ΙΕΡΕΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Δος μου κι εμένα άνεση, Παναγιά μου,
πριν ν’ απέλθω και πλέον δεν θα υπάρχω.(Αλεξ. Παπαδ.)

Παρασκευή, Ιουνίου 24, 2022

Στή Γέννηση τοῦ Ἁγίου Προφήτου Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ Ἰωάννου



ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ
α’. — Ἀκόμα καί ἄν ἔμοιαζε ὁ λόγος μας μέ ἀνοιξιάτικο τραγούδι καλικέλαδου ἀηδονιοῦ, πολύ φτωχά θά κατάφερνε νά ὑμνήσει τή μεγάλη φωνή τῆς ἀλήθειας πού γεννιέται σήμερα. Τώρα ὅμως πού ἡ λαλιά μας εἶναι ἀσθενική καί πολύ κακοφωνή, πῶς νά ὑμνήσει τόν πιό δοξασμένο ἀπό ὅλους τούς Προφῆτες; Πῶς νά ψάλλει αὐτόν πού εἶναι ἡ τιμή καί ἡ δόξα τῶν Ἀποστόλων; Πῶς νά δοξολογήσει αὐτόν πού ἔχει μιά ξέχωρη τιμή ἀνάμεσα στούς μάρτυρες;
Ἐκεῖνο δέ πού μοῦ φαίνεται ἀξιοπρόσεχτο εἶναι τό ὅτι, ὅσον ἀφορᾶ τούς ἄλλους ἁγίους, πλέκει ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου τά ἐγκώμια, ὁ πιό ἀξιοτίμητος τοῦ πιό ἀναγνωρισμένου καί ὁ λιγότερο γνωστός τοῦ λιγότερο φημισμένου. Αὐτόν ὅμως πού τώρα ἐμεῖς ἐξυμνοῦμε τόν ἐγκωμίασε, πρίν ἀπ’ ὅλους τούς ἄλλους ἐγκωμιαστές του, ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός καί Θεός, ἡ Ἀλήθεια, λέγοντας: «Δέν ἔχει μέχρι σήμερα γεννηθεῖ μεγαλύτερος προφήτης ἀπό τόν Ἰωάννη τό Βαπτιστή» (Ματθ. 11, II).
 Ἀφοῦ  λοιπόν τόσο πλούσια καί ἀνυπέρβλητα ἔχει ἐπαινεθεῖ καί ἔχει ἐγκωμιαστεῖ ὁ μέγας Πρόδρομος ἀπό τόν Ὑψιστο Θεό-Λόγο, ἔχει τάχα ἀνάγκη ἀπό τά φτωχά μας λόγια, ἀγαπητοί μου ἀκροατές; Ὄχι βέβαια, δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό τά φτωχά μας λόγια ὁ Τίμιος Πρόδρομος. Ἐμεῖς ὅμως ἀποτολμᾶμε νά ποῦμε δυό λόγια γι’ αὐτόν, γιατί εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά τό κάνουμε ἀπό ὑπακοή στόν πατέρα καί ἡγούμενό μας, ἐκτελώντας ὁπωσδήποτε τήν ἐντολή πού μᾶς ἔδωσε. Συγχρόνως ὅμως θά λάβουμε ἁγιασμό καί Χάρη καί μόνο πού ὁ νοῦς μας θ’ ἀσχοληθεῖ μέ τόν Τίμιο Πρόδρομο.
β’.— Ἐμπρός λοιπόν, ἄς γιορτάσουμε τήν ἡμέρα. Ἄς πανηγυρίσουμε τό γεγονός τῆς γεννήσεώς του, ὄχι μόνο ὅσοι κατοικοῦν στά περίχωρα, ἀλλά καί ὅλοι ὅσοι περιτριγυρίζουν τόν πνευματικό Ἰορδάνη.
Ἄς μποῦμε βαθιά στό νόημα αὐτοῦ τοῦ παράδοξου μυστηρίου. Ἄς γνωρίσουμε αὐτό πού τόσο ὑπερφυσικά γίνεται σήμερα. Ἄς ἐμβαθύνουμε στά ὅσα ἔχουν συμβεῖ γύρω ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Ζαχαρία. Καί ἄς μήν παραλείψουμε νά ἀναφέρουμε ὅλα ἐκεῖνα πού διαδραματίστηκαν στό πρόσωπο τῆς Ἐλισάβετ. Πόσο μεγάλος ὑπῆρξε ὁ Πρόδρομος φαίνεται καί μόνο ἀπό τούς γονεῖς πού εἶχε, γιατί οἱ γονεῖς του δέν ὑπῆρξαν ἄσημοι ἀλλά πολύ περίδοξοι καί ἐπιφανεῖς.
Ὁ μέν Ζαχαρίας, σάν ἄλλος Ἀαρών καί στήν ἡλικία καί στό ἀξίωμα, ντυμένος τήν Ἀρχιερατική στολή —δηλαδή τό περιστήθιο, τήν ἐπωμίδα, τό χιτώνα πού ἔφτανε μέχρι τούς ἀστραγάλους καί τό χιτώνα τόν κροσσωτό, τό διακριτικό σκοῦφο τῆς ἱερωσύνης καί τή ζώνη, πού ἦταν ὅλα καταστόλιστα μέ χρυσάφι καί πολύτιμους λίθους καί ὑάκινθο καί βύσσο— εἰσῆλθε στά Ἅγια τῶν Ἁγίων νά ἱερουργήσει γιατί ἐφημέρευε.
Ἡ δέ Ἐλισάβετ ὑπῆρξε ἴδια στή δόξα μέ τή Σάρρα καί μᾶλλον πιό δοξασμένη ἀπ’αὐτήν, ὡς συγγενής τῆς Θεομήτορος. Αὐτή λοιπόν σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ χαριτώθηκε, ἄν καί ἦταν στείρα, νά γεννήσει ὄχι τόν Ἰσαάκ, πού ὀνομάστηκε δοῦλος τοῦ Θεοῦ (Γέν. 34, 14 καί Δαν. 3, 35), ἀλλά τόν Ἰωάννη πού ἔγινε γνήσιος φίλος τοῦ Χριστοῦ.
Ὤ ἄγονη μήτρα, πού κράτησες μέσα σου τέτοιο παιδί! Ὤ ἄκαρπη γῆ, πού βλάστησες τέτοιο καρπερό στάχυ!
Γι’ αὐτό δέν πρέπει νά διστάσουμε ν’ ἀναφωνήσουμε καί πάλι πρός αὐτήν, μέ καινούργιο τώρα νόημα τά λόγια τοῦ μεγαλόστομου Ἠσαῦ. «Γέμισε τήν καρδιά σου μ’ εὐφροσύνη στείρα, πού δέν ἀπόχτησες παιδιά. Φώναξε μ’ ὅλη σου τή δύναμη ἐσύ πού δέν δοκίμασες ὠδίνες τοκετοῦ» (Ἠσ. 54, 1), γιατί ἔκανες ν’ ἀνθίσει ἀπό τήν ἔρημη μήτρα σου ὁ Ἰωάννης, τό κρίνο τῆς ἁγνότητας, τό τριαντάφυλλο πού εὐωδιάζει ἀπό Ἅγιο Πνεῦμα, τό λιβάδι τῆς ἐγκράτειας, πού μᾶς γεμίζει μέ ἀγαθά, ἡ φωτοδότρα πηγή πού λάμπει κατά τή φανέρωση τοῦ Χριστοῦ πάνω στή γῆ, ὁ Ἰωάννης, ὁ στρατιώτης τοῦ οὐράνιου βασιλιᾶ, πού ὁ Ἴδιος τόν ξεχώρισε καί τόν ὑπέδειξε στό λαό Του, ὁ ἄριστος νυμφαγωγός τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ πρός τόν οὐράνιο Νυμφίο της Χριστό, ὁ ἀκούραστος διαλαλητής καί μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι ἡ μόνη Ἀλήθεια, ὁ Ἰωάννης, ὁ φλογερός κήρυκας τῆς μετάνοιας, ὁ σαρκωμένος ἄγγελος τοῦ Κυρίου, αὐτός πού φανέρωσε σέ ὅλους τόν Ἀμνό, πού θά σήκωνε πάνω του ὅλου τοῦ κόσμου τίς ἁμαρτίες.
Καί δέν θά μπορέσω μέ ὅ,τι καί νά πῶ νά ἀναφέρω ὅλες τίς ἀρετές του, ἀκόμα καί ἄν ἀραδιάσω ὅλους τούς τίτλους πού τοῦ ἔχουν δοθεῖ. Γιατί τοῦ ταιριάζουν πολλά ὀνόματα καί εἶναι κοσμημένος μέ πάρα πολλές ἀρετές, μιά καί αὐτός ἀξιώθηκε νά πάρει τήν πιό μεγάλη χάρη ἀπ’ ὅλους ἐκείνους πού σφράγισε τό Ἅγιο Πνεῦμα.
γ’.— Τιμοῦμε βέβαια καί τή γενέθλια ἡμέρα τοῦ προπάτορα Ἰσαάκ, τόν ὁποῖο συνέλαβε καί γέννησε στά γηρατιά της ἡ Σάρρα καί γιά τόν ὁποῖο εἶπε: «Ποιός θά φέρει τό χαρούμενο μαντάτο στόν Ἀβραάμ καί θά τοῦ μηνύσει ὅτι ἡ Σάρρα θηλάζει βρέφος;» (Γέν. 21, 7), γεγονός πού πανηγύρισε ὁ Ἀβραάμ μέ μεγάλο συμπόσιο τήν ἡμέρα ταῆς ἀπογαλακτίσεώς του.
Ἐπίσης τιμοῦμε καί τή γενέθλια ἡμέρα τοῦ Σαμψών πού καί αὐτός χαρίστηκε στό Μανωέ ἀπό στείρα μάνα, σύμφωνα μέ τό ξεχωριστό θέλημα καί τήν ξεχωριστή χάρη τοῦ Θεοῦ (Ἰουδ. 13,14). Αὐτός, καθώς λέει ἡ Ἁγία Γραφή, δέν θα ‘πινε κρασί καί οἰνοπνευματώδη ποτά καί δέν θά ‘τρωγε τίποτα ἀκάθαρτο. Θά ἀναδειχνόταν ἀκόμα ἀρχηγός τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ γιά νά τόν σώσει ἀπό τούς ἀλλοφύλους ἐχθρούς του.
Τέλος, προσπερνώντας καί ἄλλων ἁγίων σχετικές περιπτώσεις, θά ἀναφέρω τόν προφήτη Σαμουήλ, τόν ὁποῖο γέννησε ἡ πολυδοξασμένη Ἄννα μέ τόν Ἐλκανά καί τόν ἀφιέρωσε ἀπό βρέφος στόν Θεό. Ἀλλά ὅλοι αὐτοί δέν φτάνουν, ἀγαπητοί μου, τό μεγαλεῖο τοῦ Ἰωάννη. Γιατί ἄλλοι ἀπ’ αὐτούς ἔζησαν πρίν ἀπό τήν παράδοση τοῦ γραπτοῦ Νόμου καί ἄλλοι μετά ἀπ’ αὐτή. Ὁ Ἰωάννης ὅμως, ὁ γιός τοῦ ἱερέα Ζαχαρία καί τῆς ἀξιοθαύμαστης Ἐλισάβετ, τό ἄνθος πού στόλισε τήν εἴσοδο τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο, φύτρωσε καί ἄνθισε στό μεσοδιάστημα τοῦ Νόμου καί τῆς Χάρης. Ἀνέτειλε τό νοητό ἀστέρι, προαναγγέλλοντας τήν ἀνατολή τοῦ Ἡλίου τῆς δικαιοσύνης. Προέτρεξε ὁ στρατιώτης, κηρύττοντας τόν ἐρχομό τοῦ βασιλιᾶ ὁλόκληρης τῆς κτίσης. Ἦρθε ὁ ὁδηγός τῆς Νύμφης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, διαλαλώντας τήν ἐπικείμενη παρουσία τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ. Καί οἱ μέν ἄλλοι προφῆτες προφήτεψαν ἡ θαυματούργησαν ἀρκετά χρόνια μετά τή γέννησή τους, ὁ Τίμιος Πρόδρομος ὅμως πληρώθηκε ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ἀναδείχτηκε θαυματουργός ἐνόσω ἀκόμα βρισκόταν στήν κοιλιά τῆς μάνας του.
δ’.— Θά κάνω λοιπόν μιά παρομοίωση γιά νά δείξω τή μεγαλοπρέπεια τῆς μορφῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Ὅπως ἕνας βασιλιᾶς, πού βγαίνει μέ πομπή καί βασιλική μεγαλοπρέπεια ἀπό τά ἀνάκτορά του, ἔχει ραβδούχους και ἄλλους πού προπορεύονται μέ σκῆπτρα, μετά ὑπάτους, ὑπάρχους καί ταξιάρχους —τελευταία δέ ἔρχεται ἕνας ἀξιωματικός μέ πολύ μεγάλο βαθμό καί μετά ἀπ’ αὐτόν ἀμέσως ἐμφανίζεται ὁ βασιλιᾶς, ἀστράφτοντας μέσα στό χρυσάφι καί τούς πολύτιμους λίθους— τό ἴδιο φανταστεῖτε ὅτι συνέβη καί μέ τόν ἀληθινό καί μόνο βασιλιᾶ ὁλόκληρης τῆς κτίσης, τόν Χριστό καί Θεό μας. Ὅταν ἐπρόκειτο νά ἔρθει ὁ Χριστός στόν κόσμο σάν ἄνθρωπος, προπορεύτηκαν οἱ πατριάρχες, ὅπως ὁ Ἀβραάμ, ὁ Ἰσαάκ καί ὁ Ἰακώβ. Ἔπειτα ὁ Μωυσῆς, πού ἀξιώθηκε νά φανερώσει τό νόμο τοῦ Θεοῦ στούς ἄνθρωπους, ὁ Ἀαρών καί ὁ Σαμουήλ καί ὅλος ὁ χορός τῶν ἁγίων προφητῶν. Τελευταῖος δέ ἀπό ὅλους ἐμφανίστηκε ὁ Ἰωάννης καί ἀμέσως μετά ὁ Δεσπότης μας Χριστός, γιά τόν Ὁποῖο ὁ Ἰωάννης εἶπε: «Αὐτός πού ἔρχεται μετά ἀπό μένα, εἶναι ἀνώτερός μου, γιατί ὑπῆρξε πρίν ἀπό μένα» (Ἰωάν. 1, 15). Ἔτσι ἀποδείχτηκε ὁ Τίμιος Πρόδρομος ἄν καί τελευταῖος στήν παράταξη, πρῶτος στήν ἀξία καί ἀπό αὐτούς ἀκόμα τούς Προφῆτες καί τούς Ἀποστόλους καί ἀπό ὅλους τούς ἄλλους ἁγίους σπουδαιότερος, σύμφωνα μέ ὅσα κήρυξε ὁ ἀληθινός Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστός. Καί εἶναι πιότερο τιμημένος, γιατί ἦταν τελευταῖος ἀπό τούς προφῆτες καί πρῶτος ἀπό τούς ἁγίους τῆς ἐποχῆς τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἀναπτύσσοντας λοιπόν τήν ἱστορία, ὅπως ἀναφέρεται στό ἱερό Εὐαγγέλιο, ἄς ἀκούσουμε τί ἦταν ἐκεῖνα πού ὁ Γαβριήλ εἶπε στό Ζαχαρία.
ε’.— «Φανερώθηκε σ’ αὐτόν», λέει, «ἄγγελος Κυρίου καί παραστάθηκε δεξιά ἀπό τήν Τράπεζα πού ἔκαιγαν τό θυμίαμα. Καί μόλις τόν εἶδε ὁ Ζαχαρίας ταράχτηκε και φοβήθηκε πολύ» (Λουκ. 1, 11-12). Γιατί ἦταν πολύ σεβάσμια καί ἱερή ἡ ὀπτασία καί φοβερός ὁ τόπος πού συνέβη τό γεγονός. Γιατί λέει ἡ Ἁγία Γραφή: «Πόσο φοβερός εἶναι αὐτός ὁ τόπος! Αὐτός δέν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρά ἡ ἴδια ἡ κατοικία τοῦ Θεοῦ» (Γέν. 28, 17). Καί δέν εἶναι περίεργο τό ὅτι ὁ ἱερέας, ἄν καί ἦταν δίκαιος, ταράχτηκε καί κυριεύτηκε ἀπό φόβο, ἀφοῦ τό ἴδιο συνέβη καί μέ τόν Δανιήλ τόν «ἄνθρωπο τῶν ἐπιθυμιῶν» (Δαν. 10, 8), πού βλέποντας τόν ἄγγελο θαμπώθηκε καί ἔμεινε ἄφωνος καί ἔπεσε μέ τό πρόσωπο στή γῆ, ἀπό τοῦ ἄγγελου τήν ὑπέρμετρη καί ἀσύγκριτη λαμπρότητα. «Φάνηκε» λέει, «σ’ αὐτόν ἄγγελος Κυρίου». Τί ἔχουν νά μᾶς ποῦν γι’ αὐτό οἱ μισοχριστιανοί πού δέν ἱστοροῦν εἰκόνες τῶν ἁγίων ἀγγέλων; Ἄν ποτέ ἔχει φανερωθεῖ ἄγγελος σέ ἄνθρωπο, τότε ἔχει καί ζωγραφιστεῖ ὅπως ἀκριβῶς καί φανερώθηκε καί ὄχι μέ μορφή διαφορετική. Καί φανερώθηκε μέ τήν ἴδια ἀκριβῶς μορφή πού παρουσιάστηκαν παλιά στό Μωυσῆ, στό ὅρος Σινᾶ, τά Χερουβείμ πού περιστοιχίζουν τό ἱλαστήριο τῆς κιβωτοῦ τῆς Διαθήκης. Ἐάν λοιπόν αὐτό πού οὔτε σῶμα οὔτε ὑλική μορφή ἔχει, δύναται νά περιγραφεῖ —σύμφωνα μέ τήν μορφή πού φανερώθηκε— πῶς δέν θά μπορούσαμε νά ἱστορήσουμε εἰκόνα γιά κάτι πού καί σῶμα ἔχει καί ὑλική μορφή καί προσλαμβάνει διάφορα χρώματα καί ψηλαφιέται σάν τρισδιάστατο ἀντικείμενο, ὅπως εἶναι καί ἡ μορφή τοῦ Σωτήρα μας, ὥστε μ’ αὐτόν τόν τρόπο νά κάνουμε ὁλοφάνερη τή σάρκωσή του, γεγονός πού πρέπει νά μένει ἔξω ἀπό κάθε φαντασία;
Ἄς μή νομίσουν λοιπόν οἱ ἄφρονες ὅτι, ζωγραφίζοντας τή μορφή τοῦ Χριστοῦ, ἀπεικονίζουμε ταυτόχρονα καί τή θεότητά Του, ἡ ὁποία δέν μπορεῖ νά ἐκφραστεῖ, οὔτε νά κατανοηθεῖ ἤ νά περικλειστεῖ, οὔτε νά πάρει σχῆμα, οὔτε θέση, οὔτε ἔκταση, οὔτε μέγεθος, οὔτε κανένα ἄλλο γνώρισμα, ἀπ’ ὅσα εἶναι δυνατόν νά περιγραφοῦν. Γιατί ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄπειρη καί ἀκατάληπτη.
Γι’ αὐτό καί ὅταν ἱστοροῦμε τήν εἰκόνα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, μέ τό νά περιγράφουμε τή μορφή Του δέν περιγράφουμε συγχρόνως καί τήν ψυχή Του πού εἶναι ἄυλη καί ἄμορφη —αὐτό εἶναι ἀδύνατον— ἀλλά ἀποδίδουμε χωριστά καί ξεκάθαρα στό ἄυλο καί στό ὑλικό αὐτό πού τοῦ ταιριάζει. Δηλαδή τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ πού δέν περιγράφεται, δέν τήν ἀπεικονίζουμε. Εἰκονίζουμε ὅμως τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πού δύναται νά περιγραφεῖ, σύμφωνα μέ ὅσα στοιχεῖα μᾶς δίνει τό ἱερό Εὐαγγέλιο.
Ἀλλά ἄς γυρίσουμε στό θέμα μας.
στ’.— «Καί τοῦ εἶπε ὁ ἄγγελος·μή φοβᾶσαι Ζαχαρία, γιατί ὁ Θεός δέχτηκε τήν προσευχή σου» (Λουκ. 1, 13). Ἀμέσως μέ τή διαβεβαίωση αὐτή τοῦ ‘διωξε τό φόβο, ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει μέ κάθε ἀγγελική ὀπτασία. Μετά δηλαδή ἀπό τό φόβο πού προκαλεῖ ἡ ἐμφάνιση τοῦ ἀγγέλου, ἀφαιρεῖται ἀπό τόν ἄνθρωπο ἡ δειλία. Ἐνῶ γίνεται ἀκριβῶς τό ἀντίθετο ὅταν ἐμφανίζεται ὁ δαίμονας. Δηλαδή στήν ἀρχή ὁ ἄνθρωπος πού τόν δέχεται εἶναι χαρούμενος καί θαρραλέος, μετά ὅμως ἀπό λίγο γεμίζει ταραχή καί φόβο.
«Μή φοβᾶσαι, εἶπε, Ζαχαρία, γιατί ὁ Θεός δέχτηκε τήν προσευχή σου καί ἡ γυναίκα σου ἡ Ἐλισάβετ θά φέρει στόν κόσμο ἕνα γιό» (Λουκ. 1, 10).
Ὤ ἀξιοεπιθύμητο καί θεόσδοτο παράγγελμα, σύμφωνο μέ τή βαθιά ἐπιθυμία τους! Ὤ ἀγγελοφερμένη ὑπόσχεση, πού εἶσαι καρπός τόσων ἐπίμονων προσευχῶν! Κατάφερε ὁ Ζαχαρίας νά κερδίσει ἐκεῖνο πού ἡ ψυχή του ἐπιθυμοῦσε! Πέτυχε ἐκεῖνο γιά τό ὁποῖο παρακαλοῦσε μέ τόση θέρμη! Βρῆκε ἐκεῖνο πού ζητοῦσε. Βρῆκε, ὄχι ἀπό φυσική συνάφεια ἀλλά ἀπό καρποφόρα προσευχή τό ξανάνιωμα τῆς ἄγονης μήτρας καί τήν ἱκανοποίηση τῆς λαχτάρας της νά κάνει παιδί. Διότι ἡ στείρωσή της δέν ἦταν βέβαια ἐπιτίμιο καί κατάρα τοῦ Θεοῦ —μήν πάει ἐκεῖ τό μυαλό σας— ἀλλά ἦταν προφητικό ἐξάγγελμα μεγάλου μυστηρίου.
Ἔχω τήν ἐντύπωση ὅτι, παρόλο πού ὁ Ζαχαρίας εἶχε παραδοθεῖ σέ πολλή προσευχή καί παρακαλοῦσε τόν Θεό νά λύσει τή στείρωση τῆς Ἐλισάβετ, δέν εἰσακούστηκε ἀμέσως ἀπό τόν Θεό, γιατί δέν ἦταν ἀκόμα ὁ κατάλληλος καιρός. Δέν εἶχε φτάσει ἀκόμα ἡ ἐποχή πού ὁ Χριστός θά σαρκωνόταν. Τότε μόνον νά ἐλπίζεις ὅτι θά ἀπόκτησεις παιδί, Ζαχαρία, ὅταν ἔρθει στή γῆ Αὐτός πού χρόνια προσδοκοῦν καί περιμένουνε τά ἔθνη. Τότε νά περιμένεις πώς ἡ Ἐλισάβετ θά πάψει νά εἶναι στείρα, ὅταν ἔρθει Αὐτός πού εἶναι ἡ ἐλπίδα τῆς οἰκουμένης. Ἐπειδή ὅμως ἦρθε πιά αὐτή ἡ ὥρα, δέξου μέ τήν προαγγελία τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ τῆς καρδιᾶς σου τό ποθούμενο. Σάν ἄλλος ἀετός ξαναπάρε τό νεανικό σου σφρίγος (Ψαλμ. 102, 5). «Γνώρισε, εἶπε ὁ ἄγγελος, τή σύζυγό σου. Γιατί ἔγινε δεκτή ἡ προσευχή σου καί ἡ γυναίκα σου Ἐλισάβετ, θά σοῦ γεννήσει ἕνα γιό καί θά τοῦ δώσεις τό ὄνομα Ἰωάννης». Φανέρωσε ἔτσι ὁ ἄγγελος καί τό ὄνομα πού θά ‘παιρνε τό παιδί, ὄνομα πού καί ἀπό τήν ἴδια τήν ἐτυμολογία του φανερώνει ὅτι τό παιδί θά ἦταν οὐρανόσταλτο.
ζ’.— Εἶπε δέ ὁ Ζαχαρίας στόν ἄγγελο —γιατί μιλάει μέ τόν ἄγγελο μέ θάρρος σάν ἴσος πρός ἴσο. «Πῶς θά βεβαιωθῶ γι’ αὐτό, ἀφοῦ ἐγώ εἶμαι γέροντας καί ἡ γυναίκα μου προχωρημένη στήν ἡλικία;» (Λουκ. 1, 18). Ἡ ἀπόδειξη πού χωρίς ἰδιαίτερη σκέψη ζήτησε, γιά τόν τρόπο πού θά γινόταν πατέρας, τοῦ προσάπτει ὡς ἱερέα τό ἁμάρτημα τῆς ἀπιστίας. Αὐτή ἡ ἐρώτηση ὅμως δέν προέρχεται ἀπό τήν ἀπιστία, ἀλλά ἀπό τήν ἀνάγκη ἐξακριβώσεως τῆς ἀλήθειας. Ἔπαθε ἔτσι καί ὁ Ζαχαρίας τό ἴδιο μέ τόν Ἀπόστολο Θωμᾶ. Γιατί δέν ἦταν δικαιολογημένο, προφήτης αὐτός καί γνώστης τῶν θείων πραγμάτων, νά ἀγνοεῖ ὅτι ὁ Θεός μπορεῖ νά ἀνακαινίσει τή φύση, νά ξανανιώσει τά γηρατειά, νά βγάλει ἀπό τό ἀδιέξοδο τόν ἄνθρωπο, νά βρεῖ λύσεις στά προβλήματα, ὅπως ἄλλωστε συνέβη μέ τόν Ἀβραάμ καί τή Σάρρα, μέ τήν Σωμανίτιδα καί μέ τόσες καί τόσες ἄλλες ἀνάλογες περιπτώσεις, πού ἔδειξε τή θαυματουργική Του δύναμη. Ἀλλ’ ὅμως ἐπειδή οἱ χαρούμενες ἀγγελίες, πού μηνύουν τήν πραγματοποίηση τῶν μεγάλων καί ἀσυνήθιστων προσδοκιῶν τῆς ψυχῆς, ὅταν ἀκουστοῦν ἀπροσδόκητα καί ξαφνικά φέρνουν συνήθως ταραχή, γι’ αὐτό καί τώρα ὁ Ζαχαρίας, ἐπειδή ταράχτηκε, τηρεῖ ἐπιφυλαχτική στάση. Καί αὐτό νομίζω ὅτι τό κάνει ὄχι ἐξαιτίας τῆς ἀπιστίας του, ἀλλά γιατί βιάζεται νά φτάσει στήν ἀναμφισβήτητη καί ἀδιάσειστη βεβαιότητα. Καί ἀμέσως σάν νά κυριεύτηκε ἀπό ἀφόρητη χαρά, φωνάζει πρός τόν ἄγγελο καί λέει: «Πῶς θά βεβαιωθῶ γι’ αὐτό  πού μοῦ λές»; Μήπως παραλογίζεσαι; Μή καί δέν βγοῦν ἀληθινά αὐτά πού μοῦ ἀναγγέλλεις; Δός μου ἐπίσημη διαβεβαίωση, δός μου χειροπιαστή ἀπόδειξη, ὅπως παλιότερα ἔδωσε ὁ Θεός στόν Ἀβραάμ τό σημεῖο τῆς περιτομῆς, βεβαιώνοντάς τον ἔτσι ὅτι θά γίνει πατέρας πολλῶν ἐθνῶν καί ὅτι θά γεννηθοῦν ἀπ’ τή γενιά του πολλοί βασιλεῖς. Καί ὅπως διαβεβαίωσε πρίν ἀπ’ αὐτόν τό Νῶε μέ τό σημεῖο τοῦ οὐράνιου τόξου, ὅτι δηλαδή δέν θά καταστρέψει μέ κατακλυσμό τή γῆ. Ἀκόμα ὅπως ἔκανε τή ράβδο τοῦ Μωυσῆ νά πάρει μορφή φιδιοῦ καί νά ξαναγίνει ἀμέσως πάλι ραβδί, γιά νά πιστέψουν μ’ αὐτόν τόν τρόπο οἱ Αἰγύπτιοι ὅτι τοῦ φανερώθηκε ὁ Θεός.
η’.— Καί ἀποκρίθηκε ὁ ἄγγελος καί τοῦ εἶπε: Νά τό σημεῖο πού ζητᾶς: Θά χάσεις τή λαλιά σου καί δέν θά μπορεῖς πιά νά βγάλεις λέξη, γιατί δέν πίστεψες στά λόγια μου —ἐννοεῖται βέβαια γιατί δέν πίστεψε ἁπλά καί ἀνεξέταστα— πού θά ἐκπληρωθοῦν ὅταν φτάσει ὁ κατάλληλος καιρός. Πῆρε λοιπόν τήν κατάλληλη γιά τήν περίσταση ἀπόδειξη, πού ζητοῦσε ὁ Ζαχαρίας, δηλαδή τή σιγή τῆς φωνῆς του, μιᾶς φωνῆς πού κάποτε θά σταματοῦσε γιά πάντα μπροστά στή ζωντανή καί σαρκωμένη φωνή, τόν Πρόδρομο πού θά γεννιόταν ἀπ’ αὐτόν. Καί ἐνῶ ἔμεινε μέ κλειστό στόμα συνέχισε νά ὑμνεῖ, μέ μυστική πιά φωνή τό Δωρητή τοῦ παιδιοῦ, πού ἔμελλε νά γεννηθεῖ. Ὅταν βγῆκε, λέει ὁ ἱερός εὐαγγελιστής, ἀπό τό ἱερό τοῦ Ναοῦ, «δέν μποροῦσε πιά νά μιλήσει. Καί ἀπ’ αὐτό κατάλαβαν οἱ ἄλλοι ὅτι εἶχε δεῖ κάποιο ὅραμα στό ἱερό, ἐνῶ ὁ ἴδιος προσπαθοῦσε νά ἐξηγήσει μέ νοήματα καί παρέμενε βουβός» (Λουκ. 1, 22). Ἔμεινε κωφάλαλος, πρῶτα-πρῶτα γιά νά μή δέχεται ἐρωτήσεις, γιατί ἀλλιῶς δέν θά μποροῦσε νά μήν πληροφορήσει τούς ἄλλους γιά τό ὅραμα. Ἔπειτα δέ ἐπειδή κατά κάποιο τρόπο εἶχε βγεῖ ἀπό τίς αἰσθήσεις του καί καθώς ἔμεινε κατάπληκτος καί ἐμβρόντητος ἀπό τό ὅραμα πού ἐξακολουθοῦσε νά τό ζεῖ τόσο βαθιά μέσα του, δέν μποροῦσε νά δώσει προσοχή στά κούφια λόγια τῶν ἄλλων. Ἡ σιωπή λοιπόν δέν εἶχε κανένα ἄλλο νόημα, παρά ἦταν μονάχα μιά προφητεία, πού προδήλωνε ὅτι θά γινόταν πατέρας προφήτη. Καί αὐτό ἦταν ἴσως καί σημεῖο τοῦ τέλους τῆς λατρείας τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, ἀλλά καί σημεῖο τῆς ἀνατολῆς τῆς ἐποχῆς τῆς Χάρης, πού θά ἄρχιζε μέ τό γεγονός τῆς γεννήσεως τοῦ Ἰωάννη.
Προσπερνώντας ὅμως τά ἄλλα σημεῖα πού σχετίζονται μέ τό θέμα μας —γιατί δέν εἶναι οὔτε τῆς ἡμέρας, οὔτε τῆς δυνατότητάς μας— ἄς ἔρθουμε ἀμέσως σ’ αὐτό πού μᾶς ἐνδιαφέρει ἄμεσα.
θ’.— Καί συνέβη, ὅπως λέει ὁ ἱερός εὐαγγελιστής, τό ἑξῆς: «Μόλις ἄκουσε ἡ Ἐλισάβετ τό χαιρετισμό τῆς Μαρίας, σκίρτησε ἀπό χαρά μέσ’ τήν κοιλιά της τό βρέφος» (Λουκ. 1, 41).
Ὤ Ἰωάννη, μακαριστό βρέφος, ἀκοίμητο ἔμβρυο! Ἐνῶ ἀκόμα βρισκόσουν στήν κοιλιά τῆς μητέρας σου, πῶς ἔνιωσες τί γίνεται στόν κόσμο; Ἐνῶ ἀκόμα δέν εἶχες τελειωθεῖ πῶς παρουσιάζεσαι ὑπερτέλειος; Πῶς ἔξι μόλις μηνῶν ἔμβρυο, ἐκφράστηκες σάν σοφός γέροντας; Πῶς χωρίς ἀκόμα νά μπορεῖς νά διανοηθεῖς φάνηκες τόσο συνετός; Πῶς μίλησες μέ τόση εὐφράδεια, ἐνῶ ἀκόμα δέν μποροῦσες νά ἀρθρώσεις λέξη; Πές μας, πές μας λοιπόν, πῶς ἐνῶ βρισκόσουν ἀκόμη στή σκοτεινή χώρα τῶν μητρικῶν σπλάχνων, χωρίς νά βλέπεις, χωρίς ν’ ἀκοῦς, χωρίς νά ἔχεις ἀρθρώσει ἀκόμα μιά λέξη, χωρίς νά ἔχεις κάνει ἀκόμα οὔτε ἕνα βῆμα, χωρίς νά ἔχεις ἀκόμα σκάσει τό πρῶτο χαριτωμένο παιδικό χαμόγελο, πῶς βλέπεις τόσο καθαρά ὅσα δέν μποροῦν νά δοῦν οἱ ἄνθρωποι; Πῶς ἔχεις μιά τόσο σοφή γνώση; Πῶς θεολογεῖς; Πῶς σκιρτᾶς χαρούμενα; Γιατί χαίρεσαι τόσο πολύ; Ἀπάντησέ μας, ἀπάντησέ μας, πανθαύμαστε!
Μεγάλο, λέει, τό μυστήριο πού συντελεῖται καί δέν μπορεῖ νά τό συλλάβει νοῦς ἀνθρώπινος αὐτό πού διαδραματίζεται. Ἄν καί εἶμαι ἁπλός ἄνθρωπος ἐπιτελῶ παράδοξα πράγματα, γιά νά φανερώσω Ἐκεῖνον πού πρόκειται ὡς Θεάνθρωπος νά ὑπερβεῖ τούς ὅρους τῆς φύσης. Βλέπω μολονότι εἶμαι ἀκόμα ἔμβρυο, γιατί αἰσθάνομαι κοντά μου νά κυοφορεῖται ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης. Ἔχω τή δυνατότητα νά ἀκούω ἐπειδή γνωρίζω πολύ καλά τά πάντα καί ἐπειδή γεννιέμαι γιά νά εἶμαι ἡ φωνή τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Κράζω μέ ὅλη μου τή δύναμη, γιατί νιώθω νά σαρκώνεται ὁ Μονογενής Υἱός τοῦ Πατρός. Σκιρτάω, γιατί αἰσθάνομαι νά παίρνει ἀνθρώπινη μορφή ὁ Ποιητής ὅλης τῆς κτίσης. Χαίρομαι μέ ὅλη μου τήν ψυχή, γιατί λογίζομαι ὅτι σαρκώνεται ὁ Λυτρωτής τοῦ κόσμου. Σᾶς ἀναγγέλλω τήν ὥρα πού ὁ Θεός ἔρχεται σάν ἄνθρωπος στόν κόσμο. Τρέχω μπροστά, πρίν φτάσει Ἐκεῖνος ἀνάμεσά σας, σάν κορυφαῖος τοῦ δοξολογικοῦ χοροῦ σας καί σάν τόν Δαυίδ λοιπόν σᾶς παραγγέλλω προφητικά: Ἀρχίστε τό τραγούδι, πάρτε καλόηχο τύμπανο, ψαλτήρι καί κιθάρα. Τραγουδῆστε, ψάλτε γι’ Αὐτόν, ὑμνεῖστε ὅλο του τό μεγαλεῖο πού βρίσκεται σέ ὅσα θαυμάσια ἐπιτελεῖ.
Γ.— Ἄρα λοιπόν Ἰωάννη, σηκώθηκες πάνω ἀπ’ τά ἐπίγεια καί ἀξιώθηκες νά ἀντικρύσεις τά οὐράνια; Ξεπέρασες καί αὐτές τίς ἀγγελικές δυνάμεις πού ὑπῆρχαν πρίν ἀπό τή δημιουργία τοῦ ὁρατοῦ κόσμου; Πῶς λοιπόν τιμήθηκες μέ τό ἀξίωμα τῶν ἀγγελικῶν ταγμάτων, ἐνῶ δέν πλάστηκες ἄγγελος; Καί πῶς ἀγέννητος ἀκόμα, μᾶς ἐμήνυσες καί μᾶς προανάγγειλες μέ ἄμεση θεϊκή ἔμπνευση ἐκεῖνο πού καί γιά τούς ἀγγέλους ἀκόμα ἦταν ἄγνωστο καί ἀδίδακτο;
Δέν προσπάθησα ν’ ἀνέβω σέ φανταστικά ὕψη. Οὔτε περπάτησα πάνω στά σύννεφα, οὔτε ξεπέρασα τούς οὐρανούς, οὔτε ἀνέβηκα πιό ψηλά ἀπό τίς τάξεις τῶν φλογερῶν καί ἀσώματων ἀγγέλων. Κανένας ἄς μή φανταστεῖ κάτι τέτοιο. Ἀλλά μάθετε ὅτι Αὐτός πού βρίσκεται πάνω ἀπ’ ὅλα καί μένει στούς Πατρικούς κόλπους μαζί μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, χωρίς νά χωριστεῖ ἀπό τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα διέφυγε τήν προσοχή —καί αὐτῶν ἀκόμα τῶν πύρινων λειτουργῶν του— καί εἰσῆλθε στή μήτρα τῆς «ἀειπαρθένου» Μαρίας, σάν σέ ἄλλο οὐρανό. Αὐτός λοιπόν, μοῦ φανερώθηκε καί μέ μύησε σ’ αὐτά τά θεϊκά μυστήρια. Εἶμαι λοιπόν κήρυκας τοῦ βρέφους. Διαλαλῶ ὅτι «γεννήθηκε παιδί γιά χάρη μας καί μᾶς δόθηκε σάν δῶρο Αὐτός πού εἶναι ὁ προαιώνιος Θεός», ὅπως λέει καί ὁ μεγάλος προφήτης Ἡσαΐας (Ἡσ. 9, 6). Γεννήθηκα ἀπό μήτρα στείρα, γιατί πρόκειται νά γεννηθεῖ παιδί ἀπό μάνα παρθένο. Πόσο ὑπερφυσικά πράγματα, πόσο παράδοξα θαύματα εἶναι αὐτά, πού χαρούμενα μᾶς μηνύει σήμερα τό ἀγέννητο ἀκόμα βρέφος! Πόσο πρωτοφανῆ μηνύματα θεολογώντας μᾶς προανάγγειλε ὁ γιός τῆς Ἐλισάβετ;
Σκίρτησε ἀπό χαρά λοιπόν ὁλόκληρη ἡ οἰκουμένη, ψάλλε καί ὕμνησε Ἐκκλησία, τά προεόρτια πανηγυρίζοντας, πρίν ἀπό τή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τά γενέθλια τοῦ Ἰωάννη. Γέμισε ἀπό χαρά ὁλόκληρη ἡ κτίση, καθώς δέχεσαι τό μαντατοφόρο τῆς Σαρκώσεως τοῦ βασιλιά τῶν πάντων.
ια’.— Μακαριστέ Ἰωάννη, πού εἶσαι μεγαλύτερος ἀκόμα καί ἀπό τούς πιό ἔνδοξους προφῆτες, ὁ πιό ἐπιφανής ἀπό τούς ἀποστόλους, ὁ πιό ἀξιοτίμητος ἀπ’ ὅλους τούς μεγαλομάρτυρες, ὁ κοσμημένος μέ θεία κάλλη ἀρχηγός τῶν ἐρημιτῶν, ὁ ἀγαπημένος φίλος τοῦ πάγκαλου Νυμφίου, τό ἑτοιμασμένο λυχνάρι πού λάμπει τό φῶς ἐκεῖνο, πού μέ λόγια δέν μπορεῖ νά περιγραφεῖ, ὁ ἔμπιστος κήρυκας τοῦ ἄμωμου Ἀμνοῦ, ὁ προσεκτικός ἀκροατής τῆς πατρικῆς φωνῆς, ὁ φημισμένος Βαπτιστής τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἀτρόμητος ἔλεγχος τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἡρώδη, ὁ προάγγελος τῆς ζωῆς γιά ὅσους βρίσκονταν στόν Ἅδη, ἡ σάλπιγγα πού σημαίνει τά θεϊκά προστάγματα στήν οἰκουμένη, μίλησέ μας καί τώρα ἀπό τόν οὐρανό, μέ τίς ἱερές πρεσβεῖες σου καί τίς εὐχές τοῦ μακαριστοῦ πνευματικοῦ πατέρα μου καί δεῖξε τήν εὐμένειά σου στό λαό καί στό μικρό σου ποίμνιο πού σέ ὑμνεῖ, συγχωρώντας ταυτόχρονα τό τολμηρό ἐπιχείρημα ἑνός φτωχοῦ, πού στό προσφέρει ὄχι σάν δῶρο, ἀλλά σάν ταπεινό χρέος καί φόρο πού ὀφείλεται ἀπό τιποτένιο δοῦλο, πού προσφέρεται ὅμως μέ πόθο ψυχῆς.
Στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό πρέπει ἡ δόξα, ἡ τιμή καί ἡ προσκύνηση, καθώς καί στόν Παντοκράτορα Πατέρα καί στό Πανάγιο Πνεῦμα, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀπό τό βιβλίο: «Θεϊκό Λυχνάρι, ὁ Τίμιος Πρόδρομος»
Ἐκδόσεις ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ
Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου Καρέα

Σάββατο, Ιουνίου 11, 2022

To μυστήριο της Πεντηκοστής


Τού π. Ιωάννη Ρωμανίδη
Ο Χριστός, μετά την Ανάληψή Του στους ουρανούς, σύμφωνα με την βεβαίωσή Του, έστειλε, την πεντηκοστή ημέρα από την Ανάστασή Του και την δεκάτη από την Ανάληψή Του, το Άγιον Πνεύμα, το οποίο εκπορεύεται από τον Πατέρα.

Ο Ίδιος ο Χριστός είχε προαναγγείλει στους Μαθητές την Αποστολή του Αγίου Πνεύματος: «Και εγώ ερωτήσω τον πατέρα και άλλον παράκλητον δώσει υμίν, ίνα μένη μεθ' υμών εις τον αιώνα, το Πνεύμα της αληθείας, ό ο κόσμος ου δύναται λαβείν, ότι ου θεωρεί αυτό ουδέ γινώσκει αυτό· υμείς δε γινώσκετε αυτό, ότι παρ' υμίν μένει και εν υμίν έσται» (Ιω. ιδ', 16-17). Και αμέσως μετά είπε: «ο δε παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιον ό πέμψει ο πατήρ εν τω ονόματί μου, εκείνος υμάς διδάξει πάντα και υπομνήσει υμάς πάντα ά είπαν υμίν» (Ιωάννης ιδ', 26). Και μετά είπε: «συμφέρει υμίν ίνα εγώ απέλθω. Εάν γαρ εγώ μη απέλθω, ο παράκλητος ουκ ελεύσεται προς υμάς· αν δε πορευθώ, πέμψω αυτόν προς υμάς» (Ιωάννης ις', 7).

Η έλευση του Αγίου Πνεύματος στους Μαθητές έγινε την ημέρα της Πεντηκοστής (Πράξεις β΄, 1-13). Σημαντική θέση στην ζωή των Αποστόλων είχε η Πεντηκοστή. Αφού είχαν προηγουμένως περάσει από την κάθαρση της καρδιάς και τον φωτισμό -πράγμα που υπήρχε και στην Παλαιά Διαθήκη, στους Προφήτες και δικαίους- έπειτα είδαν τον Αναστάντα Χριστό και την ημέρα της Πεντηκοστής έγιναν μέλη του αναστημένου Σώματος του Χριστού. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί έπρεπε κάθε Απόστολος να έχει μέσα του τον αναστάντα Χριστό.

Κατά την Πεντηκοστή, το Άγιον Πνεύμα κατέστησε τους Μαθητές μέλη του θεανθρωπίνου Σώματος του Χριστού· έτσι, ενώ στην Μεταμόρφωση το Φως ενεργούσε στους τρεις Μαθητές έσωθεν, δια της Θεώσεως, αλλά το Σώμα του Χριστού ήταν έξω από αυτούς, στην Πεντηκοστή οι Μαθητές ενώνονται με τον Χριστό, γίνονται μέλη του θεανθρωπίνου Σώματος και ως μέλη του Σώματος του Χριστού μετέχουν του ακτίστου Φωτός. Αυτή η διαφορά υπάρχει και μεταξύ Παλαιάς Διαθήκης και Πεντηκοστής.

«Όσοι προ της αναλήψεως είδαν την δόξα του Χριστού, την είδαν διπλώς. Από το ένα μέρος σκεπάσθηκαν από την νεφέλη, διότι "εν τω φωτί σου οψόμεθα φως" (Ψαλμοί λε΄ 10), σκεπάσθηκαν από την φωτεινή νεφέλη και, ευρεθέντες μέσα στο Φως το άκτιστο, βλέπουν άκτιστο Φως, αλλ' επίσης και η ανθρώπινη φύση του Χριστού είναι πηγή του Φωτός, όπως είναι η Μεταμόρφωση.

Η ανθρώπινη φύση του Χριστού είναι πηγή του Φωτός, το οποίο όμως Φως είδαν οι Απόστολοι, εφ' όσον ευρίσκονται μέσα στο Φως, ως Θεούμενοι. Δηλαδή, "εν τω φωτί σου οψόμεθα φως". Αφού βρίσκονται μέσα στο Φως, (αυτό) μαρτυρεί ότι σκεπάσθηκαν από την φωτεινή νεφέλη και είδαν και την ανθρώπινη φύση του Χριστού, ως πηγή Φωτός. Έσωθεν έλαμπε το Φως, αλλ' εκ του σώματος, όμως, έξωθεν. Έσωθεν έλαμπε το Φως, αλλά το Σώμα του Χριστού ήταν έξωθεν, που εξέπεμπε Φως, το ίδιο Φως. Με την Πεντηκοστή, όμως, το Φως εκπέμπει η ανθρώπινη φύση του Χριστού "έσωθεν πλέον". Οπότε, δεν υπάρχει εμπειρία του Φωτός έξωθεν, χωρίς να υπάρχει και εμπειρία του Χριστού έσωθεν. Το ένα είναι αλληλένδετο πλέον με το άλλο. Δηλαδή είναι πλέον το ίδιο με το άλλο».

«Γιατί ήταν ανάγκη να γίνει η Ανάληψη και να κατέβη το Πνεύμα το Άγιον δηλαδή, για ποιο σκοπό; Γιατί λέμε ότι η Εκκλησία ιδρύθηκε την ημέρα της Πεντηκοστής; Η Εκκλησία δεν ιδρύθηκε την ημέρα της Πεντηκοστής. Η Εκκλησία ιδρύθηκε από τον καιρό που ο Θεός κάλεσε τον Αβραάμ και τους Πατριάρχες και τους Προφήτες[*]. Από τότε ιδρύθηκε η Εκκλησία. Η Εκκλησία υπάρχει στην Παλαιά Διαθήκη. Η Εκκλησία υπήρχε στον Άδη. Αλλά, γίνεται μία διαμόρφωση της Εκκλησίας εδώ, δηλαδή ιδρύεται Εκκλησία, υπό την έννοια ότι ιδρύεται Εκκλησία ως Σώμα Χριστού πλέον». 

Αυτό το σημείο είναι σημαντικό, γιατί δείχνει ότι η Πεντηκοστή είναι η γενέθλια ημέρα της Εκκλησίας ως Σώματος του Χριστού και ακόμη, όσοι ενώνονται με το Σώμα του Χριστού, υπερβαίνουν τον θάνατο.

«Στην Παλαιά Διαθήκη υπάρχει και καταλλαγή, και φίλος του Θεού και θέωση. Τα πάντα υπάρχουν στην Παλαιά Διαθήκη, με την διαφορά ότι δεν υπάρχει Πεντηκοστή. Διότι υπάρχει Εκκλησία στην Παλαιά Διαθήκη, αλλά υπό το κράτος του θανάτου.

Πεντηκοστή τι είναι; Η αποκάλυψη πάσης της αληθείας. Τότε η Εκκλησία γίνεται το Σώμα του Χριστού, γι' αυτό και γιορτάζουμε το γενέθλιο της Εκκλησίας, της αναστημένης εν Χριστώ, την ημέρα της Πεντηκοστής».

«Την ημέρα της Πεντηκοστής έρχεται ο Χριστός εν Αγίω Πνεύματι. Όπως οι ενέργειες του Θεού είναι παρούσες στον κόσμο, και εκείνος που έχει κοινωνία της ενέργειας του Θεού καταλαβαίνει ότι ο Θεός μέσα στις ενέργειές Του μερίζεται αμερίστως και πολλαπλασιάζεται απολλαπλασιάστως, δηλαδή, έτσι ο καθένας που έχει κοινωνία με τον Θεό, δεν έχει ένα κομμάτι του Θεού. Ο Θεός όλος είναι παρών σε κάθε άνθρωπο και είναι πανταχού παρών σ’ όλον τον κόσμο.

Και με την Πεντηκοστή η ανθρώπινη φύση του Χριστού, πλέον, επανέρχεται στην Εκκλησία και είναι ημέρα της ιδρύσεως της Εκκλησίας, διότι η ανθρώπινη φύση του Χριστού τώρα μερίζεται αμερίστως και ολόκληρος ο Χριστός, με την ανθρώπινή Του φύση, βρίσκεται σε κάθε πιστό.

Και αυτή είναι η Εκκλησία, που ο κάθε πιστός είναι ναός, όχι μόνο ναός του Αγίου Πνεύματος, αλλά και Σώμα Χριστού, έχοντας μέσα του ολόκληρο τον Χριστό δηλαδή. Και είναι ο καινούριος τρόπος παρουσίας της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού μέσα στον κόσμο. Γι' αυτό και θεωρείται και η ημέρα ιδρύσεως της Εκκλησίας η Πεντηκοστή. Σε αυτή την εμπειρία της Πεντηκοστής μετέχουν όλοι όσοι φθάνουν στην θέωση. Και έχουμε παραδείγματα στην ίδια την Αγία Γραφή, όλοι όσοι είδαν τον Χριστό μετά την Ανάσταση και αυτοί που είδαν τον Χριστό μετά την Πεντηκοστή, μέχρι σήμερα».

Η Πεντηκοστή λέγεται «τελευταία εορτή», γιατί είναι η τελευταία φάση της ενανθρωπήσεως του Χριστού. Τώρα γίνεται μεγάλη αλλαγή, γιατί ο θεούμενος ενώνεται εν Αγίω Πνεύματι με τον Θεάνθρωπο Χριστό.

«Η τελευταία φάση, η αποτελεσματική, ήταν η Πεντηκοστή. Εκεί έγινε η μεγάλη αλλαγή. Διότι, ενώ κατοικούσε το Πνεύμα στους Προφήτες, διότι είχαν Πνεύμα Θεού οι Προφήτες και νοερά ευχή και θέωση κλπ., από την Πεντηκοστή και εντεύθεν αυτή η κατοίκηση του Αγίου Πνεύματος μέσα στον θεόπνευστο γίνεται και με την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Γι' αυτό είναι Σώμα Χριστού τώρα η Εκκλησία. Δηλαδή έγινε η Εκκλησία την ημέρα της Πεντηκοστής Σώμα Χριστού. Και ο Χριστός, ως άνθρωπος, κατοικεί μέσα στον άνθρωπο πλέον.

Παρασκευή, Ιουνίου 10, 2022

Ανάσταση - Ανάληψη. Πατήρ Νικόλαος Λουδοβίκος.



Ας πούμε ότι έγινε η Ανάσταση.
Οι μαθητές οι οποίοι είναι απογοητευμένοι, τρομαγμένοι, ψαράδες αφιλοσόφητοι,
ξαφνικά βλέπουν αυτόν που έχυσε το αίμα του, κομματιάστηκε, μπροστά τους, και τους λέει εγώ είμαι αυτός,
και θα καταλάβετε τώρα ποιος είμαι, και ξαφνικά γίνονται μάρτυρες του,
και φωνάζουν, και ωρύονται ως απλοί άνθρωποι ότι Αυτός Ανέστη και τους σκοτώνουν γι' αυτό.
Αν ήταν φιλόσοφοι η πλατωνικοί ή πυθαγόρειοι, εγώ δεν θα τους πίστευα.
Αλλά είναι εντελώς άσχετοι.
Φανταστείτε ότι σαράντα μέρες τον βλέπουν, και τρώνε,και περπατάν μαζί του..
Και μετά γίνεται η Ανάληψη.
Σκεφτείτε, η Ανάληψη αυτή να μην γινόταν.
Και ξαφνικά έχουμε ένα Όν που λέει:
- Κοιτάξτε, με φονεύσατε, Το είδατε ότι πέθανα;
- Το είδαμε.
- Το βλέπετε ότι ζω;
- Το βλέπουμε.
- Το βλέπετε ότι δεν έχω καν ανάγκη τροφής
και όταν θελήσω δοκιμάζω κάτι για να σας δείξω ότι είμαι αληθινός;
- Το βλέπουμε.
- Ε λοιπόν, έτσι θα είμαι αιώνια τώρα εδώ. Είμαι ο Θεός που έλαβα ανθρώπινη μορφή.
.
Λοιπόν, δυο χιλιάδες χρόνια τώρα, τον έχεις στην Ιερουσαλήμ, κάθεται στον θρόνο του
και ξέρεις ότι είναι ο Θεός.
Δεν χρειάζεται ούτε ηλεκτρονικό τρόπο παρακολούθησης γιατί τα ξέρει όλα,
μπορεί να επέμβει στη ζωή σου με έναν άγγελο, και το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να υποδουλωθείς σ' αυτόν.
.
Πως να αγαπήσεις έναν τέτοιον Θεό;
.
- Κι τι με νοιάζει εμένα αν εσύ είσαι αιώνιος και αθάνατος;
Κάθεσαι πάνω από το κεφάλι μου,
δεν με αφήνεις να πάρω ανάσα, και με αναγκάζεις να σε τιμήσω και να σε λατρέψω;
Δεν θα σε λατρέψω,
Θα σε κοροϊδέψω,
θα σε εμπαίξω, και θα είμαι ο επαναστάτης,
θα γίνω σύμμαχος με τον διάβολο ο οποίος έχει δίκαιο ότι είσαι απαίσιος και φθονερός,
και ότι διεκδικείς την απόλυτη εξουσία για τα πάντα ΚΑΙ θα σε πολεμώ με όλους τους τρόπους που μπορώ
και αν τυχόν με εξοντώσεις,
θα το θεωρήσω μεγάλη μου τιμή επειδή είσαι αιώνιος κι εγώ είμαι ένα τίποτα
και αντί να με εξυψώσεις στο ύψος σου να παλέψουμε ως ίσοι, με υποδουλώνεις τώρα.
.
Αν δεν γινόταν η Ανάληψη όλα αυτά.
.
Καταλάβατε τι είναι ο άνθρωπος; Ο άνθρωπος είναι αυτός που μπορεί να τα κάνει όλα αυτά.
Και σ' αυτό είναι εικόνα Θεού.
Γι' αυτό ο Θεός δεν θέλει να επιβληθεί.
.
Είδα μεγάλα θαύματα στο σώμα μου
και στην ύπαρξη μου
από Αγίους που συνάντησα, και εν πολλοίς από άθεος που ήμουνα, με βάλαν στην Εκκλησία.
Ανθρώπους που είδαν τις ασθένειες που είχα εκείνη την στιγμή και θεραπεύτηκα.
.
Ο πατήρ Πορφύριος με υποδέχτηκε απαγγέλλοντας τους στίχους μου , αδημοσίευτους στίχους.
.
Κάποτε μέσα στην νεανική μου αφέλεια, ρωτάω τον πατέρα Παΐσιο:
- Γιατί δεν πάτε να τα κάνετε αυτά τα πράγματα δημόσια;
Μου λέει:
- Άκου να δεις. Με το χάρισμα που έχω, μπορώ να πάω σ' ένα στρατόπεδο
και να πω σε όλους τα εσώψυχα τους και να τους πάρω από τον διοικητή μέχρι τον φρουρό της πύλης, όλους μαζί στο Άγιον Όρος για μοναχούς.
Αλλά δεν το θέλει αυτό ο Θεός.
Ο Θεός θέλει να τον αγαπήσεις μέσα από την προσωπική σου ανακάλυψη.
ΓΙ' αυτό βλέπεις ότι ο Χριστός κάνει το θαύμα και φεύγει και λέει μην το πείτε πουθενά αυτό που έκανα. Δεν έχουν πίστη; Δεν κάνει θαύμα.
Ενώ θα έπρεπε να πεις "δεν έχετε πίστη; Τώρα να δείτε τι θαύμα θα σας κάνω εγώ".
- Κατέβα από τον Σταυρό.
- Όχι δεν κατεβαίνω.
Θα κατέβει από τον σταυρό με έναν τρόπο που θα μπορούσε να αμφισβητηθεί. Ούτως ώστε να ανακαλύψεις πνευματικά το τι έχει συμβεί.
Αυτή η πνευματική ανακάλυψη είναι συγκλονιστική.
γιατί είναι προσωπική.
Επειδή σε σώζει και καταλαβαίνεις το γιατί γίνεται αυτό, και αυτό είναι το μεγαλείο του μηνύματος του Θεού.
Δεν τον ενδιαφέρει να σε εντυπωσιάσει, και να σε αρπάξει σαν γύfτος:
- Έλα εδώ, γονάτισε.
Θα γονατίσεις,
αλλά μέσα η ψυχή σου δεν θα έχει γονατίσει, και θα ψάχνεις τον αληθινό Θεό, ενώπιον του Θεού.
Αυτό το πράγμα αν το καταλάβεις πόσο τεράστιο είναι, καταλαβαίνεις γιατί ο Θεός κάνει υπομονή με το κακό.
Κάνει υπομονή ,
γιατί εμφανίζονται οι προαιρέσεις
και εμφανίζεται το υπέροχο του ανθρώπου ολόκληρο η θεοείδεια του.
Και απαντάει μετά ο ίδιος με την παρουσία στην ζωή αυτή ολόκληρη
και στην αιώνια ζωή.

Τετάρτη, Ιουνίου 01, 2022

Η ΑΝΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ – π. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν


Ἕνα ρίγος χαρᾶς διαπερνᾶ τὴ λέξη “ἀνὰληψη”, πού δείχνει μιὰ πρόκληση πρὸς τοὺς ἀποκαλούμενους “νόμους τῆς φύσεως”, πρὸς τὴ διαρκῆ κάθοδο καὶ πτώση· εἶναι μιὰ λέξη πού ἀκυρώνει τοὺς νόμους τῆς βαρύτητας καὶ πτώσης. Ἐδῶ ἀντίθετα τὰ πάντα εἶναι ἐλαφράδα, πέταγμα, μιὰ ἀτέλειωτη ἄνοδος. Ἡ Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου γιορτάζεται σαράντα μέρες μετὰ τὸ Πάσχα, τὴν Πέμπτη τῆς ἕκτης ἑβδομάδας μετὰ τὴ γιορτὴ τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ.
Τὴν Τετάρτη, τὴν παραμονή, ἡ Ἐκκλησία τελεῖ τὴν ἀποκαλούμενη “Ἀπόδοση τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα”, σὰν νὰ χαιρετᾶ δηλ. τὸ Πάσχα. Ἡ ἀκολουθία εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἴδια, ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους, ὅπως αὐτὴ τῆς νύχτας τοῦ Πάσχα, μὲ τὴν ἀπαγγελία ἀκριβῶς τῶν ἴδιων στίχων: “Ἀναστήτω ὁ Θεὸς καὶ διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ Αὐτοῦ…”,
“Αὕτη ἡ ἡμέρα ἥν ἐποίησεν ὁ Κύριος, ἀγαλλιασώμεθα καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ”. Ὅταν ψάλλει αὐτοὺς τοὺς στίχους ὁ ἱερεύς, κρατᾶ τὴν πασχάλια λαμπάδα καὶ θυμιατίζει ὁλόκληρη τὴν ἐκκλησία, ἐνῶ σὲ ἀπάντηση ψάλλεται τὸ “Χριστὸς ἀνέστη”. Ἀποχωριζόμαστε τὸ Πάσχα, τὸ “ἀποδίδουμε” στὸ ἑπόμενο ἔτος.
Ἴσως νὰ ἔπρεπε νὰ αἰσθανόμαστε λυπημένοι. Ἀντί ὅμως γιὰ λύπη, μᾶς δίνεται νέα χαρά: ἡ χαρὰ νὰ στοχαζόμαστε καὶ νὰ γιορτάζουμε τὴν Ἀνάληψη. Σύμφωνα μὲ τὴν εὐαγγελικὴ διήγηση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, ὁ Κύριος ἀφοῦ ἔδωσε τὶς τελευταῖες ὁδηγίες στοὺς μαθητές, «ἐξήγαγε … αὐτοὺς ἔξω ἕως εἰς Βηθανίαν, καὶ ἐπάρας τὰς χεῖρας αὐτοῦ εὐλόγησεν αὐτούς. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτὸν αὐτοὺς διέστη ἀπ᾿ αὐτῶν καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν. καὶ αὐτοὶ προσκυνήσαντες αὐτὸν ὑπέστρεψαν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ μετὰ χαρᾶς μεγάλης», (Λουκ. 24, 50-52). “Μετὰ χαρᾶς μεγάλης…”.
Ποιὰ εἶναι ἡ πηγὴ αὐτῆς τῆς μεγάλης χαρᾶς πού ἀντέχει μέχρι σήμερα καὶ ἐκρήγνυται μὲ τέτοια ἐκπληκτικὴ λαμπρότητα τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναλήψεως; Ἐπειδὴ φαίνεται σὰν ὁ Χριστὸς νὰ ἔφυγε καὶ νὰ ἄφησε μόνους τούς μαθητές· ἦταν μιὰ μέρα χωρισμοῦ. Μπροστά τους βρίσκεται ὁ πολὺ μακρὺς δρόμος τοῦ κηρύγματος, τῶν διωγμῶν, τοῦ πόνου καὶ τοῦ πειρασμοῦ πού γεμίζουν μέχρι ὑπερχείλισης τὴν ἱστορία τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Φαίνεται πώς παρῆλθε ἡ χαρά, ἡ χαρὰ τῆς ἐπίγειας καὶ καθημερινῆς συντροφιᾶς μὲ τόν Χριστό, πώς ἔφθασε στὸ τέλος ἡ προστασία πού παρεῖχε ἡ δύναμη καὶ ἡ θεότητά Του.
Πόσο σωστὰ ὅμως ἔκανε κάποιος ἱερέας πού ὀνόμασε τὴν ὁμιλία του γιὰ τὴν Ἀνάληψη “χαρὰ τοῦ χωρισμοῦ”! Φυσικὰ ἡ Ἐκκλησία δὲν ἑορτάζει τὴν ἀναχώρηση τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς εἶπε: «μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος». (Ματθ. 28, 20), καὶ ὁλόκληρη ἡ χαρὰ τῆς Χριστιανικῆς πίστης βρίσκεται στὴ συνειδητοποίηση τῆς παρουσίας Του, ὅπως ἀκριβῶς τὴν ὑποσχέθηκε: «οὗ γάρ εἰσι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν» (Ματθ. 18, 20). Δὲν γιορτάζουμε τὴν ἀναχώρηση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά τὴν ἀνάληψή Του στοὺς οὐρανούς.
Ἡ ἑορτὴ τῆς Ἀναλήψεως ἀποτελεῖ γιορτασμὸ τοῦ ἀνοίγματος τοῦ οὐρανοῦ στοὺς ἀνθρώπους, τοῦ οὐρανοῦ ὡς τοῦ νέου καὶ αἰώνιου οἴκου, τοῦ οὐρανοῦ ὡς τῆς ἀληθινῆς μας πατρίδας. Ἡ ἁμαρτία χώρισε βίαια τὴ γῆ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ μᾶς ἔκανε γήινους καὶ χοντροκομμένους, προσήλωσε τὸ βλέμμα μας σταθερὰ στὸ ἔδαφος καὶ ἔκανε τὴ ζωὴ μας ἀποκλειστικὰ γεωτροπική. Ἁμαρτία εἶναι ἡ προδοσία τοῦ οὐρανοῦ μέσα στὴν ψυχή. Αὐτὴ ἀκριβῶς τὴ μέρα, τὴν ἑορτὴ τῆς Ἀναλήψεως, νιώθουμε τρομοκρατημένοι ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄρνηση πού γεμίζει ὁλόκληρο τὸν κόσμο.
Ὁ ἄνθρωπος μὲ ὑπεροψία καὶ περηφάνια ἀναγγέλλει πώς εἶναι μόνο ὑλικός, πώς ὁλόκληρος ὁ κόσμος εἶναι ὑλικός, καὶ πώς τίποτε δὲν ὑπάρχει πέρα ἀπὸ τὸ ὑλικό. Καὶ γιὰ κάποιο λόγο εἶναι ἀκόμη καὶ χαρούμενος γι’ αὐτό, καὶ μιλᾶ μὲ οἶκτο καὶ συγκατάβαση γι’ αὐτοὺς πού ἀκόμη πιστεύουν σὲ κάποιου εἴδους “οὐρανὸ” σὰν νὰ πρόκειται γιὰ γελωτοποιοὺς ἤ γιὰ ἀγροίκους. Ἐλᾶτε ἀδελφοί, “οὐρανοὶ” εἶναι ἁπλῶς ὁ οὐρανός, εἶναι τόσο ὑλικὸς ὅσο καὶ καθετί ἄλλο··δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο, δὲν ὑπῆρξε οὔτε καὶ θὰ ὑπάρξει.
Πεθαίνουμε, ἐξαφανιζόμαστε ἔτσι στὸ μεταξὺ ἂς κτίσουμε ἕναν ἐπίγειο παράδεισο καὶ ἂς ξεχάσουμε τὶς φαντασίες τῶν παπάδων. Αὐτὸ ἐν συντομία εἶναι τὸ τελικὸ ἀποτέλεσμα καὶ ἡ οὐσία τοῦ πολιτισμοῦ μας, τῆς ἐπιστήμης μας, τῆς ἰδεολογίας μας. Ἡ πρόοδος καταλήγει στὸ νεκροταφεῖο, μὲ τὴν πρόοδο τῶν σκουληκιῶν ποῦ τρέφονται ἀπὸ τὰ πτώματα. Ἀλλά τί μᾶς προτείνετε, μᾶς ἐρωτοῦν, ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ οὐρανὸς γιὰ τὸν ὁποῖο μιλᾶτε, στὸν ὁποῖο ὁ Χριστὸς ἀνελήφθη; Τέλος πάντων, τίποτε δὲν ὑπάρχει στὸν οὐρανὸ γιὰ τὸ ὁποῖο μιλᾶτε.
Ἂς ἀπαντήσει σ’ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα ὁ Ἰωάννης Χρυσόστομος, ὁ μεγάλος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας πού ἔζησε δέκα ἔξι αἰῶνες πρίν. Μιλώντας γιὰ τὸν οὐρανό, ἀναφωνεῖ: «Τί ἀνάγκη ἔχω ἀπὸ τὸν οὐρανό, ὅταν ἐγώ ὁ ἴδιος θὰ γίνω οὐρανὸς;». Ἂς ἔρθει ἡ ἀπάντηση ἀπό τούς Πατέρες μας πού ὀνόμαζαν τὴν Ἐκκλησία “ἐπίγειο οὐρανό”.
Τὸ οὐσιαστικὸ σημεῖο αὐτῶν τῶν δύο ἀπαντήσεων εἶναι τὸ ἑξῆς: οὐρανὸς εἶναι τὸ ὄνομα τῆς αὐθεντικῆς κλήσης μας ὡς ἀνθρώπινα πλάσματα, οὐρανὸς εἶναι ἡ τελικὴ ἀλήθεια γιὰ τὴ γῆ. Ὄχι. Ὁ οὐρανὸς δὲν βρίσκεται κάπου στὸ ἀπώτερο διάστημα πέρα ἀπό τούς πλανῆτες ἤ σὲ κάποιον ἄγνωστο γαλαξία. Οὐρανὸς εἶναι αὐτὸ πού μᾶς ἐπιστρέφει ὁ Χριστός, ὅ,τι χάσαμε μὲ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ὑπερηφάνεια, μὲ τὶς ἐπίγειες, ἀποκλειστικὰ γήινες, ἐπιστῆμες καὶ ἰδεολογίες, καὶ τώρα εἶναι ἀνοικτός, μᾶς τὸν προσφέρει καὶ μᾶς τὸν ἐπιστρέφει ὁ Χριστός.
Οὐρανὸς εἶναι τὸ βασίλειο τῆς αἰώνιας ζωῆς, τὸ βασίλειο τῆς ἀλήθειας, τῆς καλωσύνης καὶ τῆς ὀμορφιᾶς. Οὐρανὸς εἶναι ὁλόκληρη ἡ πνευματικὴ μεταμόρφωση τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς· οὐρανὸς εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ νίκη πάνω στὸ θάνατο, ὁ θρίαμβος τῆς ἀγάπης καὶ τῆς φροντίδας· οὐρανὸς εἶναι ἡ ἐκπλήρωση αὐτῆς τῆς ἔσχατης ἐπιθυμίας, γιὰ τὴν ὁποία εἰπώθηκε: «ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Α’ Κορ. 2, 9).
Ὅλα αὐτὰ μᾶς ἔχουν ἀποκαλυφθεῖ, μᾶς ἔχουν δοθεῖ ἀπὸ τὸν Χριστό. Καὶ ἔτσι ὁ οὐρανὸς διαπερνᾶ τὴ ζωή μας ἐδῶ καὶ τώρα, ἡ ἴδια ἡ γῆ γίνεται μιὰ ἀντανάκλαση, ἕνα εἴδωλο τῆς οὐράνιας ὀμορφιᾶς. Ποιὸς κατῆλθε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ γιὰ νὰ μᾶς ἐπιστρέψει τὸν οὐρανό; Ὁ Θεός. Ποιὸς ἀνέβηκε ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό; Ὁ ἄνθρωπος Ἰησοῦς.
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος λέει πώς “ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος θεός”. Ὁ Θεὸς κατέβηκε στὴ γῆ γιὰ νὰ μπορέσουμε ἐμεῖς νὰ ἀνεβοῦμε στὸν οὐρανό! Αὐτὸ ἀκριβῶς γιορτάζουμε τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναλήψεως! Αὐτὴ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς λαμπρότητας καὶ τῆς ἄρρητης χαρᾶς. Ἂν ὁ Χριστὸς βρίσκεται στὸν οὐρανό, κι ἂν Τὸν πιστεύουμε καὶ Τὸν ἀγαποῦμε, τότε εἴμαστε κι ἐμεῖς μαζί Του, στὸ δεῖπνο Του, στὴ Βασιλεία Του.
Ἂν ἡ ἀνθρωπότητα ἀναληφθεῖ μαζί Του, καὶ δὲν πέσει, τότε θὰ ἀνέβω μαζί Του κι ἐγὼ προσκεκλημένος ἀπ’ Αὐτόν. Καὶ “ἐν Αὐτῷ” μοῦ ἀποκαλύπτεται ὁ σκοπός, τὸ νόημα καὶ ἡ ἔσχατη χαρὰ τῆς ζωῆς μου. Τὸ καθετί γύρω μας μᾶς τραβᾶ πρὸς τὰ κάτω. Ἀτενίζω ὅμως τὴ θεϊκὴ σάρκα νὰ ἀνέρχεται στὸν οὐρανό, τὸν Χριστὸ νὰ τραβᾶ πρὸς τὰ πάνω «ἐν φωνῇ σάλπιγγος», καί λέω στόν ἑαυτό μου καί στόν κόσμο: ἐδῶ βρίσκεται ἡ ἀλήθεια γιά τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο, ἐδῶ εἶναι ἡ ζωή στήν ὁποία ὁ Χριστός μᾶς καλεῖ ἀπό τήν αἰωνιότητα.
Τήν ὑπέρ ἡμῶν πληρώσας οἰκονομίαν καί τά ἐπί γῆς ἑνώσας τοῖς οὐρανίοις, ἀνελήφθης ἐν δόξῃ, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, οὐδαμόθεν χωριζόμενος, ἀλλά μένων ἀδιάστατος καί βοῶν τοῖς ἀγαπῶσί σε· Ἐγώ εἰμι μεθ’ ὑμῶν καί οὐδείς καθ’ ὑμῶν.