ΗΣαρακοστή είναι προετοιμασία για το Πάσχα· στην πραγματικότητα όμως η καθημερινή εμπειρία, που έχει μέχρι τώρα γίνει παράδοση, βεβαιώνει ότι αυτή η προετοιμασία παραμένει αφηρημένη και κατ' όνομα μόνο. H Σαρακοστή και το Πάσχα είναι βαλμένα πλάι πλάι αλλά χωρίς καμιά ουσιαστική κατανόηση της σχέσης τους και της αλληλοεξάρτησης. Ακόμα και όταν δεν παίρνουμε τη Σαρακοστή μόνο σαν μια περίοδο για να πραγματοποιήσουμε την ετήσια εξομολόγηση και τη θεία Κοινωνία, συνήθως τη σκεπτόμαστε σαν μια περίοδο για ατομική προσπάθεια και έτσι παραμένει εγωκεντρική. Με άλλα λόγια, εκείνο που ουσιαστικά λείπει από το βίωμα της Σαρακοστής είναι: η σωματική και πνευματική προσπάθειά μας να σκοπεύουν στη συμμετοχή μας στο «σήμερον» της Ανάστασης του Χριστού, όχι σαν μια αφηρημένη ηθικότητα, ούτε σαν μια ηθική πρόοδο μας η σαν έναν αυστηρότερο έλεγχο στα πάθη, ούτε ακόμα σαν μια προσωπική τελείωση, αλλά σαν πλήρη συμμετοχή (συμμετοχή που περικλείει τα πάντα) στο τελικό «σήμερον». H χριστιανική πνευματικότητα που δεν έχει αυτόν το σκοπό κινδυνεύει να γίνει ψευτο-χριστιανική γιατί σε τελευταία ανάλυση μια τέτοια πνευματικότητα παρακινείται από το «εγώ» και όχι από το Χριστό. O κίνδυνος εδώ είναι ότι, όταν η καρδιά εξαγνιστεί, καθαριστεί και ελευθερωθεί από το δαίμονα που την κατοικούσε, παραμένει άδεια και ο δαίμονας ξαναγυρίζει σ’ αυτή «και παραλαμβάνει επτά έτερα πνεύματα πονηρότερα εαυτού, και εισελθόντα κατοικεί εκεί και γίνεται τα έσχατα του ανθρώπου εκείνου χείρονα των πρώτων» (Λουκ. 11.26).
Στον κόσμο τούτο το καθετί - ακόμα και η «πνευματικότητα» - μπορεί να γίνει δαιμονική. Έτσι είναι πάρα πολύ σημαντικό να ξαναβρούμε το νόημα και το ρυθμό της Μεγάλης Σαρακοστής σαν γνήσιας προετοιμασίας για το μεγάλο «σήμερον» του Πάσχα.
Τελικά, στη διάρκεια αυτής της προπαρασκευαστικής εβδομάδας, αρχίζει η ανάμνηση του μυστηρίου. H όλη προσπάθεια της Σαρακοστής μας έκανε ικανούς να παραβλέψουμε όλα εκείνα που, συνήθως καθημερινά, επισκιάζουν το κεντρικό αντικείμενο της πίστης, της ελπίδας και της χαράς μας. O χρόνος, όπως τον ξέραμε, τέλειωσε πια. Τώρα μετριέται όχι όπως συνήθως με τις απασχολήσεις και τις φροντίδες μας, αλλά με ό,τι συμβαίνει στο δρόμο για τη Βηθανία, και πέρα απ’ αυτή, για τα Ιεροσόλυμα. Και, ακόμα μια φορά λέμε, πως όλα αυτά δεν είναι ρητορικά σχήματα. Για όποιον έχει γευτεί την αληθινή λειτουργική ζωή - έστω και μια μόνο φορά, ακόμα και με ατέλειες, - είναι σχεδόν ολοφάνερο ότι από τη στιγμή που ακούμε: «Χαίροις πόλις Βηθανία, πατρίς η του Λαζάρου..., αύριον Χριστός παραγίνεται...», ο εξωτερικός κόσμος γίνεται κάπως εξωπραγματικός και σχεδόν νιώθει κανείς πόνο όταν από ανάγκη έρχεται καθημερινά σε επαφή μ’ αυτόν. H πραγματικότητα βρίσκεται σ’ αυτά που συμβαίνουν στην Εκκλησία, σ’ αυτή την ανάμνηση που μέρα με τη μέρα μας κάνει ν’ αναγνωρίσουμε τι σημαίνει να περιμένεις, και γιατί ο Χριστιανισμός είναι πάνω από κάθε άλλη προσδοκία και προετοιμασία. Έτσι όταν φτάνει ο Εσπερινός της Παρασκευής και ψέλνουμε: «την ψυχωφελή, πληρώσαντες Τεσσαρακοστήν...» δεν έχουμε μόνο εκπληρώσει μια ετήσια χριστιανική «υποχρέωση», αλλά είμαστε έτοιμοι να κάνουμε δικά μας τα λόγια του ύμνου που ψέλνουμε την επόμενη μέρα:
Διὰ Λαζάρου σε Χριστός, ἤδη σκυλεύει θάνατε, καὶ ποῦ σου ᾍδου τὸ νῖκος; τῆς Βηθανίας ὁ κλαυθμός, νῦν ἐπὶ σὲ μεθίσταται, πάντες κλάδους τῆς νίκης, αὐτῷ ἐπισείωμεν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου