ΙΕΡΕΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Δος μου κι εμένα άνεση, Παναγιά μου,
πριν ν’ απέλθω και πλέον δεν θα υπάρχω.(Αλεξ. Παπαδ.)

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 22, 2010

Θεία παρηγοριά στις ασθένειες



Στις δύσκολες ώρες της ασθενείας ο Θεός δεν εγκαταλείπει τον άνθρωπο αβοήθητο. Στέλνει κάποιον άλλον άνθρωπο για συμπα­ράσταση και ενίσχυση του ασθενούς, η επεμ­βαίνει με υπερφυσικό τρόπο όταν λείπη η αν­θρώπινη παρηγοριά. Ας δούμε πώς παρηγο­ρούσαν οι Άγιοι, μέσα από την πείρα τους και την χάρη του Θεού.

Ο άγιος Βαρσανούφιος στηρίζοντας έναν αρχάριο Μοναχό, πού δεν μπορούσε να σήκω­ση το βάρος της αρρώστιας του, έλεγε: «Ας υπομείνουμε, παιδί μου, με ευχάριστη διάθεση αυτή την θλιβερή ασθένεια, για να μας επι­σκίαση πλούσια το έλεος του Θεού, και ας μην χάσουμε το θάρρος μας, για να μην βρεθούμε αιχμαλωτισμένοι από την ακηδία, από την ο­ποία γίνεται η αρχή της απώλειας μας. Θυ­μήσου, παιδί μου, ότι αυτός πού θα ύπομείνη ως το τέλος, εκείνος θα σωθή. Παιδί μου, μην αδιάφορης για την ωφέ­λεια πού φέρνει η παιδαγωγία του Κυρίου... Ο απόστολος Παύλος μας λέγει: "Αν είστε χωρίς παιδαγωγία, στην οποία έλαβαν μέρος όλα τα γνήσια παιδιά, αποδεικνύετε με αυτό ότι είστε νόθα και όχι παιδιά του Θεού". "Αν λοι­πόν κι εσύ σήκωσης την αρρώστια σου με ευχαριστία, γίνεσαι υιός» γνήσιος.

Η αγία Συγκλητική, η οποία έκτος από το οσιακό πήρε και το μαρτυρικό στεφάνι της α­σθενείας, έλεγε: «Η αρρώστια είναι το καλύ­τερο και αποτελεσματικότερο φάρμακο για την ολοκληρωτική εξάλειψη του σαρκικού φρο­νήματος. Και η μεγαλύτερη άσκηση είναι τού­τη, το να έχει κανείς εγκαρτέρηση στις αρρώ­στιες και να ευχάριστη τον Θεό... Ας μην αδημονούμε λοιπόν όταν αρρωσταίνουμε, άλλ' ας ευχαριστούμε τον Θεό πού όλα τα οικο­νομεί για το συμφέρον μας, και πολλές φορές, με την πρόσκαιρη αρρώστια του φθαρτού σώ­ματος, χαρίζει στην αθάνατη ψυχή υγεία και σωτηρία αιώνια».

Η φιλανθρωπία του Θεού χαρίζει ένα μέ­ρος από την ουράνια απόλαυση σ' εκείνους πού στερούνται την ανθρώπινη παρηγοριά πάνω στο κρεβάτι του πόνου:

Πριν από μερικές δεκαετίες ζούσε στα Κατουνάκια του Αγίου Όρους ένας πολύ απλός Γέροντας, ο π. Γεώργιος. έμενε μόνος του ηλι­κιωμένος και εγκαταλελειμμένος. Κάποτε απο­φάσισε να τον επισκεφθεί γνωστός του μονα­χός. Όταν πλησίασε στην γειτονική καλύβη, ρώτησε για τον Γέροντα, αλλά δεν τον είχαν ιδεί...

Έφθασε λοιπόν στην καλύβη με αγωνία και, όταν είδε ησυχία μεγάλη έξω και μέσα, ανησύ­χησε περισσότερο. Άρχισε να φωνάζη δυνατά και να χτυπάη την πόρτα, αλλά τίποτε. Τε­λικά πίεσε την πόρτα και την άνοιξε και μπήκε μέσα. Βλέπει τον Γέροντα ξαπλωμένο στο κρε­βάτι και του λέει:

— Ευλογείτε, Γέροντα, τι κάνεις; Ηρθα να σε ιδώ.

Εκείνος απήντησε πολύ στενοχωρημένος: - Ευλογημένε μου, καλύτερα να μην ερχό­σουν, γιατί μόλις μπήκες, μου έδιωξες τον άγιο Άγγελο που με υπηρετούσε. Γι' αυτό δεν σου άνοιγα. Άλλη φορά να μην έρθης, ευλογημένε μου, γιατί μου διώχνεις τον άγιο Άγγελο!

Έφυγε ο αδελφός για το Κελλί του, και έμεινε ο Γέροντας ξαπλωμένος στα σανίδια του κρεβατιού, τελείως μεν εγκαταλελειμμένος από τους ανθρώπους, αλλά για να έχη εγκαταλεί­ψει τον εαυτό του στα χέρια του Θεού, ο Θεός τον αξίωσε να υπηρετήται από Αγγέλους.

Ό γέροντας Παΐσιος είχε και ο ίδιος ανά­λογη εμπειρία. Διηγείται:

Κάποτε ήμουν επί δεκαπέντε μέρες άρρω­στος με πυρετό, ρίγος, χωρίς σόμπα, μόνος, δεν μπορούσα να κάνω ένα τσάϊ, ούτε να βγω έξω. Πίστευα ότι θα πέθαινα, και έρριξα επάνω μου το Σχήμα του γέροντα μου, του παπα-Τύχωνα. Τότε αισθάνθηκα τέτοια χάρι! Βρέ­θηκα έξω από το Κελλί μου μέσα σε φως, και έβλεπα με άλλα μάτια τα πάντα. Τα πουλιά, τα ψάρια, τους πλανήτες, τον κόσμον όλον. Και όλα αυτά μιλούσαν και έλεγαν ότι, όλα τα έκανε ο Θεός για σένα, τον άνθρωπο.

Παρακαλούσα τον Θεό, όταν πεθάνω να εί­μαι μόνος, και μόνο μ' αυτή τη σκέψη πλημ­μύριζα από χαρά και αγαλλίαση. Η ανθρώ­πινη εγκατάλειψη και η στέρηση της ανθρώ­πινης παρηγοριάς φέρνει πλούσια την θεϊκή παρηγοριά .


Ο άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος αναφέρει για έναν Άγιο πού ζούσε στην Ρώμη:

Ήταν φτωχός σε υλικά αγαθά, άλλα πλού­σιος σε αρετές. Το σώμα του παρέλυσε από μία πολύχρονη αρρώστια ώστε να μην μπορή να μετακίνηση καθόλου ούτε πόδι ούτε χέρι. Για τις ανάγκες του του παραστεκόταν η μη­τέρα του με τον αδελφό του, και ό,τι δεχόταν από ελεημοσύνη το έδινε σε άλλους φτωχούς. Όσο για τον πόνο τον υπέμεινε με ευχαριστία, υμνολογώντας νύχτα-μέρα τον Θεό.

Σαν έφθασε ο καιρός να ανταμειφθεί η τόση του υπομονή, το σώμα του σταμάτησε να πονάη. Και καθώς κατάλαβε πώς πλησίαζε στον θάνατο, παρακάλεσε αυτούς πού φιλοξενούσε, να σηκωθούν και να ψάλουν μαζί του ύμνους στον Θεό...

Ξαφνικά, και ενώ κι ο ίδιος ο ετοιμοθάνατος έψαλλε μαζί τους, τους σταμάτησε λέγοντας:

- Σωπαστε! Δεν ακούτε πώς αντηχούν οι ύμνοι στον ουρανό;

Προσέχοντας σ' αυτούς τους ύμνους, πού ά­κουγε μυστικά με τ' αυτιά της καρδίας, λύθη­κε από τα δεσμά του σώματος η αγία εκείνη ψυχή. Και καθώς έβγαινε, τόση ευωδία σκορ­πίστηκε στον τόπο εκείνο, πού όλοι οι παρευ­ρισκόμενοι γέμισαν από ανέκφραστη γλυκύ­τητα, ώστε και μ' αυτό το σημείο να γίνη φα­νερό ότι την ψυχή υποδέχθηκαν οι Άγγελοι πού έψαλλαν εκείνους τους ουράνιους ύμνους.



Οι ασθένειες και ο πιστός ,Ιερομονάχου Γρηγορίου

Δεν υπάρχουν σχόλια: