|
παναγιά πορταΐτισσα |
Ἡ θεραπεία τῆς πριγκίπισσας
Τὸ 1651 οἱ 365 Ἰβηρίτες μοναχοὶ δοκίμαζαν οἰκονομικὴ στενότητα, γι᾿ αὐτὸ ἀνέθεσαν
στὴ Θεοτόκο νὰ μεριμνήσει γιὰ τὴ συντήρησή τους. Ἀμέσως ἡ φιλόστοργη Μητέρα ἔτρεξε
γιὰ ἐξεύρεση πόρων μέ τὸ ἀκόλουθο χαριτωμένο θαῦμα.
Ἐκείνη τὴν περίοδο ἦταν βαριὰ ἄῤῥωστη ἡ κόρη τοῦ τσάρου τῆς Ρωσίας Ἀλεξίου Μιχαήλοβιτς.
Τὰ πόδια της ἦταν παράλυτα καὶ γιὰ τοὺς γιατροὺς ἀθεράπευτα.
Τὴ θλίψη τῆς πριγκίπισσας καὶ τῶν βασιλέων γονέων της ἔρχεται τώρα νὰ μεταβάλει
σέ χαρὰ ἡ θαυματουργὴ Πορταΐτισσα. Παρουσιάζεται μιὰ νύχτα στὸν ὕπνο της, κι ἀφοῦ
τῆς ἔδωσε θάῤῥος καὶ ὑποσχέθηκε νὰ τὴ θεραπεύσει τῆς λέει:
– Νὰ πεῖς στὸν πατέρα σου νὰ φέρει ἀπὸ τὴν μονὴ τῶν Ἰβήρων τὴν εἰκόνα μου τὴν
Πορταΐτισσα.
Τὸ πρωὶ ἡ ἄῤῥωστη διαβίβασε τὴν ἐντολὴ κι ἀμέσως ξεκίνησε ἔκτακτη ἀποστολή, γιὰ
νὰ μεταφέρει στοὺς Ἰβηρίτες μοναχούς τὴν ἐπιθυμία τοῦ τσάρου. Ἐκεῖνοι φοβήθηκαν
μήπως ἡ εἰκόνα δέν ἐπιστραφεῖ, καὶ ἀποφάσισαν νὰ στείλουν ἕνα πιστὸ ἀντίγραφο μέ
τιμητικὴ συνοδεία τεσσάρων ἱερομονάχων.
Μόλις μαθεύτηκε ὁ ἐρχομός τῆς σεπτῆς εἰκόνας στὴ Μόσχα, ἡ πόλη ἄδειασε. Ὅλοι,
βασιλεῖς καὶ λαός, ἔτρεξαν νὰ τὴν προϋπαντήσουν. Στ᾿ ἀνάκτορα ὅμως ἡ πριγκίπισσα
κοιτόταν στὸ κρεβάτι, χωρίς νὰ γνωρίζει τίποτε. Κάποια στιγμὴ ζήτησε τὴ μητέρα της
καὶ τότε πληροφορήθηκε τὸ μεγάλο γεγονός.
– Τί; φώναξε. Ἔρχεται ἡ Παναγία, κι ἐμένα μέ ἄφησαν ἐδῶ;
Πηδᾶ ἀμέσως ἀπὸ τὸ κρεβάτι, ντύνεται καὶ τρέχει νὰ ὑποδεχθεῖ κι ἐκείνη τὴν Παναγία.
Ὁ κόσμος εἶδε την παράλυτη πριγκίπισσα καὶ τὰ ἔχασε. Ἡ συγκίνηση κορυφώθηκε, ὅταν
ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἔφθασε ἡ ἁγία εἰκόνα κι ἔγινε ἡ τελετὴ τῆς ὑποδοχῆς καὶ τῆς προσκυνήσεως.
– Μεγαλειότατε, εἶπαν οἱ ἀπεσταλμένοι, προσφέρουμε τὴ σεπτὴ αὐτὴ εἰκόνα σάν δῶρο
στὸ εὐσεβές ρωσικὸ ἔθνος.
– Σᾶς εὐχαριστῶ, εἶπε συγκινημένος ὁ τσάρος. Σέ ἔνδειξη τῆς εὐγνωμοσύνης μου
σᾶς παραχωρῶ μία ἀπὸ τὶς καλύτερες μονές τῆς πρωτεύουσας, τὸν ἅγιο Νικόλαο. Ἐπίσης
ἐτήσιο ἐπίδομα ἀπὸ 2.500 ρούβλια, ἀτέλεια σέ ὅ,τι εἰσάγετε ἀπὸ τὴν χώρα μου, καθώς
καὶ δωρεάν μετακίνηση τῶν ἀπεσταλμένων σας.
Τὸ μετόχι αὐτὸ παρέμεινε στὴν κυριότητα τῆς μονῆς Ἰβήρων μέχρι τὸ 1932 καὶ τῆς
ἐξασφάλιζε τόσες προσόδους, ὥστε κάλυπτε ὅλες σχέδον τίς ὑλικές της ἀνάγκες.
Ὁ πεινασμένος ὁδοιπόρος
Ἡ μονὴ τῶν Ἰβήρων εἶναι πολύ φιλόξενο μοναστήρι. Αὐτὸ ἀποδίδεται καὶ στὸ ἀκόλουθο
περιστατικό:
Ἕνας φτωχός ἐργάτης, κουρασμένος ἀπὸ τὸν δρόμο, ἔφθασε τὸ μεσημέρι πεινασμένος
στὴν πύλη τῆς μονῆς. Ζητήσε μόνο λίγο ψωμὶ ἀπὸ τὸν πορτάρη, γιατὶ βιαζόταν νὰ συνεχίσει
τὴν πορεία του.
Ὁ πορτάρης, ἄγνωστο γιατί, δέν τοῦ ἔδωσε, ὁπότε ὁ φτωχός ἀναστέναξε βαθιὰ κι
ἔφυγε νηστικός.
Ἀνεβαίνοντας πρός τίς Καρυές, σταμάτησε γιὰ λίγο στὴ σκιὰ ἑνός δέντρου. Λυπημένος
καὶ κουρασμένος καθώς ἦταν, ξάπλωσε καταγῆς. Ξεφνικὰ ἀκούει βήματα νὰ πλησιάζουν.
Ἀνασηκώνεται καὶ βλέπει κοντὰ του μιὰ γυναίκα μ᾿ ἕνα βρέφος στὴν ἀγκαλιά. Μέ ὕφος
συμπαθητικὸ καὶ φωνὴ γλυκειὰ τὸν ἐρωτᾶ:
– Τί ἔχεις; Μήπως εἶσαι ἄῤῥωστος;
– Ὄχι, ἀπάντησε ἐκεῖνος, ἀλλὰ πεινῶ. Παρακάλεσα τὸν θυρωρὸ τῆς μονῆς Ἰβήρων νὰ
μοῦ δώσει ψωμί, ἀλλὰ δέν μοῦ ἔδωσε.
– Ἄκου, παιδί μου. Δέν πρέπει νὰ παραπονεῖσαι γιὰ τὸν θυρωρό. Θυρωρὸς τῆς μονῆς
αὐτῆς εἶμαι ἐγώ. Νὰ ἐπιστρέψεις ἀμέσως καὶ νὰ ζητήσεις ψωμὶ ἐκ μέρους μου. Κι ἂν
δὲν σοῦ δώσουν, πλήρωσέ το μ᾿ αὐτὰ τὰ χρήματα. Σὲ περιμένω ἐδῶ.
Λέγοντας αὐτὰ ἔδωσε στὸν ἐργάτη τρία φλουριά. Ἐκεῖνος, ἀνύποπτος γιὰ ὅσα ἔβλεπε
καὶ ἄκουγε, ξεκίνησε γιὰ τὸ μοναστήρι. Χτύπησε τὴν πύλη καὶ κρατώντας ἐπιδεικτικὰ
τὰ χρήματα ζήτησε καὶ πάλι ἀπὸ τὸν θυρωρὸ ψωμί, χωρὶς νὰ παραλείψει ν᾿ ἀναφέρει
τὴ συνομιλία μὲ τὴ γυναίκα.
Ὅταν ἄκουσε ὁ μοναχός γιὰ γυναίκα καὶ εἶδε τὰ σπάνια νομίσματα, κατάλαβε ὅτι
πρόκειται γιὰ θαῦμα. Χτύπησε τὴν καμπάνα, συγκεντρώθηκαν οἱ ἀδελφοὶ καὶ ἄκουσαν
μέ θαυμασμὸ τὸ παράδοξο γεγονός.
Διαπίστωσαν μάλιστα ὅτι τὰ νομίσματα ἐκεῖνα ἦταν ἀφιερωμένα πρίν ἀπὸ πολλὰ χρόνια
στὴ θαυματουργὴ εἰκόνα. Βλέποντας ὅμως ἡ Παναγία τὴν ἀνάγκη τοῦ φτωχοῦ, τὰ παρέλαβε
καὶ τοῦ τὰ ἔδωσε μέ μητρικὴ εὐσπλαγχνία.
Οἱ μοναχοὶ μέ φόβο καὶ εὐλάβεια τὰ ἐπανέφεραν στὴν ἁγία εἰκόνα τῆς Πορταΐτισσας,
ἡ ὁποία μέ τὸ θαῦμα αὐτὸ τοὺς δίδαξε τὴ μεγάλη ἀρετὴ τῆς φιλοξενίας.
Παναγία ἡ Σπηλιώτισσα
Στὸ μοναστήρι τῆς Σπηλιᾶς τῶν Ἀγράφων ὑπάρχει μία θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας,
ποὺ βρέθηκε τὸ 1904 μὲ τρόπο θαυμαστὸ ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς Ἀθανάσιο καὶ Παρθένιο. Στὰ
χρόνια της τουρκικῆς σκλαβιᾶς, ὅλος ὁ θεσσαλικὸς κάμπος ἔχει προσκυνήσει τὸν Τοῦρκο.
Στὸ μοναστήρι ὅμως τῆς Παναγίας τῆς Σπηλιώτισσας, πυργωμένο σὰν ἀετοφωλιὰ σὲ μίαν
ἀπρόσιτη κορυφὴ τῶν Ἄγραφων, δὲν ἔχει πατήσει ὁ κατακτητής.
Γιὰ νὰ φτάσεις ὡς ἐκεῖ ἔπρεπε νὰ περάσεις ἕνα κατηφορικὸ μονοπάτι, ἀπότομο καὶ
πλαγιαστό, ποὺ ἴσα-ἴσα χωροῦσε ἕνας ἄνθρωπος. Κάτω ἔχασκε ἡ ἄβυσσος.
Στὸ πανηγύρι τῆς μονῆς, τὸν Δεκαπενταύγουστο, μερικοὶ εὐλαβεῖς προσκυνητὲς ἔβλεπαν
τὴν ἴδια τὴν Παναγία. Τὴν ἔβλεπαν νὰ στέκεται πελώρια στὴν ἄκρη τοῦ γκρεμοῦ μὲ ἀνοιχτὰ
τὰ χέρια, τεῖχος γι᾿ αὐτοὺς ποὺ πήγαιναν νὰ τὴν τιμήσουν, μὴν ξεγλιστρήσει κανεὶς
στὸ βάραθρο. Λένε ἀκόμη πὼς κανεὶς ποτὲ δὲν χάθηκε ἀπ᾿ ὅσους κατευθύνονταν ἐκεῖ.
Τὸ μοναστήρι λοιπὸν εἶχε γίνει καρφὶ στὸ μάτι τῶν ἀπίστων. Τὸ εἶχαν καημό. Ὁλόκληρη
τουρκιὰ νὰ σκοντάφτει σὲ λίγες πέτρες καὶ ντουβάρια!
Μὰ πῶς νὰ φτάσουν ὡς ἐκεῖ; Ἐκτὸς ἀπ᾿ τὴν κοπιαστικὴ πορεία -ἤθελαν δυὸ μέρες
δρόμο ἀπὸ τὸ Μουζάκι σὲ μέρη ἄγνωστα καὶ ἀφιλόξενα -, ἔπρεπε νὰ περάσουν ἐκεῖνο
τὸ ἀπόκρημνο μονοπάτι. Κι ἂν κυλήσει κανεὶς στὸν κατήφορο καὶ παρασύρει κι ἄλλους,
καὶ γίνει πανικὸς καὶ χαθοῦν οἱ γενίτσαροι;
Σκέφτηκαν νὰ τοὺς κάνουν ἀποκλεισμό. Πόσο ὅμως θὰ κρατοῦσαν; Θὰ ῾ρχόταν ὁ χειμώνας,
θὰ ἔπεφτε ἕνα μπόι χιόνι καὶ θά ῾πρεπε νὰ φύγουν. Ὕστερα ἐκεῖνοι οἱ κατσικάνθρωποι
τῶν γύρω χωριῶν θὰ σκαρφάλωναν ἀπὸ ἄλλου καὶ θὰ ἔφταναν ὡς ἐκεῖ. Ἄσε ποὺ τὰ κελάρια
τῆς μονῆς θὰ ἦταν γεμάτα. Μὰ κι ἐκεῖνα τὰ σκυλιὰ τὶς πιὸ πολλὲς ἡμέρες τοῦ χρόνου
νηστεύουν τοῦ θανατᾶ. Καρφὶ δὲν θὰ τοὺς καιγόταν, ἂν τοὺς πολιορκοῦσαν.
Στέλνουν λοιπὸν μήνυμα στοὺς μοναχούς της Σπηλιᾶς - πρᾶγμα ποὺ καὶ παλιὰ τὸ εἶχαν
κάνει -γιὰ νὰ ῾ρθοῦν νὰ προσκυνήσουν, νὰ ὑποταγοῦν. Κανένα ὅμως ἀποτέλεσμα. Ὡς κι
ὁ δεσπότης τοὺς ἔστειλε μήνυμα νὰ κατέβουν καὶ νὰ ὑποταγοῦν, κρατώντας βέβαια τὴν
πίστη τους, ἀλλὰ ἐκεῖνοι ἀποκρίθηκαν:
- Ἅγιε Δέσποτα, σὲ νοιώθουμε καὶ σὲ καταλαβαίνουμε. Ὁ δρόμος σου εἶναι Γολγοθᾶς.
Κάνε σὺ τὸ χρέος σου, κι ἄσε νὰ κάνουμε κι ἐμεῖς τὸ δικό μας.
Τέλος οἱ τοῦρκοι ἀποφάσισαν νὰ τοὺς χτυπήσουν. Ἕνα πρωὶ οἱ καλόγεροι βρέθηκαν
ζωσμένοι ἀπὸ τοὺς ἀπίστους.
- Ἀνοῖξτε! τοὺς φώναξαν. Φίλοι εἴμαστε. Θὰ μποῦμε σὰν ἐπισκέπτες.
- Ἄπιστους δὲν δέχεται ἡ χάρη της, ἀποκρίθηκαν οἱ μοναχοί.
Ὕστερα ἀμπάρωσαν τὶς πόρτες, ταμπουρώθηκαν καὶ ἄρχισε ἡ μάχη· οἱ χαράδρες ἀντιλάλησαν
ἀπὸ τὸ ντουφεκίδι. Κάποτε ὅμως οἱ βαρεῖες πόρτες ὑποχώρησαν καὶ οἱ Ἀγαρηνοὶ ὄρμισαν
μέσα με ἀλαλαγμούς· οἱ καλόγεροι δὲν εἶχαν πιὰ ντουφέκια, βόλια, μπαρούτι. Ἅρπαξαν
μαχαίρια, ξύλα καὶ πέτρες. Ὁ ἀγώνας ἦταν ἄνισος, καὶ τὸ αἷμα δὲν ἄργησε νὰ πορφυρώσει
τὰ τριμμένα καὶ σκονισμένα ράσα.
Ὁ ἡγούμενος ἦταν τὴν ὥρα ἐκείνη στὸ ἱερὸ κι ἔκανε τὴν κατάλυση. οἱ ἄπιστοι τὸν
ἅρπαξαν, τὸν ἔδεσαν, τὸν βασάνισαν. Ὕστερα ἔκαψαν καὶ ποδοπάτησαν τὶς ἁγίες εἰκόνες
καὶ πῆγαν κι ἔφεραν τὸ ἅγιο δισκοπότηρο, ποὺ εἶχε ἀκόμη μέσα τὴν ἁγία μετάληψη.
Ἕνας Τοῦρκος τότε τὸ ἅρπαξε καὶ τὸ πέταξε στὸν γκρεμό.
- Σκυλί! οὔρλιασε ὁ γέροντας, καὶ τὰ μάτια του γέμισαν δάκρυα.
Ἕνα χαντζάρι ἀνέμισε στὸν ἀέρα καὶ κατεβαίνοντας ἔκοψε τὸ κεφάλι τοῦ ἡγουμένου.
Τρεῖς ἡμέρες οἱ γενίτσαροι γλεντοῦσαν τὴ νίκη τους. Κι ὅταν κουράστηκαν νὰ γλεντοῦν,
ξεκίνησαν γιὰ τὸν κάμπο.
Ἡ εἴδηση τῆς καταστροφῆς ἔπεσε στὴν περιοχὴ σὰν κεραυνός. -Οἱ Τοῦρκοι πάτησαν
τὸ μοναστήρι τῆς Παναγιᾶς!
- Καὶ θαῦμα;
- Δὲν ἔγινε.
- Τίποτε;
- Τίποτε.
Μπροστά, πάνω σὲ μία λεία πέτρα ἦταν, σφηνωμένο λές, τὸ ἅγιο δισκοπότηρο. Ἦταν
τὸ δισκοπότηρο τῆς Σπηλιᾶς. Μέσα του ἀνέπαφη μοσχοβολοῦσε ἡ τελευταῖα μετάληψη,
ποὺ δὲν πρόφτασε ὁ ἡγούμενος νὰ καταλύσει.
Ὁ παπὰς ἔτρεμε. Ὅλοι τους τώρα ἔκλαιγαν. Ἦταν μάρτυρες ἑνὸς θαύματος.
Ὁ παπὰς σήκωσε εὐλαβικὰ τὸ δισκοπότηρο κι ἄρχισαν τὸν ἀνήφορο. Τὸ τσοπανόπουλο
ἀνέβηκε πετώντας, εἰδοποίησε τὸ χωριὸ καὶ χτύπησαν χαρμόσυνα τὴν καμπάνα. Ὕστερα
βγῆκαν νὰ τοὺς προϋπαντήσουν.
Τὴν ἄλλη ἡμέρα ξεκίνησαν ὅλοι γιὰ τὸ μοναστήρι. Οἱ παπάδες λαμπροφορημένοι, τὰ
ἑξαπτέρυγα, τὰ θυμιατὰ καὶ κόσμος πολύς. Ἐκεῖ ἀποθέσανε τὸ ἅγιο δισκοπότηρο, λειτουργήθηκαν
καὶ δόξασαν τὴν Παναγία Σπηλιώτισσα γιὰ τὸ θαῦμα της.
Τὸ τσοπανόπουλο ἀπὸ κείνη τὴν ἡμέρα ἔμεινε στὸ μοναστήρι καὶ τὸ ξανάνοιξε ὕστερ᾿
ἀπὸ τὴν καταστροφή. Ἦταν διαλεγμένος ἀπὸ τὴν Παναγία. Ἔγινε καλόγερος, κι ὅταν ἀργότερα
γέμισε ἡ Σπηλιὰ ἀπὸ μοναχούς, ἦταν ἕνας ἐνάρετος καὶ φωτισμένος ἡγούμενος. Καὶ δὲν
ἔπαυε νὰ διηγεῖται μὲ ἁπλότητα καὶ ταπείνωση τὸ θαῦμα ποὺ ἀξιώθηκε νὰ δεῖ.
Ἀπὸ τότε ἡ Παναγία πάντα θὰ κάνει καὶ κάποιο θαῦμα στὸ πανηγύρι της.
εδώ