ΙΕΡΕΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Δος μου κι εμένα άνεση, Παναγιά μου,
πριν ν’ απέλθω και πλέον δεν θα υπάρχω.(Αλεξ. Παπαδ.)

Κυριακή, Δεκεμβρίου 31, 2017

Πώς ο άγιος Βασίλειος έσωσε την Καισάρεια

Όταν ο Ιουλιανός ο παραβάτης,  ο ασεβής και διώκτης των Χριστιανών, θέλησε να πάει στην Περσία να πολεμήσει πέρασε κοντά από την Καισαρεία. Ο Άγιος Βασίλειος γνωρίζοντας τον από την Αθήνα όπου ήταν συμφοιτητές πήγε μαζί με τον λαό να τον τιμήσει. Ο Ιουλιανός απαίτησε να του δωρίσει, αφού ο Άγιος δεν είχε τίποτε άλλο, τρεις από τους κριθαρένιους άρτους του. Ο Άγιος το έκανε και ο Ιουλιανός διέταξε τους υπηρέτες να ανταμείψουν τη δωρεά και να δώσουν χόρτο από το λειβάδι. Ο Άγιος Βασίλειος βλέποντας την καταφρόνηση του βασιλιά του είπε «εμείς, βασιλιά ότι μας ζήτησες από κείνο που τρώμε σου το προσφέραμε κι εσύ μας αντάμειψες από κείνο που τρως». Τότε ο Ιουλιανός θύμωσε πάρα πολύ και απείλησε, ότι όταν θα επιστρέψει από την Περσία νικητής, θα κάψει την πόλη και τον λαό θα τους πάρει δούλους. Όσο για τον ίδιο τον Άγιο Βασίλειο θα τον ανταμείψει όπως πρέπει.
Ο Άγιος Βασίλειος όταν πήγε στην πόλη ζήτησε από το λαό να μαζέψουν ότι πολύτιμο είχαν και να το αποθηκεύσουν κάπου έως ότου επιστρέψει ο φιλοχρήματος Ιουλιανός για να του το προσφέρουν. Ίσως κι έτσι κατευνάσουν την οργή του.
Όταν έμαθε ότι επιστρέφει ο άφρων βασιλιάς, ο Άγιος Βασίλειος ζήτησε από τους πολίτες  να προσευχηθούν και να νηστεύσουν τρεις μέρες. Μετά όλοι μαζί ανέβηκαν στο δίδυμον όρος της Καισαρείας όπου στη μια από τις δύο κορυφές ήταν ο ναός της Υπεραγίας Θεοτόκου. Εκεί προσευχόμενος ο Άγιος είδε σε οπτασία, μια μεγάλη ουράνια στρατιά, να κυκλώνει το όρος και στη μέση να κάθεται σε θρόνο μια γυναίκα (η Παναγία) και να δοξάζεται, η οποία γυναίκα είπε στους αγγέλους να της φέρουν τον Μερκούριο για να φονεύσει τον Ιουλιανό, τον εχθρό του υιού της. Έπειτα είδε τον Μάρτυρα Μερκούριο να φθάνει οπλισμένος μπροστά στην βασίλισσα των Αγγέλων κι όταν εκείνη τον πρόσταξε αυτός να φεύγει γρήγορα. Κατόπιν προσκάλεσε τον Άγιο Βασίλειο και του έδωσε ένα βιβλίο που ήταν γραμμένη όλη η δημιουργία της κτίσεως κι έπειτα του ανθρώπου. Στην αρχή του βιβλίου ήταν η επιγραφή «Είπε» και στο τέλος του βιβλίου εκεί που έγραφε για την πλάση του ανθρώπου ήταν η επιγραφή «Τέλος». Μόλις είδε την οπτασία αυτή ο Άγιος ξύπνησε.
Το νόημα της οπτασίας του βιβλίου, ήταν ότι ο Άγιος Βασίλειος έγραψε, όντως, ερμηνεία στην Εξαήμερον του Μωϋσέως στην οποία διηγείται, πως ο Θεός εποίησε τον ουρανό, την γη, τον ήλιο, την σελήνη, τη θάλασσα, τα ζώα και όλα τα αισθητά κτίσματα. Όταν όμως, έμελλε να γράψει και για την έβδομη ημέρα κατά την οποία ο Θεός έπλασε τον Αδάμ και την Εύα, τότε ο Μέγας αυτός Άγιος άφησε την τελευταία του πνοή στη γη και πήγε στους ουρανούς να συναντήσει τον Κύριον του που με δύναμη  αγάπησε και που γι' Αυτόν μέσα σε πολύ σύντομο διάστημα που έζησε έπραξε τόσα πολλά και τόσο μεγάλα. Το έργο του συμπλήρωσε κατόπιν ο αδελφός του ο Άγιος Γρηγόριος ο Αρχιεπίσκοπος Νύσσης, που έγραψε για την έβδομη ημέρα της πλάσεως του ανθρώπου.
Όταν ο Άγιος είδε την οπτασία, πήγε στην πόλη με μερικούς κληρικούς, στο Ναό του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Μερκουρίου, όπου μη βρίσκοντας το λείψανο του Αγίου και τα όπλα του που φυλάσσονταν στον Ναό έναν αιώνα αφότου μαρτύρησε επί της βασιλείας του Βαλεριανού και Βαλερίου, κατάλαβε τι είχε συμβεί κι έτρεξε αμέσως στο λαό να τους ειδοποιήσει ότι ο άφρων Ιουλιανός φονεύθηκε.
Βλέποντας το θαύμα οι Χριστιανοί και την παρρησία του Αγίου Βασιλείου δεν θέλησαν να πάρουν πίσω την περιουσία που είχαν αποθηκεύσει για τον τύραννο Ιουλιανό. Ο Άγιος όμως αφού τους επαίνεσε για την πράξη τους, το ένα τρίτο του ποσού τους το έδωσε και τα υπόλοιπο ποσό το διέθεσε για να κτίσουν πτωχοτροφεία, ξενοδοχεία, νοσοκομεία, γηροτροφεία και ορφανοτροφεία.

Ο Μέγας Βασίλειος και ο αι-Βασίλης (Σεβ. Μητροπ. Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου Ιερόθεος)


1. Η προσωπικότητα του Μ. Βασιλείου
Ο Μ. Βασίλειος υπήρξε ένας μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας, αλλά και ένας οικουμενικός διδάσκαλος. Το σημαντικό είναι ότι ο τίτλος Μέγας του αποδόθηκε από τα αδέλφια του, πράγμα το οποίο δείχνει την μεγάλη επιρροή που είχε στα μέλη της οικογενείας του. Από τα εννέα αδέλφια της οικογενείας του οι πέντε είναι γνωστοί άγιοι της Εκκλησίας μας.
Δεν πρόκειται να παρουσιάσω τα στοιχεία της προσωπικότητος του, αλλά να αναπτύξω με συντομία τα τρία σημεία τα οποία περιγράφονται στο απολυτίκιό του. Το απολυτίκιο είναι το εξής:
«Εις πάσαν την γήν εξήλθεν ο φθόγγος σου,
ως δεξαμένην τον λόγον σου,
δι’ ου θεοπρεπώς εδογμάτισας,
τήν φύσιν των όντων ετράνωσας,
τά των ανθρώπων ήθη κατεκόσμησας,
Βασίλειον ιεράτευμα, πάτερ όσιε,
πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ σωθήναι τα ψυχάς ημών».
Τα τρία σημεία, τα οποία θα υπογραμμίσω, είναι τα εξής: Το ένα «δι’ ου θεοπρεπώς εδογμάτισας» , το δεύτερο «τήν φύσιν των όντων ετράνωσας» και το τρίτο «τά των ανθρώπων ήθη κατεκόσμησας».
«Δι’ ου θεοπρεπώς εδογμάτισας»
Ο Μ. Βασίλειος έζησε ως επίσκοπος σε μια πολύ δύσκολη περίοδο της Εκκλησιαστικής ιστορίας. Εννοώ την περίοδο μεταξύ της Α´ Οικουμενικής Συνόδου, που έγινε στην Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.Χ., και της Β´ Οικουμενικής Συνόδου, που έγινε το 381 μ.Χ. Ο Μ. Βασίλειος αντιμετώπισε όλα τα θεολογικά ζητήματα της εποχής εκείνης με σοφία, διάκριση, σύνεση, αλλά και θεολογική προοπτική και ενώ εκοιμήθη σε ηλικία 49 ετών δύο μόλις χρόνια –τό 379– πριν συνέλθη η Β´ Οικουμενική Σύνοδος το έτος 381, εν τούτοις είχε προετοιμάσει όλο το θεολογικό έδαφος πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η Σύνοδος αυτή.
Ο Μ. Βασίλειος δογμάτισε για τον Τριαδικό Θεό χρησιμοποιώντας νέα ορολογία και αυτό έγινε για να αντιμετωπίση τις διάφορες αιρέσεις που εμφανίσθηκαν και οι οποίες χρησιμοποιούσαν την αρχαία ελληνική φιλοσοφία για να κατανοήσουν την αποκεκαλυμμένη αλήθεια. Ο Φωστήρ της Καισαρείας δογμάτισε για το Άγιον Πνεύμα, για τις σχέσεις μεταξύ των Προσώπων της Αγίας Τριάδος. Το σημαντικό και πρωτόγνωρο, ακόμη και για την φιλοσοφία, είναι ότι για πρώτη φορά ο Μ. Βασίλειος ταύτισε την υπόσταση με το πρόσωπο. Μέχρι τότε το πρόσωπο σήμαινε το προσωπείο, την μάσκα που χρησιμοποιούσε ο ηθοποιός για να παίξη έναν ρόλο, δηλαδή το πρόσωπο ήταν ένα επίθεμα του όντος. Ο Μ. Βασίλειος ανέπτυξε την άποψη ότι το πρόσωπο δεν είναι επίθεμα του όντος, αλλά ταυτίζεται με την υπόσταση, δηλαδή είναι αυτό που κάνει το όν να είναι όντως όν.
Όλη αυτήν την θεολογία ο Μ. Βασίλειος την ανέπτυξε «θεοπρεπώς», ακριβώς γιατί ζούσε την υπαρξιακή θεολογία, είχε εμπειρίες του Θεού, όπως φαίνεται στα κείμενά του. Η θεολογία του δεν ήταν ακαδημαϊκή, ορθολογιστική, συναισθηματική, αισθητική, αλλά καθαρά υπαρξιακή.
«Την φύσιν των όντων ετράνωσας» .
Στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία γινόταν διαρκώς λόγος για τα όντα, που υπάρχουν στον κόσμο, και το όν, του οποίου αντιγραφή είναι τα όντα. Βασικό κεντρικό ερώτημα της αρχαίας ελληνικής μεταφυσικής, όπως ισχυρίζεται ο Χάϊντεγκερ, είναι «γιατί να υπάρχουν τα όντα και όχι το τίποτε» .
Ο Μ. Βασίλειος σπούδασε στην Αθήνα την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, αλλά και όλη την επιστήμη της εποχής του, που ησχολείτο με τα όντα. Κατά την μαρτυρία του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, που ήταν προσωπικός του φίλος και συμμαθητής του στην Αθήνα, έμαθε εννέα επιστήμες της εποχής εκείνης. Αν διαβάση κανείς την «εξαήμερό» του, δηλαδή την ερμηνεία που κάνει στην δημιουργία του κόσμου σε έξι ημέρες, θα διαπιστώση ότι μέσα στο βιβλίο αυτό κατόρθωσε να συγκεντρώση όλες τις επιστημονικές γνώσεις της εποχής του για τον κόσμο και την δημιουργία του. Ερεύνησε την φύση και τα όντα –τά φυτά, τα έντομα, τα πτηνά, τα ψάρια, τα ζώα κλπ.– είδε την ουσία των όντων, τις ενέργειες του Θεού στην κτίση, καθώς και την εντελέχεια και την τελολογία όλων των αισθητών πραγμάτων. Ο Μ. Βασίλειος αγάπησε την φύση και έκανε στις επιστολές του υπέροχες περιγραφές του τοπίου στο οποίο εμόναζε παρά τον Ίρι ποταμό.
«Τα των ανθρώπων ήθη κατεκόσμησας»
Ο Μ. Βασίλειος δεν ήταν ένας θεωρητικός Θεολόγος και επιστήμονας, αλλά ήταν και μεγάλος μεταρρυθμιστής. Ενδιαφερόταν για τους δούλους, τους πτωχούς, για την ελάφρυνση της φορολογίας του λαού, για τις αδικίες που υφίσταντο διάφοροι άνθρωποι, διοργάνωσε την φιλανθρωπία. Είναι ο θεμελιωτής των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Μέχρι τότε το Κράτος δεν είχε αναπτύξει την κοινωνική πρόνοια. Ο Μ. Βασίλειος εμφορούμενος από τις Χριστιανικές του αρχές ανέπτυξε σε μεγάλο βαθμό την φιλανθρωπία. Είναι γνωστή στην ιστορία η « Βασιλειάδα» του. Ο ιστορικός Σωζόμενος κάνει λόγο περί «Βασιλειάδος ό πτωχών εστιν επισημότατον καταγώγιον, υπό Βασιλείου κατασκευασθέν, αφ’ ου την προσηγορίαν την αρχήν έλαβε και εις έτι νυν έχει». Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος κάνει λόγο για την «καινήν πόλιν» όπου «νόσος φιλοσοφείται και συμφορά μακαρίζεται και το συμπαθές δοκιμάζεται». Πρόκειται για μια καινούρια πόλη. Ο ίδιος ο Μ. Βασίλειος σε μια επιστολή του (επιστολή 94 προς Ηλίαν) δίδει μια μαρτυρία για το κέντρο αυτό της φιλανθρωπίας. Μέσα στην «Βασιλειάδα» υπήρχε μεγαλοπρεπής καθεδρικός Ναός, οικήματα γύρω από τον Ναό για τον Επίσκοπο και τους Κληρικούς, οικήματα για την φιλοξενία των αρχόντων και των δημοσίων λειτουργών, ξενώνας για την φιλοξενία των ξένων και των περαστικών από την πόλη, νοσοκομείο για την θεραπεία των ασθενών με το αναγκαίο προσωπικό από ιατρούς, νοσοκόμους, οδηγούς, υποζύγια, οίκους για στέγαση των απαραιτήτων εργαστηρίων και τεχνητών. Υπάρχει πληροφορία που διασώζεται από τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο ότι τους λεπρούς, οι οποίοι την εποχή εκείνη ήταν απόβλητοι από την κοινωνία, διότι είχαν την αθεράπευτη και κολλητική ασθένεια της λέπρας, που ομοίαζε κάπως με την σημερινή ασθένεια του ααάέ, τους φρόντιζε ο ίδιος ο Μ. Βασίλειος και μάλιστα αφού τους καθάριζε τις πληγές στην συνέχεια τις ασπαζόταν για να τους δείξη την αγάπη του. Ποιός θα το έκανε αυτό σήμερα για τους ασθενείς του ααάέ;
Το σπουδαιότερο είναι ότι ο Μ. Βασίλειος έκανε όλο αυτό το έργο της φιλανθρωπίας, δείχνοντας το προσωπικό του παράδειγμα, αφού καίτοι ήταν εύπορος έδωσε όλην την περιουσία του σε όσους είχαν ανάγκη και μάλιστα όταν απέθανε είχε ως μόνα περουσιακά στοιχεία ένα τρίχινο ράσο και λίγα βιβλία. Αλλά η αγάπη του ήταν τέτοια, ώστε στην κηδεία του, από τον συνωστισμό του κόσμου, απέθαναν και άνθρωποι.
Η κοινωνική προσφορά του Μ. Βασιλείου σε συνδυασμό με την αγάπη του, την εξυπνάδα του και τις θαυματουργικές του επεμβάσεις φαίνεται και στο περιστατικό σύμφωνα με το οποίο υπάρχει η παράδοση της Βασιλόπιττας, όπως την διέσωσε ο Καθηγητής Φαίδων Κουκουλές, κατά την παρουσίαση του Δημήτρη Λουκάτου. Σύμφωνα με αυτήν «όταν ο άγιος Βασίλειος ήταν Επίσκοπος στην Καισάρεια, ο τότε Έπαρχος της Καππαδοκίας πήγε με σκληρές διαθέσεις να εισπράξει φόρους. Οι κάτοικοι φοβισμένοι εζήτησαν την προστασία του ποιμενάρχη τους. –"Σάς προτρέπω ευθύς, τους είπε εκείνος, να μου φέρει έκαστος ό,τι πολύτιμον έχει αντικείμενον". Μάζεψαν πολλά δώρα, και βγήκαν μαζί με τον Δεσπότη τους οι Καισαρείς να προϋπαντήσουν τον Έπαρχο. Ήταν όμως τέτοια η εμφάνιση και η πειθώ του Μ. Βασιλείου, που ο Έπαρχος καταπραΰνθηκε, χωρίς να θελήσει να πάρει τα δώρα. Γύρισαν πίσω χαρούμενοι, κι ο άγιος Βασίλειος πήρε να τους ξαναδώσει τα τιμαλφή. Ο χωρισμός όμως ήτο δυσχερής, διότι πολλά όμοια είχον προσφέρει, δακτυλίους δηλαδή, νομίσματα κλπ. Ο Βασίλειος τότε σκέφθηκε ένα θαυματουργόν τρόπο: Διέταξε να κατασκευασθώσι την εσπέραν του Σαββάτου πλακούντια (δηλ. μικρές πίτες) και εντός ενός εκάστου έθηκεν ανά έν αντικείμενον, την δ’ επομένην έδωκεν ανά έν εις έκαστον Χριστιανόν. Ποίον θαύμα! Εντός του πλακουντίου του εύρεν έκαστος ό,τι είχε προσφέρει! Από τότε, λέγει η παράδοση, κάθε στη γιορτή του αγ. Βασιλείου κάνουμε κι εμείς πίτες και βάζουμε μέσα νομίσματα» .
Ο Μ. Βασίλειος υπήρξε μεγάλη προσωπικότητα που δεν εξαντλείται στα λίγα που ανέφερα πιο πάνω. Αλλά ο χρόνος είναι περιορισμένος και δεν μπορώ να αναφερθώ και σε άλλα σημεία.
2. Η μορφή του αι-Βασίλη
Ενώ η Εκκλησία με την λατρεία της, την θεολογία της, την εικονογραφία της και το συναξάριο της τιμά σε μεγάλο βαθμό την μεγάλη προσωπικότητα του Μ. Βασιλείου, εν τούτοις η λαϊκή παράδοση και κυρίως η δυτική –ευρωπαϊκή και αμερικανική– νοοτροπία παρουσιάζει κατά ιδιαίτερο τρόπο τον Μ. Βασίλειο, δηλαδή από Μέγα Βασίλειο τον έκανε αι-Βασίλη, με πολλές παραλλαγές.
Όταν διαβάση κανείς σχετικά κείμενα και αναλύσεις θα διαπιστώση ότι η μορφή του Μ. Βασιλείου αλλοιώθηκε στην Ευρώπη και τον Νέο Κόσμο.
Ο καθηγητής της Λαογραφίας Δημήτρης Λουκάτος στο βιβλίο του «Χριστουγεννιάτικα και των γιορτών» γράφει ότι ο δικός μας άγιος Βασίλης « ήταν ένας καθαρά πρωτοχρονιάτικος άγιος, κάτι ανάμεσα στον πραγματικό Ιεράρχη της Καισάρειας και σ’ ένα πρόσωπο συμβολικό του Ελληνισμού, που ξεκινούσε από τα βάθη της ελληνικής Ασίας, κι έφτανε την ίδια μέρα σ’ όλα τα πλάτη, από τον Πόντο ώς την Επτάνησο κι από την Ήπειρο ώς την Κύπρο. Ξεκινούσε σαν μεσαιωνικός πεζοπόρος, αμέσως ύστερ’ από τα Χριστούγεννα, με το ραβδί στο χέρι, και περνούσε απ’ τους διάφορους τόπους, καλόβολος πάντα και κουβεντιαστής με όσους συναντούσε» . Και συνεχίζει ο Καθηγητής: «Δεν κρατούσε κοφίνι στην πλάτη του ούτε σακκί φορτωμένο με δώρα. Εκείνο που έφερνε στους ανθρώπους ήταν περισσότερο συμβολικό: η καλή τύχη ιδιαίτερα κι η ιερατική ευλογία του. Το μόνο κάπως συγκεκριμένο ήταν το μαγικό ραβδί του, απ’ όπου με θαυμαστόν τρόπο βλάσταιναν ή ζωντάνευαν κλαδιά και πέρδικες, σύμβολα των αντίστοιχων δώρων, που θα μπορούσε να μοιράσει στους ευνοουμένους του» . Και συνεχίζει ο Καθηγητής: “Δεν έφερνε τίποτα ο άγιος Βασίλης. Αντίθετα λές και ζητούσαν την ευλογία του, με το να μοιράζουν από δική τους πρόθεση οι άνθρωποι δώρα και λεφτά”, δηλαδή “γονείς και συγγενείς έδιναν στα παιδιά τους μπουναμάδες ή και μεταξύ τους τα δώρα"” (ένθ. ανωτ., σελ. 121). Γενικά στην δική μας παράδοση ο αι-Βασίλης ήταν « μικρασιάτης, μελαχρινός, αδύνατος, γελαστός, με μαύρα γένια και καμαρωτά φρύδια. Ντυμένος σαν βυζαντινός πεζοπόρος, με σκουφί και πέδιλα, στο χέρι του κρατούσε ένα ραβδί» (Σπύρος Δημητρέλης).
Η πατρίδα του ανατολικού αι-Βασίλη είναι η Μικρά Ασία, και είναι γραμματισμένος, κατάγεται από την Καισάρεια και « βαστάει κόλλα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι» και προσφέρει ως δώρο «τή σταθερή και διαχρονική χαρά της γνώσης».
Στην Δύση υπήρχε άλλος τύπος του δικού μας αι-Βασίλη. Στην Ευρώπη και ιδίως στην Ολλανδία ήταν ο Sinter Klaas, ο οποίος ήταν « ο προστάτης των ναυτικών, των εμπόρων και των παιδιών, έτσι όπως αυτός λατρεύτηκε στις κάτω Χώρες, κυρίως από τον 12ο αιώνα και μετά». Τον 17ο αιώνα Ολλανδοί Καλβινιστές «μεταναστεύοντας στην Αμερική έπαιρναν μαζί τους και την εικόνα του Αγίου Νικολάου» , και έγινε ο Saint Nick και ο Santa Claus. Μετακινήθηκε όμως μερικές εβδομάδες αργότερα για να επισκεφθή τα παιδιά την παραμονή των Χριστουγέννων. Ο τύπος αυτός ταξίδευσε και σε άλλες Χώρες. «Γύρω στα 1870 η γλυκιά και γενναιόδωρη μορφή του ταξίδεψε και στην Βρεταννία, όπου και συγχωνεύτηκε με τον σκανδιναυϊκής προέλευσης, πατέρα των Χριστουγέννων και γέννησε μύθους, θρύλους, τραγουδάκια και αξεπέραστες συνήθειες» .
Ταυτιζόμενος ο Saint Nick, με τον Santa Claus και τον Father Christmas μεταφέρθηκε στην Αμερική από τους Ευρωπαίους μετανάστες και όπως ήταν επόμενο εκεί αλλάζει μορφή, αποκτά την μορφή «τού καλοθρεμμένου και ολοπόρφυρου αγίου, που επειδή δεν μπορεί να ζεί στις χιονισμένες πλαγιές του Άσπεν ή του Βερμόντ για λόγους παραδοσιακής αλλά και εμπορικής αποστασιοποίησης μένει κάπου στον Βόρειο Πόλο».
Βεβαίως, εδώ πρέπει να σημειωθή ότι αυτός ο “τύπος”, που στην Ευρώπη και την Αμερική ονομάσθηκε Saint Nick, Santa Claus και Father Cristmas, από μας ονομάζεται αι-Βασίλης. Οι δυτικοί δεν τον ονομάζουν αι-Βασίλη, αλλά Saint Nick, Santa Claus και Father Cristmas. Εμείς ταυτίσαμε τον δυτικό αυτόν “τύπο” με τον αι-Βασίλη, αφού εξοβελίσαμε τον δικό μας Άγιο Βασίλειο. Ο Καθηγητής Δημ. Λουκάτος λέγει ότι αυτός ο δυτικός τύπος ήρθε σε μας “μέ πρωτοβουλία των αστικών τάξεων” και ονομάσθηκε αι-Βασίλης. Χάρη συννενοήσεως στα επόμενα θα τον τιτλοφορώ αι-Βασίλη.
Ο σημερινός αι-Βασίλης είναι δημιούργημα του αγγλοσαξωνικού κόσμου και απηχεί την νοοτροπία του. Ο αι-Βασίλης αυτός γεννήθηκε αρχές του 19ου αιώνα από έναν αστό προτεστάντη καθηγητή, τον Κλημέντιο Κλάρκ Μούρ «πού έγραψε για τα παιδιά του μια ιστορία με ήρωα έναν αι-Βασίλη, την The Night Before Christmas» και δημοσιεύθηκε την 23 Δεκεμβρίου του έτους 1823 στην εφημερίδα «Sentinel» . Η ιστορία αυτή εικονογραφήθηκε από τον πατέρα του χιουμοριστικού αμερικανικού σχεδίου Τόμας Νάστ, ο οποίος ήταν γερμανικής καταγωγής και «δανείστηκε στοιχεία από την γερμανική λαϊκή παράδοση των Χριστουγέννων αλλά και την παραδομένη μορφή του πλανόδιου γερμανού εμπόρου» .
Υπάρχουν αναλύσεις σύμφωνα με τις οποίες « ο Άγιος Βασίλης γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του αμερικανικού Εμφυλίου, όταν ο Νάστ εργαζόταν στο Harper’s Weekly, στο μεγαλύτερο περιοδικό της εποχής, και του είχε ανατεθεί να απεικονίζει με αλληγορικές εικόνες τα δρώμενα του πολέμου. Μία από αυτές ήταν “ο Άγιος Βασίλης στο στρατόπεδο”, όπου παρουσιάζεται για πρώτη φορά ο Άγιος με τα χαρακτηριστικά ενός ευτραφούς άνδρα, ολοστρόγγυλου και ροδαλού, καλυμμένου από άστρα, ο οποίος μοίραζε δώρα σε ένα στρατόπεδο των Βορείων. Ο Άγιος Βασίλης του Νάστ δεν εξελίχθηκε, παρέμεινε ο ίδιος με το κόκκινο κουστούμι με τα λευκά γουνάκια, την άσπρη γενιάδα και τα παιχνίδια του. Με αυτό το σκίτσο, τα Χριστούγεννα έγιναν ημέρα αργίας και ο Άγιος Βασίλης αναγορεύτηκε σε τοπική θεότητα – καλόκαρδο πνεύμα που αντιπροσώπευε την ευημερία και την οικογενειακή ζωή των Βορείων, σε αντίθεση με το μύθο της ιπποτικής παράδοσης και της βαθύτατα ιθαγενούς κολτούρας του Νότου.
Βασισμένος στην επιτυχία που γνώρισε το έργο του το 1862, ο Νάστ συνέχισε να παράγει σχέδια του Άγιου Βασίλη κάθε Χριστούγεννα κατά την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου. Και η σύλληψή του έγινε αποδεκτή, διότι έδωσε στην παραδοσιακή ασκητική αυστηρή και αποστεωμένη εικόνα του Father Christmas του Pelze – Nicol και του Pere Noel, μια άλλη διάσταση που αντικατόπτριζε την αφθονία και την ευμάρεια.
Ο Ντίκενς είχε ήδη μετατρέψει τα Χριστούγεννα σε γιορτή της αστικής τάξης. Όμως ο Άγιος Βασίλης δεν διαδραματίζει κανένα ρόλο στις εορταστικές προετοιμασίες του Ντίκενς. Τα Χριστούγεννα του Ντίκενς στρέφονται ενάντια στον πυρήνα του βικτωριανού καπιταλισμού και υπογραμμίζουν την ατομική συνείδηση, το κοινωνικό σύνολο, την φιλανθρωπία. Τα Χριστούγεννα του Εμφυλίου του Νάστ –καί του Άγιου Βασίλη που τα συνοδεύει– βρίσκονται σε τέλεια συμφωνία με την ουσία της παράδοσης των Βορείων, η οποία είναι ο συγκερασμός της αρετής με το εμπόριο. Βέβαια ο Άγιος του Νάστ διανέμει δώρα αρχικά σε στρατιώτες και έπειτα σε παιδιά, μια ανταμοιβή για όποιον υπήρξε καλός κατά την διάρκεια της χρονιάς. Η πιο διάσημη απεικόνιση του Αγίου, κυκλοφόρησε το 1866 –στό τέλος του πρώτου ειρηνικού χρόνου– και εδραίωσε την εικονογραφία του χαρακτήρα. Τον βλέπουμε να διακοσμεί ένα έλατο, να φτιάχνει παιχνίδια, να διαβάζει το βιβλίο του με τα παραμύθια, να ράβει τα ρούχα του και τέλος να εξερευνά τον κόσμο με το τηλεσκόπιό του “πρός αναζήτηση σοφών παιδιών”. Με αυτόν τον τρόπο αποδίδεται η πολυάσχολη πλευρά του χαρακτήρα του και το πρότυπο του περιπετειώδους Yankee.
Ίσως αυτό που αποτελεί το πιο συμπαθητικό στοιχείο στον Άγιο Βασίλη του Νάστ είναι η τρυφερότητα που δείχνει απέναντι στα παιδιά. Τα παιδιά, τα οποία παρουσιάζονται τόσο συχνά όσο και ο Άγιος Βασίλης στο έργο του Νάστ, δεν μοιάζουν σε τίποτα με τα δυστυχισμένα παιδιά του δρόμου της βικτωριανής εποχής» .
Είναι φανερό ότι ο αι-Βασίλης του Τόμας Νάστ δείχνει το όνειρο της αμερικανικής κοινωνίας, που στηρίζεται στην ευημερία, την ευδαιμονία, την καλοπέραση, την αγαθωσύνη και την μακροημέρευση του ανθρώπου. Ένας τέτοιος αι-Βασίλης « είναι προσωποποίηση του αμερικανικού υλισμού, της αφθονίας, της χαράς και της ευδαιμονίας» . Βεβαίως πρέπει να σημειωθή ότι « ο εφευρέτης του χοντρούλη και αγαθούλη γέροντα είναι ο ίδιος που σχεδίασε τα σήματα των αμερικανικών κομμάτων, δηλαδή του γαϊδάρου για τους Δημοκρατικούς και του ελέφαντα για τους Ρεμπουμπλικανούς»
Στις αρχές του αιώνα μας ο αι-Βασίλης άλλαξε κάπως μορφή, και έγινε όπως ακριβώς τον γνωρίζουμε σήμερα. Σε αυτό συνετέλεσε η Κόκα-Κόλα. « Κι αν ήταν ο σκιτσογράφος Τόμας Νάστ που τον φαντάστηκε πρώτος, περίπου όπως είναι σήμερα, η Κόκα-Κόλα αποτέλεσε την αφορμή για να γίνει η μορφή του τόσο δημοφιλής. Στα 1931, που η Κόκα Κόλα αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τον Σάντα Κλάους στη χειμωνιάτικη διαφημιστική της εκστρατεία και ανέθεσε σε έναν άλλο Αμερικανό καλλιτέχνη, τον Χάντον Σάνμπλομ, να τον σχεδιάσει. Εκείνος διάλεξε για τον Άγιο τα χρώματα της Κόκα Κόλα καί… να τος, με τις μαύρες μπότες του, το μακρύ σκουφί του, το κόκκινο κοστούμι του και την άσπρη του γούνα, όπως τον γνωρίσαμε και τον αγαπήσαμε» .
Η παράδοση σύμφωνα με την οποία ο αι-Βασίλης περνά μέσα από καμινάδες για να δώση δώρα στα παιδιά προέρχεται από το ποίημα του Κλέμεντ Μούρ με τίτλο « μιά επίσκεψη του Αγίου Νικόλα» , ο οποίος « δανείστηκε την ιδέα της καμινάδας, μαζί με την ιδέα του έλκηθρου και των οκτώ ελαφιών που το σέρνουν, από ένα φινλανδικό παραμύθι» .
Εν τω μεταξύ, αυτές τις ημέρες σε περιοδικά και εφημερίδες διαβάσαμε πολλά παράξενα γύρω από τον αι-Βασίλη. Το ένα από αυτά είναι ότι ο αι-Βασίλης έγινε “υποκείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης και όργανο οικονομικών συμφερόντων”, ότι “χωρίζει αντί να ενώνει” τους ανθρώπους και ότι “ο παγκοσμιοποιημένος Santa Claus” προκαλεί “τίς αντανακλαστικές αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών”, από την άποψη ότι πολλά Κράτη διεκδικούν, ερίζουν για την καταγωγή του αι-Βασίλη, από την “Γροιλανδία μέχρι την Αυστραλία και από την Λαπωνία μέχρι την Αυστρία”. Και βέβαια αυτό συσχετίζεται με το εμπόριο, την διαφήμιση και την πολιτική. Το άλλο είναι ότι εφέτος είδαμε σε περιοδικό, αλλά αυτό γίνεται και αλλού, μαζί με τον αι-Βασίλη και αι-βασιλοπούλες, γυναίκες ντυμένες ως αι-Βασίληδες. Έξι στάρ του Χόλιγουντ “φόρεσαν την κόκκινη στολή και στάθηκαν μπροστά στο φακό όπως μόνο αυτές ξέρουν”. Είναι και αυτό γνώρισμα της εποχής μας. 
Επομένως ο αι-Βασίλης της Μικράς Ασίας που είναι εγγράμματος και δίδει ως δώρο την γνώση, μετατρέπεται στον Σάντα Κλάους που δίδει « τήν εφήμερη ηδονή της κατανάλωσης» και έρχεται σε μας μετονομαζόμενος σε αι-Βασίλη. Δεν είναι ένα πρόσωπο με τα υπαρξιακά του ερωτήματα και τις αγωνίες, με την ασκητική του διάσταση, αλλά διακρίνεται για την « προτεταμένη κοιλιά, τα ροδοκόκκινα μάγουλα» και είναι η εικόνα της « καλοπέρασης και της αισιοδοξίας» . Είναι δε γνωστόν από τις διάφορες μελέτες ότι όλη η νοοτροπία της Αμερικανικής κοινωνίας διακρίνεται από ένα κράμα μεταξύ του πουριτανικού-καλβινιστικού πνεύματος σε συνδυασμό με μερικές απόψεις του διαφωτισμού και του ρομαντισμού, όπως απέδειξε δια πολλών ο Schaeffer. Κατά κάποιο τρόπο ο αμερικανικός αι-Βασίλης είναι έκφραση αυτού του πνεύματος. Αυτό δε το πνεύμα δημιούργησε διάφορα προβλήματα, με τα οποία θέλησε να ασχοληθή η επιστήμη της ψυχανάλυσης, γιατί η απώθηση των υπαρξιακών προβλημάτων δημιουργεί ποικίλες αρρώστιες, σωματικές και ψυχολογικές.
Αγαπητοί μου,
Η πορεία του ανθρώπου από τον Μ. Βασίλειο της Ορθοδόξου Παραδόσεως στον αι-Βασίλη αγγλοσαξωνικού τύπου δείχνει την υποβάθμιση του πολιτισμού, την πορεία από την οντολογία στον ευδαιμονισμό, τον ωφελιμισμό και την χρησιμοθηρία. Ο ιστορικός Ντανιελού έχει παρατηρήσει ότι οι αρχαίοι Έλληνες εξετάζοντας τον κόσμο ερωτούσαν τί είναι το όν και τί είναι τα όντα, έκαναν, δηλαδή οντολογία. Οι Πατέρες της Εκκλησίας ασχολήθηκαν με το νόημα του κόσμου, αλλά κυρίως απαντούσαν στο ερώτημα ποιός έκανε τον κόσμο και ποιός είναι ο σκοπός του. Οι δυτικοί όμως, αντίθετα από τις προηγούμενες παραδόσεις, ερωτούν τί μας χρησιμεύει ο κόσμος, δηλαδή αναπτύχθηκε η χρησιμοθηρία και ο ωφελισμός.
Εάν η πορεία από τον Μ. Βασίλειο στον αι-Βασίλη δείχνη την επιπεδοποίηση του ανθρώπου, αλλά και την υποβάθμισή του, η αντίστροφη πορεία από τον αι-Βασίλη του καταναλωτισμού και του ευδαιμονισμού στον Μ. Βασίλειο της Εκκλησίας δείχνει την αναβάθμιση του ανθρώπου, την ανύψωσή του, την πορεία του δηλαδή από το πράγμα στην υπόσταση, από το άτομο στο πρόσωπο. Αυτό είναι το νόημα των εορτών. Αυτό ας ευχηθούμε για εαυτούς και αλλήλους τον νέο χρόνο.

(Πηγή: parembasis.gr)

Σάββατο, Δεκεμβρίου 30, 2017

Η βιβλική άποψη της ωραιότητος

Παῦλος Εὐδοκίμωφ
Τὸ ὡραῖο εἶναι ἡ λαμπρότης τοῦ ἀληθινοῦ, ἔλεγε ὁ Πλάτων: βε­βαίωση ποὺ τὸ δαιμόνιο τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας συμπλήρωσε ἀφοῦ ἐπινόησε ἕνα μοναδικὸ ὅρο, τὴν καλοκαγαθία, ποὺ κάνει τὸ καλὸ καὶ τὸ ὡραῖο, τὶς δύο πλαγιὲς μιᾶς μοναδικῆς κορυφῆς. Στὸν τελευταῖο βαθμὸ τῆς συνθέσεως, αὐτὸν τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τὸ ἀληθινὸ καὶ τὸ καλὸ προσφέρονται στὴ θεωρία, ἡ ζωντανὴ συμβίωσή τους σημειώνει τὴν ὁλοκληρία τοῦ ὄντος καὶ ἐκπέμπει τὴν ὡραιότητα.
Τὸ πουλὶ ἐπάνω στὸν κλάδο, ὁ κρίνος στοὺς ἀγρούς, τὸ ἐλάφι στὸ δάσος, τὸ ψάρι στὴ θάλασσα, τὰ ἀναρίθμητα πλήθη εὐθύμων ἀνθρώ­πων διακηρύττουν μὲ ἀγαλλίαση: ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη! Ἀλλὰ πιὸ κάτω, καὶ σὰν νὰ φέρονται ὅλες αὐτὲς οἱ φωνές, ἀκούγεται ἀπὸ βαθειὰ ἡ φωνὴ αὐτῶν ποὺ προσφέρουν θυσία: ὁ Θεὸς εἶναι ἀγά­πη!
Οἱ θυσιασμένοι, οἱ μάρτυρες, αὐτοὶ οἱ τραυματισμένοι φίλοι τοῦ Νυμφίου, οἱ ὁποῖοι δίνονται σὰν θαύμασμα στοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἀν­θρώπους, παριστοῦν τὶς βασικὲς συμφωνίες τῆς ἀπείρου ὠδῆς τῆς σω­τηρίας. Τοὺς θερισμένους στάχεις, ὁ Κύριος τοὺς τοποθετεῖ στοὺς σι­τοβολῶνες τῆς βασιλείας του. Ἡ παράδοση βλέπει, σ’ αὐτό, τὴν ἐν Χριστῷ διαμόρφωση μέσα στὴν ὡραιότητα· ὁ Νικόλαος Καβάσιλας, ὁ μεγάλος λειτουργιολόγος τοῦ ΙΔ΄ αἰ., τὸ λέγει ὅταν μιλᾶ γιὰ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἀγάπησαν ὑπεράνω ἀπὸ ὅλα τὴν ὑπέρτατη Ὡραιότητα, σπόρο τοῦ θείου, ἀγάπη ριζωμένη μέσα στὴν καρδιά.
Παράγοντας τὸν κόσμο ἀπὸ τὸ μηδέν, ὁ Δημιουργός, σὰν θεῖος ποιητής, συνθέτει τὴ Συμφωνία του σὲ ἕξι ἥμερες, τὸ Ἑξαήμερο, καὶ σὲ κάθε μία τῶν πράξεων του «εἶδεν ὅτι καλόν». Τὸ ἑλληνικὸ κείμενο τῆς βιβλικῆς διηγήσεως λέγει καλ -ὡραῖο καὶ ὄχι ἀγαθὸ-καλό, ἡ ἑβραϊκὴ δὲ λέξη σημαίνει τὰ δύο ταυτόχρονα. Ἐξ ἄλλου, τὸ ρῆμα δημιουργῶ εἶναι κλιτὸ στὴν ἑβραϊκὴ γλώσσα κατὰ τὸν τετελεσμένο χρόνο: ὁ κόσμος ἔ χ ε ι  δ η μ ι ο υ ρ γ η θ ε ῖ, εἶναι δημιουργημένος καὶ  θ ὰ  δ η μ ι ο υ ρ γ η θ ε ῖ  μέχρι τῆς τελειώσεώς του. Βγαίνοντας ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, τὸ σπέρμα εἶναι πιὸ ὡραῖο, ἀλλὰ καλεῖ τὴν ἐξέλιξή του, τὴν τό­σο ζωηρὴ καὶ τραγικὴ ἱστορία τῆς συνεργείας τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρωπί­νης ἐνεργείας. Κατὰ τὸν Μάξιμο Ὁμολογητὴ ἡ συμπλήρωση τῆς πρώ­της ὡραιότητος μέσα στὴν τέλεια ὡραιότητα τοποθετεῖται στὸ τέλος καὶ παίρνει τὸ ὄνομα τῆς Βασιλείας.
Ἡ Παράδοση προσφέρει ἐδῶ μιὰ σπουδαία ἀλήθεια. Ἕνας με­γάλος πνευματικὸς τοῦ Δ΄ αἰώνα, ὁ Εὐάγριος, σχολιάζοντας τὴν πα­ραλλαγὴ τοῦ «Πάτερ ἠμῶν» στὸ εὐαγγέλιο τοῦ ἁγίου Λουκᾶ, ὅπου στὴ θέ­ση τῆς Βασιλείας διαβάζει «ἐλθέτω τὸ Ἅγιόν σου Πνεῦμα» λέγει: ἡ Βα­σιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, παρακαλοῦμε τὸν Πατέρα ποὺ θὰ τὸ στείλει σ’ ἐμᾶς· σὲ συμφωνία μὲ τὴν Παράδοση ὁ Εὐάγριος ταυ­τίζει ἔτσι τὴ Βασιλεία καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
Ἐάν, λοιπόν, ἡ θεωρημένη Βασιλεία εἶναι ἡ Ὡραιότης, τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος ἀποκαλύπτεται Πνεῦμα τῆς Ὡραιότητος. Ὁ Ντοστογιέβσκυ τὸ κατανόησε καλά. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, λέγει, εἶναι ἡ ἄμεση κατάκτηση τῆς Ὡραιότητος, μεταδίδει τὴ λάμψη τῆς ἁγιότητος. Γι’ αὐτό, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, στοὺς κόλπους τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸ Πνεῦμα εἶναι ἡ προαιώνια χαρά... ὅπου οἱ τρεῖς συνέχαιραν. Ἡ περίφημη εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Ρουμπλιὼφ μᾶς προσφέρει τὸ συναρπαστικὸ θέαμα αὐτῆς τῆς θείας Ὡραιότητος.
Τὸ τριαδικὸ δόγμα ἐπεξηγεῖ: ἐὰν ὁ Υἱὸς εἶναι ὁ Λόγος ποὺ ὁ Πα­τὴρ ἀπαγγέλλει καὶ ποὺ ἔγινε σάρκα, τὸ Πνεῦμα τῆς δικαιοσύνης τὸν κάνει ἀντιληπτὸ καὶ κατανοητὸ στὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ ὁ ἴδιος παραμένει κρυμμένος, μυστηριώδης, σιωπηλός, «οὐ γὰρ λαλήσει ἀφ’ ἑαυτοῦ» (Ἰω. 16, 13). 
Αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ λόγος, ἡ εἰκόνα μᾶς τὸ δείχνει σιωπηλά, αὐτὸ ποὺ ἔχουμε αἰσθανθεῖ νὰ λέγουμε, τὸ ἔχουμε δεῖ, λέγουν οἱ Πατέρες τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου γιὰ τὴν εἰκόνα. Λοιπόν, ἐὰν «οὐδεὶς δύ­ναται εἰπεῖν Κύριον Ἰησοῦν εἰ μὴ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ», κανεὶς δὲν μπο­ρεῖ νὰ παραστήσει τὴν εἰκόνα τοῦ Κυρίου, παρὰ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Εἶναι ὁ θεῖος εἰκονογράφος. Τὸ τυπικὸ τῶν ἐγκαινίων μιᾶς ἐκκλησίας ἐπιμένει ἐπάνω σ’ αὐτὴ τὴν ἰδιότητα τοῦ Πνεύματος. Τὸ τροπάριο (δ΄ ἤχου) ψάλλει τὴν τελειότητα ὁλοκλήρου τοῦ τύπου στὴν ἔλευση τοῦ Ὡραίου: Ὅπως ἀνέπτυξες ψηλὰ τὴ λαμπρότητα τοῦ στερεώματος τοῦ οὐρανοῦ, ἔτσι ἐδῶ ἀποκάλυψες τὴν ὡραιότητα τοῦ ἁγίου ἐνδιαιτήμα­τος τῆς δόξας σου.
Τὰ πολὺ γνωστὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ Πνεύματος εἶναι ἡ Ζωὴ καὶ τὸ Φῶς. Τὸ Φῶς, πρὸ πάντων, εἶναι δύναμη ἀποκαλύψεως καὶ γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς ποὺ ἔχει ἀποκαλυφθεῖ ὀνομάζεται Θεὸς-Φῶς. Ἡ δύναμή του «φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον» (Ἰω. 1, 9) καὶ κατὰ τὸν ἅγιο Συμεὼν μεταβάλλει σὲ φῶς αὐτοὺς ποὺ φωτίζει. Ἐκτὸς αὐτοῦ τοποθετεῖται στὴν ἀρχὴ κάθε γνώσεως: «Ἐν τῷ φωτί σου ὀψό­μεθα φῶς» (Ψαλμ. 35, 10).
Ὑπάρχουν ἀπόψεις, πάντοτε μερικές, ἄρα ποὺ παραμορφώνουν, καὶ ὑπάρχει τὸ γεμάτο βλέμμα, ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο, κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ ἁγίου Μακαρίου, ἕναν «μοναδικὸ ὀφθαλμὸ» καὶ ἀπέραντα διαπε­ρασμένο ἀπὸ τὸ θεῖο φῶς. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης προτρέπει νὰ παρατηροῦμε μὲ τὸ μάτι τῆς Ἁγνῆς Παρθένου, καὶ ὁ ἅγιος Μάξιμος Ὁμολογητὴς μὲ τὸ μάτι τοῦ Θεοῦ: Ὅπως στὸ κέντρο τοῦ κύκλου ὑπάρχει αὐτὸ τὸ μοναδικὸ σημεῖο, ὅπου εἶναι ἀκόμη ἀδιαίρετες ὅλες οἱ εὐθεῖες ποὺ προέρχονται ἀπ’ ἐκεῖ, καθ’ ὅμοιο τρόπο στὸν Θεὸ αὐτὸς ποὺ ἔχει κριθεῖ ἄξιος νὰ φθάσει ἐκεῖ, γνωρίζει μὲ ἁπλὴ γνώση καὶ χω­ρὶς ἔννοιες ὅλες τὶς ἰδέες τῶν δημιουργημένων πραγμάτων.
Στὸ ὀπτικὸ σχέδιο πιά, τὸ μάτι δὲν αἰσθάνεται καθόλου τὰ ἀντι­κείμενα ἀλλὰ τὸ φῶς ἀντανακλᾶ ἀπὸ τὰ ἀντικείμενα. Τὸ ἀντικείμενο δὲν εἶναι ὁρατὸ εἰμὴ μόνο ἐπειδὴ τὸ φῶς τὸ κάνει φωτεινό. Αὐτὸ ποὺ βλέπει κανείς, εἶναι τὸ φῶς ποὺ ἑνώνεται στὸ ἀντικείμενο, μιὰ συζυγία κατὰ κάποιο τρόπο, καὶ παίρνει τὸν τύπο του, τὸ σχηματίσει καὶ τὸ ἀπο­καλύπτει. Ἡ μυστηριώδης χημικὴ ἀντίδραση τοῦ ἄνθρακος καὶ τοῦ φω­τὸς παράγει τὸ διαμάντι, τὴν ὡραιότητα. Κατὰ μιὰ παλιὰ λαϊκὴ πεποί­θηση ἡ λάμψη ποὺ μπαίνει τὴ νύχτα σ’ ἕνα στρείδι, γεννᾶ τὸ μαργαρι­τάρι. Τὸ διάστημα δὲν ἔχει ὕπαρξη παρὰ ἀπὸ τὸ φῶς ποὺ κάνει τὴ μήτρα κάθε ζωῆς. Σ’ αὐτὴ τὴν ἔννοια ἡ ζωὴ καὶ τὸ φῶς ταυτίζονται. Ἀντίθετα ἡ κόλαση, ὁ Ἅδης ἑλληνικά, ἡ Σεὼλ ἑβραϊκά, σημαίνει ἐκεῖνο τὸν συσκοτισμένο τόπο, ὅπου ἡ μόνωση μειώνει τὴν ὕπαρξη στὴν ἔσχατη ἔλλειψη τοῦ δαιμονιακοῦ σολιφισμοῦ, ὅπου κανένα βλέμμα δὲν διασταυρώνει ἕνα ἄλλο. Τὰ κοπτικὰ ἀποφθέγματα τοῦ Μακαρίου Πρε­σβυτέρου δίνουν ἀπὸ αὐτὴ τὴ μόνωση μιὰ ἐκπληκτικὴ περιγραφή: Μὲ τὶς ράχες τοὺς οἱ αἰχμάλωτοι εἶναι δεμένοι οἱ μὲν μὲ τοὺς δὲ καὶ μόνο μιὰ μεγάλη εὐσπλαγχνία τῶν Ζώντων φέρει σ’ αὐτοὺς μιά. στιγμὴ ἀνα­παύσεως: Στὸ χρόνο μιᾶς ριπῆς ὀφθαλμοῦ, βλέπουνε τὰ πρόσωπα οἱ μὲν τῶν δέ...
Κατὰ τὴ βιβλικὴ διήγηση τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου, στὴν ἀρχή: «ἐγένετο ἑσπέρα, καὶ ἐγένετο πρωί, ἡμέρα μία». Τὸ Ἑξαήμερο δὲν γνω­ρίζει τὴ νύχτα. Τὰ σκοτάδια καὶ ἡ νύχτα δὲν δημιουργήθηκαν ἀπὸ τὸ Θεό· πρὸς τὸ παρὸν ἡ νύχτα δὲν εἶναι παρὰ ἕνα σημεῖο τοῦ ἀνυπάρ­κτου, τὸ ἀφηρημένο μηδὲν χωρισμένο ἀπὸ τὸ ὂν κατὰ τὴ φύση του. Τὸ πρωὶ καὶ ἡ νύχτα σημειώνουν τὴ διαδοχὴ τῶν γεγονότων, προσδιορί­ζουν τὴ δημιουργικὴ πρόοδο καὶ δὲν σχηματίζουν παρὰ τὴν ἡμέρα, διά­σταση τοῦ καθαροῦ φωτός. Τὸ ἀντίθετό της, ἡ νύχτα, δὲν εἶναι ἀκόμη ἡ ἐνεργητικὴ δύναμη τοῦ σκοταδιοῦ· ἡ νύχτα στὴν ἰωάννεια σημασία δὲν ἐμφανίστηκε παρὰ μέσα στὴν πτώση.
Κατὰ τὸ Δεῖπνο τοῦ Κυρίου, τὸ ὑπερῶο πλημμυρίζει ἀπὸ τὸ φῶς, διότι ὁ Χριστὸς εἶναι στὸ μέσο τῶν ἀποστόλων. Εἶναι αὐτὴ ἡ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία ὁ Σατανᾶς εἰσέρχεται στὸν Ἰούδα καὶ ἀπὸ τότε ὁ Ἰού­δας δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ μείνει στὸν κύκλο τοῦ φωτός. Ἐξέρχεται βια­στικὰ καὶ ὁ Ἰωάννης, τόσο λιτὸς γιὰ τὶς λεπτομέρειες, παρατηρεῖ: ἐγένετο νύξ. Τὰ σκοτάδια τῆς νύχτας τυλίγουν τὸν Ἰούδα καὶ ἀποκρύβουν τὸ τρομερὸ μυστικὸ τῆς κοινωνίας του μὲ τὸν Σατανᾶ.
Ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς Δημιουργίας, σημειώνουν οἱ Πατέρες, δὲν εἶναι πρώτη ἀλλὰ μία, ἡ μοναδική, ἐκτὸς σειρᾶς. Εἶναι τὸ ἄλφα ποὺ φέ­ρει πιὰ καὶ καλεῖ τὸ ὠμέγα, ἡ ὀγδόη ἡμέρα τῆς τελικῆς συμφωνίας, τὸ πλήρωμα.
Αὐτὴ ἡ πρώτη ἡμέρα εἶναι ἡ χαρούμενη ὠδὴ τοῦ Ἄσματος τῶν Ἀσμάτων τοῦ Θεοῦ τοῦ ἴδιου, ἡ ἀστραπιαία ἀνάβλυσή του ὅτι «τὸ φῶς ἐγένετο». Αὐτὸ τὸ φῶς δὲν εἶναι καθόλου ἕνα ὀπτικὸ στοιχεῖο, αὐτὸ τὸ ὁποῖο θὰ ἐμφανιστεῖ τὴν τετάρτη ἡμέρα μὲ τὸν ἀστρονομικὸ ἥλιο. Τὸ ἀρχικὸ Φῶς, «ἐν ἀρχῇ» στὴν ἀπόλυτη σημασία, εἶναι ἡ πιὸ ἀνατρε­πτικὴ ἀποκάλυψη τῆς Ὄψεως τοῦ Θεοῦ. «Ὅτι ἐγένετο φῶς» σημαί­νει γιὰ τὸν κόσμο ἐν δυνάμει: ὅτι ἡ Ἀποκάλυψη ἔγινε καὶ ἄρα καὶ Αὐ­τὸς ποὺ ἀποκάλυψε, καὶ ὅτι ἦλθε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ὁ Πατὴρ ἀναγ­γέλλει τὸ λόγο του καὶ τὸ Πνεῦμα τὸν διακηρύττει, εἶναι τὸ Φῶς τοῦ Λόγου. Ἀποκαλύπτει τὸ Θεὸ ὅπως τὸ ἀπόλυτο Σὺ καὶ προβάλλει ἀμέ­σως αὐτὸν ποὺ τὸν ἀκούει καὶ τὸν θεωρεῖ.
Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς μετὰ τὴν πτώση, τὸ φῶς λάμπει στὰ σκοτάδια. Δὲν λάμπει γιὰ νὰ λάμπει μόνο, μεταμορφώνει τὴ νύχτα σὲ ἡμέρα χω­ρὶς ἀπόκλιση: «Τότε ἀνατελεῖ ἐν τῷ σκότει τὸ φῶς σου, καὶ τὸ σκότος σου ὡς μεσημβρία» (Ἠσ. 58, 10). «Ὁ λύχνος τοῦ σώματος ἔστιν ὁ ὀφθαλμός, ἐὰν οὒν ὁ ὀφθαλμός σου, ἁπλοῦς ἤ, ὅλον τὸ σῶμα σου φωτεινὸν ἔσται» (Ματθ. 6, 22). Ἡ ἡσυχαστικὴ παράδοση διδάσκει τὴ μέ­θοδο τῆς σιωπηλῆς περισυλλογῆς καὶ τὴ γνώση τοῦ φωτός. Οἱ τέλειοι διδάσκονται τὸ θεῖο ὄχι μόνο ἀπὸ τὸ Λόγο, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ λό­γου  (τὸ Ἅγιο Πνεῦμα), μυστηριωδῶς...
Στὴν κορυφὴ τῆς ἁγιότητος ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη γίνεται κατὰ κά­ποιο τρόπο φῶς. Ἔτσι ἕνας Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ περιβάλλεται ἀπὸ ἥλιο καὶ ἀκτινοβολεῖ· ἐνῷ ὀνομάζεται «ὁμοίωμα», εἶναι ἡ ζωντανὴ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ-Φωτός. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης περιγράφει τὴν ἄνοδο τῆς ψυχῆς, Ἡ ὁποὶα ἀκούει: ἔγινες ὡραία προσεγγίζοντας τὸ Φῶς μου. Ὁ ἄνθρωπος ἐπιθυμεῖ τὸ ὕψος, πηγαίνει ἐπάνω, θὰ μποροῦσὲ νὰ πεῖ κανεὶς πετυχαίνει τὸ ἐπίπεδο τῆς θείας ὡραιότητος. Ὕπαρξη μέσα στὸ φῶς, εἶναὶ ὕπαρξη μέσα σὲ μία φωτισμένη κοινωνία, ποὺ ἀποκαλύπτει τὶς εἰκόνες τῶν ὑπάρξεων καὶ τῶν πραγμάτων, ἁρπάζει τοὺς λόγους τους ποὺ περιέχονται στὴ θεία σκέψη καὶ μυεῖται ἔτσι στὴν τέλεια ὁλότητά τους· λέγοντάς το κατ’ ἄλλὸ τρόπο: στὴν ὡραιότη­τά τους ποὺ θέλει ὁ Θεός.
Ἢ Ἀποκάλυψη εἶναι στὸ τέλος, εἶναι ἐπίσης στὴν ἀρχή. Τὸ φῶς τῆς πρώτης ἡμέρας εἶναι τὸ ἀντικείμενο τῆς ὁράσεως, εἶναι ἐπίσης τὸ ὄργανο τῆς ὁράσεως. Ὅλος αὐτὸς ὁ πρῶτος χρόνος τῆς Δημιουργί­ας, ὁ μέλλων αἰὼν σχηματίζει ἐξ ὁλοκλήρου μία μόνο ἡμέρα, τὴ μεγά­λη Ἡμέρα, λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης. Πράγματι, κατὰ τὴν Ἀποκάλυψη: «Καὶ νὺξ οὐκ ἔσται ἔτι, καὶ οὐ χρεία λύχνου καὶ φωτὸς ἡλίου, ὅτι Κύριος ὁ Θεὸς φωτιεῖ αὐτούς» (22, 5).
Εἶμαι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὠμέγα... ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος. Ὁ κύκλος τῆς Ἀποκαλύψεως κλείνει στὴ διαφοροποίηση καὶ κατὰ τὸν ἴδιο χρόνο στὴν τέλεια ὁμοιότητα ὅλων τῶν στοιχείων της. Ἡ πρώτη λέξη τῆς Ἁγίας Γραφῆς «ἐγένετο Φῶς» εἶναι ἐπίσης ἡ τελευταία «ἐγένετο Ὡραιότης»! Ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ γίνει ὁλόκληρος Ζωντανὴ δοξολογία: Δόξα σὲ Σένα ποὺ μᾶς ἀποκάλυψες τὸ Φῶς.
«Μίαν ἠτησάμην παρὰ Κυρίου ταύτην ἐκζητήσω· τοῦ κατοικεῖν με ἐν οἴκῳ Κυρίου πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου, τοῦ θεωρεῖν με τὴν τερπνότητα Κυρίου» (Ψαλμ. 26, 4). Ὁ ἅγιος Βασίλειος προσθέτει: Οἱ ἅγιοι προσεύχονται γιὰ νὰ ἐπεκταθεῖ ἡ θεωρία τῆς θείας Ὡραιότητος στὴν αἰωνιότητα...
Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἡ τέχνη τῆς εἰκόνας – θεολογία τῆς ὡραιότητος», ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη, 1993. Μετάφραση: Κώστας Χαραλαμπίδης.
Στὴν εἰκαστικὴ πλαισίωση τῆς σελίδας, ρωσικὴ ἀπεικόνιση τῆς θείας Λειτουργίας.
πηγή κειμένου: Aντίφωνο

Κυριακή Προ Των Φώτων: Αρχή Ευαγγελίου Ιησού Χριστού


 "Αρχή Ευαγγελίου Ιησού Χριστού, υιού του Θεού"

Με τα λόγια αυτά τα θεόπνευστα, ξεκινά η περικοπή της Κυριακής πρό των Φώτων. Η ερμηνεία της φράσης αυτής είναι η εξής: αρχή των γεγονότων πού αφορούν τα χαρμόσυνα νέα της σωτηρίας πού έφερε ο Ιησούς Χριστός, ο Γιος του Θεού, ήταν το προδρομικό κήρυγμα του Βαπτιστή Ιωάννη.

Η λέξη "αρχή" , αγαπητοί χριστιανοί, είναι παρμένη από την Παλαιά Διαθήκη, το Βιβλίο της Γενέσεως, το οποίο, ξεκινά με ακριβώς τα ίδια λόγια: "Εν αρχή". Αλλά και ο θεολόγος Ιωάννης στο δ΄ ευαγγέλιο, ξεκινά με αυτήν την αποκαλυπτική φράση" Εν αρχή ην ο Λόγος". Ετσι οι ευαγγελιστές μνημονεύοντας την πρώτη εκείνη δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου,την συνδέουν με τον λόγο " εν αρχή", με την αναδημιουργία-ανακαίνιση του κόσμου και την ανάπλαση του ανθρώπου , πού φέρνει ο Ιησούς Χριστός, διά της σαρκώσεως και της σωτηρίας.Παράλληλα, το ευαγγέλιο λαμβάνει αξιώσεις θεοπνεύστου κειμένου και προβάλλεται ως ένα σώμα με την Παλαιά Διαθήκη, αφού και ο Δημιουργός είναι το ένα και το αυτό πρόσωπο με τον Εισηγητή της νέας εποχής Λόγο του Θεού, αλλά και οι φράσεις οι θεόπνευστες ομοίου περιεχομένου  και από την αυτή πηγή , το άγιο Πνεύμα.

Ευαγγέλιο είναι η καλή αγγελία, η χαρμόσυνη είδηση. Και ο ευαγγελιστής Μάρκος, καίτοι δεύτερος στον κανόνα της ΚΔ, είναι ο πρώτος πού εισάγει την λέξη ευαγγέλιο στην ανθρώπινη ιστορία. Χαρμόσυνη είδηση λοιπόν και καλή αγγελία είναι η αναδημιουργία και ανάπλαση πού υπονοείται και ο Ερχομός της βασιλείας του Θεού ανάμεσα στους ανθρώπους, στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, πού φέρει τον βασιλικό τίτλο αμέσως: Υιός του Θεού.Και αρχικο γεγονός αυτού του ευαγγελίου είναι ένας άγιος άνθρωπος:Ο Ιωάννης πού βλέπει τα μέλλοντα και αναμένει πρώτος την ανακαίνιση.

Στην συνέχεια της περικοπής, ο Ιωάννης, συνδέει τον παλαιό με τον νέο κόσμο, όχι μόνο με το κήρυγμα, αλλά με την ίδια την μορφή και την πολιτεία του. Αφ' ενός η μορφή του έχει ρίζες στο παρελθόν και έχει προκαταγγελθεί από τον μέγα των προφητών Ησαΐα, αλλά και από τον Μωϋσή και τον Μαλαχία. Είναι ο αγγελιαφόρος πού προετοιμάζει την οδό του Κυρίου, η φωνή που κραυγάζει στην έρημο να προετοιμαστούν οι άνθρωποι και να στρώσουν δρόμο ευθύ για τον ερχομό του Μεσσία. Αφ΄ετέρου η μορφή και η πολιτεία του έχουν τόνο εσχατολογικό: Είναι μορφή ασκητική, ντυμένος με καμηλότριχες και εγκρατής στην τροφή, ακτήμων και με μόνη έννοια και αποστολή το προδρομικό κήρυγμα και το βάπτισμα προετοιμασίας.Επίσης, διδάσκει λόγω και τρόπω την ταπείνωση και την συντριβή, αφού αποποιείται και το έργο του ταπεινότερου δούλου και λέγει πώς δεν είναι άξιος να λύσει τον ιμάντα των υποδημάτων Αυτού πού έρχεται. Αφού η βασιλεία του θεού έρχεται και είναι ανάμεσα στους ανθρώπους, αυτοί πρέπει να απεκδυθούν τα περιττά, τις εξαρτήσεις, τις κακίες και να έχουν μονολόγιστη ελπίδα και προσδοκία τον ερχομό του Βασιλέα Θεού.Και ο Ιωάννης το επιβεβαιώνει αυτό με την ασκητική του , τις αρετές και τα παραστατικά λόγια της μεγάλης επίσκεψης,έναντι όλων.


Η προετοιμασία αυτή σφραγίζεται με έναν τυπικό καθαρμό, το βάπτισμα στον Ιορδάνη και με μία ουσιαστική μετάνοια: την ειλικρινή εξομολόγηση αμαρτιών.Και σε αυτό το βάπτισμα προστρέχει όλος ο λαός, διότι ο Σωτήρας είναι καθολικός και όλοι είναι σε αναμονή και προετοιμασία για την κλήση και σωτηρία.Είναι βάπτισμα μετανοίας εις άφεσιν αμαρτιών. Σημείο εσχάτων. Κλήση για στροφή, μεταβολή στον Θεό και τον δημιουργό. Εσωτερική κάθαρση του νυμφώνος της ψυχής και προευτρεπισμός για να σκηνώσει εντός της ο Ερχόμενος Νυμφίος της!

Ο ευαγγελιστής Μάρκος στην συνέχεια παρουσιάζει τον Ιωάννη, να διακρίνει ο ίδιος το δικό του βάπτισμα μες στο νερό, από το βάπτισμα του Χριστού, πού θα είναι βάπτισμα στην χάρη του Αγίου Πνεύματος.Ο Χριστός έρχεται να εγκαινιάσει έναν νέον Ισραήλ, ένα καινό σώμα, πού θα εμπνέεται , θα κινείται, θα ζωοποιείται και θα εμφορείται , από το άγιο Πνεύμα: την Εκκλησία! Όχι πλέον τύποι, γράμμα και σκιά, αλλά αυτός ο Παράκλητος θα φανερωθεί στους ανθρώπους. Και στο Σώμα αυτό του Χριστού, πού θα λέγεται Εκκλησία, στον κόσμο της μεταστροφής προς τον Θεό,της κάθαρσης και ανακαίνισης, πνοή και ζωή θα είναι το άγιο Πνεύμα! Είναι λοιπόν η εποχή των εσχάτων,πού ο προφήτης Ιωήλ και οι άλλοι προφήτες προανάγγειλαν στον παλαιό Ισραήλ και δι' αυτού σε όλο τον κόσμο. Η Εποχή πού οι άνθρωποι θα δούν τον Θεό ανάμεσα τους και μέσα τους.

Σε λίγες μέρες, θα εορτάσουμε τα Θεοφάνεια. Θεοφάνεια είναι η φανέρωση του όντος Τριαδικού Θεού στον κόσμο, διά του Υιού και Λόγου . Υπάρχει ο τόπος, ο τρόπος και ο χρόνος της διαρκούς Θεοφανείας και όλα αυτά είναι η Εκκλησία. Η μετοχή μας στην Εκκλησία , στα μυστήρια της και στην εν Χριστώ ζωή, πού αυτή προβάλλει και δι΄αυτής προβάλλεται. Μπορούμε λοιπόν ως βαπτισμένα μέλη της Εκκλησίας και τέκνα φωτόμορφα αυτής, να έχουμε διαρκή φανέρωση και κοινωνία με τον Θεό εντός της. Ας γίνουν λοιπόν τα Θεοφάνεια, ως εορτή, ευκαιρία συνάντησης και αποκάλυψης του Θεού για τον καθένα μας, Αυτός είναι άλλωστε και ο σκοπός των εορτών της Εκκλησίας. Γένοιτο.

ππκ3-1-15

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 29, 2017

Η σφαγή τών νηπίων από τον Ηρώδη...Ο συμβολισμός τών 14.000 νηπίων( Γ. Πατρώνου)


Τι δείχνει η ιστορία

Υπό τους αυστηρούς όρους τής επιστημονικής ιστορικής ακρίβειας, ο αριθμός τών 14.000 θανατωθέντων νηπίων κατά την παράδοση δημουργεί - ακόμα και για τα δεδομένα τού δολοφόνου Ηρώδη- ανυπέρβλητα προβλήματα. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας παρέχουν οι πηγές και ιδιαίτερα ο Ιουδαίος ιστορικός Φλάβιος Ιώσηπος - σύγχρονος τών Ευαγγελιστών Λουκά και Ιωάννη - και άρα καλός γνώστης τής εποχής τών ευαγγελικών γεγονότων - η κωμόπολη τής αρχαίας Βηθλεέμ και τα περίχωρά της θα πρέπει τότε να είχαν πληθυσμό ίσως λίγο μεγαλύτερο από χιλίους κατοίκους. Η σφαγή τών αρρένων νηπίων "από διετούς και κατωτέρω" δεν θα ήταν, επομένως, στην πραγματικότητα δυνατό να αφορά περισσότερα από 30 η το ανώτατο 40, με βάση τα στατιστικά δεδομένα που προκύπτουν από την πληθυσμιακή κατανομή τής συγκεκριμένης περιοχής.
Ένας τέτοιος αριθμός θα καθιστούσε πολύ πιο πιθανό κατά τους ιστορικούς, ο Ηρώδης να αποτόλμησε όντως ακόμη ένα τραγικό εγχείρημα προκειμένου να διασφαλίσει την εξουσία του από την έσω και ευποθετική απειλή τής εμφανίσεως ενός διεκδικητή τού θρόνου. Η "αναίρεση" μερικών δεκάδων νηπίων, άσημων αγροτικών οικογενειών μιας απομακρυσμένης και αγνοημένης περιοχής, δεν θα αποτελούσε "παρά μόνο ένα μικρό και ασήμαντο επεισόδιο" στο βίο και την πολιτεία του, όπως εύστοχα παρατηρεί ένας σύγχρονος ερευνητής, ένα πταίσμα σε σύγκριση με τα άλλα του εγκλήματα, που δεν επιβάρυνε αισθητά τον ήδη μακρύ κατάλογο τών θυμάτων τής καχυποψίας του, και δεν διαφοροποιούσε ιδιαίτερα την ούτως ή άλλως έκρυθμη τοπική κατάσταση ώστε να προκαλέσει την παρέμβαση τής Ρώμης στο συγκεριμένο ζήτημα.
Εν προκειμένω, είναι γεγονός ότι πουθενά στα ιερά κείμενα τών Ευαγγελίων δεν καταγράφεται συγκεκριμένος αριθμός "αναιρεθέντων νηπίων". Η αναφορά στη σφαγή "χιλιάδων όντων δεκατεσσάρων" αρρένων τέκνων προέρχεται αντίθετα από την ιερή παράδοση τής Εκκλησίας μας - από το εορτολογικό Συναξάρι τής συγκεκριμένης ημέρας - και μάλιστα με την επισήμανση ότι τα νήπια αυτά εντάσσονται στο χώρο τών Μαρτύρων τής Εκκλησίας και θεωρούνται ως οι πρώτοι ανώνυμοι και "αναρίθμητοι" μάρτυρες τής Χριστιανικής πίστεως. Αυτό ακριβώς το στοιχείο προσδίδει επομένως στο όλο ζήτημα παράλληλα προς την ιστορική, και μια ιδιαίτερη "συμβολική" παράμετρο, που καθιστά απαραίτητη τη θεολογική ερμηνευτική προσέγγιση.


Η Θεολογική σημειολογία τού αριθμού τών "αναιρεθέντων νηπίων".

Όπως ήδη επισημάνθηκε, τα Ευαγγέλια δεν επέχουν θέση "χρονικών" ή απλών "δημοσιογραφικών εκθέσεων" επί τών ιστορικών γεγονότων. Σκοπός τους δεν είναι η απλή ενημέρωση κάποιων αναγνωστών, αλλά η πνευματική καθοδήγηση και η θεολογική παίδευση τών πιστών στο πλαίσιο τού κατηχητικού και ποιμαντικού ρόλου τής Εκκλησίας. Υπό το πρίσμα αυτό, η σφαγή τών νηπίων έχει ιδιαίτερο θεολογικό νόημα για τα ιερά κείμενα, και ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ερμηνευτική προσέγγιση και κατανόηση τής σημειολογίας τών γεγονότων στην ευαγγελική διήγηση.
Στην παράδοση τού Ιουδαϊκού λαού και τη θεολογία τής Παλαιάς Διαθήκης υπήρχε το "ιστορικό" προηγούμενο ακόμη μιας δίωξης και "σφαγής". Συγκεκριμένα, η εξιστόρηση τού βιβλίου τής Εξόδου εμφανίζει τον αλλοεθνή και αλλόθρησκο Φαραώ τής Αιγύπτου να είχε διατάξει τη θανάτωση με πνιγμό στον Νείλο ποταμό τών αγοριών τών Ισραηλιτών, μια πραγματική γενοκτονία, που σκοπό είχε τη μείωση τού αριθμού τών δούλων Εβραίων οι οποίοι αυξάνονταν με ανησυχητικό ρυθμό στη χώρα.
Το στοιχείο αυτό αξιοποιήθηκε από τους ιερούς συγγραφείς τής Καινής Διαθήκης ως θεολογικό προηγούμενο στη γλώσσα τής ερμηνευτικής "προτύπωσης" για την παράλληλη θεολογική προσέγγιση και ερμηνεία τού αντίστοιχου γεγονότος τής σφαγής τών νηπίων από ένα "νέο Φαραώ", τον αλλόθρησκο και μισητό βασιλιά τής Ιουδαίας Ηρώδη. Όπως ο παλιός Φαραώ εξέφραζε τις αντίπαλες δυνάμεις τού σκότους και τής καταπίεσης αντιδρώντας στα "σημεία" τής εφαρμογής τού σχεδίου τού Θεού για τη σωτηρία και ιστορική καταξίωση τού Ισραήλ, και όπως φόνευσε παιδιά για να μην γεννηθεί ο πρώτος προφήτης τής Εξόδου ο Μωυσής, έτσι και ο Ηρώδης ως "νέος Φαραώ" ενσαρκώνει με τις πράξεις του τις ίδιες δαιμονικές δνάμεις. Παρεμποδίζει την έλευση τού Σωτήρα τού κόσμου και την ιστορική καταξίωση τού νέου Ισραήλ τής Εκκλησίας. 


Κατά το Ευαγγέλιο τού Ματθαίου, ο Ιησούς αποκαλύπτεται από τη βρεφική ήδη ηλικία ως ο Χριστός και ο Κύριος, ο απεσταλμένος τού Θεού για τη σωτηρία τού κόσμου. Και ο Ηρώδης, που κατά ένα μανιακό και παράφρονα τρόπο "ζητεί την ψυχήν τού Παιδίου", φανερώνεται με τις ενέργειές του ως εκπρόσωπος τών δυνάμεων τού κακού και παρουσιάζεται με τη μορφή Αντιχρίστου (Δες Αποκάλυψη κεφ. 12/ιβ΄). Ο ισχυρός τού παρόντος, όμως, είναι ο ουσιαστικά αδύναμος, και το ευάλωτο Βρέφος θα αναδειχθεί ο τελικός νικητής. Το γεγονός τής σφαγής τών νηπίων αποκτά έτσι και μια σωτηριολογική και εσχατολογική προοπτική, εφόσον εντάσσεται παράλληλα μεταξύ τών "σημείων τών εσχάτων" που προϊδεάζουν και προετοιμάζουν για την τελική συντριβή τού κακού και την επικράτηση τού καλού.
Σε αυτή τη γραμμή τής θεολογικής σημειολογίας, η σφαγή τών νηπίων φέρνει επίσης στο νου και την προφητεία τού Ιερεμία, ο οποίος επτά αιώνες πριν είχε προαναγγείλει προφητικά και περιγράψει ποιητικά την ακόλουθη αποκαλυπτική σκηνή: "Φωνή εν Ραμά ηκούσθη θρήνος και κλαυθμός και οδυρμός πολύς. Ραχήλ κλαίουσα τα τέκνα αυτής και ουκ ήθελε παρακληθήναι, ότι ουκ εισίν" (Ιερεμίας 31/λα΄ 15). Ο ιστορικός ευαγγελιστής Ματθαίος κάνει χρήση τής προφητικής αυτής ρήσης και θεολογεί ερμηνευτικά πάνω στο σύγχρονό του γεγονός τού "θρήνου, τού κλαυθμού και τού οδυρμού" τής Βηθλεέμ (Ματθαίος 2/β΄ 18). Η αρχαία προφητεία αναφερόταν στις θυσίες κατά την έξοδο τού παλαιού Ισραήλ από την Αίγυπτο. και όπως τότε ο Μωυσής μαζί με τον Ιησού τού Ναυή οδήγησαν το λαό τού Θεού μακριά από την Αίγυπτο και την "αιγυπτιώδη αναλευθερία", από τον Φαραώ και τη φαραωνική δουλεία προς τη γη τής επαγγελίας και τής ελευθερίας, έτσι και τώρα ένας "νέος Μωυσής" και "νέος Ιησούς" θα οδηγήσει το λαό του σε μια νέα έξοδο προς μια νέα γη τής επαγγελίας, προς μια εσχατολογική χώρα ελευθερίας και αξιοπρέπειας. Γι' αυτό ο ευαγγελιστής Ματθαίος εμπνευσμένα υπογραμμίζει σε αυτόν το θεολογικό συμβολισμό και την "προτύπωση" γεγονότων, ότι "εξ Αιγύπτου" και πάλι ο Θεός κάλεσε ηγέτη για το λαό Του και για τη μεγάλη "έξοδο" στην ιστορία τών νέων χρόνων (Ματθαίος 2/β΄ 15).
Ο απόστολος Παύλος και πολλοί ερμηνευτές Πατέρες τής Εκκλησίας, κάνουν εκτεταμένη χρήση τών θεολογικών πλέον όρων "Αίγυπτος" και "Φαραώ" στην τυπολογική τους ερμηνεία με καθαρά θεολογικό χαρακτήρα. Η φυγή τού Θείου Βρέφους στην Αίγυπτο ως επακόλουθο τής σφαγής τών νηπίων τής Βηθλεέμ, αποκτά, πέρα από την ιστορική της σημασία, και εσχατολογικές προεκτάσεις ωσάν μια άλλη "κάθοδος τού Υιού τού Θεού στον Άδη". Εκεί, στον "Άδη τής Αιγύπτου", ο Ιησούς Χριστός ως "νέος Μωυσής" θα συναντήσει το λαό του και θα τον καλέσει σε μια νέα εσχατολογική "έξοδο" προς τη νέα γη τής επαγγελίας, τη Βασιλεία τού Θεού. (Δες Δευτερονόμιο 18/ιη΄ 15, όπου ο Μωυσής λέει: "προφήτην εκ των αδελφών σου ως εμέ αναστήσει σοι Κύριος ο Θεός σου, αυτού ακούσεσθε").




Ο αριθμός 14.000

Όσον αφορά, τέλος, τον αριθμό 14.000 που η ιερή παράδοση διασώζει για τα σφαγιασθέντα νήπια, αυτός δεν οφείλεται σε λογιστικό σφάλμα, αλλά προέρχεται από την επίδραση τής Ιουδαϊκής αποκαλυπτικής αριθμολογίας. Πρόκειται στην ουσία για πολλαπλάσιο τού ιερού αριθμού 7 τών Εβραίων, ο οποίος συμβολίζει την ολότητα και την καθολικότητα. Ομοίως στην Αποκάλυψη του Ιωάννη συναντάται σημειολογική αναφορά στον έτερο ιερό αριθμό 12 και στα πολλαπλάσιά του, με την επισήμανση ότι κατά τους έσχατους χρόνους ο Ιησούς Χριστός θα συνοδεύεται και πάλι από τους μάρτυρές του, που στην ολότητα και τελειότητά τους ανέρχονται συμβολικά σε 144.000 (Αποκάλυψις 14/ιδ΄ 1 και 7/ζ΄4). Και σε αυτήν ασφαλώς την περίπτωση, δεν πρόκειται για πραγματικό αριθμό, αλλά για θεολογικό συμβολισμό τής καθολικότητας τής Εκκλησίας, η οποία συγκροτείται και εκπροσωπείται στην ιστορία από τους Μάρτυρες. Οι ανά τους αιώνες θυσιαζόμενοι και μαρτυρούντες Άγιοι, εκφράζουν την ιστορική και εσχατολογική ενότητα τής Εκκλησίας. Όσοι προσεταιρίζονται την εξουσία και τη δύναμη, συντάσσονται με τους εκάστοτε "Φαραώ" και "Ηρώδεις" τής ιστορίας.
Η αναφορά τού ευαγγελιστή στο γεγονός τής σφαγής και τής θυσίας εκφράζει κατά τον πλέον εναργή τρόπο, ότι ο Ιησούς και οι πιστοί του δεν πραγματοποιούν την ιστορική τους πορεία μέσα σε έναν κόσμο ρομαντικό και ειδυλλιακό, αλλά κυριαρχούμενο από το ρεαλισμό τής βίας, τής ανελευθερίας, τών καταπιέσεων και τών διωγμών. Οι ισχυροί "Φαραώ" και "Ηρώδεις" που διαφεντεύουν συνήθως τις τύχες τών λαών, εκπροσωπούν τις αντίθετες και δαιμονικές δυνάμεις, διαιωνίζοντας και επαυξάνοντας το κακό και την αδικία σε βάρος τών αδυνάτων. Το Θείο Βρέφος, που από την πρώτη στιγμή δοκίμασε την απειλή και τη βία, την αμφισβήτηση και την απόρριψη, καθορισε το πρότυπο τής μαρτυρικής ζωής εκείνων που θα ακολουθήσουν πιστά τα ίχνη Του, μέχρις εσχάτων τού ιστορικού χρόνου.
Η ιστορία τής Εκκλησίας με το πλήθος τών μαρτύρων επαληθεύει συνεχώς την τραγική πραγματικότητα πως δεν μπορεί να υπάρξει καμία αλλαγή στον κόσμο χωρίς τους ομολογητές τής αλήθειας και τους μάρτυρες τής ελευθερίας. Δια της αφήγησης τού περιστατικού τής σφαγής τών νηπίων υπογραμμίζεται, λοιπόν, για ακόμη μια φορά το μόνιμο ιστορικό ερώτημα με ποιους οφείλει κανείς τελικά να συντάσσεται, με τους ισχυρούς "Ηρώδεις" ή με τους αθώους και αδύναμους ανθρώπους που ως τέκνα τού "εσφαγμένου Αρνίου" και αθώα νήπια, γίνονται μάρτυρες τής αλήθειας "από καταβολής κόσμου"; (Αποκάλυψις 13/ιγ΄ 8). Αυτό άλλωστε είναι και ένα από τα καίρια ερωτήματα στα οποία επιχειρεί να δώσει απάντηση ο Χριστιανισμός δια τών ιερών του κειμένων. 


πηγη

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 28, 2017

ΤΗΣ ΚΟΚΚΩΝΑΣ ΤΟ ΣΠΙΤΙ-Αλεξ. Παπαδιαμάντη



Δὲν ἦτον δρόμος πλέον περαστικὸς εἰς ὅλον τὸ χωρίον. Ἀδύνατον νὰ μὴν ἐπερνοῦσε κανεὶς ἀπ᾽ ἐκεῖ ὅστις θὰ ἀνέβαινεν εἰς τὴν ἐπάνω ἐνορίαν ἢ ὅστις θὰ κατέβαινεν εἰς τὴν κάτω. Λιθόστρωτον ἀνηφορικόν, ἀπὸ κάτω ἀπ᾽ τῆς Σταματρίζαινας τὸ σπίτι ἕως ἐπάνω εἰς τὸν ναὸν τῆς Παναγίας τῆς Σαλονικιᾶς. Χίλια βήματα, κάθε βῆμα καὶ ἆσθμα. Ἐφούσκωνεν, ἐκοντανάσαινε κανεὶς διὰ ν᾽ ἀναβῇ, ἐγλιστροῦσε διὰ νὰ καταβῇ.
Ἅμα ἐπάτει τις εἰς τὸ λιθόστρωτον, ἀφοῦ ἄφηνεν ὀπίσω του τὸ μαγαζὶ τοῦ Καψοσπύρου, τὸ σπίτι τοῦ Καφτάνη καὶ τὸ παλιόσπιτον τοῦ γερο-Παγούρη μὲ τὴν τοιχογυρισμένην αὐλήν, εὑρίσκετο ἀπέναντι εἰς τὸ σπίτι τοῦ Χατζῆ Παντελῆ, μὲ τὸν αὐλόγυρον σύρριζα εἰς τὸν βράχον. Κάτω ἔχασκε μέγας κρημνός, μονότονος, προκαλῶν σκοτοδίνην, σημειούμενος ἀπὸ ὀλίγους ἕρποντας θάμνους ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ, οἱ ὁποῖοι θὰ ἐφαίνοντο εἰς τὸ σκότος τῆς νυκτὸς ἐκείνης ὡς νὰ ἦσαν κακοποιοὶ ψηλαφῶντες καὶ ἀναρριχώμενοι ἢ καὶ σκαλικάντζαροι ἐλλοχεύοντες καὶ καραδοκοῦντες ὣς νὰ ἔλθῃ ἡ ὥρα νὰ εἰσβάλουν εἰς τὰς οἰκίας διὰ τῶν καπνοδόχων. Τὸ κῦμα ὑποκώφως ἐφλοίσβιζεν εἰς τὰ κράσπεδα τοῦ κρημνοῦ, καὶ ἀκούραστος βορρᾶς φυσῶν ἀπὸ προχθές, μαλακώσας τὴν ἑσπέραν ταύτην, ἐξήπλωνε τὲς ἀποθαλασσιές του ἕως τὸν μεσημβρινὸν τοῦτον μικρὸν λιμένα, ὁ παγκρατὴς χιονόμαλλος βασιλεὺς τοῦ χειμῶνος.
Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος τοῦ δρόμου, ἀριστερὰ εἰς τὸν ἀνερχόμενον, δίπλα εἰς τὸ σπίτι τοῦ γερο-Παγούρη, καὶ ἀντικρύζουσα μὲ τὸ τοῦ Χατζῆ Παντελῆ, ὑψοῦτο ἀτελείωτος οἰκοδομή, μὲ τέσσαρας τοίχους ὀρθοὺς μέχρι τοῦ πατώματος, μὲ τὰς ξυλώσεις χασκούσας ἕως τῆς ὀροφῆς, μὲ τὴν στέγην καταρρέουσαν, μὲ φαιοὺς καὶ φθειρομένους τοὺς τοίχους, τὴν ὁποίαν ἡ ἐγκατάλειψις, ὁ ἄνεμος καὶ ἡ βροχὴ εἶχον καταστήσει ἐρείπιον καὶ χάλασμα. Τὰ παιδία, ὅσα κατήρχοντο τὴν μεσημβρίαν ἀπὸ τὸ ἓν σχολεῖον καὶ ὅσα ἀνήρχοντο τὴν ἑσπέραν ἀπὸ τὸ ἄλλο, διὰ νὰ ἀφήσωσι τὰ βιβλία εἰς τὴν οἰκίαν, κλέψωσι τεμάχιον ἄρτου ἀπὸ τὸ ἑρμάριον καὶ τρέξωσιν ἀκράτητα διὰ νὰ παίξωσιν εἰς τὸν αἰγιαλόν, τῆς ἔρριπτον ἀφθόνους πέτρας, διὰ νὰ τὴν ἐκδικηθῶσι τὴν ἡμέραν δι᾽ ὅσον τρόμον τοὺς ἐπροξένει τὴν νύκτα, ὅταν ἐτύχαινε νὰ περάσωσιν. Οἱ παπάδες, ὅταν ἐπέστρεφαν τὴν παραμονὴν τῶν Φώτων ἐν σώματι ἀπὸ τὴν οἰκίαν τοῦ δημάρχου, μὲ τοὺς σταυροὺς καὶ τὰς φωτιστήρας των, ἁγιάζοντες οἰκίας, δρόμους καὶ μαγαζειά, καὶ διώκοντες τοὺς σκαλικαντζάρους, ἐλησμόνουν νὰ ρίψωσι μικρὰν σταγόνα ἁγιασμοῦ καὶ εἰς τὴν ἄτυχην ἐγκαταλελειμμένην οἰκίαν, τὴν ὁποίαν δὲν εἶχε χαρῆ ὁ οἰκοκύρης ὅστις τὴν ἔκτισε, καὶ ἥτις δὲν εἶχεν ἀξιωθῆ ν᾽ ἀπολαύσῃ τὴν οἰκοκυράν της. Τοιαύτη οἰκία ἑπόμενον ἦτο νὰ γίνῃ κατοικητήριον τῶν φαντασμάτων, ἄσυλον ἴσως τῶν βρυκολάκων, καὶ ἴσως ὁρμητήριον καὶ τόπος συγκεντρώσεως τῶν τυράννων τῆς ὥρας ταύτης, τῶν σκαλικαντζάρων.
* * *
Δὲν εἶχεν ἀξιωθῆ ν᾽ ἀπολαύσῃ τὴν οἰκοκυράν της. Ὁ καπετὰν Γιαννάκος ὁ Συρμαής, ἀνὴρ αἰσθηματικὸς καὶ γενναῖος, «μερακλὴς» ὅσον κανεὶς ἄλλος ἐκ τῶν συγχρόνων του, εἶχεν ἐρωτευθῆ ποτε εἰς τὸ Σταυροδρόμι τὴν Κοκκώνα-Ἀννίκαν, ὡραίαν, ὑψηλήν, μὲ χρυσόξανθα μαλλιά, λευκὴν καὶ μὲ χαρακτῆρας λεπτοτάτους, μὲ βλέμμα τὸ ὁποῖον κάτι ἔλεγε στὴν καρδιά. Ὁ πλοίαρχος ἠρραβωνίσθη ἐν τῇ Βασιλευούσῃ, καὶ κατῆλθε μὲ τὸ καράβι εἰς τὴν πατρίδα, ὅπου παρήγγειλε νὰ τοῦ κτίσουν, μὲ σχέδιον κομψὸν καὶ ἀσύνηθες ἕως τότε εἰς τὴν πολίχνην, τὴν μικρὰν ὡραίαν οἰκίαν, σκοπεύων μὲ τὸ πρῶτον ταξίδιον νὰ φέρῃ ἔπιπλα ἀπὸ τὴν Βενετίαν, διὰ νὰ εὐτρεπίσῃ, νὰ στολίσῃ τὴν νεόκτιστον οἰκίαν καὶ τὴν κάμῃ ἀξίαν τῆς ἁβρᾶς Κοκκώνας, τὴν ὁποίαν ἐμελέτα νὰ φέρῃ ἀπὸ τὴν Πόλιν. Ἀλλ᾽ ἡ οἰκία δὲν ἔμελλε νὰ τελειώσῃ καὶ ἡ Κοκκώνα δὲν ἔμελλε νὰ κατέλθῃ. Ἡ Κοκκώνα, ὀκτὼ μῆνας μετὰ τὴν μνηστείαν, ἀπέθνησκε φθισικὴ εἰς τὸ Σταυροδρόμι, καὶ ἡ οἰκία ἔμεινεν ἀτελείωτη, ἔρημη καὶ ἄχαρη, ἀνὰ τὸν λιθόστρωτον ἀνηφορικὸν δρόμον, σιμὰ εἰς τὸν κρημνώδη βράχον. Ὡς ἀόρατος δὲ ἐπιγραφὴ ἐπὶ τοῦ μετώπου τῆς καταρρεούσης οἰκίας, ὡς ἀόριστος τραγικὴ εἰρωνεία ἐπὶ τῆς τύχης της, ἔμενε τὸ ὄνομα «τῆς Κοκκώνας τὸ Σπίτι».
Μνημούρια τοῦ Φερίκ-κιοϊ κι ὁλόρθα κυπαρίσσα…
Ἔχασα τὴν ἀγάπη μου καὶ λαχταρῶ περίσσα.
* * *
Τὴν ἑσπέραν ἐκείνην, παραμονὴν τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 185… δύο παιδία κατήρχοντο μὲ ζωηρὰ βήματα τὸ λιθόστρωτον καὶ οἱ πόδες των, ἀσυνήθιστοι εἰς τὰ πέδιλα τὰ ὁποῖα εἶχον φορέσει ἴσως ἐκτάκτως τὴν ἑσπέραν ἐκείνην, ἔκαμνον μέγαν κρότον ἐπὶ τῶν πλακῶν τοῦ ἐδάφους. Ἀμφότεροι ἐκράτουν ἐλαφρὰς ράβδους. Ὁ εἷς ἐκράτει φανὸν μὲ τὴν ἄλλην χεῖρα. Ἦτο ἑβδόμη ὥρα. Νὺξ ἀστροφεγγὴς καὶ ψυχρά. Σφοδρὸς ἄνεμος κατήρχετο παγετώδης ἀπὸ τὰ χιονισμένα βουνά. Ὁ ἄνεμος ἔκαμνε τὰ σφικτοκλεισμένα παράθυρα καὶ τὰς κλειδομανδαλωμένας θύρας νὰ στενάζωσιν ὑπὸ τὴν ψυχρὰν πνοήν του. Τὰ παιδία ἐμάλωναν ὡς δύο γνήσιοι φίλοι.
―Ἐγὼ εἶδα π᾽ σὄδωκε ἕνα εἰκοσιπενταράκι, βρὲ Ἀγγελή, ἔλεγε τὸ ἕν.
―Ὄχι, μὰ τὸ θεριό, ἔλεγε τὸ ἄλλο· μιὰ πεντάρα μὄδωκε. Νά τηνε.
Καὶ ἐδείκνυε μεταξὺ τῶν δακτύλων του μίαν πεντάραν.
―Ὄχι, ἐπέμενε τὸ ἄλλο, τὸ ὁποῖον ἐκράτει τὸ φανάριον. Τὸ εἶδα ἐγὼ ποὺ ἦταν εἰκοσιπενταράκι· δὲ μὲ γελᾷς.
―Ὄχι, μὰ τὴν παναγίδα*, βρὲ Νάσο. Μιὰ πεντάρα, σοῦ λέω.
― Μ᾽ ἀφήνεις νὰ σὲ ψάξω;
― Θὰ σ᾽ πέσῃ τὸ φανάρι.
Διὰ μιᾶς ὁ Νάσος ἄφησε τὸ φανάρι καταγῆς καὶ ἡτοιμάζετο νὰ ψάξῃ τὸν Ἀγγελήν. Εἶχον λάβει τὸ μέτρον, ἐπειδὴ δὲν ἐνεπιστεύοντο ἀλλήλους (ἦσαν δεκαετεῖς τὴν ἡλικίαν), εὐθὺς ἅμα κατήρχοντο ἀπὸ ἑκάστην τῶν οἰκιῶν, ὅπου ἀνέβαινον κ᾽ ἐτραγουδοῦσαν τὰ Χριστούγεννα, νὰ κάμνωσιν εὐθὺς μερίδιον πεντάρα καὶ πεντάρα καὶ κανεὶς ἐκ τῶν δύο νὰ μὴν εἶναι κάσσα μέχρι τέλους τῆς ἐπιχειρήσεως. Ἀλλὰ τὴν τελευταίαν φορὰν ὁ Νάσος εἶχεν ὑποπτευθῆ τὸν Ἀγγελήν.
Ἐν τῇ θέρμῃ τῆς λογομαχίας των, εἶχον λησμονήσει ὅτι ἔφθασαν ἤδη εἰς τὸ στενὸν τοῦ λιθοστρώτου, τοῦ ἄγοντος εἰς τὴν ἐπάνω συνοικίαν, καὶ εὑρίσκοντο ὑποκάτω εἰς τὸ σπίτι τῆς Κοκκώνας, ὅπου ἔβγαιναν φαντάσματα. Ἐκεῖ εἶχον σταματήσει καὶ ὁ Νάσος ἤρχισε νὰ ψάχνῃ τὸν Ἀγγελήν.
Ὁ Ἀγγελής, ἐνόσῳ ὁ ἄλλος ἠρεύνα τὰ θυλάκια τῆς περισκελίδος του, ἵστατο ἀδιάφορος, ἀλλ᾽ ἅμα ἡ χεὶρ ἀνῆλθε καὶ ἤρχισε νὰ ψαύῃ τὸν κόλπον, ἔπιασεν ὁ ἴδιος τὸ γελέκον του ἀριστερὰ πρὸς τὴν μέσην, καὶ τὸ ἔσφιγγε μὲ ὅλην τὴν δύναμίν του, ἐμποδίζων τὴν χεῖρα τοῦ φίλου του νὰ φθάσῃ ἕως ἐκεῖ.
― Δὲν μ᾽ ἀφήνεις νὰ σὲ ψάξω!
― Ἄφησέ με! δὲν ἔχω τίποτε.
― Εἶσαι ψεύτης!
Ὁ Ἀγγελὴς ὕψωσε ἀπειλητικὴν χεῖρα.
― Εἶσαι ψεύτης καὶ κλέφτης!
Ἐλαφρὸς κόλαφος ἠκούσθη, καὶ συγχρόνως φωνὴ παραδόξου ὄντος μελανοῦ τὴν ὄψιν, μὲ μαλλιὰ ἀνατσουτσουρωμένα*, μὲ ἀλλόκοτα ράκη ὡς ἐνδυμασίαν, ἀντήχησε:
― Τί μαλώνετε, βρέ;
* * *
Τὰ δύο παιδία ἀφῆκαν συγχρόνως διπλῆν πεπνιγμένην κραυγὴν καὶ ἐδοκίμασαν νὰ τραπῶσιν εἰς φυγήν, ἀφήνοντα τὸ φανάριον καταγῆς. Ἀλλὰ τὸ παράδοξον ὂν μὲ τὸν πόδα ἀνέτρεψε τὸ φανάριον, τὸ ὁποῖον ἔσβησεν εὐθύς, καὶ μὲ τὰς δύο χεῖρας συνέλαβεν ἀπὸ τοὺς βραχίονας τὰ δύο τρέμοντα παιδία.
― Ποιὸς εἶναι κάσσα, βρέ;
Τὰ δύο παιδία ἤσπαιρον κ᾽ ἐδοκίμαζαν νὰ φύγουν.
― Μὴ φοβᾶστε, δὲ σᾶς τρώω. Δῶστε μου τοὺς παράδες σας, γιὰ νὰ μὴ μαλώσετε καὶ σκοτωθῆτε. Καλὰ ποὺ βρέθηκα ἐδῶ καὶ σᾶς γλύτωσα.
Ἔψαξε τὲς τσέπες τῶν δύο παιδίων, καὶ συγχρόνως τὰ ἔσυρε πρὸς τὴν θύραν τοῦ ἰσογείου τῆς κατηρειπωμένης οἰκίας ὁπόθεν εἶχεν ἐξέλθει, ὡς φαίνεται, τὸ παράδοξον ὄν. Ἐκεῖ ἔβαλε τὸν Νάσον ὑπὸ κράτησιν ὄπισθεν τῆς θύρας, ὠχύρωσε τὸ ἄνοιγμα μὲ τὸ ἴδιον σῶμά του καὶ ἔψαξεν ἐν ἀνέσει τὸν Ἀγγελήν. Εὗρε δεκαπέντε ἢ εἴκοσι πεντάρες καὶ δεκάρες εἰς τὰ θυλάκια. Εἶτα ἔψαξε τὸν Νάσον, εὗρεν ἄλλα τόσα καὶ εἰς αὐτοῦ τὸ θυλάκιον. Ἀκολούθως ἀπέπεμψε τὰ δύο παιδία.
― Πηγαίνετε τώρα, καὶ μὴ φοβᾶσθε. Ἄλλη φορὰ νὰ μὴ μαλώνετε.
* * *
Ὁ Γιάννης ὁ Παλούκας δὲν εἶχε πῶς νὰ μεθύσῃ καὶ πῶς νὰ ἑορτάσῃ τὰ Χριστούγεννα, ἐκείνην τὴν χρονιά. Ἦτο συνήθως ἄεργος, καὶ οἱ τεμπέλικες μικροδουλειές, τὰς ὁποίας ἐξετέλει κάποτε, πότε κουβαλῶν νερὸ μὲ τὴν στάμναν εἰς τὰς οἰκίας, πότε ὑπηρετῶν τοὺς κηπουρούς, τοὺς ἁλωνιστὰς καὶ τοὺς ἐργάτας τῶν ἐλαιοτριβείων, πότε βοηθῶν τοὺς γριπάρηδες εἰς τὴν ἀνέλκυσιν τοῦ μακροῦ ἀτελειώτου γρίπου ἐπὶ τῆς μεγάλης ἄμμου εἰς τὸν αἰγιαλόν, δὲν τὸν εἶχαν «σηκώσει» κατὰ τὸ ἔτος ἐκεῖνο. Τί νὰ κάμῃ; Πῶς νὰ περάσῃ, τέτοια χρονιάρα μέρα; Τί ἐσοφίσθη;
Τῆς Κοκκώνας τὸ σπίτι, τὸ ὁποῖον ἐφοβοῦντο τὰ παιδία τῆς πολίχνης, καὶ τὸ ὁποῖον δὲν ἁγίαζαν οἱ παπάδες ὅταν κατήρχοντο ἀπὸ τὴν ἄνω συνοικίαν μὲ τοὺς σταυρούς, ἦτο κατάλληλος σταθμὸς διὰ νὰ κρυβῇ κανεὶς καὶ νὰ περάσῃ ὡς σκαλικάντζαρος, ἐπειδὴ τὸ ἐκαλοῦσαν οἱ μέρες, ἀφοῦ μάλιστα χάριν τῶν ἡμερῶν αὐτῶν θὰ τὸ ἔκαμνε καὶ ὁ Παλούκας. Ἀπ᾽ ἐκεῖ θὰ ἐπερνοῦσαν ὅλα τὰ παιδία τῆς κάτω ἐνορίας, δηλαδὴ τὰ δύο τρίτα τῶν παιδιῶν τοῦ χωριοῦ, εἰς τὸ γύρισμά των ἀπὸ τὴν ἐπάνω ἐνορίαν, ὅτε θὰ εἶχαν ἱκανὰ κέρματα εἰς τὰ θυλάκιά των. Ὁ Παλούκας δὲν ἐσκέφθη περισσότερον.
Ἔλαβε παλαιὸν σιδηροῦν τηγάνιον, ἐμουντζουρώθη ὅλος εἰς τὸ πρόσωπον ― μετέθεσε, τὸ ἐπ᾽ αὐτῷ, δύο μῆνας πρωιμώτερα τὴν Ἀποκριάν ― ἐφόρεσε παλαιὰ ράκη τὰ ὁποῖα ἐπρομηθεύθη κάπου, καὶ ἀπελθών, ἅμα ἐνύκτωσεν, ἐξεκάρφωσεν ἀθορύβως τὰς παλαιὰς σανίδας, τὰς σχηματιζούσας χιαστὶ πρόχειρον φραγμὸν εἰς τὸ ἰσόγειον τῆς ἐρήμου οἰκίας τῆς Κοκκώνας, καὶ ἐχώθη μέσα. Μίαν ὥραν ὕστερον κατῆλθε διὰ τοῦ λιθοστρώτου, ἡ πρώτη συνωρὶς τῶν ᾀδόντων παιδίων, ὁ Νάσος καὶ ὁ Ἀγγελής. Εἴδομεν πῶς ἦλθαν βολικὰ τὰ πράγματα, καὶ πῶς ὁ Παλούκας κατώρθωσε μάλιστα νὰ περάσῃ ὡς εἰρηνευτὴς μεταξὺ τῶν παιδίων ποὺ ἐμάλωναν.
Ἀφοῦ ὁ Νάσος καὶ ὁ Ἀγγελὴς ἐτράπησαν εἰς φυγήν, αἰσθανόμενοι φεῦγον τὸ ἔδαφος ὑπὸ τοὺς πόδας των, κατῆλθον ἄλλα παιδία, εἶτα ἄλλα. Ὁ Παλούκας ἤκουε μακρόθεν τὸν κρότον τῶν βημάτων των, τὰς εὐθύμους φωνάς των, καὶ ἐψιθύριζε:
― Μᾶς ἔρχεται ἄλλη ζυγιά.
Ἡ τελευταία ζυγιὰ ἥτις κατῆλθε, συνίστατο ἀπὸ τὸν Στάμον καὶ ἀπὸ τὸν Ἀργύρην, δύο φρονίμους παῖδας. Οὗτοι δὲν ἐμάλωναν, ἀλλ᾽ ἐσχεδίαζαν μεγαλοφώνως τί νὰ τὰ κάμουν τὰ λεπτὰ ἐκεῖνα ποὺ θὰ ἐμάζωναν ἐκείνην τὴν βραδιάν.
― Νὰ φτιάσωμε κ᾽ ἕνα σκεπαρνάκι, βρέ.
― Νὰ κόψουμε μιὰ λεύκα.
― Νὰ πάρουμε φλαμούρι, νὰ κάμουμε καράβι.
― Νὰ βγάλουμε ἀπὸ τὸν πεῦκο τ᾽ Ἀλμπάνη τὴν καρίνα καὶ τὰ στραβόξυλα*.
―Ἐσὺ θὰ εἶσαι μαραγκός, κ᾽ ἐγὼ πρωτομάστορας.
― Βρέ! καλῶς τοὺς μαστόρους, ἠκούσθη ἔξαφνα μία φωνή.
Ὁ Παλούκας εἶχεν ἐξορμήσει, τρίτην ἢ τετάρτην φοράν, ἀπὸ τὴν κρύπτην του.
Ὁ Στάμος καὶ ὁ Ἀργύρης ἀφῆκαν πεπνιγμένην κραυγὴν καὶ ἠθέλησαν νὰ φύγουν. Ἀλλ᾽ ὁ Παλούκας ἐφήρμοσε τὴν μέθοδόν του, καὶ τοὺς ἐλήστευσε.
― Εἶναι ἄλλη ζυγιά; ἠρώτησεν εἶτα.
Τὰ παιδία τὸν ἐκοίταζαν μὲ ἀπλανῆ ὄμματα, ἀπολιθωμένα ἀπὸ τὸν φόβον. Ἀλλ᾽ ὁ Στάμος, ὅστις ἦτο δωδεκαετὴς καὶ ξυπνητός, ἐνόησεν ἐν τῷ μεταξὺ ὅτι δὲν ἦτο φάντασμα. Ὁ φόβος του ἐμετριάσθη, καὶ μετέδωκε θάρρος καὶ εἰς τὸν Ἀργύρην.
― Εἶναι κι ἄλλη ζυγιά; ἐπανέλαβεν ἀκαταλήπτως ὁ παράδοξος ἄνθρωπος.
― Τί ζυγιά; ἠδυνήθη ν᾽ ἀρθρώσῃ ὁ Στάμος.
― Εἶναι ἄλλα παιδιὰ νὰ κατεβοῦν, ἀπ᾽ τὸν ἀπάνω μαχαλά;
― Δὲ ξέρω, εἶπεν ὁ Στάμος.
Τὴν φορὰν ταύτην, ὁ Παλούκας εἶχεν ὀλιγωρήσει νὰ σβήσῃ τὸν φανόν, διότι ἐκ τῆς μέχρι τοῦδε πείρας του ἐπείσθη ὅτι δὲν θὰ τὸν ἀνεγνώριζαν τὰ παιδία. Ἀλλ᾽ ὁ Στάμος τὸν ἐκοίταξε τόσον καλά, ὥστε «ἐγύριζε μὲς στὸ νοῦ του» ὅτι κάποιος ἦτον καὶ δὲν ἀπεῖχε πολὺ τοῦ νὰ τὸν ἀναγνωρίσῃ.
― Πέστε μου, βρέ, ἂν εἶναι κι ἄλλη ζυγιά, ἐπέμεινεν ὁ Παλούκας.
― Δὲ ξέρουμε, ἐπανέλαβεν ὁ Στάμος.
Τέλος ὁ Παλούκας ἀφῆκε τὰ παιδία ἐλεύθερα.
* * *
Παρῆλθον δέκα λεπτὰ τῆς ὥρας, καὶ γενναῖον πετροβόλημα ἤρχισε νὰ δέρνῃ τὴν στέγην, τὰς ξυλώσεις, καὶ τὰς δοκοὺς τοῦ ἀφατνώτου πατώματος τῆς ἐρήμου οἰκίας. Πολλοὶ λίθοι, μὲ ὑπόκωφον δοῦπον, διερχόμενοι διὰ τῶν δοκῶν, καὶ ἄλλοι διὰ τῆς θύρας ἔπιπτον εἰς τὸ ἔδαφος τοῦ ἰσογείου.
Στράτευμα παιδίων εἶχεν ἐξορμήσει ἀπὸ τὸ προαύλιον τοῦ ναοῦ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, τριακόσια ἢ τετρακόσια βήματα ἀπέχοντος, καὶ ἐξετέλει φοβερὰν ἔφοδον κατὰ τοῦ ἀσύλου τοῦ Σκαλικαντζάρου.
Τὰ πρῶτα ληστευθέντα παιδία, ὁ Νάσος καὶ ὁ Ἀγγελής, ἀφοῦ ἔφθασαν ἀσθμαίνοντα εἰς τὴν μικρὰν πλατεῖαν τὴν ἔμπροσθεν τοῦ ναοῦ, μὴ ἔχοντα πλέον διὰ τί πρᾶγμα νὰ μαλώσωσιν, ἔκαμαν ἀγάπην. Μετὰ φιλικωτάτην δὲ συζήτησιν ἐκ συμφώνου, ἀπεφάνθησαν ὅτι τὸ παράδοξον ὄν, τὸ ὁποῖον τοὺς ἐπῆρε τὰ λεπτά, ἀφοῦ δὲν τοὺς ἐπῆρε οὔτε τὴν φωνὴν οὔτε τὸν νοῦν των, θὰ εἰπῇ ὅτι δὲν ἦτον φάντασμα, οὔτε βρυκόλακας, καὶ ἀφοῦ δὲν ἐδοκίμασε νὰ τοὺς φάγῃ, θὰ εἰπῇ ὅτι δὲν ἦτον οὔτε σκαλικάντζαρος. Τί ἄλλο θὰ ἦτον λοιπόν; Θὰ ἦτον ἄνθρωπος, χωρὶς ἄλλο.
Ἡ δευτέρα ζυγιὰ τῶν παιδίων ἔφθασε μετ᾽ οὐ πολύ, εἶτα ἡ τρίτη καὶ ἡ τετάρτη. Ὅλα τὰ ὁμοιοπαθῆ παιδία δὲν ἤργησαν νὰ συνεννοηθῶσιν ὁμοῦ. Τέλος ὁ Στάμος, ὅστις ἦλθε τελευταῖος μετὰ τοῦ Ἀργύρη, ἐπρότεινε καὶ ὅλοι ἐψήφισαν νὰ ἐκτελέσωσι τακτικὴν νυκτερινὴν ἔφοδον κατὰ τῆς οἰκίας.
Ὁ Παλούκας, τὴν στιγμὴν ἐκείνην, ἐδίσταζε, καὶ εἶχεν ἀποφασίσει πλέον ν᾽ ἀποσυρθῇ ἀφοῦ εἶχε κάμει ἀρκετὴν λείαν, ὅση θὰ ἤρκει διὰ νὰ μεθύσῃ τὴν ἡμέραν τῶν Χριστουγέννων, ὡς καὶ τὴν ἡμέραν τῶν Ἐπιλοχίων, καὶ τὴν τοῦ ἁγίου Στεφάνου ἀκόμη. Ἐνῷ δὲ ἦτο ἕτοιμος νὰ φύγῃ καὶ πάλιν ἔμενεν, ἐπῆλθεν ἡ πρώτη πυκνὴ χάλαζα τῶν λίθων.
― Νά μιὰ ζυγιά! ἐφώναξε φιλέκδικος ὁ Στάμος.
― Νά μιὰ ζυγιά! ἐπανέλαβον ἐν χορῷ τὰ παιδία.
Πέντε δευτερόλεπτα πρότερον ἂν ἀπεφάσιζεν ὁ Παλούκας νὰ φύγῃ, θὰ ἦτο ἤδη ἐκτὸς βολῆς. Δυστυχῶς ἦτο ἀργὰ τώρα.
Ἀπεφάσισε ν᾽ ἁρπάξῃ μίαν σανίδα καὶ μεταχειριζόμενος αὐτὴν ὡς σπάθην ἅμα καὶ ὡς ἀσπίδα νὰ ἐκτελέσῃ ἔξοδον διασχίζων τὰς τάξεις τοῦ ἐχθροῦ. Ἀλλὰ δευτέρα ραγδαιοτέρα χάλαζα λίθων τὸν ἔκαμε νὰ ὀπισθοδρομήσῃ μὲ δύο πληγὰς εἰς τὴν κνήμην καὶ εἰς τὸν βραχίονα.
― Νά κι ἄλλη ζυγιά! ἐφώναξεν ἀδιάλλακτος ὁ Στάμος.
― Νά κι ἄλλη ζυγιά! ἠλάλαξαν τὰ παιδία.
Ὁ Παλούκας ἐκόλλησεν εἰς τὴν ἐσωτέραν γωνίαν τοῦ ἰσογείου, στηρίξας τὰ νῶτα εἰς τὸν τοῖχον, ζαρωμένος ὑπό τινα δοκὸν τοῦ πατώματος, σύρριζα εἰς τὸν τοῖχον βαλμένην. Ἀλλὰ κ᾽ ἐκεῖ, μέγας λίθος, κτυπήσας ἐπὶ τοῦ τοίχου, ἐλόξευσε καὶ τὸν ἔπληξε μετὰ μετρίας βίας εἰς τὸν ὦμον.
― Βρέ! ἀπὸ σπόντα, ἐμορμύρισε γελῶν ἀκουσίως ὁ Παλούκας.
Εὐτυχῶς δι᾽ αὐτόν, οἱ ἐχθροὶ δὲν ἀπεφάσισαν νὰ ἔλθωσιν ἕως τὴν θύραν τοῦ ἰσογείου. Λείψανον φόβου ὑπῆρχεν ἀκόμη, φαίνεται, εἰς τὸ βάθος τοῦ παιδικοῦ θράσους.
Τέλος, ἐπειδὴ ἡ μάχη παρετείνετο, ὁ Παλούκας, μετὰ φρόνιμον σκέψιν, ἀπεφάσισε ν᾽ ἀναρριχηθῇ εἰς τὸν τοῖχον (ἐγνώριζε ποῦ ὑπῆρχαν ὀπαὶ ἀπὸ τὰ ἰκρία καὶ τὲς ξυλωσιὲς τῆς οἰκοδομῆς) πατῶν ἀπὸ ὀπὴν εἰς ὀπήν. Τὸ ἔκαμε ταχέως καὶ ἐπιτυχῶς, καὶ ἀφοῦ ἔφθασεν εἰς τὸ πάτωμα, ἀόρατος εἰς τὸν ἐχθρὸν ὄπισθεν λειψάνου ξυλοτοίχου, ἀποφασιστικῶς ἐπήδησεν ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, ἐντὸς τοῦ ἐδάφους τῆς αὐλῆς τοῦ γερο-Παγούρη.
Ἦτον ὣς δύο μπόγια ὑψηλά, ὄχι περισσότερον. Διότι τὸ ἔδαφος ἦτο ὑψηλότερον κατὰ τρεῖς ἢ τέσσαρας σπιθαμὰς ἔσωθεν τοῦ αὐλογύρου.
Ὁ Παλούκας ἔπεσε βαρύς, ἐκτύπησεν εἰς τὸ γόνυ, ἀνετράπη, ἀνωρθώθη, ἔψαυσε τὰ μέλη του, καὶ βεβαιωθεὶς ὅτι δὲν τοῦ εἶχε σπάσει κανὲν κόκκαλον, ἐτράπη εἰς φυγήν, τρέχων πρὸς τὸ ἄλλο μέρος τοῦ αὐλογύρου, ὅπου ἤξευρεν ὅτι ὁ περίβολος ἐκλείετο ἀπὸ ἁπλοῦν φράκτην, συγκοινωνῶν πρὸς τὴν αὐλὴν συγγενικῆς οἰκίας.
Ὁ δοῦπος τῆς πτώσεώς του ἠκούσθη ἐκεῖθεν τοῦ τοίχου τῆς αὐλῆς.
Ὁ Στάμος ἐφώναξε «ἐμπρός!» καὶ δοκιμάσας τὸ μάνδαλον τῆς θύρας τοῦ αὐλογύρου, εἶδεν ὅτι ἡ θύρα ἦτο ἀνοικτή. Εἰσώρμησε πρῶτος καὶ τὰ ἄλλα παιδία τὸν ἠκολούθησαν.
Ἡ φυγὴ τοῦ Παλούκα συνωδεύθη, ἐκτὸς τοῦ δούπου τῆς πτώσεώς του, καὶ ἀπὸ ἄλλον κρότον, κρότον μεταλλικόν. Λεπτὰ τοῦ εἶχαν πέσει ἀπὸ τὴν τσέπην.
Ὁ Παλούκας δὲν ἐγύρισεν ὀπίσω νὰ τὰ μαζέψῃ.
Ὁ Ἀγγελής, ἓν τῶν παιδίων, ἤκουσε ζωηρότατα τὸν μεταλλικὸν κρότον, ἀγροίκησε πολὺ καλὰ τὸ μέρος εἰς τὸ ὁποῖον εἶχον πέσει τὰ κέρματα, καὶ κύψας καὶ ψηλαφῶν ἤρχισε νὰ τὰ μαζώνῃ μὲ τὴν φούχταν, ἐνῷ τὰ ἄλλα παιδία ἔτρεχαν κατόπιν τοῦ φεύγοντος Παλούκα, ρίπτοντα λίθους καὶ κράζοντα:
― Νά, κι ἄλλη ζυγιά! Νά, κι ἄλλη ζυγιά!
* * *
Κρότος παραθύρου ἀνοιγομένου ἠκούσθη ἤδη εἰς τὸν οἰκίσκον τοῦ γερο-Παγούρη, ὅστις ἀκούσας τὴν ἀκατανόητον ἔφοδον, τὴν γενομένην τὴν νύκτα ἐκείνην εἰς τὸν αὐλόγυρόν του, ἤνοιγε τὸ παράθυρον καὶ ἠρώτα ἔκπληκτος:
― Τί εἶναι; Τί τρέχει;… Ποιὸς εἶναι;… Ποιοὶ εἶστε;… Ἔ! δὲν ἀκοῦτε!
Ἐνῷ ὁ Ἀγγελὴς εἶχε μαζέψει ἤδη ὅλα τὰ λεπτὰ ὅσα ηὗρε, καὶ ἔφευγεν ὀπίσω διὰ τῆς μεσημβρινῆς θύρας, καὶ τὰ ἄλλα παιδία πέραν τοῦ βορεινοῦ φράκτου, κατεδίωκον εἰς τὸν βρόντο τὸν Παλούκαν, ὅστις εἶχε γίνει ἄφαντος ἤδη, ἐπαναλαμβάνοντα:
― Νά, κι ἄλλη ζυγιά! Νά, κι ἄλλη ζυγιά!
(1893)

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
ΑΠΑΝΤΑ
ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
ΑΘΗΝΑ 1982
Σελ. 641-649