ΙΕΡΕΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Δος μου κι εμένα άνεση, Παναγιά μου,
πριν ν’ απέλθω και πλέον δεν θα υπάρχω.(Αλεξ. Παπαδ.)

Κυριακή, Ιανουαρίου 19, 2020

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟΥ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ(+19 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ)


Ἡ μεγάλη καὶ ὑπεράνθρωπη ἄσκησή του τὸν ἔκαμε ἀπαθῆ ἀλλὰ καὶ ἀγαπητὸ στὸ Θεὸ ποὺ τοῦ ἔδωσε πολλὰ χαρίσματα. καὶ τὴ δύναμη τῆς θαυματουργίας νὰ διώχνει τοὺς δαίμονες ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Γιὰ τοῦτο μιὰ μέρα τὸ πνεῦμα τῆς κενοδοξίας, γιὰ νὰ τὸν βγάλει ἀπὸ κελί του καὶ νὰ τὸν ρίξει, τοῦ ἔβαλε τὸ λογισμὸ νὰ πάει στὴ Ρώμη νὰ θεραπεύσει τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ὑπέφεραν ἀπὸ διάφορες ἀσθένειες. Ἔτσι μέρα νύχτα τὸν ἐβίαζεν ἀσταμάτητα ὁ δαίμονας διὰ τοῦ λογισμοῦ, ἀλλὰ ὁ ἅγιος ἐναντιονώταν καὶ δὲν ἤθελε νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ κελί του. Ξάπλωσε κάτω στὴ γῆ κοντὰ στὴ θύρα καὶ ἅπλωσε τὰ πόδια του πρὸς αὐτὴ λέγοντας: σύρετέ με δαίμονες, γιατί ἐγὼ δὲ βγαίνω νὰ πάω σὲ ἄλλο μέρος προτιμῶ νὰ εἶμαι ἐδῶ ξαπλωμένος παρὰ νὰ σᾶς ἀκολουθήσω. Κατὰ τὸ βράδυ σηκώθηκε, ἀλλὰ πάλιν ὁ λογισμὸς τὸν ἐνοχλοῦσε.
Τότε γέμισε ἕνα ζεμπίλι δυὸ μόδια ἄμμο καὶ φορτώνοντάς το στὴ ράχη του γύριζε μέσα στὴν ἔρημο γιὰ νὰ περνᾶ ὁ λογισμός. Σ’ αὐτὴ τὴ κατάσταση τὸν συνάντησε ὁ Εὐσέβιος ὁ Ἀντιοχέας, ὁ λεγόμενος κοσμήτωρ καὶ τὸν ρώτησε. τί σηκώνεις, Ἀββᾶ, ἄφησε νὰ πάρω ἐγὼ τὸ φορτίο, δὲν κάνει γιὰ σένα νὰ βασανίζεσαι. Καὶ ὁ Ὅσιος ἀπάντησε. Ἐγὼ βασανίζω ἐκεῖνον ποὺ μὲ βασανίζει, γιατί ἂν μείνω ἥσυχος θὰ μὲ δουλώσει σὲ δρόμους ξενιτειᾶς. ΄Ἔτσι μὲ τὸν τρόπο αὐτό, τοῦ βασανισμοῦ τοῦ σώματος, καταπαυσε τὸ λογισμὸ τῆς ἀναxώρησης.
Μιὰ ἄλλη φορά ὁ Ἀββᾶς αὐτὸς πεθύμησε νὰ φάει σταφύλια φρέσκα. τὴν ὥρα ἐκείνη κάποιος ἀδελφὸς ἔτυχε νὰ τοῦ στείλει ὡραία καὶ φρέσκα σταφύλια. ΄Ὅμως γιὰ νὰ βασανίσει τὴν ὄρεξή του τὰ πῆρε καὶ τὰ ἔδωσε σὲ ἄλλο ἀδελφὸ ποὺ ἦταν ἄρρωστος στὸ στρῶμα καὶ εἶχε καὶ αὐτὸς τὴ ἐπιθυμία νὰ φάει σταφύλια, ὁ ὁποῖος ὅταν τὰ εἶδε χάρηκε πολὺ ἀλλά, χωρὶς καθόλου νὰ τὰ ἀγγίσει διάταξε καὶ τὰ ἔδωσαν σὲ ἄλλο ἀδελφό, προσποιούμενος πὼς δὲν τὰ ἐπιθυμοῦσε. Ἄλλα καὶ ὁ ἄλλος ἀδελφός, παρ’ ὅλο ποὺ ἦταν στερημένος ἀπὸ φροῦτα τὰ ἔστειλε σ’ ἄλλον ἀδελφό. Ἔτσι τὰ σταφύλια αὐτὰ ἔκαμαν τὸ γύρο σὲ πολλοὺς ἀδελφοὺς καὶ κανένας δὲν τὰ ἔφαγε καὶ γύρισαν πάλιν στὸ Μακάριο ποὺ ἦταν τὰ εἶδε δόξασε τὸ Θεὸ γιὰ τὴ ἐγκράτεια τῶν ἀδελφῶν, χωρὶς καὶ αὐτὸς νὰ τὰ δεχτεῖ γιὰ τελείαν ταπείvωση τοῦ διαβόλου.

Ὁ Παφνούτιος ὁ μαθητὴς τοῦ ἁγίου Μακαρίoυ μᾶς διηγήθηκε καὶ τὸ ἑξῆς: «Μιὰ μέρα ἐνῶ προσευχόταν στὸ προαύλιο τοῦ κελιοῦ του ἔφθασε μιὰ λύκαινα μὲ τὸ μικρό της ποὺ ἦταν τυφλό. Μὲ τὸ κεφάλι της κτύπησε τὴ θύρα τοῦ κελιοῦ, ἄνοιξε καὶ μπῆκε μέσα ρίχνοντας τὸ μικρό της στὰ πόδια τοῦ ἁγίου. Ὁ δὲ Μακάριος πῆρε τὸ μικρὸ στὰ χέρια του καὶ ἔφτυσε χάμω καὶ μὲ τὸν πηλὸ ἔχρισε τὰ μάτια τοῦ κουταβιοῦ κάνοντας εὐχή. Ἀμέσως ἄνοιξαν τὰ μάτια τοῦ ζώου, τὸ πῆρε ἡ λύκαινα καὶ ἔφυγε. Τὴν ἄλλη μέρα, γύρισε ἡ λύκαινα φέρνοντας στὸ Μακάριο ἕνα μεγάλο δέρμα προβάτου. Τότε ὁ Μακάριος ρώτησε τὴ λύκαινα μήπως ἔφαγε τὸ ζῶο κανενὸς φτωχοῦ καὶ ἔκαμε ἀδικία· ἐγώ, τῆς λέει, δὲν τὸ δέχομαι. Τὸ ζῶο ἔσκυβε τὸ κεφάλι καὶ γονάτισε ρίχνοντας τὸ δέρμα στὰ πόδια τοῦ ἁγίου. Ἔγινε ἀρκετὸς διάλογος Μακαρίου καὶ λύκαινας μέχρι ποὺ ἡ λύκαινα ἔπεισε τὸ Μακάριο ὅτι δὲν ἔκαμε καμιὰ ἀδικία καὶ μόνο τότε τὸ δέχτηκε.
Γιὰ τὸ δέρμα ἐκεῖνο, ἔλεγε ἡ Ὁσία Μελανή, ὅτι τὸ πῆρε ἀπὸ τὸ Μακάριο καὶ τὸ ὀνόμασε «δῶρο τῆς λύκαινας». Καὶ δὲν εἶναι παράδοξο γιὰ ἕνα δοῦλο τοῦ Θεοῦ, ποὺ σταύρωσε τὸν ἑαυτό του γιὰ τὸν κόσμο καὶ ἔγινε οὐράνιος, νὰ εὐεργετηθεῖ ἀπὸ ἕνα ἄγριο ζῶο. Ἐκεῖνος ποὺ ἔδωκε διαταγὴ στὰ λιοντάρια νὰ φυλάξουν σῶο το Δανιήλ, ἔδωσε καὶ τὴ σύνεση στὴ λύκαινα νὰ καταφύγει στὸν ἅγιο Μακάριο.
Πρέπει, νομίζω, πρὶν τελειώσω νὰ περιγράψω καὶ τὸ εἶδος τοῦ ἁγίου καθὼς τὸν εἶδα ὁ ἴδιος μὲ τὰ μάτια μου. Ἦταν λίγο κυρτὸς καὶ μὲ πολὺ λίγο γένι, γιατί ἀπὸ τὴ μεγάλη ἄσκηση δὲ φύτρωναν οἱ τρίχες.
Μιὰ μέρα ἀνάφερα στὸν Ὅσιο ὅτι βρίσκoμαι σὲ μεγάλη ἀμέλεια καὶ μὲ συγχύζουν οἱ λογισμοί μου καὶ μοῦ λέγουν ὅτι ἐσὺ ἐδῶ δὲν κατορθώνεις τίποτα, τί κάθεσαι; Φεῦγε ἀπὸ τὸν τόπον αὐτό. Καὶ μοῦ ἀπάντησε. Ὅταν σοῦ ἔρχονται τέτοιοι λογισμοὶ γιὰ φυγή, λέγε σ’ αὐτοὺς ὅτι ἐγὼ γιὰ τὸ Χριστὸ μένω καὶ φυλάγω τοὺς τοίχους τούτους.



Από το Λαυσαϊκόν

Δεν υπάρχουν σχόλια: