Δὲν ἁρμόζει οὔτε στὸν Θεὸ οὔτε στὸν
ἄνθρωπο νὰ μάχεται τὸ σατανᾶ μὲ τὰ ἴδια ὄπλα. Ἐνάντια στὴ λογικὴ τοῦ σατανᾶ
πρέπει νὰ μάχεται κανεὶς μὲ τὴν οὐράνια λογική. Νὰ μάχεται ἐναντίον τοῦ ψέματος
μὲ τὴν ἀλήθεια, νὰ μάχεται τὸ μίσος ἐναντίον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, μὲ τὴν ἀγάπη γιὰ
τὸν Θεὸ καὶ μὲ τὴν φιλανθρωπία. Νὰ μάχεται κανεὶς ἐναντίον τῆς ἀπροθυμίας τοῦ
σατανᾶ καὶ τῆς ἔπαρσής του μὲ ταπεινοφροσύνη καὶ πραότητα. Πρέπει νὰ σκεφτοῦμε
πὼς ἂν στὸν σατανᾶ δινόταν ἡ εὐκαιρία νὰ ἐπιλέξει τὸν τόπο τῆς γέννησής του, αὐτός,
χωρὶς ἀμφιβολία, θὰ διάλεγε ἕνα πολυτελὲς κάστρο σὲ κάποιο ἐμφανὲς καὶ ὑψηλὸ
μέρος τοῦ κόσμου. Καὶ αὐτὸ θὰ ταιρίαζε στὴν περήφανη λογική του. Ὁ Ἰησοῦς, ὁ Υἱὸς
τοῦ Ὑψίστου, ὁ Θεός– Λόγος δὲν ἔπραξε ἔτσι.
Ὁ Ἰησοῦς ἐπαινεῖ ὡς μακάριους, ὅσους
νιώθουν τὸν ἑαυτό τους φτωχὸ μπροστὰ στὸν Θεὸ καὶ ὅσους εἶναι πράοι. Στοὺς
πρώτους καὶ ὑποσχέθηκε τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ στοὺς δεύτερους ὑποσχέθηκε
πὼς θὰ κληρονομήσουν τὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς
«πτωχοὺς τῷ πνεύματι», ἐπειδὴ δὲν γεννήθηκε σὲ παλάτι οὔτε σὲ κάποιο ψηλὸ μέρος
τοῦ κόσμου οὔτε κἂν στὴ γῆ, ἀλλὰ κάτω ἀπὸ τὴ γῆ. Γεννήθηκε σὰν ἀμνὸς ἄκακος στὸ
μαντρί.
Ὁ Καίσαρας Ὀκταβιανὸς Αὔγουστος
συντέλεσε στὸ νὰ γεννηθεῖ ὁ Μεσσίας στὴ Βηθλεέμ, ὅπως εἶχε προφητευτεῖ, ἐπειδὴ ἔβγαλε
διάταγμα νὰ ἀπογραφεῖ ὅλη ἡ οἰκουμενικὴ (Λουκ. β´ 1). Αὐτὸ σήμαινε πὼς ἔπρεπε νὰ
ἀπογραφεῖ ὁλόκληρη ἡ αὐτοκρατορία. Δὲν γνωρίζουμε γιὰ ποιὸ λόγο ἦταν ἀπαραίτητη
αὐτὴ ἡ ἀπογραφὴ στὸν αἱμοχαρῆ διάδοχο τοῦ Ἰουλίου Καίσαρα, ἀλλὰ γνωρίζουμε γιὰ
ποιὸ λόγο ἦταν ἀπαραίτητη ἡ ἀπογραφὴ στὸν Θεό. Ἔπρεπε νὰ γίνει, γιὰ νὰ ἔρθει ὁ Ἰωσὴφ
μὲ τὴν κυοφοροῦσα Μαρία ἀπὸ τὴ Ναζαρὲτ στὴ Βηθλεέμ, στὴν πόλη τοῦ προγόνου τοῦ
Δαβίδ. Ὅλα αὐτὰ ἔγιναν, γιὰ νὰ γεννηθεῖ ὁ Μεσσίας σ᾽ αὐτὴ τὴν πόλη, ὅπως ἦταν
ξεκάθαρα γραμμένο. Αὐτὸ ἦταν οὐσιαστικὰ τὸ νόημα τοῦ διατάγματος τῆς ἀπογραφῆς.
Ἄλλο σκέφτεται ὁ ἄνθρωπος καὶ ἄλλο ὁ
Θεός.
Ἡ Ναζαρὲτ εἶναι πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὴν
Βηθλεέμ. Εἶναι πολὺ μακριὰ οἱ δύο πόλεις γιὰ ἐκεῖνο τὸν καιρὸ καὶ γιὰ τὰ τότε
μεταφορικὰ μέσα. Ὁ Ἰωσὴφ ἔπρεπε νὰ περπατάει καὶ νὰ ὁδηγεῖ τὸ γαϊδουράκι, στὸ ὁποῖο
καθόταν ἡ Ἁγία Παρθένος Μαρία, ποὺ κουβαλοῦσε μέσα της τὸν ὥριμο εὐλογημένο
καρπό.
Ἤδη εἶχαν περάσει ἐννιὰ μῆνες ἀπὸ
τὴν εὐχάριστη εἴδηση τοῦ ἀρχαγγέλου, τὴν ὁποία δέχτηκε στὴν Ναζαρέτ. Ἦταν πολὺ
κοντὰ ἡ στιγμὴ τοῦ τοκετοῦ της. Γι᾽ αὐτὸ τὸ λόγο ἔπρεπε νὰ ταξιδεύουν πιὸ σιγά.
Ἔτσι κι ἀλλιῶς ὁ δρόμος διαρκοῦσε τρεῖς μέρες, ἦταν μακρὺς καὶ κουραστικός. Ἀλλὰ
ἔτσι, θὰ ἔπρεπε νὰ ἀποδώσουν «τὰ τοῦ Καίσαρος τῷ Καίσαρι» (Ματθ. κα´ 21) ὅπως ἀργότερα
αὐτὸς ὁ Ἴδιος εἶπε.
Δὲν βρέθηκε γιὰ αὐτοὺς πουθενὰ
μέρος γιὰ διανυκτέρευση, οὔτε σὲ πανδοχεῖο, οὔτε σὲ χάνι, οὔτε σὲ κανένα σπίτι.
Οἱ καλύτερες θέσεις ἦταν κατειλημμένες ἀπὸ Ρωμαίους ἀξιωματούχους, ἀπογραφεῖς
καὶ διερμηνεῖς. Ὅλα τὰ ὑπόλοιπα μέρη ἦταν κατειλημμένα ἀπὸ ψυχὲς ποὺ κατάγονταν
ἀπὸ τὴ γενιὰ τοῦ Δαυΐδ (Λουκ. θ´ 58). Οἱ ἀλεποῦδες ἔχουν καταφύγια καὶ τὰ πουλιὰ
φωλιές, ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὅμως δὲν ἔχει ποῦ νὰ γείρει τὸ κεφάλι (Ματθ. η´
20).
Τὸ μέρος ὅμως ποὺ δὲν βρέθηκε γιὰ
Αὐτὸν ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, βρέθηκε ἀνάμεσα στὰ ζῶα. Βρέθηκε μία ἄδεια
σπηλιά ὄχι μακριὰ ἀπὸ τὴν πόλη, ποὺ δὲν τὴν εἶχε πιάσει κανεὶς καὶ ἤτανε μέρος
γιὰ ἀστέγους.
Στὴν Παλαιστίνη ὑπάρχουν πολλὲς ὡραῖες
πηγές, ποὺ βρίσκουν καταφύγιο ἄνθρωποι ῆ ζῶα, ὅμως καμιὰ σπηλιὰ δὲν εἶναι τόσο
ταπεινή, ὅσο αὐτὴ ἡ σπηλιὰ στὴ Βηθλεέμ. Οἱ σπηλιὲς τοῦ Κολοράντο, σὲ σύγκριση μὲ
ἐκείνη μοιάζουν μὲ παλάτια. Ἡ σπηλιὰ τῆς Βηθλεὲμ βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὴ γῆ. Καὶ
σήμερα γιὰ νὰ τὴν κατέβουμε, πρέπει νὰ περάσουμε ἀπὸ ἀπόκρημνες σκάλες, ποὺ εἶναι
χαραγμένες στὸν βράχο. Εἶναι χαμηλὴ καὶ σκοτεινή, βαθουλωμένη, σὰν ἀπὸ χέρι
γλύπτη, σὲ ἕνα τεράστιο καὶ αἰώνια ἀκίνητο βράχο. Οἱ μοναδικὲς ἀνέσεις της εἶναι
ἡ δροσιὰ ποὺ ἔχει τὸ καλοκαίρι καὶ ἡ ζεστασιὰ τὸν χειμώνα.
Δὲν μποροῦσαν λοιπὸν οἱ βοσκοὶ νὰ
βάλουν ἐκεῖ τὰ κοπάδια τους, ὅπως πολλοὶ πιστεύουν, ἐπειδὴ ἦταν ὑπερβολικὰ
στενή. Ἔβαζαν μόνο γιὰ λίγο καιρὸ μερικὰ νεογέννητα ἀρνάκια καὶ τὶς μάνες τους.
Γι᾽ αὐτὸ τὸν λόγο, ὅπως ἔχει γραφεῖ, στὴν περιοχὴ ἐκείνη πράγματι ὑπῆρχαν
βοσκοί, οἱ ὁποῖοι ὅμως ἔμεναν ἔξω στὴν ὕπαιθρο φυλάγοντας βάρδιες τὴ νύχτα καὶ
τὸ κοπάδι τους (Λουκ. β´ 8). Ἐκείνη λοιπὸν τὴν ἐποχή, ἐπειδὴ ἦταν χειμώνας, τὰ
πρόβατα δὲν εἶχαν ἀρχίσει νὰ γεννοῦν καὶ ἔτσι ἡ σπηλιὰ ἦταν ἄδεια.
Ἐὰν οἱ ἅγιοι φιλοξενούμενοι ἀπὸ τὴ
Ναζαρὲτ ἐρχόντουσαν ἄνοιξη, ὅταν τὰ πρόβατα γεννᾶνε, δὲν θὰ ἔβρισκαν οὔτε αὐτὸ
τὸ μέρος ἄδειο. Καὶ αὐτὸ λοιπὸν ἦταν ἐκ τῶν προτέρων σχεδιασμένο ἀπὸ τὴν οὐράνια
λογική. Σὲ αὐτὸ τὸ ἀσυνήθιστο μέρος γέννησε ἡ παρθένος Μαρία «τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν
πρωτότοκο». Ναί, τὸν πρωτότοκο καὶ τὸν πιὸ ἀγαπημένο, τὸν ἕνα καὶ μοναδικό. Ἐπειδὴγεννώντας
τὸν Ἥλιο θὰ ἦταν ἀστεῖο, ἂν συνέχιζε νὰ γεννάει μετεωρίτες.
Τὸν σπαργάνωσε καὶ τὸν ξάπλωσε σὲ ἕνα
παχνὶ (Λουκ. β´ 7) χωρὶς γιατρό, χωρὶς μαμή, χωρὶς βοηθούς, χωρὶς φάρμακα, χωρὶς
τίποτε ἀπ᾽ αὐτὰ ποὺ ὑπάρχουν στὸν πολιτισμό μας. Σήμερα εἶναι λίγες οἱ μάνες ποὺ
τολμοῦν νὰ γεννήσουν χωρὶς αὐτά. Γέννησε ἐντελῶς ἁπλά, σὰν μιὰ ἁπλὴ γυναίκα τοῦ
χωριοῦ. Μόνη της Τὸν γέννησε χωρὶς κανενὸς τὴ βοήθεια μόνη της Τὸν ἔπλυνε, Τὸν
τύλιξε στὶς πάνες, Τὸν τάισε μὲ γάλα ἀπὸ τὸ στῆθος της, Τὸν ξάπλωσε στὴν φάτνη,
πάνω σὲ ἄχυρα γιὰ νὰ κοιμηθεῖ. Ἐν συνεχείᾳ καὶ μετὰ ἀπὸ προσευχὴ εὐχαριστίας στὸν
Θεό, ξάπλωσε κάτω στὴν γῆ, δίπλα στὴν φάτνη καὶ ξεκουράστηκε.
Ἄραγε αὐτὸ συνέβη τυχαία; Ἦταν τυχαῖο
ποὺ ὁ Μεσσίας, ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου γεννήθηκε σὲ αὐτὸ τὸ σκοτεινὸ βράχο;
Ἆραγε αὐτὸ συνέβη τυχαία; Ἦταν τυχαῖο ποὺ ὁ
Μεσσίας, ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου γεννήθηκε σὲ αὐτὸ τὸ σκοτεινὸ βράχο; Δὲν ἦταν
τυχαῖο. Δὲν ὑπάρχει κανένα τυχαῖο γεγονὸς στὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ. Κατὰ τὴ διάρκεια
τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας ἐμφανίστηκαν ἀντίχριστοι, οἱ ὁποῖοι ἰσχυρίστηκαν πὼς
ὁ Χριστὸς οὔτε ποὺ γεννήθηκε. Αὐτὴ ὅμως ἡ πέτρινη σπηλιὰ ἀποδεικνύει πὼς αὐτοὶ
ψεύδονται. Ἐπειδὴ ὅλα τὰ πανδοχεῖα καὶ ὅλα τὰ χάnια στὴν Βηθλεέμ, τῶν ὁποίων ὁ Ἰωσὴφ
χτύπησε τὴν πόρτα ζητώντας μέρος γιὰ διανυκτέρευση, σήμερα δὲν ὑπάρχουν, οὔτε ἕνα
σπίτι, οὔτε ἕνας τοῖχος! Μὲ τὸν καιρὸ ὅλα καταστράφηκαν καὶ χάθηκαν στὴ σκόνη.
Ἂν δηλαδὴ ὁ Χριστὸς γεννιόταν σὲ κάποιο
πανδοχεῖο, ποὺ ἀργότερα καταστράφηκε, οἱ ἀντίχριστοι θὰ διέδιδαν προπαγανδιστικὰ
τὴν πληροφορία πὼς αὐτὸς δὲν γεννήθηκε ποτέ. Ἡ σπηλιὰ ὅμως στέκεται ἄθικτη, ἀπείραχτη,
μαρτυρώντας τὴν γέννησή Του. Δὲν γεννήθηκε δηλαδὴ τυχαία σὲ σπηλιά, ἀλλὰ λόγῳ οὐράνιας
λογικῆς. Ὅταν λοιπὸν ὁ Θεὸς δημιούργησε τὴν γῆ καὶ τῆς ἔδωσε μορφή, ἔδωσε μορφὴ
καὶ σ᾽ αὐτὴ τὴν σπηλιά, ποὺ τὴν προόριζε γιὰ λίκνο τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ Του.
Ἂν κάποιος τώρα ἐνδιαφέρεται νὰ δεῖ
πῶς ἦταν ὁ υἱὸς τῆς Παρθένου Μαρίας, αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ τὸ ξέρουμε. Ὑπάρχει ὅμως
μία διήγηση γιὰ τὸν βασιλιὰ Δαβίδ, ποὺ μᾶς διαφωτίζει γιὰ τὸ πὼς ἦταν τὸ
πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἡ διήγηση λέει: ὅταν ὁ Δαβὶδ ἦταν νεαρὸς καὶ βοσκοῦσε τὰ
πρόβατα γύρω ἀπὸ τὴν Βηθλεέμ, κατέβηκε μία ζεστὴ μέρα σὲ ἐκείνη τὴν ἴδια
σπηλιά, ὅπου ἀργότερα γεννήθηκε ὁ Ἰησοῦς. Κατέβηκε γιὰ νὰ ξεκουραστεῖ καὶ νὰ
δροσιστεῖ. Ὅταν κοιμήθηκε, αἰσθάνθηκε κάτι φοβερὸ νὰ τὸν σφίγγει καὶ νὰ τὸν
πνίγει. Ξύπνησε καὶ τί εἶδε; Ἕνα φοβερὸ φίδι εἶχε τυλιχτεῖ γύρω ἀπὸ τὰ χέρια καὶ
τὰ πόδια του καὶ εἶχε ἀνοίξει τὰ σαγόνια του, γιὰ νὰ τὸν δαγκώσει. Μὲ θανάσιμο
φόβο φώναξε ὁ Δαυίδ: Κύριε, σῶσε με! Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἐμφανίστηκε στὴ σπηλιὰ ἕνα
παιδὶ ἀπερίγραπτης ὀμορφιᾶς, ντυμένο μὲ λευκὰ ροῦχα, φωτεινὸ σὰν τὸν ἥλιο. Ἔβαλε
τὸ χέρι του πάνω στὸ φίδι καὶ τὸ φίδι ἔφυγε ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Δαβὶδ καὶ ἐξαφανίστηκε.
Τὸ παιδὶ κοίταξε μὲ ἠρεμία τὸν Δαβὶδ καὶ τοῦ εἶπε: Μὴ φοβᾶσαι! Αὐτὸ τὸ βλέμμα,
αὐτὴ ἡ φωνὴ καὶ αὐτὴ ἡ μορφὴ ἔμεινε γιὰ πάντα χαραγμένη βαθιὰ στὴν ψυχὴ τοῦ
Δαβίδ, ποὺ τότε ἦταν βοσκὸς καὶ ἀργότερα ἔγινε βασιλιὰς καὶ ψαλμωδός. Πολλὰ
χρόνια ἀργότερα ὁ Δαβίδ ἐξέφρασε τὴν ἀνάμνηση τῆς εἰκόνας ἐκείνου τοῦ παιδιοῦ
στὸν ψαλμὸ ΜΕ´ ὅπου λέει: ἐσὺ εἶσαι ὁ πιὸ ὡραῖος ἀνάμεσα στοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων,
ἡ εὐλογία ρέει ἀπὸ τὸ στόμα σου, ἐπειδὴ σὲ εὐλόγησε ὁ Θεὸς αἰώνια.
Ἁγ. Νικολάου Ἀχρίδος
(Βελιμίροβιτς)
«Ὁ Μόνος Φιλάνθρωπος»- ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ,
ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/νίκη
2012, σελ. 17-19
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου