Στις δύσκολες ώρες της ασθενείας ο Θεός δεν εγκαταλείπει τον άνθρωπο αβοήθητο. Στέλνει κάποιον άλλον άνθρωπο για συμπαράσταση και ενίσχυση του ασθενούς, η επεμβαίνει με υπερφυσικό τρόπο όταν λείπη η ανθρώπινη παρηγοριά. Ας δούμε πώς παρηγορούσαν οι Άγιοι, μέσα από την πείρα τους και την χάρη του Θεού.
Ο άγιος Βαρσανούφιος στηρίζοντας έναν αρχάριο Μοναχό, πού δεν μπορούσε να σήκωση το βάρος της αρρώστιας του, έλεγε: «Ας υπομείνουμε, παιδί μου, με ευχάριστη διάθεση αυτή την θλιβερή ασθένεια, για να μας επισκίαση πλούσια το έλεος του Θεού, και ας μην χάσουμε το θάρρος μας, για να μην βρεθούμε αιχμαλωτισμένοι από την ακηδία, από την οποία γίνεται η αρχή της απώλειας μας. Θυμήσου, παιδί μου, ότι αυτός πού θα ύπομείνη ως το τέλος, εκείνος θα σωθή. Παιδί μου, μην αδιάφορης για την ωφέλεια πού φέρνει η παιδαγωγία του Κυρίου... Ο απόστολος Παύλος μας λέγει: "Αν είστε χωρίς παιδαγωγία, στην οποία έλαβαν μέρος όλα τα γνήσια παιδιά, αποδεικνύετε με αυτό ότι είστε νόθα και όχι παιδιά του Θεού". "Αν λοιπόν κι εσύ σήκωσης την αρρώστια σου με ευχαριστία, γίνεσαι υιός» γνήσιος.
Η αγία Συγκλητική, η οποία έκτος από το οσιακό πήρε και το μαρτυρικό στεφάνι της ασθενείας, έλεγε: «Η αρρώστια είναι το καλύτερο και αποτελεσματικότερο φάρμακο για την ολοκληρωτική εξάλειψη του σαρκικού φρονήματος. Και η μεγαλύτερη άσκηση είναι τούτη, το να έχει κανείς εγκαρτέρηση στις αρρώστιες και να ευχάριστη τον Θεό... Ας μην αδημονούμε λοιπόν όταν αρρωσταίνουμε, άλλ' ας ευχαριστούμε τον Θεό πού όλα τα οικονομεί για το συμφέρον μας, και πολλές φορές, με την πρόσκαιρη αρρώστια του φθαρτού σώματος, χαρίζει στην αθάνατη ψυχή υγεία και σωτηρία αιώνια».
Η φιλανθρωπία του Θεού χαρίζει ένα μέρος από την ουράνια απόλαυση σ' εκείνους πού στερούνται την ανθρώπινη παρηγοριά πάνω στο κρεβάτι του πόνου:
Πριν από μερικές δεκαετίες ζούσε στα Κατουνάκια του Αγίου Όρους ένας πολύ απλός Γέροντας, ο π. Γεώργιος. έμενε μόνος του ηλικιωμένος και εγκαταλελειμμένος. Κάποτε αποφάσισε να τον επισκεφθεί γνωστός του μοναχός. Όταν πλησίασε στην γειτονική καλύβη, ρώτησε για τον Γέροντα, αλλά δεν τον είχαν ιδεί...
Έφθασε λοιπόν στην καλύβη με αγωνία και, όταν είδε ησυχία μεγάλη έξω και μέσα, ανησύχησε περισσότερο. Άρχισε να φωνάζη δυνατά και να χτυπάη την πόρτα, αλλά τίποτε. Τελικά πίεσε την πόρτα και την άνοιξε και μπήκε μέσα. Βλέπει τον Γέροντα ξαπλωμένο στο κρεβάτι και του λέει:
— Ευλογείτε, Γέροντα, τι κάνεις; Ηρθα να σε ιδώ.
Εκείνος απήντησε πολύ στενοχωρημένος: - Ευλογημένε μου, καλύτερα να μην ερχόσουν, γιατί μόλις μπήκες, μου έδιωξες τον άγιο Άγγελο που με υπηρετούσε. Γι' αυτό δεν σου άνοιγα. Άλλη φορά να μην έρθης, ευλογημένε μου, γιατί μου διώχνεις τον άγιο Άγγελο!
Έφυγε ο αδελφός για το Κελλί του, και έμεινε ο Γέροντας ξαπλωμένος στα σανίδια του κρεβατιού, τελείως μεν εγκαταλελειμμένος από τους ανθρώπους, αλλά για να έχη εγκαταλείψει τον εαυτό του στα χέρια του Θεού, ο Θεός τον αξίωσε να υπηρετήται από Αγγέλους.
Ό γέροντας Παΐσιος είχε και ο ίδιος ανάλογη εμπειρία. Διηγείται:
Κάποτε ήμουν επί δεκαπέντε μέρες άρρωστος με πυρετό, ρίγος, χωρίς σόμπα, μόνος, δεν μπορούσα να κάνω ένα τσάϊ, ούτε να βγω έξω. Πίστευα ότι θα πέθαινα, και έρριξα επάνω μου το Σχήμα του γέροντα μου, του παπα-Τύχωνα. Τότε αισθάνθηκα τέτοια χάρι! Βρέθηκα έξω από το Κελλί μου μέσα σε φως, και έβλεπα με άλλα μάτια τα πάντα. Τα πουλιά, τα ψάρια, τους πλανήτες, τον κόσμον όλον. Και όλα αυτά μιλούσαν και έλεγαν ότι, όλα τα έκανε ο Θεός για σένα, τον άνθρωπο.
Παρακαλούσα τον Θεό, όταν πεθάνω να είμαι μόνος, και μόνο μ' αυτή τη σκέψη πλημμύριζα από χαρά και αγαλλίαση. Η ανθρώπινη εγκατάλειψη και η στέρηση της ανθρώπινης παρηγοριάς φέρνει πλούσια την θεϊκή παρηγοριά .
Ο άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος αναφέρει για έναν Άγιο πού ζούσε στην Ρώμη:
Ήταν φτωχός σε υλικά αγαθά, άλλα πλούσιος σε αρετές. Το σώμα του παρέλυσε από μία πολύχρονη αρρώστια ώστε να μην μπορή να μετακίνηση καθόλου ούτε πόδι ούτε χέρι. Για τις ανάγκες του του παραστεκόταν η μητέρα του με τον αδελφό του, και ό,τι δεχόταν από ελεημοσύνη το έδινε σε άλλους φτωχούς. Όσο για τον πόνο τον υπέμεινε με ευχαριστία, υμνολογώντας νύχτα-μέρα τον Θεό.
Σαν έφθασε ο καιρός να ανταμειφθεί η τόση του υπομονή, το σώμα του σταμάτησε να πονάη. Και καθώς κατάλαβε πώς πλησίαζε στον θάνατο, παρακάλεσε αυτούς πού φιλοξενούσε, να σηκωθούν και να ψάλουν μαζί του ύμνους στον Θεό...
Ξαφνικά, και ενώ κι ο ίδιος ο ετοιμοθάνατος έψαλλε μαζί τους, τους σταμάτησε λέγοντας:
- Σωπαστε! Δεν ακούτε πώς αντηχούν οι ύμνοι στον ουρανό;
Προσέχοντας σ' αυτούς τους ύμνους, πού άκουγε μυστικά με τ' αυτιά της καρδίας, λύθηκε από τα δεσμά του σώματος η αγία εκείνη ψυχή. Και καθώς έβγαινε, τόση ευωδία σκορπίστηκε στον τόπο εκείνο, πού όλοι οι παρευρισκόμενοι γέμισαν από ανέκφραστη γλυκύτητα, ώστε και μ' αυτό το σημείο να γίνη φανερό ότι την ψυχή υποδέχθηκαν οι Άγγελοι πού έψαλλαν εκείνους τους ουράνιους ύμνους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου