( Φώτης Κόντογλου Ἀσάλευτο Θεμέλιο Ἀκρίτας 1996)
Οἱ ἄνθρωποι ἔχουν στήν καρδιά τούς μεγάλο φόβο μήπως ἀπομείνουν ἀπροστάτευτοι καί φτωχοί στή ζωή τους, καί γιά τοῦτο, ὁ νοῦς κι’ ὁ λογισμός τούς εἶναι στό νά μαζέψουν χρήματα, ἤ ν’ ἀποχτήσουν κτήματα κι’ ἄλλα πλούτη, γιά νά τάχουνε στήν ἀνάγκη τους.
Καί καλά γιά ἐκείνους πού δέν πιστεύουν στόν Θεό, καί κρεμοῦνε τήν ἐλπίδα τους στά χρήματα καί στ’ ἄλλα πλούτη. Ἀλλά τί νά πεῖ κανένας γιά ἐκείνους πού λέγονται χριστιανοί, πού πᾶνε στήν ἐκκλησία καί παρακαλοῦνε τόν Θεό νά τούς βοηθήσει στή ζωή, καί πού λένε πώς ἔχουνε τήν ἐλπίδα τους στό Χριστό, στήν Παναγία καί στούς Ἁγίους, κι’ ἀπό τήν ἄλλη μεριά εἶναι φιλάργυροι, δέν δίνουνε τίποτα στ’ ἀδέρφια τους, τούς φτωχούς, κι’ ὁλοένα μαζεύουνε χρήματα καί πλούτη; Στή ζωή μου εἶδα πώς οἱ τέτοιοι λεγόμενοι χριστιανοί εἶναι οἱ περισσότεροι, κι’ ἀπορεῖ κανένας πώς μποροῦνε νά συμβιβάσουν μία ζωή συμφεροντολογική, μέ τά λόγια του Χριστοῦ, πού λέει καί ξαναλέει: «Μή φροντίζετε γιά τό τί θά φᾶτε καί γιά τό τί θά πιεῖτε καί γιά τό τί θά ντυθεῖτε. Κοιτάξετε τά πουλιά, μήτε κοπιάζουν, μήτε μαζεύουν, καί ὅμως ὁ Πατέρας τούς ὁ οὐράνιος τά θρέφει. Κοιτάξετε μέ πόση μεγαλοπρέπεια εἶναι ντυμένα τά ἀγριολούλουδα, πού κι’ ὁ ἴδιος ὁ Σολομώντας δέν στολίσθηκε σάν αὐτά τά τιποτένια λουλούδια.... Λοιπόν, ἄν γιά τό χορτάρι τοῦ χωραφιοῦ, ποῦ σήμερα λουλουδίζει κι’ αὔριο τό καίουνε στόν φοῦρνο, φροντίζει ὁ Πατέρας σας ποῦ εἶναι στόν οὐρανό, πόσο περισσότερο θά φροντίσει γιά σᾶς, ὀλιγόπιστοι;».
Αὐτά εἶναι λόγια καθαρά, ἁπλά, σίγουρα, καί δείχνουν πώς πρέπει νά εἶναι ἡ βάση καί τό θεμέλιό της διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ. Γιατί πώς μπορεῖ νά ἔχει πίστη στόν Χριστό ἕνας ἄνθρωπος, καί μαζί νά εἶναι κολλημένος στά χρήματα καί στό συμφέρον, πολλές φορές μάλιστα περισσότερο κι’ ἀπό τούς ἄθεους; Θά πεῖ πώς νομίζει πώς θά ξεγελάσει τόν Θεό. Ἀλλά «Θεός οὐ μυκτηρίζεται» δήλ., ὁ Θεός δέν περιπαίζεται.
Καί ὅμως, ἡ πονηρή γνώμη τοῦ ἀνθρώπου ὅλα μπορεῖ νά τά συμβιβάσει: Νά εἶναι γαντζωμένος καλά στό χρῆμα, δηλαδή στό διάβολο, πού τόν λέγει ὁ Χριστός Μαμωνά, θεό τῆς φιλαργυρίας, καί τόν ἴδιο καιρό νά παρουσιάζεται γιά χριστιανός, νά πηγαίνει στήν ἐκκλησιά, νά κάνει σταυρούς καί μετάνοιες, νά κλαίει πολλές φορές ἀπό τήν ἀγάπη του γιά τόν Χριστό, ἀλλά νά μή μπορεῖ νά ξεγαντζωθεῖ ἀπό τά λεφτά κι’ ἀπό τή μανία τοῦ παρά. Λογική δέν χωρᾶ καθόλου σ’ αὐτούς. Εἶναι ὁλότελα ἀναίσθητοι καί πονηροί, κι’ ὅ,τι κάνουν τό κάνουν γιά νά τό ἔχουν δίπορτο, κι’ ὅ,τι κερδίζουν. «Βάστα γερά, σού λέει τά λεφτά, πού εἶναι χειροπιαστά, ἄναβε καί κανένα κερί, κᾶνε καί καμιά μετάνοια, γιά νάχεις τό μέσο καί μέ τόν Χριστό. Ἄν βγοῦνε ἀληθινά τά λόγια του γιά παράδεισο καί γιά κόλαση, ἔχουμε κι’ ἀπό κεῖ τή σιγουράντζα. Ὅ,τι καί νά γίνει, εἶναι κανένας κερδισμένος».
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει: «Ἄν, ἐλπίζουμε στόν Χριστό μοναχά γιά τούτη τή ζωή, εἴμαστε οἱ πιό ἐλεεινοί ἄνθρωποι». Γιατί οἱ ψευτοχριστιανοί, παρακαλοῦνε τόν Χριστό προπάντων γιά τίς ὑποθέσεις τούτου τοῦ κόσμου, γιά τίς δουλειές τους, γιά τή σωματική ὑγεία τους, γιά τά παιδιά τους, καί μόλις σκοτεινιάσει ἡ κατάσταση, ἀρχίζουν τά παράπονα γιατί ὁ Χριστός κ’ ἡ Παναγία δέν τρέξανε νά τούς βοηθήσουν στίς δουλειές τους, πολλές φορές σέ τέτοιες δουλειές πού εἶναι ἀπάνθρωπες καί πού τούς κάνουν νά κακουργοῦν καταπάνω στ’ ἀδέρφια τους.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει πάλι ἀλλοῦ: «Εἶναι καλό, νά στερεώνετε τήν καρδιά σας μέ τήν ἐλπίδα στή χάρη τοῦ Θεοῦ, κι’ ὄχι μέ φαγητά (δηλαδή μέ σαρκικά καί ὑλικά πράγματα), πού μ’ αὐτά δέν ὠφεληθήκανε ὅσοι ἀφιερώσανε τή ζωή τούς σ’ αὐτά, δηλαδή στό νά μαζέψουν χρήματα, ξεγελώντας τόν ἑαυτό τους πώς μ’ αὐτά ἐξασφαλίζονται». Γιατί «ἐπελθῶν γάρ ὁ θάνατος, ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται».
Δέν ὑπάρχει κανένα πράγμα πιό σίγουρο ἀπό τήν ματαιότητα τοῦ κόσμου, κανένα. Ὅλη ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας φανερώνει αὐτή τήν ἀπελπιστική ματαιότητα. Καί ὅμως, πόσοι ἄνθρωποι στόν κόσμο κάθισαν καί σκεφθήκανε πάνω σ’ αὐτό τό φανερότατο καί σιγουρότατο φαινόμενο, στή ματαιότητα, ποῦ θάπρεπε ὁ κάθε ἄνθρωπος νά τόχει μέρα – νύχτα μπροστά του; Μά ἐμεῖς κάνουμε σάν τό καμηλοπούλι (στρουθοκάμηλο), πού χώνει τό κεφάλι του στόν ἄμμο γιά νά μή βλέπει τόν φονιά του, καί θαρρεῖ πώς κρύφτηκε ἀπό αὐτόν.
Πόσο ἀξιολύπητοι σ’ αὐτό ἀπάνω εἶναι οἱ σπουδαῖοι ἄνθρωποι τῆς γής! Ἐνῶ βλέπουν καθαρά πώς τό βάραθρο πού κατάπιε ὅλους τους σπουδαίους ἀπό καταβολῆς κόσμου, καί πώς τ’ ἀνοιχτό στόμα τοῦ περιμένει νά τούς καταπιεῖ κι’ αὐτούς, ἐκεῖνοι δός του καί καταγίνονται μέ «μάταια καί ψευδῆ», μέ πολιτικές πονηριές, μέ πολέμους, μέ ψευτομεγαλεία παιδιακίσια, καί μέ ἀνοησίες, πού διαλαλιοῦνται σ’ ὅλη τήν οἰκουμένη. Ὤ ἀνοησία ἐκείνων πού τούς λέει ὁ κόσμος σοβαρούς, μυαλωμένους, τετραπέρατους, μεγαλοφυεῖς! Τί φτώχεια ἀληθινά ἀπό κρίση κι’ ἀπό γνώση! Κι’ ἀπό τέτοιους κυβερνιέται, ὁ κόσμος. Ἤ οἱ ἄλλοι πού καταγίνονται μέ μανία στίς μάταιες φιλοσοφίες καί στίς τέχνες, καί τούς ἀποθεώνουν οἱ ἄλλοι, οἱ πολλοί πού δέν ἔχουν κουκούτσι κρίση, ἐνῶ ξέρουν καλά πώς δέν θά περάσει πολύς καιρός πού θά σβήσουν ὅλοι ἀπό τόν κόσμο!
Ἡ περηφάνια θολώνει τήν κρίση. Κι’ ὅπου ὑπάρχει περηφάνια, δέ μπορεῖ νά ὑπάρχει πίστη! Κι’ ἄπ’ ὅπου λείπει ἡ πίστη, λείπει κ’ ἡ ἐλπίδα. Ἄν πιστεύανε οἱ ἄνθρωποι πώς ἐκεῖνα πού λέει ὁ Χριστός εἶναι ἀληθινά, δέν θά κολλούσανε τόσο στά ἐπίγεια. Ἀλλά, κατά βάθος, τά λόγια του Κυρίου εἶναι καλά γι’ αὐτούς, γιά νά εὐχαριστιοῦνται τ’ αὐτιά τούς μοναχά. Ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος λέει: «Ἄν πιστεύεις πώς ὁ Θεός προνοεῖ γιά σένα, τί μεριμνᾶς καί φροντίζεις γιά τά πρόσκαιρα καί γιά τίς ἀνάγκες τῆς σάρκας σου; Κι’ ἄν πάλι δέν πιστεύεις πώς ὁ Θεός φροντίζει γιά σένα, καί γιά τοῦτο φροντίζεις, χωρίς ἐκεῖνον, γιά τίς ἀνάγκες σου, εἶσαι ὁ πλέον ταλαίπωρος ἀπ’ ὅλους τους ἀνθρώπους. Ρίξε τή μέριμνά σου στόν Κύριο, κι’ ἐκεῖνος θά σέ θρέψει. Καί δέν θά φοβηθεῖς ἀπ’ ὅποιον κίνδυνο κι’ ἄν ἔρθει καταπάνω σου». Καί συνεχίζει ὁ ἅγιος: «Ἀπό καιρό σέ καιρό ἡ ψυχή σου σαλεύει μέ φόβο, τόσο πού νά δειλιάζει κι’ ἀπό ἕναν ἴσκιο. Γιατί ἡ πίστη εἶναι ἐκείνη ἡ δύναμη ἡ νοητή, πού στηρίζει τήν καρδιά στό φῶς τῆς διάνοιας καί πού μέ τή μαρτυρία τῆς συνειδήσεως, δίνει στήν ψυχή πολλή πεποίθηση, ὥστε νά μή φροντίζει ἡ ἴδια γιά τόν ἑαυτό της, ἀλλά νά κρεμάσει στόν Θεό τή φροντίδα της γιά ὅλα, χωρίς νά μεριμνᾶ γιά τίποτα».
Ὁ ἅγιος πού τά λέει αὐτά, δέν τά εἶπε μοναχά, ὅπως κάνουν οἱ περισσότεροι, ἀλλά τά ἔκανε στήν πράξη, γιατί πῆγε κι’ ἀσκήτεψε ἀπό νέος στήν ἔρημό της Μεσοποταμίας, χωρίς νά φροντίσει ὁλότελα γιά τή συντήρησή του, κι’ ὅπως λέει ὁ ἴδιος, δέν στερήθηκε τίποτα σ’ ὅλη τή ζωή του. Καί μάλιστα, σάν τόν πῆραν οἱ χριστιανοί μέ τό στανιό καί τόν κάνανε ἐπίσκοπό της Νινευῆ, δέν πέρασε πολύς καιρός καί γύρισε πίσω στήν ἀγαπημένη τοῦ ἔρημο, κ’ ἐκεῖ τελείωσε τή ζωή του καί «ἐκοιμήθη πλήρης ἡμερῶν».
Ἀλλά, θά μοῦ πεῖ κανείς πώς αὐτά γίνονταν τόν παλαιό καιρό, καί πώς σήμερα δέν ὑπάρχουν ἄνθρωποι μέ τέτοια πίστη. Λοιπόν τόν διαβεβαιώνω πώς ναί. Ὑπάρχουν καί στή σημερινή ἁμαρτωλή καί σαρκική ἐποχή κάποιοι γνήσιοι μαθητάδες τοῦ Χριστοῦ, πού ἀναθέσανε τή φροντίδα τῆς ζωῆς τους στόν Κύριο. Ἐγώ γνωρίζω κάμποσους τέτοιους, κ’ ἔχω πληροφορηθεῖ καί γιά ἄλλους πολλούς. Εἶναι ἀπίστευτο, καί ὅμως εἶναι ἀληθινό.
...
Λέει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος. «Νά μήν ἀδυνατίσει (νά μήν κλονιστεῖ) ἡ πεποίθησή σου (ἡ ἐμπιστοσύνη σου) στόν Προνοητή σου, στόν Θεό. Γιατί τά οἰκονομεῖ ὁ Κύριος κατά θαυμαστό τρόπο, γιά τούς δικούς του ἀνθρώπους. Ἐπειδή καί στήν ἀκατοίκητη ἔρημο ἐξοικονομεῖ ἐκείνους πού κάθονται μέ τήν πεποίθηση σ’ Αὐτόν, κι’ ὄχι στή βοήθεια ἀπό τούς ἀνθρώπους».
Καί καλά γιά ἐκείνους πού δέν πιστεύουν στόν Θεό, καί κρεμοῦνε τήν ἐλπίδα τους στά χρήματα καί στ’ ἄλλα πλούτη. Ἀλλά τί νά πεῖ κανένας γιά ἐκείνους πού λέγονται χριστιανοί, πού πᾶνε στήν ἐκκλησία καί παρακαλοῦνε τόν Θεό νά τούς βοηθήσει στή ζωή, καί πού λένε πώς ἔχουνε τήν ἐλπίδα τους στό Χριστό, στήν Παναγία καί στούς Ἁγίους, κι’ ἀπό τήν ἄλλη μεριά εἶναι φιλάργυροι, δέν δίνουνε τίποτα στ’ ἀδέρφια τους, τούς φτωχούς, κι’ ὁλοένα μαζεύουνε χρήματα καί πλούτη; Στή ζωή μου εἶδα πώς οἱ τέτοιοι λεγόμενοι χριστιανοί εἶναι οἱ περισσότεροι, κι’ ἀπορεῖ κανένας πώς μποροῦνε νά συμβιβάσουν μία ζωή συμφεροντολογική, μέ τά λόγια του Χριστοῦ, πού λέει καί ξαναλέει: «Μή φροντίζετε γιά τό τί θά φᾶτε καί γιά τό τί θά πιεῖτε καί γιά τό τί θά ντυθεῖτε. Κοιτάξετε τά πουλιά, μήτε κοπιάζουν, μήτε μαζεύουν, καί ὅμως ὁ Πατέρας τούς ὁ οὐράνιος τά θρέφει. Κοιτάξετε μέ πόση μεγαλοπρέπεια εἶναι ντυμένα τά ἀγριολούλουδα, πού κι’ ὁ ἴδιος ὁ Σολομώντας δέν στολίσθηκε σάν αὐτά τά τιποτένια λουλούδια.... Λοιπόν, ἄν γιά τό χορτάρι τοῦ χωραφιοῦ, ποῦ σήμερα λουλουδίζει κι’ αὔριο τό καίουνε στόν φοῦρνο, φροντίζει ὁ Πατέρας σας ποῦ εἶναι στόν οὐρανό, πόσο περισσότερο θά φροντίσει γιά σᾶς, ὀλιγόπιστοι;».
Αὐτά εἶναι λόγια καθαρά, ἁπλά, σίγουρα, καί δείχνουν πώς πρέπει νά εἶναι ἡ βάση καί τό θεμέλιό της διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ. Γιατί πώς μπορεῖ νά ἔχει πίστη στόν Χριστό ἕνας ἄνθρωπος, καί μαζί νά εἶναι κολλημένος στά χρήματα καί στό συμφέρον, πολλές φορές μάλιστα περισσότερο κι’ ἀπό τούς ἄθεους; Θά πεῖ πώς νομίζει πώς θά ξεγελάσει τόν Θεό. Ἀλλά «Θεός οὐ μυκτηρίζεται» δήλ., ὁ Θεός δέν περιπαίζεται.
Καί ὅμως, ἡ πονηρή γνώμη τοῦ ἀνθρώπου ὅλα μπορεῖ νά τά συμβιβάσει: Νά εἶναι γαντζωμένος καλά στό χρῆμα, δηλαδή στό διάβολο, πού τόν λέγει ὁ Χριστός Μαμωνά, θεό τῆς φιλαργυρίας, καί τόν ἴδιο καιρό νά παρουσιάζεται γιά χριστιανός, νά πηγαίνει στήν ἐκκλησιά, νά κάνει σταυρούς καί μετάνοιες, νά κλαίει πολλές φορές ἀπό τήν ἀγάπη του γιά τόν Χριστό, ἀλλά νά μή μπορεῖ νά ξεγαντζωθεῖ ἀπό τά λεφτά κι’ ἀπό τή μανία τοῦ παρά. Λογική δέν χωρᾶ καθόλου σ’ αὐτούς. Εἶναι ὁλότελα ἀναίσθητοι καί πονηροί, κι’ ὅ,τι κάνουν τό κάνουν γιά νά τό ἔχουν δίπορτο, κι’ ὅ,τι κερδίζουν. «Βάστα γερά, σού λέει τά λεφτά, πού εἶναι χειροπιαστά, ἄναβε καί κανένα κερί, κᾶνε καί καμιά μετάνοια, γιά νάχεις τό μέσο καί μέ τόν Χριστό. Ἄν βγοῦνε ἀληθινά τά λόγια του γιά παράδεισο καί γιά κόλαση, ἔχουμε κι’ ἀπό κεῖ τή σιγουράντζα. Ὅ,τι καί νά γίνει, εἶναι κανένας κερδισμένος».
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει: «Ἄν, ἐλπίζουμε στόν Χριστό μοναχά γιά τούτη τή ζωή, εἴμαστε οἱ πιό ἐλεεινοί ἄνθρωποι». Γιατί οἱ ψευτοχριστιανοί, παρακαλοῦνε τόν Χριστό προπάντων γιά τίς ὑποθέσεις τούτου τοῦ κόσμου, γιά τίς δουλειές τους, γιά τή σωματική ὑγεία τους, γιά τά παιδιά τους, καί μόλις σκοτεινιάσει ἡ κατάσταση, ἀρχίζουν τά παράπονα γιατί ὁ Χριστός κ’ ἡ Παναγία δέν τρέξανε νά τούς βοηθήσουν στίς δουλειές τους, πολλές φορές σέ τέτοιες δουλειές πού εἶναι ἀπάνθρωπες καί πού τούς κάνουν νά κακουργοῦν καταπάνω στ’ ἀδέρφια τους.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει πάλι ἀλλοῦ: «Εἶναι καλό, νά στερεώνετε τήν καρδιά σας μέ τήν ἐλπίδα στή χάρη τοῦ Θεοῦ, κι’ ὄχι μέ φαγητά (δηλαδή μέ σαρκικά καί ὑλικά πράγματα), πού μ’ αὐτά δέν ὠφεληθήκανε ὅσοι ἀφιερώσανε τή ζωή τούς σ’ αὐτά, δηλαδή στό νά μαζέψουν χρήματα, ξεγελώντας τόν ἑαυτό τους πώς μ’ αὐτά ἐξασφαλίζονται». Γιατί «ἐπελθῶν γάρ ὁ θάνατος, ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται».
Δέν ὑπάρχει κανένα πράγμα πιό σίγουρο ἀπό τήν ματαιότητα τοῦ κόσμου, κανένα. Ὅλη ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας φανερώνει αὐτή τήν ἀπελπιστική ματαιότητα. Καί ὅμως, πόσοι ἄνθρωποι στόν κόσμο κάθισαν καί σκεφθήκανε πάνω σ’ αὐτό τό φανερότατο καί σιγουρότατο φαινόμενο, στή ματαιότητα, ποῦ θάπρεπε ὁ κάθε ἄνθρωπος νά τόχει μέρα – νύχτα μπροστά του; Μά ἐμεῖς κάνουμε σάν τό καμηλοπούλι (στρουθοκάμηλο), πού χώνει τό κεφάλι του στόν ἄμμο γιά νά μή βλέπει τόν φονιά του, καί θαρρεῖ πώς κρύφτηκε ἀπό αὐτόν.
Πόσο ἀξιολύπητοι σ’ αὐτό ἀπάνω εἶναι οἱ σπουδαῖοι ἄνθρωποι τῆς γής! Ἐνῶ βλέπουν καθαρά πώς τό βάραθρο πού κατάπιε ὅλους τους σπουδαίους ἀπό καταβολῆς κόσμου, καί πώς τ’ ἀνοιχτό στόμα τοῦ περιμένει νά τούς καταπιεῖ κι’ αὐτούς, ἐκεῖνοι δός του καί καταγίνονται μέ «μάταια καί ψευδῆ», μέ πολιτικές πονηριές, μέ πολέμους, μέ ψευτομεγαλεία παιδιακίσια, καί μέ ἀνοησίες, πού διαλαλιοῦνται σ’ ὅλη τήν οἰκουμένη. Ὤ ἀνοησία ἐκείνων πού τούς λέει ὁ κόσμος σοβαρούς, μυαλωμένους, τετραπέρατους, μεγαλοφυεῖς! Τί φτώχεια ἀληθινά ἀπό κρίση κι’ ἀπό γνώση! Κι’ ἀπό τέτοιους κυβερνιέται, ὁ κόσμος. Ἤ οἱ ἄλλοι πού καταγίνονται μέ μανία στίς μάταιες φιλοσοφίες καί στίς τέχνες, καί τούς ἀποθεώνουν οἱ ἄλλοι, οἱ πολλοί πού δέν ἔχουν κουκούτσι κρίση, ἐνῶ ξέρουν καλά πώς δέν θά περάσει πολύς καιρός πού θά σβήσουν ὅλοι ἀπό τόν κόσμο!
Ἡ περηφάνια θολώνει τήν κρίση. Κι’ ὅπου ὑπάρχει περηφάνια, δέ μπορεῖ νά ὑπάρχει πίστη! Κι’ ἄπ’ ὅπου λείπει ἡ πίστη, λείπει κ’ ἡ ἐλπίδα. Ἄν πιστεύανε οἱ ἄνθρωποι πώς ἐκεῖνα πού λέει ὁ Χριστός εἶναι ἀληθινά, δέν θά κολλούσανε τόσο στά ἐπίγεια. Ἀλλά, κατά βάθος, τά λόγια του Κυρίου εἶναι καλά γι’ αὐτούς, γιά νά εὐχαριστιοῦνται τ’ αὐτιά τούς μοναχά. Ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος λέει: «Ἄν πιστεύεις πώς ὁ Θεός προνοεῖ γιά σένα, τί μεριμνᾶς καί φροντίζεις γιά τά πρόσκαιρα καί γιά τίς ἀνάγκες τῆς σάρκας σου; Κι’ ἄν πάλι δέν πιστεύεις πώς ὁ Θεός φροντίζει γιά σένα, καί γιά τοῦτο φροντίζεις, χωρίς ἐκεῖνον, γιά τίς ἀνάγκες σου, εἶσαι ὁ πλέον ταλαίπωρος ἀπ’ ὅλους τους ἀνθρώπους. Ρίξε τή μέριμνά σου στόν Κύριο, κι’ ἐκεῖνος θά σέ θρέψει. Καί δέν θά φοβηθεῖς ἀπ’ ὅποιον κίνδυνο κι’ ἄν ἔρθει καταπάνω σου». Καί συνεχίζει ὁ ἅγιος: «Ἀπό καιρό σέ καιρό ἡ ψυχή σου σαλεύει μέ φόβο, τόσο πού νά δειλιάζει κι’ ἀπό ἕναν ἴσκιο. Γιατί ἡ πίστη εἶναι ἐκείνη ἡ δύναμη ἡ νοητή, πού στηρίζει τήν καρδιά στό φῶς τῆς διάνοιας καί πού μέ τή μαρτυρία τῆς συνειδήσεως, δίνει στήν ψυχή πολλή πεποίθηση, ὥστε νά μή φροντίζει ἡ ἴδια γιά τόν ἑαυτό της, ἀλλά νά κρεμάσει στόν Θεό τή φροντίδα της γιά ὅλα, χωρίς νά μεριμνᾶ γιά τίποτα».
Ὁ ἅγιος πού τά λέει αὐτά, δέν τά εἶπε μοναχά, ὅπως κάνουν οἱ περισσότεροι, ἀλλά τά ἔκανε στήν πράξη, γιατί πῆγε κι’ ἀσκήτεψε ἀπό νέος στήν ἔρημό της Μεσοποταμίας, χωρίς νά φροντίσει ὁλότελα γιά τή συντήρησή του, κι’ ὅπως λέει ὁ ἴδιος, δέν στερήθηκε τίποτα σ’ ὅλη τή ζωή του. Καί μάλιστα, σάν τόν πῆραν οἱ χριστιανοί μέ τό στανιό καί τόν κάνανε ἐπίσκοπό της Νινευῆ, δέν πέρασε πολύς καιρός καί γύρισε πίσω στήν ἀγαπημένη τοῦ ἔρημο, κ’ ἐκεῖ τελείωσε τή ζωή του καί «ἐκοιμήθη πλήρης ἡμερῶν».
Ἀλλά, θά μοῦ πεῖ κανείς πώς αὐτά γίνονταν τόν παλαιό καιρό, καί πώς σήμερα δέν ὑπάρχουν ἄνθρωποι μέ τέτοια πίστη. Λοιπόν τόν διαβεβαιώνω πώς ναί. Ὑπάρχουν καί στή σημερινή ἁμαρτωλή καί σαρκική ἐποχή κάποιοι γνήσιοι μαθητάδες τοῦ Χριστοῦ, πού ἀναθέσανε τή φροντίδα τῆς ζωῆς τους στόν Κύριο. Ἐγώ γνωρίζω κάμποσους τέτοιους, κ’ ἔχω πληροφορηθεῖ καί γιά ἄλλους πολλούς. Εἶναι ἀπίστευτο, καί ὅμως εἶναι ἀληθινό.
...
Λέει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος. «Νά μήν ἀδυνατίσει (νά μήν κλονιστεῖ) ἡ πεποίθησή σου (ἡ ἐμπιστοσύνη σου) στόν Προνοητή σου, στόν Θεό. Γιατί τά οἰκονομεῖ ὁ Κύριος κατά θαυμαστό τρόπο, γιά τούς δικούς του ἀνθρώπους. Ἐπειδή καί στήν ἀκατοίκητη ἔρημο ἐξοικονομεῖ ἐκείνους πού κάθονται μέ τήν πεποίθηση σ’ Αὐτόν, κι’ ὄχι στή βοήθεια ἀπό τούς ἀνθρώπους».
( Φώτης Κόντογλου Ἀσάλευτο Θεμέλιο Ἀκρίτας 1996)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου