Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Κυριακῇ Πρώτῃ τῶν Νηστειῶν, ἀνάμνησιν ποιούμεθα τῆς ἀναστηλώσεως τῶν ἁγίων καὶ σεπτῶν Εἰκόνων γενομένης παρὰ τῶν ἀειμνήστων αὐτοκρατόρων Κωνσταντινουπόλεως, Μιχαὴλ Γ΄ (842-867 μ.Χ.) καὶ τῆς μητρὸς αὐτοῦ Θεοδώρας ἐπὶ τῆς πατριαρχείας τοῦ ἁγίου καὶ ὁμολογητοῦ Μεθοδίου (842-846 μ.Χ.).
Ο Λέων ο Γ΄ ο Ίσαυρος (717-741 μ.Χ.) κατά παραχώρηση Θεού, από γεωργός και μουλαράς έγινε αυτοκράτορας της Κωνσταντινουπόλεως. Τότε ήταν Πατριάρχης στο πηδάλιο της Εκκλησίας ο άγιος Γερμανός. Τον κάλεσε, λοιπόν, ο αυτοκράτορας και του είπε: «Νομίζω, δέσποτα, ότι οι εικόνες δε διαφέρουν σε τίποτε από τα είδωλα. Δώσε, λοιπόν, εντολή να τις πετάξουν όσο γίνεται γρηγορότερα. Κι αν οι μορφές των αγίων είναι αληθινές, δώσε εντολή να τις κρεμάσουν ψηλότερα, για να μην τις ασπαζόμαστε με τα αμαρτωλά χείλη μας και τις μολύνουμε».
Ο Πατριάρχης έκανε ό,τι μπορούσε για να αποτρέψει το βασιλιά από μια τέτοια μιαρή πράξη. «Μη, βασιλιά, του είπε, μην κάνεις εσύ κάτι τέτοιο. Έχουμε ακούσει ότι θα παρουσιαστεί κάποιος με το όνομα Κόνων, ο οποίος θα κινηθεί με λύσσα εναντίον των αγίων εικόνων. Μην το κάνεις όμως εσύ». Τότε ο βασιλιάς του απάντησε: «Εγώ, όταν ήμουν μικρό παιδί, είχα το όνομα Κόνων». Επειδή όμως ο Πατριάρχης με κανέναν τρόπο δεν έδινε τη συγκατάθεσή του για την απομάκρυνση των εικόνων, ο Λέων τον εξόρισε και στη θέση του έβαλε για Πατριάρχη τον ομόφρονό του εικονομάχο Αναστάσιο (730-753 μ.Χ.) Έτσι ο αυτοκράτορας ξεκίνησε τον ανίερο πόλεμό του κατά των αγίων εικόνων. Λέγεται, μάλιστα, ότι το μίσος αυτό κατά των εικόνων του το έσπειραν στην ψυχή οι Εβραίοι. Αυτοί με κάποια μαγικά τερτίπια του προείπαν ότι θα γίνει βασιλιάς και ζήτησαν ως ανταμοιβή τον πόλεμο κατά των εικόνων. Ο Λέων είχε πολλές σχέσεις μαζί τους, όταν ακόμα σαν φτωχός μουλαράς αγωνιζόταν να κερδίσει τα προς το ζην.
Όταν εκείνος (ο Λέων) πέθανε κακήν κακώς, έγινε διάδοχός του στο θρόνο ο γιος του, ο Κωνσταντίνος ο Κοπρώνυμος (741-775 μ.Χ.). Αυτό ήταν πιο σκληρός κι απάνθρωπος απ’ τον πατέρα του. Κι έγινε διάδοχός του όχι μόνο στο θρόνο, αλλά και στη μανία κατά των εικόνων. Δεν υπάρχει, βέβαια, λόγος να πούμε τι και πόσα έκανε κι αυτός ο παράνομος εναντίον της Εκκλησίας! Όταν πέθανε κι αυτός με τρόπο χειρότερο απ’ τον πατέρα του, έγινε βασιλιάς ο γιος του ο Λέων ο Δ΄ (775-780 μ.Χ.), τον οποίο απέκτησε με την γυναίκα του τη Χαζάρρα. Κι όταν πλέον πέθανε κι αυτός κακήν κακώς, έλαβε τα ηνία του κράτους η Ειρήνη (797-802 μ.Χ.) με τον γιο της Κωνσταντίνο (780-797 μ.Χ.). Αυτοί καθοδηγούμενοι από τον αγιότατο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως τον Ταράσιο, συγκάλεσαν την Εβδόμη Οικουμενική Σύνοδο, η οποία ετάχθη υπέρ των αγίων εικόνων κι έτσι η Εκκλησία του Χριστού απέκτησε και πάλι τις ιερές εικόνες της. Μετά απ’ αυτούς έγινε αυτοκράτορας ο Νικηφόρος (802-811 μ.Χ.), ο καλούμενος «από Γενικού», έπειτα ο Σταυράκιος ο γιος του (811 μ.Χ.) και κατόπιν ο Μιχαήλ Ραγκαβές (811-813 μ.Χ.). Αυτοί δεν ήταν εικονομάχοι. Σέβονταν τις άγιες εικόνες. Το Μιχαήλ όμως τον διαδέχτηκε στο θρόνο ο θηριώνυμος και θηριώδης Λέων ο Αρμένιος (813-820 μ.Χ.) Αυτός δυστυχώς ξεγελάστηκε με δόλο από κάποιο δυσσεβή έγκλειστο μοναχό. Έτσι ξεκίνησε η δεύτερη εικονομαχία, με αποτέλεσμα να βρεθεί και πάλι η εκκλησία του Χριστού χωρίς το κόσμημά της, γιατί με μανία πετούσαν και κατέστρεφαν τις ιερές εικόνες. Εκείνον τον διαδέχθηκε ο Μιχαήλ ο Αμοραίος (820-829 μ.Χ.), κι αυτόν ο πιο φοβερός πολέμιος των εικόνων, ο Θεόφιλος. Τούτος ξεπέρασε όλους τους προηγούμενους και πολέμησε με λύσσα πραγματική εναντίον των εικόνων. Αυτός, λοιπόν, ο Θεόφιλος πολλούς από τους αγίους Πατέρες τους βασάνισε με μύρια βασανιστήρια και τιμωρίες, επειδή σέβονταν τις σεπτές εικόνες. Ωστόσο σαν βασιλιάς φρόντισε πολύ να υπάρχει δικαιοσύνη ανάμεσα στο λαό. Λέγεται, μάλιστα, ότι κάποτε έβαλε ανθρώπους να ρωτήσουνε μέσα στην πόλη αν υπάρχει κανείς, ο οποίος να αδικείται από κάποιο συνάνθρωπό του. Και κράτησε η έρευνα αυτή για πολλές ημέρες, αλλά δε βρέθηκε κανένας.
Αυτός, λοιπόν, κυβέρνησε δώδεκα χρόνια. Κάποτε όμως αρρώστησε από δυσεντερία και κινδύνευε να πεθάνει. Μάλιστα το στόμα του άνοιξε τόσο πολύ, ώστε φαίνονταν τα σπλάχνα του! Η αυτοκράτειρα Θεοδώρα βρισκόταν κοντά του περίλυπη για την δεινή θέση του συζύγου της. Σ’ αυτή την κατάσταση την πήρε για λίγο ο ύπνος. Τότε είδε σε όνειρο την άχραντο Θεοτόκο να κρατάει ως βρέφος στην αγκαλιά της τον προαιώνιο Θεό, τον Κύριό μας Ιησού Χριστό και να περιστοιχίζεται από λαμπροφορεμένους αγγέλους, ενώ τον άνδρα της Θεόφιλο τον έδερναν και τον ονείδιζαν οι άγγελοι. Έφυγε όμως ο ύπνος από τα βλέφαρά της κι ο Θεόφιλος σε λίγο ανάσανε και φώναξε: «Αλίμονο σε μένα τον άθλιο! Για τις άγιες εικόνες βασανίζομαι». Αμέσως η βασίλισσα έβαλε πάνω του μια εικόνα της Θεοτόκου κι άρχισε να προσεύχεται σ’ αυτήν με δάκρυα για τον άνδρα της. Ο Θεόφιλος, παρ’ όλο που βρισκόταν σ’ αυτή την κατάσταση, όταν είδε κάποιον από τους παρισταμένους να έχει πάνω του κρεμασμένη μια μικρή εικόνα (εγκόλπιο), την άρπαξε και την καταφιλούσε. Κι αμέσως εκείνο το στόμα που είχε φρυάξει κατά των αγίων εικόνων, κι εκείνος ο λάρυγγας που είχε ανοίξει τόσο αναίσχυντα, επανήλθαν στη φυσική τους κατάσταση. Σε λίγο μάλιστα ο άρρωστος ηρέμησε από τη βασανιστική κατάσταση, στην οποία ζούσε, και κοιμήθηκε. Ομολόγησε κατόπιν ότι είναι πράγμα καλό και άγιο να σεβόμαστε και να τιμούμε τις ιερές εικόνες. Τότε η βασίλισσα έβγαλε από κιβώτιά της, όπου είχε κρυμμένες, τις σεπτές και άγιες εικόνες κι έκανε τον άνδρα της Θεόφιλο να τις τιμά με την καρδιά του και να τις σέβεται.
Σε λίγο καιρό όμως ο Θεόφιλος πέθανε. Τότε η Θεοδώρα με βασιλικό πρόσταγμα ελευθέρωσε όλους όσους βρίσκονταν σε φυλακές και σε εξορίες εξ αιτίας των αγίων εικόνων. Ύστερα έδιωξε από τον πατριαρχικό θρόνο τον Ιωάννη τον Ζ΄ (836-846 μ.Χ.), ο οποίος μάλλον θα έπρεπε να λέγεται δαιμονιάρχης[1] και μαντιάρχης παρά Πατριάρχης! Στη θέση του μπήκε ο ομολογητής του Χριστού Μεθόδιος, ο οποίος προηγουμένων είχε υποστεί πολλά βασανιστήρια για τις ιερές εικόνες, μέχρι που τον έκλεισαν και ζωντανό μέσα στον τάφο!
Και ενώ γίνονταν αυτά στη Βασιλεύουσα, ο μέγας ασκητής Ιωαννίκιος δέχθηκε μια θεϊκή επίσκεψη στο όρος του Ολύμπου της Βιθυνίας, όπου ασκήτευε. Τον επισκέφτηκε ο μέγας ασκητής Αρσαάκιος και του είπε: «Με έστειλε ο Θεός, για να πάμε μαζί στον οσιότατο μοναχό Ησαΐα, που ζει έγκλειστος στη Νικομήδεια. Σκοπός της επισκέψεώς μας είναι να τον ρωτήσουμε, ποια είναι αρεστά στο Θεό και ωφέλιμα για την Εκκλησία Του». Έφθασαν στον οσιότατο Ησαΐα κι εκείνος τους είπε: «Αυτά λέει ο Κύριος “Έφθασε το τέλος εκείνων που πολεμούν την εικόνα μου”. Εσείς να πάτε στη βασίλισσα Θεοδώρα και τον Πατριάρχη Μεθόδιο και να τους πείτε “Καθαιρέστε όλους τους ανίερους κληρικούς (εικονομάχους), και μαζί με τους αγγέλους να μου προσφέρετε θυσία σεβόμενοι τον Τίμιο Σταυρό και την αγία Εικόνα μου”».
Όταν άκουσαν αυτά, πήγαν στην Κωνσταντινούπολη. Βρήκαν τον Πατριάρχη Μεθόδιο κι όλους τους εκλεκτούς του Θεού και τους ανήγγειλαν όσα είπε ο οσιότατος Ησαΐας. Όλοι μαζί τότε επισκέφτηκαν τη βασίλισσα και της είπαν τα πάντα. Τη βρήκαν σύμφωνη σε όλα, γιατί αυτή από μικρό παιδί ήταν φιλόθεη και ευσεβής κι έτσι είχε κατηχηθεί από τους προγόνους της. Αμέσως, λοιπόν, η βασίλισσα έβγαλε την εικόνα της Θεοτόκου, που είχε κρεμασμένη στο λαιμό της και την ασπαζόταν μπροστά σε όλους λέγοντας: «Ο κάθε Χριστιανός πρέπει να προσκυνά τις άγιες εικόνες και να τις ασπάζεται σχετικώς, δηλ. ανάγοντας την τιμή στο πρωτότυπο. Δεν τις προσκυνάμε λατρευτικώς, σαν να είναι θεοί, αλλά σαν εικόνες των αρχετύπων εξ αιτίας του πόθου και της αγάπης μας. Όποιος δεν κάνει έτσι, να είναι αναθεματισμένος». Τα λόγια της βασίλισσας έδωσαν σε όλους απέραντη χαρά. Τότε ζήτησε κι αυτή απ’ τους αγίους του Θεού να κάνουν όλοι δέηση για τον άνδρα της τον Θεόφιλο που είχε πεθάνει. Τότε εκείνοι, παρ’ ότι μέσα τους δεν ήταν σύμφωνοι, βλέποντας τη μεγάλη πίστη της βασίλισσας δέχθηκαν να προσευχηθούν για τον εικονομάχο Θεόφιλο.
Ο Πατριάρχης Μεθόδιος συγκέντρωσε όλο τον κλήρο και το λαό και τους αρχιερείς του Θεού στη Μεγάλη Εκκλησία. Μαζί με το ποίμνιό του ήταν κι αυτό ο ίδιος ο Πατριάρχης. ανάμεσά τους ήταν και οι θαυμάσιοι εκείνοι ασκητές από τον Όλυμπο της Βιθυνίας, δηλαδή ο μέγας Ιωαννίκιος, ο Αρσάκιος και ο Ναυκράτιος. Επίσης ήταν οι μαθητές του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου, οι ομολογητές και Γραπτοί,[2] ο Θεόδωρος δηλαδή και ο Θεοφάνης του Μεγάλου Αγρού, επίσης ο Μιχαήλ ο Αγιοπολίτης και Σύγκελλος και πλήθος άλλοι. Όλοι αυτοί έκαναν ολονύχτια προσευχή στο Θεό για το Θεόφιλο και δέηση μετά δακρύων. Κι αυτό όχι μόνο μία μέρα και δύο, αλλά όλη την πρώτη εβδομάδα των νηστειών. Το ίδιο έκανε και η βασίλισσα μαζί με άλλες γυναίκες και τον υπόλοιπο λαό.
Ενώ συνέβαιναν αυτά και ξημέρωνε το πρωί της Παρασκευής, η βασίλισσα Θεοδώρα αποκοιμήθηκε για λίγο. Στον ύπνο της της φάνηκε ότι βρέθηκε κοντά στον κίονα του Σταυρού και περνούσαν από εκεί κάποιοι με πολλή φασαρία, κρατώντας διάφορα εργαλεία από αυτά που κάνουν βασανιστήρια. Ανάμεσά τους είχαν δεμένον πισθάγκωνα και το βασιλιά Θεόφιλο. Η βασίλισσα τον αναγνώρισε και τους ακολούθησε. Όταν έφθασαν στη Χαλκή Πύλη, είδε έναν άνθρωπο με όψη υπερφυσική, που καθόταν μπροστά στην εικόνα του Χριστού. Απέναντι από τον άνθρωπο αυτό έστησαν το βασιλιά Θεόφιλο. Η βασίλισσα έσκυψε κι έπιασε τα πόδια του και τον παρακαλούσε για τον άνδρα της το Θεόφιλο. Εκείνος, όταν άνοιξε το στόμα του, είπε προς αυτήν: «Πολύ μεγάλη είναι η πίστη σου γυναίκα! Να ξέρεις, λοιπόν, ότι εξ αιτίας των δακρύων σου και εξ αιτίας της πίστεώς σου κι ακόμη εξ αιτίας των προσευχών σου και των δεήσεων των δούλων μου και των ιερέων μου, δίνω τη συγχώρηση στον άνδρα σου Θεόφιλο». Έπειτα απευθυνόμενος σ’ εκείνους που τον είχαν φέρει, είπε: «Λύστε τον και δώστε τον στη γυναίκα του». Κι η βασίλισσα τον πήρε κι έφυγε με χαρά και αγαλλίαση. Και τότε αμέσως ξύπνησε. Αυτά είδε η βασίλισσα Θεοδώρα.
Ο Πατριάρχης Μεθόδιος πάλι, ενώ γινόταν οι προσευχές και οι δεήσεις για το Θεόφιλο, πήρε ένα άγραφο χαρτί κι έγραψε πάνω σ’ αυτό τα ονόματα όλων των αιρετικών βασιλέων. Τελευταίο έγραψε και το όνομα του Θεόφιλου. Κατά την Παρασκευή βλέπει κι αυτός έναν άγγελο φοβερό να μπαίνει στο Μεγάλο Ναό. Τον πλησίασε, όπως λένε, και του είπε: «Εισακούσθηκε, Επίσκοπε, η προσευχή σου, και πήρε συγχώρηση ο βασιλιάς Θεόφιλος. Μην ξαναενοχλήσεις, λοιπόν, γι’ αυτόν το Θεό από εδώ και πέρα». Ο Πατριάρχης τότε θέλησε να διαπιστώσει αν είναι αληθινό το όραμα. Κατέβηκε, λοιπόν, από το θρόνο του και πήγε στην Αγία Τράπεζα. Παίρνει το χαρτί, το ξεδιπλώνει και -ω, Κύριε, πόσο ανεξερεύνητες είναι οι κρίσεις σου!- βρήκε σβησμένο τελείως το όνομα του Θεόφιλου.
Όταν η βασίλισσα έμαθε το γεγονός αυτό, αισθάνθηκε χαρά απερίγραπτη. Ζήτησε από τον Πατριάρχη να συγκεντρώσει όλο το λαό με τιμίους Σταυρούς και με άγιες Εικόνες στη Μεγάλη Εκκλησία, για να αποδοθεί και πάλι στην Εκκλησία ο στολισμός που της ταιριάζει, (οι άγιες Εικόνες), και να γίνει γνωστό σε όλους το νέο και παράδοξο αυτό γεγονός.
Όλοι συγκεντρώθηκαν στην Εκκλησία με κεριά και λαμπάδες. Ήρθε και η βασίλισσα με το γιο της. Τότε ξεκίνησαν από εκεί λιτανεία με τις άγιες Εικόνες, με τους τιμίους Σταυρούς και με το άγιο Ευαγγέλιο κι έφθασαν μέχρι την περιοχή που λέγεται «Μίλιον» ψάλλοντας το «Κύριε Ἐλέησον». Έπειτα επέστρεψαν πάλι στην Εκκλησία κι έκαναν τη Θεία Λειτουργία. Πρωτύτερα όμως όλοι οι άγιοι εκείνοι άνδρες αναστήλωσαν κι έβαλαν στη θέση τους τις ιερές εικόνες. Τότε ανακηρύχθηκαν και αξιώθηκαν αιωνίας μνήμης όλοι όσοι υπήρξαν ευσεβείς και υπέρμαχοι των θείων εικόνων. Αντίθετα οι εικονομάχοι, όλοι δηλαδή όσοι δε δέχθηκαν την τιμητική προσκύνηση των αγίων εικόνων, αποκηρύχθηκαν και παραδόθηκαν στο ανάθεμα.
Από τότε οι άγιοι αυτοί και ομολογητές της πίστεως όρισαν να γίνεται κάθε χρόνο η εορτή και πανήγυρη αυτή, για να μην τύχει ποτέ να ξαναπέσουμε σ’ αυτή τη δυσσέβεια.
Ἡ ἀπαράλλακτος εἰκὼν τοῦ Πατρός, πρεσβείαις τῶν ἁγίων σου Ὁμολογητῶν, ἐλέησον ἡμᾶς, Ἀμήν.
[1] ΣτΜ: Επειδή ασχολούνταν με μαγικές τέχνες είχε το παρατσούκλι Ιαννίς, όπως ο μάγος του Φαραώ.
[2] Ελέγοντο Γραπτοί, γιατί ο τύραννος για να τους κάνει να αρνηθούν την τιμή των αγίων εικόνων, τους έγραψε στο μέτωπο με πυρωμένο σίδερο.
Ιερομ. Ιερώνυμος Δελημάρης, Τί γιορτάζουμε από το Τριώδιο έως την Πεντηκοστή; Τα συναξάρια του Τριωδίου και του Πεντηκοσταρίου σε απλή γλώσσα, 1η έκδ. Αδελφότης Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ναυπάκτου, Ναύπακτος, 2001.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου