλαμβάνεις νὰ στείλῃς εἴδησιν στὸ σπίτι μου, διὰ νὰ μὴ μὲ γυρεύουν καὶ ἀνησυχοῦν ὅλη νύχτα; Στεῖλε ἕναν, ὅποιον βρεῖς, ἢ ἕνα παιδί... ἢ ἕνα πουλί.
- Καλά
- Μὴν ξεχάσεις.
- Ὄχι.
- Ἐγώ θὰ πάω πεζός καὶ μοναχός μου. Ἐσὺ ἔλα μὲ τ' ἄλογό σου, καὶ μὲ τὴν παρέα σου.
- Θὰ πάρεις καὶ κουμπάνια;
- Θὰ πάρω.
- Σὲ περιμένω στὸν Ἅι-Λιά. Ἐκεῖ θὰ σμίξουμε.
- Καλά.
Ὁ Κωστής, ὁ νεαρὸς φίλος μου, μοῦ εἶχε κάμει ἀληθῆ ὑποβολήν, ἂν ὄχι ὑπόμνησιν τοῦ ταξίματός μου. Δὲν ἐκρατούμην, κι ἐκίνησα πάραυτα. Τὸ φεγγάρι ἦτο ἐννέα ἢ δέκα ἡμερῶν. Ἐλογάριαζα μιᾶς ὥρας συνάντησιν καὶ διατριβὴν μετὰ προχείρου δείπνου εἰς τὴν τοποθεσίαν αὐτήν, καὶ τριῶν τετάρτων περίπου κατήφορον ἕως τήν Παναγίαν. Ἡ σελήνη θὰ μᾶς ἔφεγγεν ἀκριβῶς ἕως νὰ φθάσωμεν εἰς τὸ τέρμα.
Ἐπῆρα τὸν ἀνήφορον, βαδίζων τὸν φράχτην-φράχτην ἐν μέσῳ ἀμπέλων καὶ ἐλαιώνων, ἀνέβην εἰς τὸ Κοτρωνάκι, εἰς τοὺς "Σακαλάρους", ἔφθασα εἰς τοῦ Βαραντᾶ τὸ ρέμα, ὅπου "ἐκρότιζεν" ὁ τόπος, ἀλλ' ἐγὼ δὲν ἐκροτιζόμην: δὲν εἶχα εἰς τὸν νοῦν μου στοιχειὰ καὶ φαντάσματα, ἀλλὰ προαπήλαυα τὸ "Πεποικιλμένη". Διέσχισαπέρα-πέρα τὸ ρέμα, εμβῆκα εἰς τὸν Μεγάλον Ἀνήφορον, στὸ Μεροβίλι, καὶ τέλος, μὲ πολὺ ἆσθμα καὶ ἱδρῶτα, ἔφθασα εἰς τὸν Ἅϊ-Λιά. Ἀντικρὺ εἰς τὸ πελώριον κτήριον, τὸ κελλὶ τοῦ παπα-Ἱερεμία, δύο ἢ τρία σκυλιὰ μ' ἐγαύγισαν, ἀλλ' ὅταν ἐπάτησα ἐπὶ τοῦ ὀροπεδίου, ὁποὺ εἶναι ὁ ναΐσκος τοῦ Προφήτου, παραδόξως ἐσιώπησαν κι ἐκρύβησαν εἰς δύο ἢ τρεῖς καλύβας, ὁποὺ ἐφαίνοντο ἀνάμεσα εἰς τοὺς κήπους.
Ψυχὴν δὲν εἶχα συναντήσει. Γλυκὸς ζέφυρος ἐφύσα εἰς τοὺς πελωρίους πλατάνους, τριγύρω εἰς τὴν μεγάλην δίκρουνον βρύσιν, ὁποὺ ἐκελάρυζε τὰ νερά της στ' αὐλάκια, τὸ ρέμα-ρέμα, τὸν κατήφορον. Ἔκαμα τὸν σταυρόν μου, ἔξωθεν τοῦ παραθύρου, εἰς τὸ γλυκὺ φῶς τῶν κανδηλίων, ὁποὺ ἔφεγγον ἐμπρὸς εἰς τὸν Χριστὸν καὶ τὴν Παναγίαν, καὶ τὸν Πρόδρομον, καὶ τὸν Προφήτην Ἠλίαν μὲ τὴν μάχαιραν καὶ μὲ τὴν μηλωτήν. Ἔψαλα "Ὁ ἔνσαρκος Ἄγγελος". Ἐκάθισα ἐπί τῆς πεζούλας. Ἀγνάντευα, εἰς τό μελαγχολικόν φῶς τῆς σελήνης, τό χωρίον μας κάτασπρον, κτισμένον ἐπί δύο λόφων καί μεσαζούσης κοιλάδος, παραθαλάσσιον, καί τόν λιμένα τόν τρίκολπον μέ τά τρυφερά κηπάκια, ὁπού φαίνονται ὡς νά "ἐγκαινίζωνται" εἰς τα φωσφορίζοντα νερά.
Μετὰ τέταρτον ὥρας ἤκουσα κρότον καὶ βάδισμα ἀλόγου. Ἐσηκώθην. Ἤρχετο ὁ Κωσταντής.
- Ἐδῶ εἶσαι, μπαρμπ'-Ἀλέξανδρε;
- Ἐδῶ. Μοναχός σου ἦρθες; Ποῦ εἶναι ἡ παρέα σου;
- Μ' ἐγέλασε... Μὴν τὰ ρωτᾶς, μπαρμπ'-Ἀλέξανδρε. Ὅσα τροπάρια ἤξερα... καὶ ξέρω πολλὰ ὀλίγα... ὅλα τὰ εἶπα στὸ δρόμο.
- Γιατί, φοβήθηκες;
- Κρότιζε ὁ τόπος. Ἐσένα δὲ σ' ἔμελε;
- Ὄχι τόσο. Ἀπ' τοῦ Βαραντᾶ ἦρθες;
- Απ' τὸ Πετράλωνο. Ἐσὺ ἀπ' τοῦ Βαραντᾶ;
- Ναί.
- Δὲν ἐφοβήθηκες ἐκεῖ, στὸ ρέμα;
- Δὲν ἔβαλα στὸ νοῦ μου... τίποτε.
Ἐπέζευσεν. Ἐξεφόρτωσε τὸ ζεμπίλι μὲ τὰ τρόφιμα, καὶ τὴν φλάσκαν μὲ τὸ κρασί. Ἔβγαλε ἀπὸ τὸ ζεμπίλι ἓν κηρίον σπαρατσέτο, ἔτριψε πυρεῖον καὶ τὸ ἤναψεν. Ἕως νὰ καθίσωμεν πρὸς τὸ κατώφλιον τῆς μικρᾶς ἐκκλησίας, καὶ νὰ στρώσωμεν τὸ τραπέζι, ᾐσθάνθημεν, ὅτι ὁ Μπαλής, τὸ ἄλογον, ὁποὺ τὸ εἶχε ἀφήσει λυτὸν ὁ Κωνσταντής, μᾶς ἔφυγε. Πρὶν κάμωμεν τὸν σταυρόν μας, ἐσηκώθηκεν ὁ Κωσταντής.
Ἀλλὰ τὸ ὑποζύγιον θὰ ἐπῆγεν ἐκεῖ, πρὸς ἀνατολάς, εἰς τὸ σύσκιον μέρος, ἀνάμεσα εἰς λόχμας καὶ φράχτας καὶ δὲν τὸ ἐβλέπαμεν. Ἀνάγκη νὰ τρέξῃ ὁ Κωνσταντής, διὰ νὰ τὸ ἀνακαλύψῃ κἄπου. Ἀλλὰ θὰ ἦτο μεγαλειτέρα εὐκολία εἷς νὰ κρατῇ τὸ κηρίον, καὶ ἄλλος νὰ ἔχῃ τὰς χεῖρας ἐλευθέρας, διὰ νὰ συλλάβῃ τὸ ζῶον, ἅμα θὰ τὸ εὕρισκεν. Ὁ Κωσταντής ἦτο ὁ μόνος ἁρμόδιος πρὸς τὸ τελευταῖον τοῦτο, ἐγώ εἰς τί ἄλλο θὰ ἐχρησίμευα, εἰμὴ διὰ νὰ κρατῶ τὸ κηρί;
Δυστυχῶς εἶχα βγάλει τὸ ὑπόδημά μου τὸ ἀριστερόν, πρὶν καθίσωμεν εἰς τὸ δεῖπνον, ἐπειδὴ μὲ ἠνώχλει ὁ κάλος κατόπιν τῆς ὁδοιπορίας, κι εὑρέθην μονοπέδιλος τὴν ὥραν ὁπού εἶχε γίνει ἄφαντον τὸ ζῶον. Καὶ ὅμως ἀνάγκη ἦτο νά συμμορφωθῶ. Ἐπῆγα μαζὺ μὲ τὸν Κωσταντὴν πολλὰ βήματα, πέραν τοῦ ἱεροῦ τῆς ἐκκλησίας, μὲ ἓν ὑπόδημα, χωλαίνων καὶ πατῶν ἐπὶ ἀκανθῶν. Εὐτυχῶς ὁ Μπαλὴς δὲν εἶχεν ὑπάγει μακράν, ἦτο διακριτικὸν ἄλογον. Εἶχεν ἀπομακρυνθῆ ἁπλῶς διὰ νὰ βοσκήσῃ, καὶ δὲν εἶχε βάλει κακὸν μὲ τὴν κεφαλήν του.
Ὄταν ἐγυρίσαμεν πίσω, ἐγὼ κρατῶν τὸ κηρίον, ὁ Κωσταντὴς σύρων τὸν Μπαλήν, τὸν ὁποῖον καὶ ἔδεσε προχείρως εἰς τὴν ρίζαν θάμνου ἀντικρύ μας, ὁ Κωστὴς ἐξέχασε ποῦ εἶχε βάλει τὸ μαχαίρι, καθὼς τὸ εἶχε βγάλει ἀπὸ τὸ ζεμπίλι, διὰ νὰ κόψῃ ψωμὶ - καὶ ψωμὶ δὲν ἔκοψε, ἀλλ' ἐτρέξαμεν ἀποτόμως πρὸς ἀνεύρεσιν τοῦ Μπαλῆ. Ὁ Κωστὴς τὸ ἀνεζήτει τώρα εἰς τὸ ζεμπίλι, ἀλλ' εἰς τὸ ζεμπίλι δὲν ἦτο, οὔτε ἐπήδησε μοναχόν του ὀπίσω. ἀφοῦ ἅπαξ τὸ εἶχε βγάλει ἐκεῖθεν. Ἐψάξαμεν πολλὴν ὥραν μὲ τὸ κηρί, τέλος τὸ ηὕραμεν σιμὰ εἰς τὴν βορειοδυτικὴν γωνίαν τοῦ ἐκκλησιδίου, παρὰ τὰς ἀνθοδόχας, ὅπου εὐωδίαζον ἐκεῖ, βασιλικὰ καὶ ρεσμαρὶ καὶ δενδρολίβανα. Ἐφάγομεν τὸν λιτὸν δεῖπνον μας, ἐπίομεν, ἐδευτερώσαμεν, κι ἐτριτώσαμεν μὲ τὴν φλάσκαν.
- Ὅλα καλά, μπαρμπ'-Ἀλέξανδρε. Μὰ ἔλα ποὺ ξέχασα νὰ στείλω χαμπάρι στὸ σπίτι σας...
- Ἀλήθεια;... ἑπόμενον ἦτο. Δὲν πειράζει, Κωσταντή.
Τὴν ἐπαύριον ἔμαθα, ὅτι ἡ ἀδελφή μου ἡ νεωτέρα ἐπῆγε μεσάνυχτα μαζὺ μὲ τὸν ἀνεψιόν μου, μ'ἕνα φανάρι, κι ἐξύπνησε τὴν νεαρὰν γυναῖκα τοῦ Κωσταντῆ, ὁποὺ ἦτο ἔγκυος εἰς τὸν μῆνα της, διὰ νὰ πληροφορηθῇ. Τέλος ἔμαθαν, ὅτι εἶχα ὑπάγει στὸ πανηγύρι, καὶ ἡσύχασαν.
- Σήκω τώρα νὰ πηγαίνουμε. Θὰ εἶναι παραπάνω ἀπὸ δέκα ἡ ὥρα. Τὸ φεγγάρι ὅσον πάει καὶ γέρνει ἐκεῖ κάτω, καὶ θὰ τὰ βροῦμε σκοῦρα τὸν κατήφορον, ἀνάμεσα στὰ ρέματα καὶ στὸν ἐλαιῶνα.
- Πᾶμε μπαρμπ'-Ἀλέξανδρε.
Ἐσηκώθη κι ἐφόρτωσε τὰ πράγματα εἰς τὸ ζῶον. Ἀλλὰ τὴν τελευταίαν στιγμὴν ἀνεζήτει τὸ ψάθινο καπέλο του καὶ δὲν ἐνθυμεῖτο ποῦ τὸ εἶχε πετάξει. Τέλος τὸ ηὕραμεν, τῇ βοηθείᾳ τοῦ κηρίου (ἤ τοῦ Κυρίου).
Ἐγὼ εἶχα φορέσει τὸ ὑπόδημά μου. Ἐσβύσαμεν τὸ κηρί, καὶ τὸ ἔβαλα ἐγὼ στήν τσέπη μου. Ἀνέβημεν τὸν μικρὸν ἀνηφορίσκον ἕως τὸν ζυγὸν τῶν δύο βουνῶν, μεταξὺ τῶν δύο ὑψωμάτων τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου. Ἐκεῖ ἐκατηφορίσαμεν, διὰ νὰ φθάσωμεν εἰς τὴν Κεχριάν.
Τὸ φεγγάρι, ἥμισυ καὶ κάτι, ἔγερνε πρὸς τὸν Ἀραδιάν τὸν δρυμῶνα, κι ἐχαμήλωνεν. Ἀντικρὺ εἰς τὸ Πήλιο, ἔμελλε νὰ κρυφθῇ μετὰ μίαν ὥραν τὸ πολύ, ἀλλὰ πρὶν νὰ κρυφθῇ, θὰ ἔχανε σχεδὸν τὸ φέγγος του, ὅσον θὰ ἐκοντοζύγωνεν εἰς τὸ μέγα βουνόν. Αἱ δρύες τοῦ Ἀραδιᾶ ἐφαίνοντο ως νὰ ἔρριπτον τὴν σκιάν των πρὸς τὸν οὐρανόν, καὶ τὸ φεγγάρι ἐθόλωνεν, ἐθόλωνεν.
Ἐγὼ εἶχα τὴν ἰδέαν ὅτι ὁ Κωστὴς θὰ ἤξευρε καλλίτερ' ἀπὸ ἐμὲ τὸν δρόμον, ὡς νέος, καὶ κατοικῶν διαρκῶς εἰς τὸν τόπον. Ἐκεῖνος ἐφρόνει, ὅτι ἐγὼ θὰ ἐνθυμούμην καλλίτερα τὰ κατατόπια, ὡς παλαιός, καὶ ἀγαπῶν τὰ ἐξωκκλήσια. Ἀλλ' εἶχα δέκα χρόνια νὰ ὑπάγω στὴν Κεχριάν, ὁ δὲ Κωστής, ἂν καὶ βαθυκτήμων, δὲν εἶχεν ἐλαιῶνα πρὸς αὐτὸ τὸ μέρος, καὶ δὲν ἐσύχναζεν. Οἱ δρόμοι τῆς ἐξοχῆς εἶναι σκολιοὶ καὶ ἄτακτοι. Ἄλλος καταπατεῖ τοῦ γείτονος τὸ κτῆμα, ἢ τὸ δημοτικόν, ἢ τὸ μοναστηριακὸν καὶ ὠθεῖ τὸν δρόμον πάρα ἔξω, ἄλλος ἀνοίγει μονοπάτι ὅπου φθάσει, μέσα εἰς τοὺς ἀγρούς, καὶ συντομεύει τὸν δρόμον, ἄλλος κτίζει καλύβην, στρώνει ἅλωνα, καὶ κατασκευάζει φράκτην πρὸς τὸ συμφέρον του. Καὶ τὸ φεγγάρι ἐχαμήλωνε. Τέλος ἐχάσαμεν ὡς εἰκὸς τὸν δρόμον. Ἔβγαλα τὸ σπαρματσέτον καὶ τὸ ἤναψα. Ἐτρεπόμεθα δεξιὰ καὶ ἀριστερά, ἐγυρίζαμεν ἀποδῶ κι ἀποκεῖ, ἐκεῖνος καβάλλα, ἐγὼ πεζός. (Ὁ Κωστὴς μοῦ ἐπρότεινε φιλοφρόνως νὰ κατέλθῃ καὶ νὰ ἱππεύσω, ἀλλ' ἐγὼ δὲν συνηθίζω ποτὲ τὸ τοιοῦτον εἰς τὴν μικρὰν νῆσον μου).
Τέλος ὁ Κωσταντὴς κατῆλθεν ἐξ ὕψους τοῦ ὑποζυγίου του, μοῦ ἐπῆρε τὸ κηρὶ κι ἐκοίταζε νὰ εὕρῃ τὸν δρόμον. Ὕστερα εἶπεν, ὅτι τὸν ηὗρε, ἔσβυσε τὸ κηρί, τὸ ἔβαλεν δέν ἠξεύρω ποῦ καὶ ἵππευσε καὶ πάλιν.
Καὶ πάλιν ἀπεπλανήθημεν. Ἐκοντεύαμεν ὡστόσον νὰ φθάσωμεν εἰς τὴν Παναγίαν. Μᾶς ἐφαίνετο, ὅτι ἐβλέπομεν κάτι ν' ἀσπρίζῃ κάτω ἐκεῖ, εἰς τὸ βάθος τῆς κοιλάδος, κάτι ὡς κτίριον, ὡς ἐκκλησίαν, ὡς μοναστηράκι. Μίαν ἀκτῖνα ὡσὰν ἀπὸ πῦρ κατακλεισμοῦ ἀνθρώπων ἀγρυπνούντων, ἀλλὰ τὸν δρόμον δὲν τὸν εὑρίσκαμεν. Πῶς νὰ κατέλθωμεν ἐκεῖ; ᾘσθάνθημεν ὅτι ἐπέσαμεν δέκα πήχεις κάτω ἀπὸ τὸ ἐπίπεδον ὅπου ἦτο τὸ μικρὸν παλαιὸν μονύδριον. Ἐφθάσαμεν εἰς ἄβατον. Οὔτε ἐμπρός, οὔτε πίσω. Ὁ Κωσταντὴς ἐπέζευσε καὶ πάλιν ἀπὸ τὸ ὔψος τοῦ σαμαρίου, καὶ μοῦ ἐζήτει τὸ κηρίον, διὰ ν' ἀνάψῃ νὰ βρῇ τὸν δρόμον. Ἀλλ' ἐγὼ ἐνθυμούμην, ὅτι δὲν μοῦ εἶχε δώσει τὸ κηρίον. Τέλος ἔψαξεν εἰς τὸν κόρφον του, εἰς τὶς τσέπες του, εἰς τὸ ζεμπίλι καὶ τὸ ηὗρε δὲν ἠξεύρω ποῦ. Ἔτριψεν ἓν πυρεῖον, δύο, τρία, πέντε, ἀλλὰ τοιοῦτον ἀεράκι, ἀπόγειον, ἐξήρχετο ἀπὸ τὸ βουνόν, ὥστε τὰ σπίρτα ἔσβυναν πρὶν ν' ἀνάψουν. Τέλος κατώρθωσε ν' ἀνάψῃ τὸ κηρί, ἀλλὰ μετὰ μίαν στιγμὴν τὸ ἔσβυσε τὸ ἀεράκι.
Τέλος ὁ παπὰς - τοιοῦτον παρατσούκλι ἔφερεν εἷς κηπουρός, ὅστις ἦτο εἰς ἐκεῖνο τὸ μέρος, δὲν ἠξεύρω διατί ὁ αὐτὸς ἐκαλεῖτο καὶ Σκαρλάτος, ἀλλὰ τὸ καθαυτὸ ὄνομά του δὲν κατώρθωσα νὰ τὸ μάθω - μᾶς ᾐσθάνθη, ὅτι εὑρισκόμεθα πρὸς ἐκεῖνο τὸ μέρος, καὶ ἦλθεν εἰς βοήθειάν μας προτοῦ νὰ φωνάξωμεν - διότι ἐντρεπόμεθα νὰ φωνάξωμεν. Ἦλθε καὶ μᾶς ἀνέβασε πρὸς τὰ ἐπάνω καὶ μᾶς ὡδήγησεν εἰς τὴν Παναγίαν τὴν Κεχριάν.
Ὁ Γούμενος, νεαρὸς ρασοφόρος τὸν ὁποῖον εἶχε στείλει ὁ νεοχειροτόνητος Ἐπίσκοπος, εἶχε κοιμηθῆ ἀφοῦ εἶχε κάμει ἑσπερινόν, διαρκέσαντα ἕως τὴν δεκάτην ὥραν. Ἦτο παραμικρὸν μεσάνυχτα ὅταν ἐφθάσαμεν. Ὁ Γούμενος δὲν ἐγνώριζε τὰ παλαιὰ ἔθιμά μας, καὶ δὲν τὰ ἠσπάζετο. Τὰ κελλία κατερειπωμένα, ἓν μόνον εἶχεν ἀνακαινισθῆ ἐσχάτως, δαπάνῃ ἑνὸς κοσμικοῦ χριστιανοῦ. Ὁ ὀλίγος κόσμος, ὅστις εἶχεν ὁδοιπορήσει πρὸς τὰ ἐκεῖ διὰ νὰ ἑορτάσῃ τὰ Ἐννιάμερα τῆς Παναγίας - τριάντα περίπου εὐλαβεῖς οἰκοκυράδες καὶ ἄνδρες δέκα ἢ δεκαπέντε καὶ ἄλλα τόσα παιδιὰ εἶχον ὑπάγει διὰ ν' ἀγρυπνήσουν - ἄλλως, ποῖος θὰ ἐκόμιζε ροῦχα διὰ νὰ κοιμηθῇ; Καὶ ποῖος θὰ ἐπήγαινε διὰ νὰ κοιμηθῇ ἐν ὑπαίθρῳ; Ὁ Γούμενος εἶχε κοιμηθῆ στὸ κελλί.
Ὁ Γιώργης τὸ Μπονακάκι, ψάλτης, ὅστις εἶχεν ὑπάγει ἀφ' ἑσπέρας, μ' ἐπληροφόρησεν, ὅτι ὁ πάτερ-Γεράσιμος εἶχεν ὑποσχεθῆ νὰ σηκωθῇ μετὰ μίαν ὥραν καὶ ν' ἀρχίσῃ τὸν ὄρθρον. Καλά. Σημείωσις, ὅτι τὸ παλαιὸν μονύδριον τῆς Κεχριᾶς ἦτο προσκολλημένον ὡς Μετόχι εἰς τὸ πάλαι ποτὲ σεβάσμιον κοινόβιον τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, κι ἐκεῖθεν εἶχεν ἔλθει διὰ νὰ τελειώσῃ τὴν πανήγυριν ὁ παπα-Γεράσιμος.
Φωτιὰ ἦτον ἀναμμένη εἰς τὸ προαύλιον. Γυναῖκες καὶ παιδιὰ ἐθερμαίνοντο εἰς τὸ πῦρ. Ἔκαμνε ψύχραν.
- Πέτε μας καμμιὰν ἱστορία γιὰ κανένα στοιχειὸ, χριστιανοί, εἶπα ἐγὼ, κι ἐκάθησα πλησίον εἰς τὸ πῦρ. Ἐδῶ στὸ ρέμα, τὸν κατήφορο, πόσα στοιχειὰ ἔβλεπα, τὸν παλαιὸν καιρόν. Ποῦ ἐκεῖνα τὰ χρόνια!
Ἄρχισε τὸ Μαριὼ τοὺ Μουσκαδού, κι ἡ γριὰ Ἀγάλλαινα, κι ἡ παπαδιὰ τοῦ Μπονάκη ἡ χήρα, ἡ μήτηρ τοῦ ἱεροψάλτη νὰ μᾶς διηγῶνται διὰ στοιχειά. Ἀλλὰ διεφώνησεν ὁ κυρ-Μενέλαγος, ὅστις δὲν λείπει ἀπ' ὅλα τὰ πανηγύρια, κι ὁ Στέργιος τῆς Καλαματίνας, λέγοντες, ὅτι αὐτοὶ δὲν πιστεύουν τὰ στοιχειά.
Παντοῦ παρουσιάζονται Ρωμιοὶ διὰ συζήτησιν, περὶ τοῦ ἂν ὑπάρχουν στοιχειὰ. Ἐγὼ εἰς αὐτούς τούς ἀνθρώπους, ἂν εἶχα ἐξουσίαν, θὰ ἔθετα φίμωτρον.
Ἔγινε δύο ἡ ὥρα κι ὁ Γούμενος ἐκοιμᾶτο κι ὁ κόσμος ἐκρύωνε. Ὁ Γιώργης τὸ Μπονακόπουλο μοῦ προσεφέρθη νὰ ὑπάγῃ νὰ ξυπνήσῃ τὸν Ἡγούμενον.
- Ὄχι, μὴν τὸν ξυπνᾶς. Δὲν ἔχομε θάρρος στὸν ἄνθρωπον. Πᾶμε μέσα, κι ἐγὼ θ' ἀρχίσω τὸν Πολυέλεον, διὰ νὰ πάρω τὴν μπόρα... δηλαδή, διὰ ν' ἀναλάβω τὴν εὐθύνην. Καὶ σύ, ἄνοιξε τὸ βιβλίο σου τὸ μουσικὸ καὶ κελάδει το. Ἐγὼ θ' ἀρχίσω τὸ "Δοῦλοι Κύριον". Κατόπιν ἐσὺ ἀρχινᾶς τὸ "Λόγον ἀγαθόν"... Ἐγὼ δὲν ἦρθα διὰ τὸν "Πολυέλεον", ἦρθα διὰ τὸ "Πεποικιλμένη".
Εἰσήλθομεν εἰς τὸν σεπτὸν ναΐσκον - βυζαντινόν, μὲ χιβάδας, καὶ μὲ τοιχογραφίας, καὶ ἀρχίσαμεν τὸν Πολυέλεον. Ὁ κόσμος ἔτρεξε κατόπιν μας, ἄναψαν πολλὰ κηρία αἱ γυναῖκες, κι ηὕραμεν θάλπος καὶ παραμυθίαν.
Μετὰ εἴκοσι λεπτὰ ὁ Ἡγούμενος ἐπαρουσιάσθη. Εἴτε ἡ ψαλμωδία μας τὸν ἐξύπνησεν, ἢ ἠθέλησε νὰ ἐξυπνήσῃ. Ἐπλησίασα πρὸς τὴν πύλην τοῦ ἱεροῦ τὴν βορείαν καὶ τοῦ ἐξηγήθην.
- Πάτερ, διὰ νὰ μαζωχθῇ ὁ κόσμος καὶ νὰ ζεσταθῇ, ἐκρίναμεν καλὸν ν' ἀρχίσωμεν τὸν Πολυέλεον, χωρὶς νὰ σᾶς βιάσωμεν εἰς τίποτε. Πιστεύω, ὅτι δὲν ἠνωχλήθητε.
- Καλά, καλά.
Τέλος ἠξιώθην νὰ ψάλω τὸ `Πεποικιλμένη´, καὶ τοῦτο ἀρκεῖ. Ὅταν ἐξήλθομεν ἀπὸ τὴν λειτουργίαν, περὶ τὸ λυκαυγές, ὁ Ἡγούμενος, μειδιῶν, μᾶς προσέφερεν ἐπὶ τῆς πεζούλας ἔξω τοῦ ναοῦ, ὅπου ἐκαθίσαμεν, ροδάκινα καὶ ρακί, εὐλογίαν τοῦ μοναστηρίου. Εἶχα ἀποποιηθῆ νὰ πίω καφέν, ὅταν μοῦ ἐπρόσφεραν αἱ γυναῖκες αἱ πανηγυρίστριαι, ἀλλ' ὅταν ὁ Ἡγούμενος ἔστειλε τὸν πάτερ Παφνούτιον, πρώην ὑπενωματάρχην, ὅστις εἶχε καλογηρέψει εἰς τὸ κελλί, καὶ μοῦ ἔφερε μεγάλην κούπαν καφέ, μοναστηριακὸν θαμάσιον, δὲν ἠδυνήθην ν' ἀρνηθῶ.
Ὕστερον ἔμαθα, ὅτι, τὴν ὥραν ποὺ εἶχε κατεβῆ "μαχμουρλὴς" ὁ Γούμενος ἀπὸ τὸ κελλίον, μία τῶν γυναικῶν, ἡ ρηθείσα Μαρὼ τοὺ Μουσκαδού, τὸν ἐπλησίασε καὶ τοῦ εἶπε:
- Γέροντα, νὰ μοῦ κάμῃς μιὰ παράκληση σὰν ἀπολύσῃ ἡ λειτουργία.
- Δὲν λὲς αὐτουνοῦ ποὺ εἶναι μέσα νὰ σοῦ τὴν κάμῃ; ἀπήντησεν ὁ γούμενος.
Ἐννοοῦσεν ἐμέ.

Παρασκευή, Αυγούστου 17, 2018

Η των απελπισμένων μόνη ελπίς... - Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης

Η Παναγία είναι η μόνη ελπίδα. Δεν υπάρχει άλλη για τους πολλούς απελπισμένους. Μονάκριβη μάνα. Είχε απελπιστεί από τις ικανότητες της. Δεν στεκόταν στα δεκανίκια των λόγων των άλλων. Στηριζόταν στον σταυρό του Υιού της. Ο πόνος την ομόρφαινε πιο πολύ. Στον κίνδυνο βρήκε τη λύτρωση. Επέλεξε τη σιωπή. Κυνηγήθηκε. Αγάπησε τα δύσκολα. Άντεξε στον πόνο. Άντεξε και στην ευτυχία των μαθητών του Υιού της, δίχως λάθη στις εξετάσεις. Ήξερε ν’ αναμένει.
Έπαθε λοιπόν κι έμαθε. Κέρδισε κι έχει να δώσει. Ό,τι έχει είναι δικό μας. Ο πλούτος ακένωτος, ζωοδόχος πηγή, ζωηφόρος αγάπη, επιτάφιος της απόγνωσης. Να μη την καταδέχονται και νάναι τόσο καταδεκτική. Η έκφραση της μια μεγάλη σιωπή, εύλαλη. Σκουπιδοντενεκέδες περιττών λόγων καθημερινά στις εξώθυρες, γεμάτοι οι λάκκοι. Το πέμπτο ευαγγέλιο της Παναγίας είναι όλο λευκές σελίδες, είναι γραμμένο από θωπευτική σιωπή, από μελάνι παραμυθίας. Είναι μια ανοιχτή αγκαλιά, μια σεμνή παρουσία, ένα μαντήλι, ένα ρόδο, ένα κουκί θυμίαμα στο λιβανιστήρι της γιαγιάς, μια αχτίδα ήλιου στην κλειστή κάμαρη, η μόνη γυναικεία μορφή στο κελλί του ασκητή, η διακόνισσα του Άθω, η αρχόντισσα του Πρωτάτου, η θαυματουργός Γερόντισσα.
Η Παναγία, η θάλασσα του Πεντζίκη, το λιμάνι της σωτηρίας, το μαφόρι της σκέπαστρο παρηγοριάς, η αρετή της τροφή μας, όλων των πεινασμένων, των φτωχών άφωτων, η φίλη των αθώων, των μαυρισμένων στο δάκρυ πονεμένων γιάτρισσα, ο ήλιος του χιονιού μας.
Η Παναγία δεν είναι διόλου δυσνόητη, δεν είναι σύμβολο, δεν είναι ούτε γριά ούτε παιδούλα, ξέρει πόσο αισιόδοξη να είναι, ν' απομακρύνεται ξέρει από το προσκήνιο, εκεί που δεν θέλουν να την επικαλούνται. Δεν θέλει να δυσκολεύει κανένα, ούτε με την αγάπη της. Όσοι επέλεξαν τη χαζομάρα τους αφήνει να φάνε τα μούτρα τους.
Επιτέλους ας νοιώσουμε πως η μοναξιά μας πρέπει να μάθει να στρώνει μόνη τραπέζι. Δεν γίνεται συνέχεια να ξεγλυστράμε και να θέλουμε κι έτοιμο φαγητό και στρωμένο τραπέζι κι άμισθο και χαμογελαστό υποτακτικό. Καλούμεθα νάμαστε ευγνώμονες μ’ αυτό που μας δόθηκε, η ανδρεία να μας στολίσει, η ωραιότητα της παιδικής αγνότητας να καλύψει τη γύμνια μας, σε μια εποχή που η κακομοιριά δέρνει τους καλλιτέχνες, τους επιστήμονες και μερικούς ακόμη ιερείς.
Ευχαριστώ, Παναγία μου, για τον ενθουσιασμό που μου δίνεις απόψε, που είμαι απελπισμένος και η ελπίδα μου είσαι Εσύ. Ας αφήσουμε λίγο και τους άλλους, ας δούμε και το σκαρί μας, δεν είναι εγωιστικό, είναι απαραίτητο.
Ελπίδα στο μέλλον, απελπισία καλή στο παρελθόν, χαρά στο νυν, μακαριότητα στο αεί. Πάντα η θυσία, θυσιάζεται ο Υιός στον Σταυρό. θυσιάζεται η μητέρα του στην αγκαλιά του άφατου πόνου. Ο πόνος με πόνο νικιέται. Η αγάπη κερδίζεται με πόλεμο. Πότε θα μας διδάξει κι εμάς η αγία Παράδοση;
Μονάκριβη ελπίδα του κόσμου Υπεραγία Θεοτόκε.

Τρίτη, Αυγούστου 14, 2018

Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού: Εγκώμιο στην Κοίμηση της Υπεραγίας δέσποινας μας Θεοτόκου

από Παναγία Κεχαριτωμένη Χώρας Καλύμνου

Τι είναι αυτό το μυστήριο το μέγα, που συντελείται γύρω από το πρόσωπό σου, ιερή Μητέρα και Παρθένε; «Ευλογημένη συ εν γυναιξί και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου». Όσο υπάρχουν άνθρωποι θα σε μακαρίζουν, γιατί μονάχα Συ είσαι άξια για μακαρισμό!
Και να που όλες οι γενιές Σε μακαρίζουν. Εσένα είδαν οι θυγατέρες της Ιερουσαλήμ, δηλαδή της Εκκλησίας, και σε μακάρισαν οι βασίλισσες, δηλαδή οι ψυχές των δικαίων, και θα σε υμνούν αιώνια. Γιατί Συ είσαι ο θρόνος ο βασιλικός, στον οποίον παραστέκονται Άγγελοι κοιτάζοντας τον Βασιλέα και Δημιουργό να κάθεται επάνω του.
Συ έγινες Εδέμ νοητή, πιο ιερή και πιο θεϊκή από την παλιά. Γιατί σε εκείνη την Εδέμ έμεινε ο Αδάμ ο γήϊνος, ενώ σ' Εσένα ο Κύριος του ουρανού.
Εσένα προεικόνισε η κιβωτός, γιατί Συ γέννησες τον Χριστό, τη σωτηρία του κόσμου, που καταπόντισε την αμαρτία και κατασίγησε τα κύματά της.
Εσένα προεικόνισε η βάτος, Εσένα είχαν επιγράψει προφητικώς οι θεοχάρακτες πλάκες, Εσένα προζωγράφισε η κιβωτός του νόμου και Σένα είχαν φανερά προτυπώσει η στάμνα η χρυσή και η λυχνία και η τράπεζα και η ράβδος του Ααρών που 'χε βλαστήσει.
Από Σένα προήλθε η φλόγα της θεότητος, το μέτρο και ο Λόγος του Πατρός, το γλυκύτατο και ουράνιο μάννα, το όνομα το απερίγραπτο και πάνω από όλα τα ονόματα, το φως το αιώνιο και απρόσιτο, ο άρτος της ζωής ο ουράνιος, ο καρπός που δεν γεωργήθηκε, αλλά βλάτησε από Σένα με σώμα ανθώπινο.
Εσένα δεν προμηνούσε το καμίνι που έβγαζε φωτιά και ταυτόχρονα δρόσιζε αλλά και έκαιγε κι ήταν αντίτυπο της θείας φωτιάς που μέσα Σου κατοίκησε;
Παρά λίγο όμως θα ξεχνούσα τη σκάλα του Ιακώβ. Τι δηλαδή; Δεν είναι φανερό σε όλους ότι Εσένα προεικόνιζε κι ήταν προτύπωσή Σου; Όπως ο Ιακώβ είχε δει τις άκρες της σκάλας να ενώνουν τον ουρανό με τη γη και να ανεβοκατεβαίνουν σ' αυτήν Άγγελοι, έτσι κι εσύ ένωσες αυτά που ήσαν πριν χωρισμένα, αφού μπήκες στη μέση Θεού και ανθρώπων κι έγινες σκάλα, για να κατεβεί σε μάς ο Θεός, που πήρε το αδύναμο προζύμι μας και το ένωσε με τον εαυτό Του κι έκανε τον ανθρώπινο νου που βλέπει τον Θεό.
Πού θα αποδώσουμε ακόμη τα κηρύγματα των Προφητών; Σ' Εσένα, αν θέλουμε να δείξουμε ότι είναι αληθινά! Γιατί, ποιο είναι το Δαβιτικό μαλλί του προβάτου που πάνω του έπεσε σαν βροχή ο Υιός του Θεού, που είναι συνάναρχος με τον Πατέρα; Δεν είσαι Συ ολοφάνερα;
Ποια είναι επίσης η Παρθένος, που ο Ησαϊας προορατικώς προφήτευσε ότι θα συλλάβει και θα γεννήσει Υιόν τον Θεό, που είναι μαζί μας;
Και ποιο είναι το βουνό του Δανιήλ, από το οποίο κόπηκε πέτρα, αγκωνάρι, ο Χριστός, χωρίς να υποκύψει σε ανθρώπινο εργαλείο;
Ας έρθει ο Ιεζεκιήλ ο θεϊκότατος κι ας δείξει πύλη που έχει κλειστεί και που πέρασε από μέσα της μόνο ο Κύριος και παραμένει κλειστή.
Εσένα, λοιπόν, κηρύττουν οι Προφήτες. Εσένα διακονούν οι Άγγελοι και υπηρετούν οι Απόστολοι. Εσένα σήμερα, καθώς αναχωρούσες προς τον Υιό Σου, περιτριγύριζαν ψυχές Δικαίων και Πατριαρχών και το άπειρο πλήθος των θεοφόρων Πατέρων, που συγκεντρώθηκαν από τα πέρατα της γης, σαν μέσα σε σύννεφο, ψάλλοντας ύμνους ιερούς σ' Εσένα, την πηγή του ζωαρχικού σώματος του Κυρίου, πλημμυρισμένοι από τα θεία συναισθήματα.
Ω, πως η πηγή της ζωής μεταφέρεται προς την ζωήν δια μέσου του θανάτου! Πώς να ονομάσουμε το μυστήριο τούτο που σχετίζεται με Σένα; Θάνατο; Μα, αν και η πανίερη και μακαρία ψυχή Σου χωρίζεται από το αμίαντο σώμα Σου και αυτό το σώμα Σου παραδίδεται στην ταφή, όμως δεν παραμένει στο θάνατο κι ούτε διαλύεται από τη φθορά. Όπως ο ήλιος, ο ολόλαμπρος και πάντα φωτεινός, όταν σκεπαστεί για λίγο από το σώμα της σελήνης, φαίνεται σαν να χάνεται και το σκοτάδι να παίρνει τη θέση της λάμψης του, μα αυτός δεν χάνει το φως του, αλλά έχει μέσα του την πηγή του φωτός. Έτσι κι Εσύ, αν και καλύπτεσαι σωματικά από τον θάνατο για κάποιο χρονικό διάστημα, εντούτοις αναβλύζεις πλούσια, καθαρά κι ατέλειωτα τα νάματα του θείου φωτός και της αθάνατης ζωής, ποταμούς χάριτος και πηγές ιαμάτων.
Εσύ άνθισες σαν δένδρο γλυκύτατο κι είναι ο καρπός Σου ευλογία στο στόμα των πιστών! Γι' αυτό και δεν θα ονομάσω θάνατο την ιερή μετάστασή Σου, αλλά κοίμηση ή αποδημία ή ενδημία, για να εκφρασθώ καλύτερα, αφού, φεύγοντας από την κατοικία του σώματος, πηγαίνεις να κατοικήσεις στα καλύτερα, στα δεξιά του θρόνου του Υιού Σου.
Άγγελοι μαζί με Αρχαγγέλους Σε μεταφέρουν από τη γη στους ουρανούς. Καθώς περνάς ευλογείται ο αέρας και ο αιθέρας καθαγιάζεται. Χαίροντας υποδέχεται ο ουρανός την ψυχή Σου. Σε προϋπαντούν οι ουράνιες δυνάμεις με ύμνους ιερούς και τελετή χαρμόσυνη: «τις αυτή η αναβαίνουσα λελευκανθισμένη, εγκύπτουσα ωσεί όρθρος;». Είσαι ωραία, λένε οι ουράνιες δυνάμεις, σαν το φεγγάρι κι όλα τα Χερουβίμ εκπλήσσονται και τα Σεραφείμ Σε δοξάζουν, Εσένα που δεν ανέβηκες μονάχα ως τον ουρανό, σαν τον Προφήτη Ηλία, ούτε μονάχα μέχρι τον τρίτο ουρανό, σαν τον Απόστολο Παύλο, αλλά έφτασες μέχρις αυτόν τον θρόνο του Υιού Σου και στέκεις κοντά Του με πολλή κι ανείπωτη παρρησία.
Έγινες, λοιπόν, ευλογία για όλον τον κόσμο, αγιασμός για το σύμπαν, άνεση για τους κουρασμένους, παρηγοριά για τους πενθούντες, θεραπεία για τους αρρώστους, λιμάνι για του θαλασσοδαρμένους, συγχώρηση για τους αμαρτωλούς, παρηγοριά για τους λυπημένους, πρόθυμη βοήθεια για όλους που σε επικαλούνται, αρχή και μέση και τέλος όλων των αγαθών που ξεπερνούν τον νου μας.
Πώς υποδέχθηκε ο ουρανός αυτήν που έγινε πλατύτερη απ' αυτόν; Και πώς ο τάφος δέχθηκε Αυτήν που δέχθηκε μέσα Της τον Θεόν; Ω μνήμα ιερό και θαυμαστό και σεβάσμιο και προσκυνητό, που και τώρα το περιποιούνται Άγγελοι, παρευρισκόμενοι με πολύν σεβασμό και φόβο, και άνθρωποι που έρχονται σ' αυτό με πίστη, τιμώντας το, προσκυνώντας το, φιλώντας το με μάτια και χείλια και με πόθο ψυχής αντλώντας πλούτο αγαθών.
Εμπρός, λοιπόν, ας ταξιδέψουμε νοερά μακριά απ' τη ζωή αυτή μαζί με την Παναγία, που φεύγει απ' τη γη αυτή.
Ελάτε όλοι με πόθο καρδιακό, ας κατεβούμε στον τάφο μαζί με την Παρθένο που κατέρχεται σ' αυτόν. Ας παρασταθούμε ολόγυρα στο ιερότατο κρεβάτι της.
Ας ψάλουμε ύμνους ιερούς, τέτοια περίπου λέγοντας μελωδικά άσματα: «Χαίρε Κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου». Χαίρε αμνάς που γέννησες τον Αμνό του Θεού. Χαίρε συ που είσαι πιο πάνω από τις αγγελικές δυνάμεις. Χαίρε η δούλη και Μητέρα του Θεού. Αμήν.


Επικαιρα κηρύγματα

Η Κοίμηση της Παναγίας Μητέρας μας

Η Παναγία ήταν πενήντα εννέα χρονών, όταν ήρθε η ώρα της να πεθάνει· το πώς τώρα έγινε αυτό, θαν το μάθουμε σ' αυτή τη διήγηση. Η Παναγία όταν επήγε στο Ιερό τριών χρονώνε ήτανε και έζησε στο Ιερό δώδεκα χρόνια, κι ωσότου να γεννήσει το Χριστό κυλίστηκε ακόμη ένας χρόνος· έκανε και με το Χριστό τριάντα δύο χρόνια και ύστερα απ' το γυιο της έζησε άλλα ένδεκα, οπού όλα μαζί είναι χρόνια πενήντα εννέα. Όταν έφτασε στα χρόνια τούτα η Παναγία, τρεις ημέρες εμπροστά απ' τη θεία της Κοίμηση, της επαρουσιάστη ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, κρατώντας ένα φοινικόκλαδο στο χέρι, και της λέει· «μάθε, Κυρία Θεοτόκε, πως μετά τρεις ημέρες από σήμερα σε μεταθέτει ο Κύριος από τούτη τη γη στους ουρανούς του· γι' αυτό θα πρέπει να ταχτοποιήσεις τον εαυτό σου, να έχεις έτοιμα και όλα τα νεκρικά σου, και να αναμένεις την ώρα που θε νάρθει ο Γυιος σου για να παραλάβει την αγιασμένη σου ψυχή». Κι όταν τ' άκουσε αυτά η Παναγία, σηκώθηκε αμέσως και επήγε κι ανέβηκε στο όρος των Ελαιών, εκεί οπού ο Γυιος της αναλήφτηκε, και -θαύμα παράδοξο- οπού όλα τα δέντρα εκείνου του βουνού εγείραν εμπροστά της και την προσκύνησαν. Και εκείνη, στον ουρανό υψώνοντας τα χέρια της, αρχίνησε να προσεύχεται μ' αυτά τα λόγια· «Γυιε μου, μοναχοπαίδι μου πολυτίμητο, εσύ οπού καταδέχτηκες τη γαιώδη σου φανέρωση, με σάρκα και κόκκαλα βγαίνοντας απ' τα δικά μου αίματα, εσύ παράλαβέ με τώρα και στη Βασιλεία σου· φτάνει σε μένα ο χωρισμός οπού κυλίστηκε ανάμεσά μας, μου φτάνει Γυιε μου η στέρησή σου· πράξε υπέρτερος όντας κατά το άγιο θέλημά σου. Όπου βρίσκομαι εγώ, εκεί και ο δικός μου διάκονος βρίσκεται· τα λόγια σου ετούτα και εγώ τα λέω Γυιε μου, και όπου βρίσκεσαι εσύ, αγαπημένε μου, εκεί και μένα αξίωσέ με να έρθω, εμένα οπού η καρδιά μου είναι γιομάτη από θλίψη για την αγάπη σου». Με τέτοια λόγια προσευχήθηκε η Παναγία και κατέβηκε απ' το όρος εκείνο και πισωγύρισε στο σπιτικό της οπού βρισκότανε στο χωριό Γεθσημανή· είχε μάλιστα όλα κι όλα δυο φορέματα, οπού το ένα το εφόρηγε και το άλλο τόκανε χάρισμα σε μια φτωχούλα γειτόνισσά της, όπου έμενε εκεί κοντά της. Και ήτανε εκεί κοντά και ο απόστολος Πέτρος μαζί με τον Ιωάννη το Θεολόγο, οπού ακόμη δεν είχαν από εκείθε ξεμακρύνει. Και τούτο γιατί ο μεν Πέτρος είχε μεγάλη πίστη στην Κυρία Θεοτόκο, ο δε Ιωάννης ήτανε ωσάν υιοθετημένος της υιός, και δεν έφευγαν από κει πέρα μακρύτερα, μόνο και μόνο για να υπηρετούν την Παναγία. Την τρίτη ημέρα, λοιπόν, εκεί οπού δίδασκαν αυτοί το λόγο της αλήθειας, τους άρπαξε ολάξαφνα και τους δυο τους ένα σύγνεφο και τους έφερε στη Γεθσημανή, στο σπίτι της Παναγίας· αυτό έγινε και με όλους τους άλλους αποστόλους. Τότε ήτανε και ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, και ο διδάσκαλός του ο Ιερόθεος, και ο Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, και τους αρπάζει και αυτούς μια νεφέλη και τους συνάζει όλους μαζί στη Γεθσημανή. Και η Παναγία εκείνη τη στιγμή οπού τους αντίκρυσε καταχάρηκε παρευθύς απ' τα φυλλοκάρδια της και τους λέει· «καθήστε, παιδιά μου, να σας αποχαιρετήσω, γιατί σήμερα φεύγω και ανέρχομαι στον υιό μου τον αγαπημένο· γιατί ο άγγελος ο Γαβριήλ, οπού σε μένα ευαγγελίστηκε κάποτε τη σύλληψη του γυιου μου και την άσπιλή μου μητρότητα, ήρθε και πάλι τώρα και μούδωσε ετούτο το φοινικόκλαδο λέγοντας· "χαίρε και μάθε, ω Θεοτόκε, πως μετά τρεις ημέρες σε μεταθέτει ο Κύριος από τούτη τη γη στους ουρανούς του". Γι αυτό, παιδιά μου, ευχαριστώ το Γυιο μου και Θεό οπού σας έφερε, συνάζοντάς σας όλους εδώ πέρα, για να σας ιδώ πριν απ' το τέλος». Κι όπως τα άκουσαν ετούτα οι απόστολοι εκλαίγαν όλοι τους ακατάπαυστα.



..................................... 

Και τους λέει η Κυρία Θεοτόκος: 

Εσάς σας έστειλε στον κόσμο το αγαπημένο μου παιδί για να πάτε σ' αυτόν ωσάν έμποροι και τις ψυχές να κερδίσετε των πλανημένων ανθρώπων, οπού έφτασε στ' αυτιά τους το δοξασμένο του τ' όνομα. Όποιος από εσάς, ω φίλοι μου και τέκνα μου, του διδασκάλου του και γυιου μου δείξει φίλος, αυτόν ο γυιός μου στη Βασιλεία του θέλει τον τιμήσει, μα όποιος τις εντολές του διδασκάλου του τις αφήσει έρημες κι ανεχτέλεστες, αυτός το ξέρει από μόνος του τι θα πάθει. Γι' αυτό το λόγο, αγαπημένα μου παιδιά, πορευθείτε στον κόσμο για να κηρύξετε, να φωτίσετε, να χειραγωγήσετε τον κόσμο οπού ζει μέσα στην πλάνη, για να μπορέσετε έτσι να τον κερδίσετε και ναν του δείξετε το δρόμο οπού φέρνει στου Γυιου μου τη Βασιλεία. Να μη σας παρασύρει κανένας φόβος απ' του κόσμου τούτου τους βασιλιάδες, οπού μονάχα το κορμί σας ημπορούν αυτοί να βλάψουν, αλλ' όχι όμως και την ψυχή σας· φόβο πραγματικό μονάχα ο Θεός να σας τον φέρνει, οπού και το κορμί σας ημπορεί και την ψυχή σας ναν την βλάψει, καθώς ο Γυιος μου σας το έλεγε ενόσω ήτανε μαζί σας. Έχετε την αγάπη και την ειρήνη συναμετάξυ σας, κι ακόμη νάχετε πληρότητα χαράς και ευφροσύνης, οπού πολύς θε νάναι στη Βασιλεία των ουρανών ο μισθός σας. με όλο που φεύγω, φίλοι μου, και πάω για του Υιού μου και Θεού τη Βασιλεία, ωστόσο πάντοτε θα βρίσκομαι μαζί σας και θα σας είμαι πάντοτε η ενισχύτρια και η παρηγορήτρια σε όλες σας τις θλίψεις. Αυτά τους είπε των αποστόλων η Θεοτόκος, κι άλλα ακόμη περισσότερα, και παρευθύς τα μάτια της τα άγια τα έκλεισε φωνάζοντας με φωνή μεγάλη· «στα χέρια σου, Γυιόκα μου, αποθέτω το πνεύμα μου»· και κοιμήθηκε. Κι ο Γυιος της τηνέ δέχθηκε στα χέρια του την αγιασμένη της ψυχή. Και τότε γύρεψε η Παναγία απ' το Γυιο της να την κατεβάσει κάτω στον Άδη, για να ιδεί τους τόπους οπού επήγε εκείνος για να απολυτρώσει τους Προπάτορες, και εκείνος την εισάκουσε. Και επήραν την ψυχή της την αγιασμένη στα χέρια τους ηλιόλουστοι άγγελοι και την οδήγησαν όπου ήθελε εκείνη, καθώς ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός μαρτυρεί τούτο στο Τροπάριο της τέταρτης ωδής σήμερα κι οπού λέει· «θαύμα και έκπληξη που ήτανε να βλέπεις της Παναγίας την ψυχή πώς περπατούσε στου Άδη μέσα τα κατώγια τα θεοσκότεινα». Και η μεν ψυχή της επήγε στον Άδη, όπως η ίδια το βουλήθηκε, το δε κορμί της το άγιο και θεοδόχο το επήραν οι Μαθητές και σηκώνοντάς το απάνω στους ώμους τους το επήγαν ως τον τάφο· κι απ' τη μια μεριά το κρατούσε ο θεολόγος Ιωάννης, ενώ απ' την άλλη το κρατούσε ο Πέτρος, απ' την τρίτη μεριά το κρατούσε ο Ιάκωβος ο αδελφός του Ιωάννη, κι απ' την τέταρτη μεριά ο Παύλος, καθώς οι υπόλοιποι απόστολοι και αρχιερείς πορεύονταν ψάλλοντας και άδοντας ύμνους. 

................................................... 

Κι όταν έφτασαν στον τάφο, το ακούμπησαν κάτω το άγιο λείψανο, για ναν το αποχαιρετήσουν όλοι εκείνοι που παρευρίσκονταν εκεί πέρα κι ο καθένας αρχίνησε ν' αποχαιρετά την Παναγία λέγοντας προς αυτήν εγκώμια κι όλοι τους έπλεξαν διάφορα εγκώμια. 

....................................................... 

Το σώμα εκείνο, ευλογημένοι χριστιανοί, γίνηκεν άφθαρτο κι αθάνατο, όπως κ' η αγιασμένη σάρκα του Κυρίου, κι όπως όλοι οι άνθρωποι μέλλουμε να απογίνουμε άφθαρτοι κατά τη Δεύτερη Παρουσία· πέθανε βέβαια και θαύμα δεν είναι, γιατί ωσάν άνθρωπος πέθανε και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός· ωστόσο γίνηκεν άφθαρτο, όπως και ο Γυιος της, το σώμα εκείνο, κι ό,τι μέλλεται να λάβουν οι δίκαιοι όταν θάρθει η μέρα για την καθολική ανάσταση, αυτό είναι που έλαβε η Παναγία νωρίτερα απ' αυτή τη μέρα. 

................................................... 

Τις ημέρες λοιπόν εκείνες της Κοιμήσεως της Θεοτόκου καθήσαν οι απόστολοι να φάνε όπως γίνεται για παρηγοριά κατά τη συνήθεια και τη στιγμή που κόβοντας τον άρτο επήγασι να προφέρουν το «Κύριε Ιησού Χριστέ, να είσαι πάντοτε βοηθός μας» ολάξαφνα τους φανερώθηκε αποπάνω τους η Παναγία λαμπροφορώντας ωσάν ήλιος και τους είπε· «Χαίρετε σεις, οπού μαζί σας είμαι όλες τις ημέρες»· κι όπως την είδαν έτσι ολοζώντανη βοώντας ακούστηκαν οι απόστολοι· «Παναγία Θεοτόκε, να είσαι πάντοτε βοηθός μας»· και την ώρα εκείνη αντιλήφτηκαν πως η Παναγία βρίσκεται στους ουρανούς μαζί με το Γυιο της ζωντανή και ολόσωμη. 

Αυτή τη γιορτή γιορτάζουμε, ευλογημένη χριστιανοί, αυτή τη γιορτή πανηγυρίζουμε. Γι' αυτό ας είμαστε, όπως αρμόζει στους πανηγυριστές, χαρούμενοι και καθαροκάρδιοι. 


από τον Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας όπως μετεγράφη από τον Νίκο Καρούζο στο Fragmenta για την Μάνα του Χριστού
από myriobiblos

Δευτέρα, Αυγούστου 13, 2018

Ευφραίνου Γεθσημανή


Τι να πει κανένας πρώτα και τι ύστερα, από τα τόσα πνευματικά υμνολογήματα που προσφέρανε οι ορθόδοξες καρδιές στην Παναγία, στο «Ρόδον το αμάραντον», που μοσκοβόλησε και άγιασε τηνκαταβασανισμένη την Ελλάδα! Την υμνολογήσανε με τα λόγια, με την ψαλμωδία, με τη ζωγραφική, με το σκαλισμένο ξύλο, με τ’ ασήμι, με το μάλαμα, με το κηρομάστιχο, με κάθε τίμιο κι’ αγιασμέvο πράγμα που μπορεί να χρησιμέψει στον άνθρωπο για vα μπορέσει vα δείξει την αγάπη του, το σέβας του, τη χαρά του, την πίκρα του, κι’ ότιι άλλο αγνό αίσθημα έχει μέσα σταφύλλα της καρδιάς του. Το να πιάσει κανένας να τα ιστορήσει καταλεπτώς, θα ήτανε σαν νάθελε vα μετρήσει τον άμμο της θάλασσας; Για τούτο ανθολογάμε λιγοστά λουλούδια από της υμνωδίας το αγιόκλημα «εις οσμήν ευωδίας πνευματικής»
Πρώτα απ’ όλα αςμεταγράψουμε λίγα λόγια από τις Καταβασίες του Ακαθίστου ύμνου «Ανοίξω το στόμα μου», που είναι το βυζαντινώτατο, όλη η Κωνσταντιούπολη πνευματικά πανηγυρίζουσα. Στοχασθείτε καλά εκείνη την εξαίσια γ’ ωδή που λέγει: «Τους σους υμνολόγους Θεοτόκε, ως ζώσα και άφθονος πηγή, θίασον συγκροτήσαντας πνευματικόν, στερέωσον και εν τη θεία δόξη σου στεφάνων δόξης αξίωσον».
Ουράνια απηχήματα!:«Τους υμνολόγους σου, Θεοτόκε, που συγκροτήσανε έναν πνευματικό θίασο, στερέωσέ τους, Εσύ που είσαι ζωντανή ως άφθονη πηγή. Kαι με τη θεία δόξα σου, αξίωσέ τουςναφοσέσουνε της δόξας τα στέφανα», Αμή η θ’. ωδή που λέγει: «Άπας γηγενής σκιρτάτω τω πνεύματι λαμπαδουχούμενος• πανηγυριζέτω δε αΰλων νόων φύσις, γεραίρουσα τα ιερά θαυμάσια της θεομήτορος, και βοάτω, Χαίροις, παμμακάριστε Θεοτόκε, αγνή, αειπάρθενε.» Αμή εκείvα τα πανηγυρικά αυτόμελα που ψέλνουνε στον εσπερινό της Κοιμήσεως, με μέλος θριαμβευτικό και με πνευματική μεγαλοπρέπεια! Ποιος χριστιανός Πίνδαρος τα σύνθεσε, Πίνδαρος αγιασμένος! «Ω του παραδόξου θαύματος! η πηγή της ζωής εν μνημείω τίθεται, και κλίμαξ προς oυραvόv ο τάφος γίνεται! Ευφραίνου Γεθσημανή, της Θεοτόκου το άγιον τέμενος. Βοήσωμεν οι πιστοί, τον Γαβριήλ κεκτημένοι ταξίαρχον: Κεχαριτωμένη, χαίρε, μετά σου ο Κύριος, ο παρέχων τω κόσμω διά Σου το μέγα έλεος.» Ποταμός μέγας και βουερός αναβρύζει καιμας δροσίζει, και πίνουνε νερό δροσερό ψυχές ξερές και διψασμένες! Κύτταξε πάθος και μεράκι που ξελοχίζει από καιγόμενη καρδιά! Ο υμνωδός, αντί να κλάψει για την Παναγία που είναι μπροστά του ξαπλωμένη απάνω στην κλίνη της, τυλιγμένη με το μαφόρι της με κλεισμένα τα μάτια της που δίνανε παρηγοριά στην ανθρωπότητα, με σταυρωμένα τα άχραντα χέρια της, που βαστάξανε τον Χριστό και τον αναθρέψανε, πεθαμένη σαν τον κάθε άνθρωπο, αντίς λέγω να κλάψει, αφού πρώτα απορεί πώς η πηγή της ζωής κείτεται στο μνήμα, μονομιάς κράζει με δάκρυα στα μάτια, πλην δάκρυα χαράς: «Ευφραίνου Γεθσημανή, που έχεις θησαυρισμένο το άγιο σκήνωμα της Θεοτόκου.» Κ’ ύστερα στρέφει στους χριστιανούς που είναι μέσα στην εκκλησία και τους λέγει με τον ίδιο πνευματικό οίστρο. «Ας κράξουμε όλοι μαζί στην Παναγία, έχοντας για πρωτοψάλτη τον αρχάγγελο Γαβριήλ, που τη χαιρέτισε με τα ίδια λόγια κατά τη χαρoύμενη, μέρα του Ευαγγελισμού κι’ ας πούμε: «Κεχαριτωμένη, χαίρε, μαζί σου είναι ο Κύριος, που δωρίζει στον κόσμο με εσένα, το μέγα έλεος». Θάνατος δεν υπάρχει εδώ πέρα που είναι η μητέρα της Ζωής;. Κι’ ούτε μοιρολόγια και ξόδια θρηνητερά, παρά χαρά ανεκλάλητη, γάμος πνευματικός, τράπεζα αγιασμένη που έχει απιθωμένον απάνω της τον άρτο της ζωής και το κρασί της αθανασ!ας, και π!νουνε οι χριστιανοί και μεθάνε ένα μεθύσι άγιο, αγνό, άμωμο και δεν βρίσκονται πια μπροστά σένα λείψανο που το κηδεύουνε, αλλά βρίσκονται στη Ναζαρέτ, στό σπίτι το χαρούμενο και το μοσκοβολημένο από την παρθενική ευωδία της Παναγίας, τότε που ήτανε δεκάξη χρονών, κατά κείνη την ημέρα πώγινε ο Ευαγγελισμός, και κράζουνε γηθόσυνα οι λιγόζωοι οι άνθρωποι σα νάναι αθάνατοι, μαζί με τον αρχάγγελο Γαβριήλ : «Κεχαριτωμένη, χαίρε, μετά σου ο Κύριος!» Η Κοίμησις γίνεται Ευαγγελισμός, η θλίψη μεταλλάζεται σε χαρά!
φ κοντογλου

Κυριακή, Αυγούστου 12, 2018

Αυγή ημέρας μυστικής – Η Κοίμηση της Θεοτόκου Πρωτοπρεσβύτερου Αλέξανδρου Σμέμαν (π. Alexander Schmemann)

Τον Αύγουστο η Εκκλησία εορτάζει το τέλος της επίγειας ζωής της Παναγίας, το θάνατό της, γνωστό ως Κοίμηση, μια λέξη όπου το όνειρο, η μακαριότητα, η ειρήνη,η ηρεμία και η χαρά ενώνονται.
Τίποτε δεν γνωρίζουμε για τις συνθήκες που περιβάλλουν το θάνατο της Παναγίας, της μητέρας του Χριστού. Διάφορες ιστορίες, διανθισμένες με παιδική τρυφεράδα, έχουν φθάσει ως εμάς από τον πρώιμο Χριστιανισμό, αλλά, ακριβώς λόγω της ποικιλίας τους, δεν νιώθουμε υποχρέωση να υπερασπιστούμε την «ιστορικότητα» καμιάς απ’ αυτές.
Στην Κοίμηση, η αγάπη και η μνημόνευση της Εκκλησίας δεν επικεντρώνονται στο ιστορικό και πραγματικό πλαίσιο, ούτε στην ημερομηνία και στον τόπο όπου αυτή η μοναδική γυναίκα, αυτή η Μητέρα όλων των μητέρων, ολοκλήρωσε την επίγεια ζωή της. Οποτεδήποτε και οπουδήποτε κι αν αυτό συνέβη, η Εκκλησία, αντ’ αυτού, παρατηρεί την ουσία και το νόημα του θανάτου της, μνημονεύοντας το θάνατο αυτής που ο Υιός της, σύμφωνα με την πίστη μας, κατέβαλε το θάνατο, ανέστη εκ νεκρών, και μας υποσχέθηκε την τελική ανάσταση και τη νίκη της αθάνατης ζωής.
Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου _Dormition of the Mother of God_ Успение Богородицы_Adormirea-Maicii-DomnuluiΟ θάνατός της αναλύεται καλύτερα μέσα από την εικόνα της Κοιμήσεως, που είναι τοποθετημένη στο κέντρο της Εκκλησίας εκείνη την ημέρα, ως κέντρο όλου του εορτασμού. Η Θεοτόκος νεκρή βρίσκεται στο νεκροκρέβατό της. Οι απόστολοι του Χριστού είναι συναγμένοι γύρω της, και από πάνω της στέκεται ο ίδιος ο Χριστός, κρατώντας στα χέρια τη Μητέρα Του, η οποία είναι ζωντανή και αιώνια ενωμένη μαζί Του. Εδώ βλέπουμε το θάνατο κι ο,τι έχει ήδη περάσει σ’ αυτό το συγκεκριμένο θάνατο: όχι ρήξη αλλά ένωση. Όχι λύπη αλλά χαρά. Και σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο, όχι θάνατος αλλά ζωή. «Εν τη γεννήσει σου σύλληψις άσπορος, εν τη κοιμήσει σου νέκρωσις άφθορος», ψάλλει η Εκκλησία, βλέποντας αυτή την εικόνα. «Εν τη γεννήσει την παρθενίαν εφύλαξας, εν τη κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες Θεοτόκε…».
Τα λόγια μιάς βαθύτατης και πολύ όμορφης προσευχής που απευθύνεται στην Παναγία έρχονται τώρα στο νού μας, «Χαίρε αυγή μυστικής ημέρας!»(Ακάθιστος Ύμνος). Το φως που ξεχύνεται από την Κοίμηση προέρχεται ακριβώς απ’ αυτή την άδυτη, μυστική Ημέρα. Παρατηρώντας αυτόν το θάνατο, και στεκόμενοι δίπλα σ’ αυτό το νεκροκρέβατο, καταλαβαίνουμε ότι ο θάνατος δεν ισχύει πλέον, ότι η διαδικασία του θανάτου ενός ανθρώπου έχει γίνει τώρα μια πράξη ζωής, μια είσοδος σε μια ευρύτερη ζωή, όπου βασιλεύει η ζωή. Αυτή που δόθηκε εντελώς στο Χριστό, που Τον αγάπησε έως τέλους• συναντιέται μ’ Αυτόν σ’ εκείνες τις φωτεινές πύλες του θανάτου, κι εκεί ο θάνατος μεταστρέφεται αμέσως σε χαρμόσυνη συνάντηση – η ζωή θριαμβεύει, η χαρά και η αγάπη κυριαρχούν πάνω στα πάντα.
Για αιώνες η Εκκλησία στοχάστηκε κι εμπνεύστηκε από το θάνατο Αυτής που υπήρξε μητέρα του Χριστού• που έδωσε ζωή στο Σωτήρα και Κύριό μας• που Του δόθηκε ολοκληρωτικά μέχρι τέλους και στάθηκε δίπλα Του στο Σταυρό. Και παρατηρώντας η Εκκλησία το θάνατό της, ανακάλυψε και βίωσε το θάνατο, όχι ως φόβο, τρόμο, τέλος, αλλ’ ως αστραποβόλα και αυθεντική Αναστάσιμη χαρά. «Ποίοις πνευματικοίς άσμασιν, ανυμνήσωμέν σε, Παναγία; Διά γαρ της αθανάτου Κοιμήσεώς σου ηγίασας τα σύμπαντα…». Εδώ, σ’ έναν από τους πρώτους ύμνους της εορτής, βρίσκουμε αμέσως να εκφράζεται η βαθιά ουσία της χαράς της«Νέκρωσις άφθορος», αθάνατη κοίμηση. Ποιο είναι όμως το νόημα αυτής της αντιφατικής και φανερά παράλογης συνυπάρξεως αυτών των λέξεων;
Στην Κοίμηση μας αποκαλύπτεται όλο το χαρμόσυνο μυστήριο αυτού του θανάτου και γίνεται χαρά μας, επειδή η Παρθένος Μαρία είναι ένας από μας. Αν ο θάνατος είναι ο τρόμος και η θλίψη του χωρισμού, η κάθοδος στην τρομερή μοναξιά και το σκοτάδι, τότε τίποτ’ απ’ όλα αυτά δεν είναι παρόν στο θάνατο της Παρθένου Μαρίας, αφού ο θάνατός της, όπως και ολόκληρη η ζωή της, είναι μια συνάντηση, αγάπη, συνεχής κίνηση προς το αιώνιο, άδυτο φως της αιωνιότητος και μια είσοδος σ’ αυτό. «Η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον», λέγει ο αγ. Ιωάννης ο Θεολόγος, ο απόστολος της αγάπης (Α΄ Ιωάν. 4,18). Γι’ αυτό δεν υπάρχει φόβος στην άφθορη κοίμηση της Παρθένου Μαρίας. Εδώ ο θάνατος έχει καταληφθεί εκ των ένδον, έχει ελευθερωθεί απ’ ο,τι τον γεμίζει με τρόμο και απελπισία. Ο ίδιος ο θάνατος γίνεται ζωή θριαμβεύουσαΟ θάνατος γίνεται «αυγή μυστικής ημέρας». Έτσι στη γιορτή δεν υπάρχει ούτε λύπη, ούτε νεκρώσιμα μοιρολόγια, ούτε στεναχώρια, αλλά μόνο φως και ζωή. Προσεγγίζοντας την πόρτα του αναπόφευκτου θανάτου μας, είναι σαν να τη βρίσκουμε ορθάνοικτη, με το φως να ξεχύνεται από τη νίκη που πλησιάζει από την ερχόμενη επικράτηση της Βασιλείας του Θεού.
Στη λάμψη αυτού του ασύγκριτου φωτός της εορτής, στις αυγουστιάτικες αυτές μέρες, όταν ο φυσικός κόσμος φθάνει στο αποκορύφωμα της ομορφιάς του και γίνεται ύμνος δοξολογίας και ελπίδας και σύμβολο ενός άλλου κόσμου, ακούγονται τα λόγια της Κοιμήσεως, «τάφος και νέκρωσις ουκ εκράτησεν• ως γαρ ζωής Μητέρα προς την ζωήν μετέστησεν ο μήτραν οικήσας αειπάρθενον…». Ο θάνατος δεν είναι πλέον θάνατος. Ο θάνατος ακτινοβολεί αιωνιότητα και αθανασία. Ο θάνατος δεν είναι πλέον ρήξη αλλά ένωση. Δεν είναι λύπη, αλλά χαρά. Δεν είναι ήττα, αλλά νίκη.
Αυτά είναι όσα εορτάζουμε την ημέρα της Κοιμήσεως της Παναγίας Παρθένου, καθώς τα προεικονίζουμε, τα προγευόμαστε και τα απολαμβάνουμε από τώρα, στην αυγή της μυστικής και αιώνιας Ημέρας.
 Από το βιβλίο, «Η Παναγία», π. Alexander Schmemann, εκδόσεις Ακρίτα.