Ο Γρηγόριος έφθασε στην ακρότητα της πράξεως και της θεωρίας, περισσότερο από τoν καθένα. Λοιπόν, ο τρισόλβιος εκάθισε σε έναν τόπον στον ιερόν Άθω, αθόρυβο και απλησίαστο και, αφού ανέβη επάνω από κάθε αισθητόν και κάθε σύγχυση (ας χρησιμοποιήσω για τoν εαυτόν του τα λόγια τα ιδικά του), δίδεται όλος στην νοεράν επιστροφή και εστίαση της προσοχής στoν έσω άνθρωπον, ή μάλλον στην επιστροφήν όλων των δυνάμεων της ψυχής προς τον νου, πράγμα θαυμαστόν και να το λέγη κανείς. Και σπεύδει να αποπλύνη με το πένθος, το αποκρουστικόν προσωπείον το οποίο του προξένησε η περιπλάνησις στα γήινα. Και αφού ηνάγκασε σε περιορισμό με βίαν ισχυρά το πολυπόρευτον της διανοίας του, συνάπτεται με την Θεαρχικήν Τριάδα δια της συνεπτυγμένης και νοεράς προσευχής, και έκαμε το μοναδικόν του νου τριαδικόν, αν και δεν έπαυε να είναι ενιαίον. Καρτερώντας δε επί πολύν χρόνο στην κατάστασιν αυτή την γεννητικήν των απορρήτων μυστηρίων, και καθαρίζοντας όλο και περισσότερο τoν εαυτόν του, τoν αποσπογγίζει από κάθε δαιμονικήν επήρεια, αλλά και τoν απαλλάσσει από κάθε τι επίκτητο, έστω και αν αυτό είναι από τα πλέον αθώα και δεν ρυπαίνει τoν νου.
Αφού λοιπόν, κατά τον θείον Μάξιμον, ανήλθε όχι μόνον επάνω από τα πάθη, αλλά και επάνω από τους λόγους περί παθών, ούτε επάνω μόνον από την φύση, αλλά και επάνω απo τους λόγους της φύσεως, ούτε επάνω γενικώς από oσα νοητά δεν υπερβαίνουν την φαντασία, αλλά και από τους λόγους των, δέχεται στην καρδία του τoν ενυπόστατον φωτισμό της θείας χάριτος, και έτσι ευρίσκει μέσα του άλλον ουρανόν και άλλον ήλιον και την νοητήν σιγήν, η οποία επακολουθεί, φυσικώς στην κατάστασιν αυτή, την οποίαν ο Απόστολος Ιούστος ονομάζει ιεράν αφθεγξίαν, κατα την οποίαν ενεργείται ο λεγόμενος εγκάρδιος και εκπληκτικός έρως, όπως λέγει ο θείος Σιναϊτης Γρηγόριος. Με αυτήν την εσωτερικήν εργασίαν οδεύοντας μέσα στην οδό του θείου φωτός, αρπάζεται και αυτός όπως ο Παύλος, όχι μόνον κατά τον νου και τις άλλες ψυχικές δυνάμεις, αλλά και κατ’ αυτήν την αίσθησιν, (πλήν της αναπνοής) με μίαν ολικήν και υπερφυσικήν αρπαγή, κατά την οποίαν γεννάται ο προς τον Κύριον εκστατικός έρως, όπως λέγει ο αυτός Σιναϊτης Γρηγόριος. Και ύστερα ανεβαίνει σε όρη αιώνια, ή ανάγεται όχι με την φαντασία της διανοίας αλλά με μίαν απόρρητο δύναμη του Πνεύματος, «είτε εν σώματι είτε εκτός του σώματος» μη γνωρίζων. Και, ω του θαύματος, γίνεται θεατής των υπερκοσμίων, όπου ακούει αλάλητα ρήματα, πράγμα το οποίο δεν ημπορεί να φανερωθή ή να εκφρασθή και να επιτευχθή.
Ακολούθως δε, αφού έφθασε στον υπέρφωτο γνόφο της θείας πηγής, όπως λέγει ο κρυφιομύστης Διονύσιος, όπου είναι κεκαλυμμένα τα απλά και απόλυτα και άτρεπτα μυστήρια της θεολογίας, καταξιώνεται να ιδή και να γνωρίση διά μέσου της αβλεψίας και της αγνωσίας τον «υπέρ θέον και γνώσιν» με το να μην ιδή και να μη γνωρίση. Διότι αυτό είναι η πραγματική όρασις και γνώσις. Και για να μιλήσω συνοπτικά, μένει όλος άνθρωπος κατά την ψυχή και το σώμα στην φύση, αλλά γίνεται όλος Θεός κατά την ψυχή και το σώμα με την απειρόδωρο χάρη της θεώσεως, όπως λέγει ο θεοφόρος Μάξιμος: «ηνώθη με τον κατά φύσιν Θεόν και εγνώρισε τόσο τον γινωσκόμενον, όσον είχε γνωρισθή αυτός από εκείνον που γνωρίζει τα πάντα».
Ο άγιος Νικόδημος για τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου